Ο ΕΠΙΛΟΓΟΣ. ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 7

ΘΑΛΑΣΣΑ ΜΑΝΑ ΜΟΙΡΑ ΚΙ’ ΑΓΑΠΗΤΙΚΙΑ
Ήταν η απεραντοσύνη της θάλασσας που είχα για συντροφιά μαζί με τις θύμισες τις στεριανές, τα παραμύθια και οι αφηγήσεις για πειρατείες και πνιγμένους μέσα στα αμπάρια που άκουα. Ήταν που γλύτωσα από μεγάλες τρικυμίες και που ψάρεψα μεγαλα ψάρια θεριά της θάλασσας. Που έζησα γάμους συναδέλφων μου στις άλλες χώρες και είδα νέα ήθη, έθιμα και κουλτούρες. Που γνώρισα διαφορετικές εμπειρίες σε όλα τα λιμάνια του κόσμου, στους παράδεισους της προστυχιάς, της απόλαυσης, των καταχρήσεων και των παραβάσεων πίσω από κουρτίνες που πρόσφεραν ότι δεν βάζει ο νους, καθώς και περιπέτειες επικίνδυνες για όποιον τις αποζητούσε.
Ήταν οι μνήμες μου ως ναυτικού που ίσως να φαντάζουν απίθανες και να προκαλούν δυσπιστία, ήταν μια περίοδος της ζωής μου που με σημάδεψε ανεξίτηλα και που άφησε πανω μου παντοτινή σφραγίδα. Όσοι έχουν βιώσει τις δύσκολες αλλά γλυκές αυτές καταστάσεις ξέρουν. Και συνεχίζουν να αγαπούν τη θάλασσα και να τη μάχονται καθημερινά και να της γνέφουν περιπαικτικά και να μην τη φοβούνται.
Όμως δεν ήταν αυτά κάθε αυτά που με σημάδεψαν μόνο, αλλά και η παρατήρηση μου της διαβίωσης των ναυτικών που μπαρκαρισμένοι στα μεγάλα γκαζάδικα με συντροφιά μονο την θάλασσα και τον ουρανό για μήνες δύο και τρείς, δεν είχαν συνηθισμένη συμπεριφορά, ήθελαν να σπάζουν τις μονότονες ημέρες τους με τις άλλες τις απαράλλακτες που ακολουθούσαν με τα ίδια βαρετά πραγματα εκείνα τα συνηθισμένα, έτσι που δημιουργούσαν ίντριγκες και ύστερα τις παρακολουθούσαν για να εχουν κάτι καινούργιο να ασχολούνται. Ήταν που έπρεπε πάντα να είμαι προσεκτικός τι να πιστεύω, που έπρεπε να μην εμπιστεύομαι κανένα, ήταν ίσως ο νόμος των Ναυτικών να μην αγαπιούνται αναμεταξύ τους, παρά μονο με τη θάλασσα.
Αγάπησα λοιπόν τη θάλασσα και μια δύναμη με τραβούσε να είμαι κοντά της.
Μπάρκαρα στο πρώτο πλοίο χωρίς να την αγαπώ, παιδεύτηκα μαζί της τον πρώτο καιρό σε ένα μικρό βαπόρι που έπλεε στη Μαύρη θάλασσα, αυτήν που την διέπλευσαν άνθρωποι σε ιστορικές στιγμές, που στα παραλια της κείτονται πανάρχαιοι πολιτισμοί αλλά και σύγχρονες πόλεις, που στα σπλάχνα της τα αντίθετα ρεύματα μάχονται, συγκρούονται και ανακυκλώνονται δημιουργώντας κόντρα αντίθετα κύματα με αποτελεσμα να κλυδωνίζουν το μικρό πλοίο και εμένα να μου ανακατώνεται το στομάχι και να μου βγαίνουν τα σωθικά.
Παρ όλες τις δυσκολίες της όμως η έλξη που έχει είναι μεγαλη που όποιος ζήσει μαζί της την ερωτεύεται και δίχα της δεν μπορεί.
Ταξίδεψα συνέχεια 5 χρόνια, όταν ξεμπάρκαρα άρχισε να μου βασανίζει το μυαλό η σκέψη να εγκαταλείψω τη θάλασσα. Αποφάσισα και παντρεύτηκα μια παλιά αγαπημένη, και είπα να γίνω νοικοκύρης και στεριανός. Τον πρώτο καιρό ήταν καλά και ευτυχισμένα, υπήρχε αγάπη και έρωτας, υπήρχαν όλα τα καλά. Ύστερα απο λίγο καιρό όμως η αγάπη για τη θάλασσα που δεν είχε χαθεί μέσα μου, μ έκανε να νοσταλγώ και να αναπολώ τις ατέλειωτες νύχτες της απόλυτης μοναξιάς στο κατάστρωμα, ή το βαρύ ντούκου της μηχανής του πλοίου στο μηχανοστάσιο στις ατέλειωτες βάρδιες που με ένα φλιτζάνι καφέ στο χέρι πίνωντας γουλιά γουλιά, μου αρκούσε ώσπου να σκαντζάρει η βάρδια.

Ώσπου μια νύχτα στο μικρο καφενείο του χωριού συναντήθηκα με έναν χωριανό ναυτικό που μόλις ηρθε από μπάρκο, κάτσαμε και τα είπιαμε και τα είπαμε για τη θάλασσα και τα λιμάνια. Ένιωσα πως η θάλασσα με τραβούσε ξανά κοντά της, ένιωσα ότι η ζωή μου στη στεριά δεν είχε νόημα. Ήξερα ότι αν έμενα στεριανός θα μαράζωνα, κατάλαβα ότι δεν θα άντεχα.
Με τις μνήμες μου να τρέχουν ολοζώντανα στις εποχές εκείνες, η νοσταλγία με έπνιξε και η θλίψη με κυρίευσε. Και μέσα στην παραζάλη του ποτού, ένιωσα η νοσταλγία να γίνεται μυτερό καρφί να μου τρυπά τα στήθια.
Έτσι λοιπόν στην παραζάλη του ποτού, πήρα μια μεγάλη απόφαση να ξαναμπαρκάρω. Ήξερα δεν ήταν εύκολο, όλοι θα έπεφταν να με σταματήσουν. Θα έφευγα λοιπόν σαν κλέφτης, δεν θα μιλούσα σε κανέναν, θα τους ειδοποιούσα όταν θα ήμουν μακριά…  

Δεν πήρα όμως την μεγάλη απόφαση και έμεινα για πάντα στεριανός. Τα χρόνια πέρασαν, αλλά δεν μπορώ να ξεχάσω τη θάλασσα, στέκω στην ακρογιαλιά και αγναντεύω τον ορίζοντα και σκέφτομαι αν μετάνιωσα που δεν έφυγα, αλλά δεν έχω απάντηση. Ξέρω μόνο ότι η Θάλασσα είναι τραγούδι, βίωμα, μάνα μοίρα κι αγαπητικιά, και όσοι την αγαπούν και μένουν μακριά της, δεν έχουν το γλυκό νανούρισμα της ούτε την απέραντη αγάπη της.

ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

ΟΙ ΝΑΥΤΙΚΟΙ - ΟΡΙΣΜΟΣ
Ναυτικοί καλούνται όσοι εργάζονται στα πλοία ή εκτελούν οποιαδήποτε εργασία σχετική με τη θάλασσα, και ειδικότερα όσοι είναι εγγεγραμμένοι με επαγγελματική ιδιότητα κατέχοντας ναυτικό φυλλάδιο.
Οι ναυτικοί πριν μπαρκάρουν σε πλοίο, συμβάλλονται με την πλοιοκτητρία εταιρεία, δηλαδή υπογράφουν συμβόλαιο που ονομάζεται σύμβαση ναυτικής εργασίας, δια της οποίας καθορίζεται το σύνολο των ωρών εργασίας εν πλω και εν όρμω, οι αργίες, οι υπερωρίες, η διάρκεια παραμονής στο πλοίο, η υποχρέωση και αμοιβή για άλλη ιδιαίτερη εργασία, καθώς και ότι άλλο καθορίζεται από τη ναυτική χάρτα.
Όμως όσοι δεν έχουν ταξιδέψει και εργαστεί σε πλοία κυρίως ποντοπόρα, στους περισσότερους θα ήταν αδιανόητο να αποφασίσουν να ακολουθούσουν το επάγγελμα. Όσοι συνειδητά το επιλέγουν, είναι γιατί ήδη γνωρίζουν και αγαπούν τη θάλασσα, ή ένεκα βιοποριστικής ανάγκης. Κανείς άλλος λογικός άνθρωπος δεν θα διάλεγε το επάγγελμα, αφού είναι ολοφάνερη η επικινδυνότητα του.
Είναι φοβερά επικίνδυνο, γιατί η κάθε στιγμή της ναυτικής ζωής ελλοχεύει απεριόριστους κινδύνους από αρρώστιες και επιδημίες, από πειρατείες και παράνομους ναυτικούς καθώς πολλοί μπαρκάρουν για να ξεφύγουν από κάποιο κακό που άφησαν πίσω στη χώρα τους, από επικίνδυνα φορτία που μεταφέρουν, ακόμα και από υπερφορτώσεις για να αποκομίσουν περισσότερα κέρδη οι εφοπλιστικές εταιρείες.
Η ναυτική ζωή προσφέρει απεριόριστη μοναξιά, κουραστική εργασία με περισσότερες υπερωρίες και με λιγότερο ύπνο. Η ιατρική περίθαλψη είναι ανύπαρκτη καθώς εξαρτάται μόνο από τις ιατρικές γνώσεις του γραμματικού, και η νοσταλγία και ο νόστος καταθλίβουν απεριόριστα τους ναυτικούς που μένουν μακριά από τη στεριά και τις οικογένειες τους μήνες ολόκληρους.
Φυσικά ο μεγαλύτερος κίνδυνος είναι οι φουρτούνες, οι καταιγίδες και οι αέρηδες, όταν ο άγριος καιρός λυσσομανά και βουλιάζει ακόμα και τα πλέον ασφαλή βαπόρια. Πολλοί είναι οι ναυτικοί που χάθηκαν για πάντα στα βάθη των ωκεανών, και άλλοι περισσότεροι που παρέμειναν σε ξένα λιμάνια για το χατίρι κάποιας αγάπης αφήνοντας πίσω στην πατρίδα πρόσωπα αγαπημένα και φίλους.
Είναι λοιπόν πολύ δύσκολη η ζωή των ναυτικών, και  ουδείς σχεδόν πραγματικά ενδιαφέρεται γι αυτούς. Δυστυχώς οι περισσότεροι κανονισμοί είναι για το τυπικό και το θεαθήναι.
Όμως, υπάρχει και η καλή πλευρά του επαγγέλματος. Δεν είναι τα χρήματα καθώς οι μισθοί δεν είναι μεγάλοι ανάλογα με την επικινδυνότητα του επαγγέλματος, αλλά γιατί μέσα στα πελάγη ο καθένας δύσκολα τα ξοδεύει, και ευκολότερα τα αποταμιεύει.

Είναι επίσης μεγάλη υπόθεση όταν κάποιος  είναι ταξιδευτής του κόσμου. Γνωρίζει καινούργιες χώρες, ξένες κουλτούρες, διαφορετικούς λαούς και νέες θρησκείες. Σε κάθε λιμάνι ανακαλύπτει καινούργιες αγάπες και νέες απολαύσεις που άλλως δεν θα γνώριζε. Αποκτά εμπειρίες και αντοχές, ατσαλώνεται ψυχικά, και συνηθίζει να ζει ανά πάσα στιγμή δίπλα με το θάνατο, καθώς η θάλασσα είναι ένας συνεχής κίνδυνος. Ένας κίνδυνος όμως, που όποιος την μάχεται και την παλεύει, περισσότερο την αγαπά, καθώς έχει μια άγνωστη δύναμη που κάνει τους ανθρώπους να την ερωτεύονται παντοτινά μέχρι το θάνατο τους. 

ΜΗΧΑΝΙΚΟΙ ΠΛΟΙΩΝ - ΟΡΙΣΜΟΣ
Οι εργαζόμενοι στις μηχανές πλοίων, εκτελούν γενικές εργασίες μηχανής καθώς και βάρδιες στις οποίες συμμετέχει  ένας τρίτος μηχανικός, ένας δόκιμος μηχανικός και ένας θερμαστής εάν είναι πλοίο με τουρμπίνες.
Ο Αξιωματικός φυλακής κατά τη κάθοδο του στο μηχανοστάσιο ενημερώνεται από τον προηγούμενο για την κατάσταση των μηχανών και βοηθητικών μηχανημάτων του πλοίου και στη συνέχεια αναλαμβάνει υπηρεσία παρακολουθώντας την καλή λειτουργία των μηχανών και εκτελεί τις εντολές της Γέφυρας.
Ο Δεύτερος Μηχανικός μεταφέρει τις εντολές του Πρώτου στο υπόλοιπο πλήρωμα της μηχανής, και εργαζομενος και ο ίδιος όπου χρειαστεί, επιβλέπει τις εργασίες και τις βάρδιες. 
Ο Πρώτος Μηχανικός είναι υπεύθυνος να επιβλέπει για όλα, για την καλή λειτουργία των μηχανών και των καζανιών (λέβητες παραγωγής ατμού) του πλοίου και να ξέρει σε ποια κατάσταση ευρίσκονται, να φροντίζει για την καλή λειτουργία της κύριας μηχανής αλλά και των άλλων βοηθητικών μηχανημάτων, καθώς και το μικρό τιμονάκι να μην έχει απώλεια υδραυλικού υγρού ώστε να κρατά την πορεία του πλοίου σταθερή. Έχει καθήκον να μεριμνά ώστε να υπάρχουν ανταλλακτικά και καύσιμα. Να φροντίζει οι υφιστάμενοι του να ελέγχουν τις σεντίνες για τυχών διαρροές και να μεριμνούν για το άδειασμα του έρματος (των άχρηστων υγρών, λαδιών και καυσίμων) από αυτές. Να ελέγχεται το θαλασσινό νερό που χρησιμοποιείται για σαβούρωμα, καθώς και το πόσιμο στις δεξαμενές και στον evaporator (βραστήρας παραγωγής από θαλασσινό νερό σε πόσιμο). Πρέπει να έχει εξειδικευμένες γνώσεις περί ηλεκτρισμού καθώς ο ηλεκτρολόγος είναι και αυτός υφιστάμενος του. Είναι επίσης υπεύθυνος για την καλή λειτουργία όλων των βοηθητικών μηχανημάτων στην κουβέρτα, στη κουζίνα, στα ψυγεία και στους ψυκτικούς θαλάμους.
Είναι με λίγα λόγια υπεύθυνος να γίνονται όλα αυτά από τους υφισταμένους του μηχανικούς, οι οποίοι είναι υπόλογοι σε αυτόν με ιεραρχική σειρά. Το πλήρωμα μηχανής αποτελείται από τον πρώτο, τον δεύτερο, τρεις τρίτους ή junior (τρίτοι βοηθοί μηχανικοί), τον ηλεκτρολόγο, τρεις θερμαστές, τρεις δόκιμοι ή λαδάδες, και ένας καθαριστής. Όλη η καλή λειτουργία στο μηχανοστάσιο και κατ επέκταση όλου του πλοίου, εξαρτάται από αυτούς.
Πρέπει να είναι καλά καταρτισμένοι γιατί από αυτούς εξαρτάται η καλή λειτουργία όλων των μηχανών και μηχανημάτων. Αυτοί τα χειρίζονται, τα συντηρούν, και τα επισκευάζουν. Και για ότι τυχόν πρόβλημα οι υφιστάμενοι μηχαναικοί δεν μπορούν να θεραπέυσουν, πρέπει ο Πρώτος να γνωρίζει και να τους καθοδηγεί, αλλά και να το διορθώνει ο ίδιος χειρονακτικώς εάν χρειαστεί. 
Η ζωή σε ένα πλοίο είναι η μικρογραφία μιας πολιτείας. Έχει όλες τις υποδομές όπως ηλεκτρισμό, αποχετεύσεις, κλιματισμό, πόσιμο νερό, τροφοδοσία, αλλά κυρίως αυστηρή διοίκηση. Το γενικό πρόσταγμα και ευθύνη έχει ο καπετάνιος που είναι ο απόλυτος διοικητής, αλλά σχεδόν ταυτόσημη εξουσία έχει και ο Α΄ μηχανικός με τον οποίο ο πλοίαρχος οφείλει να έχει στενή συνεργασία, διότι χωρίς αυτήν, το πλοίο δεν μπορεί να λειτουργήσει σωστά.
Ο πρώτος μηχανικός με τους βοηθούς του είναι η ψυχή του πλοίου. Χωρίς αυτούς δεν μπορεί το πλοίο να πλεύσει, ούτε το πλήρωμα να έχει τις ανέσεις μιας καλής διαβίωσης, αλλά και οι ναύτες στην κουβέρτα, δεν μπορούν να εργαστούν, καθώς όλες οι εργασίες διεκπεραιώνονται με μηχανήματα. Το φόρτωμα και ξεφόρτωμα γίνεται με γερανούς, οι αντλίες που φορτώνουν ή ξεφορτώνουν υγρά εμπορεύματα κινούνται με ηλεκτρισμό ή ατμό. Η άγγυρα βιράρει και μαϊνάρει με ατμό ή ηλεκτρισμό. Ακόμα και τα ματσακονια, δουλεύουν πλέον με αέρα.

ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΤΑΠΑΚΟΥΔΗΣ: 
Γεννήθηκα στη Χλώρακα, ένα χωριό που έχει στα ριζά του την Μεσόγειο να το προσκυνά. Θυμάμαι από μικρός τη θάλασσα να βρυχάται και με βια να κατατρώει τις ακτές, μα αυτές καθώς πέτρινες και στέρεες, καταλυμό δεν είχαν.
 Το σπίτι που γεννήθηκα ήταν στην άκρια του χωριού και άκουα τις νύχτες το σάλαγο των κυμάτων και τον ρόχθο της άγριας θάλασσας που έσμιγε με τη βουή του ανέμου, και μαζί ο βρυχηθμός τους σαν θυμωμένο βουητό μου προκαλούσαν δέος και φόβο, συναισθήματα που με τον καιρό στη σκέψη μου έμειναν σαν τραγούδι Ειρηνίων, προπομπός  αφανέρωτων αποκαλύψεων που θα ξέβραζε από τα βάθη της η θάλασσα.
 Θυμάμαι όποτε είχε μεγάλες τρικυμίες, περπατούσα στην άκρη της θάλασσας και με έλουζαν οι υδρατμοί των φοβερών κυμάτων που έσκαγαν με δίνη και με δυνατό υπόκωφο θόρυβο στα άγρια βράχια.
Και εγώ, έστεκα στην άκρη της θάλασσας κι αγνάντευα τον σκοτεινό ορίζοντα που στο βάθος συναντιόταν με τον γκρίζο ουρανό, και σχημάτιζαν τον τέλειο απέραντο κύκλο, αυτόν του σχήματος της γης.
Και ήμουν ευχαριστημένος που μπορούσα και έβλεπα την άκρη της γης.