Και είπεν ο θεός την Τρίτη μέρα να συγκεντρωθούν τα ύδατα από όλον τον ουρανό πάνω στη γη, και ύστερα είπε να ξεχωριστούν από τη ξηρά. Και ονόμασε τη γη ξηρά, και τα νερά θάλασσα.
Και δημιούργησε τη θάλασσα ανεξερεύνητη, ανυπέρβλητη και απρόβλεπτη, όμως όμορφη, απαράμιλλη, και ασύγκριτη.
Την έκαμε να αλλάζει και να μεταβάλλεται έως σήμερα, έκαμε τα βάθη και τη μορφολογία της να διαμορφώνονται ανάλογα με τα ρεύματα και τους σεισμούς, να παίρνουν διάφορες μορφές και να σχηματίζουν κοιλάδες και χαράδρες άλλοτε με πυκνή βλάστηση και άλλοτε έρημα τοπία σκεπασμένα παντοτινά με το αλμυρό νερό χωρίς το φως του ήλιου πολλές φορές να φτάνει στα απύθμενα βάθη της.
Ήδη αλμυρή εκ γενέσεως της, εντός της γεννήθηκε και εξελίχθητε η πρώτη ζωή που όσες θεολογικές καταβολές τη διέπουν, δεν μπόρεσε η τεκμηριωμένη γνώση των επιστημόνων να αντιπαρατεθεί μαζί τους. Ίδια συμφωνούν όμως, πως η θάλασσα είναι το λίκνο της ζωής.
Πλούσιος ο φυτικός της κόσμος που ποικίλει ανάλογα με το γεωγραφικό πλάτος. Θαλάσσια φυτά και γιγάντια φύκη που οι επιστήμονες ακόμα δεν γνωρίζουν πως βλάστησαν και πως εξελίχθησαν. Μυριάδες ήδη ζωής, μικροσκοπικοί και αόρατοι οργανισμοί έως θεόρατα ψάρια και παράξενοι δράκοι των παραμυθιών την κατοικούν.
Μυριάδες τόνοι νερού δημιουργήθησαν και σκέπασαν τη γη όταν οι υδρατμοί στην ατμόσφαιρα πύκνωσαν και έπεσαν δημιουργώντας λίμνες και θάλασσες.
Θάλασσες μικρές και μεγάλες, κλειστές και ανοιχτές, πελάγη και ωκεανοί.
Θάλασσες φουρτουνιασμένες και γκριζωπές, θάλασσες γαλάζιες και γαληνεμένες.
Στο μικρό μου το χωριό η θάλασσα της Μεσογείου έβρεχε ολόκληρη τη νοτιοδυτική μεριά. Συνήθως ήταν πολύ φουρτουνιασμένη, γιατί ήταν ένας τόπος ανοιχτός στους νοτιοδυτικούς ανέμους και κυρίως στον Πουνέντε που όποτε είχε κακοκαιρία στα Ελληνικά πελάγη, με ορμή τους μετέφερε στη περιοχή μας καθώς ο τόπος της Πάφου είναι στο διάβα του. Έβγαζε ορμητική τρικυμία που χτυπούσε τη στεριά από τις ακτές της χερσονήσου του Ακάμα, μέχρι την πέτρα του Ρωμιού και βάλε.
Και το μικρό χωριό μου έστεκε στη μέση. Οι ακτές χειμώνα καλοκαίρι θαλασσοδαρμένες, από πάντα λούζονταν στους υδρατμούς των φοβερών κυμάτων που με μανία έσκαγαν στα άγρια βράχια που ακατάλυτα έστεκαν στην ακτή και σταματούσαν την ορμή τους.
Τα μεγάλα ρεύματα επικίνδυνα ανακάτευαν τα νερά. Σχημάτιζαν δίνες που τα έσπρωχναν και τα μετακινούσαν με ορμή. Μαζί με τα θεώρατα κύματα αποτελούσαν μια μεγάλη δύναμη, μια μεγάλη απειλή, που έκαναν τη θάλασσα της Χλώρακας πολύ επικίνδυνη. Από μικρός θυμάμαι, πολλοί έχασαν τη ζωή τους σ αυτήν, κυρίως αυτοί που την αψηφούσαν ή που δεν την λογάριαζαν στα σοβαρά.
Είναι οι θάλασσες της Χλώρακας λοιπόν άγριες, και παρ όλο που είναι μικρό χωριό με λίγους κατοίκους, κάθε χρόνο δυστηχώς μέσα στις καλοκαιρινές καυτές μέρες χάνονται άνθρωποι, όταν βουτούν για να δροσιστούν. Οι πρωτινοί αλλά και οι σημερινοί λένε πως, καμιά φορά δεν προσπέρασε χρονιά χωρίς πνιγμένους.
Σ αυτόν τον άγρια όμορφο τόπο γεννήθηκα πολλά χρόνια πριν, που όμως θυμάμαι με πολλή νοσταλγία εκείνους τους καιρούς τους δύσκολους και πέτρινους που μέσα σε μια μίζερη και πολύ φτωχή διαβίωση αναγειώθηκα και ανδρώθηκα.
Θυμάμαι πως δεν είχαμε φαί, ούτε καν τον επιούσιο. Ήμουν αδύνατος και σκελετωμένος, αλλά παρ όλη τη δυσχέρεια της φτωχής μου διαβίωσης, ποτέ μου δεν έκλαψα ή παραπονέθηκα.
Με παρηγοριά την απέραντη και πανέμορφη θέα της θάλασσας, ξεχνιόμουν στις αναπολήσεις μου. Η βουή της και ο βρυχηθμός της έφταναν ως τα παραθύρια της μικρής παράγκας που κατοικούσα, και διαπερνόντας τα ξύλινα παραθυρόφυλλα, γέμιζαν φόβο την παιδική μου καρδιά. Ένας φόβος όμως που ύστερα όσο μεγάλωνα, μου έγινε συνήθιο και η βουή του θαλασσινού ανέμου απαραίτητη σαν γλυκό νανούρισμα. Ένα φύσημα ανέμου που άλλοτε με δύναμη και θυμό βρυχοταν, και άλλοτε ήρεμα και γαλήνια χάιδευε τα κύματα που απαλά έσκαγαν στις ακτές.
Και στη μεγάλη σχόλη της παιδικής μου ηλικίας πήγαινα και έστεκα στις πέτρινες ακτές και κοίταζα ώρες ατέλειωτες τα άπλετα νερά. Και ο νους μου έτρεχε σε μύριες σκέψεις, χωρίς όμως να μπορεί να εννοήσει τα μεγάλα μυστήρια που φανερά έκρυβε στην επιφάνεια και στο βυθό της. Με έκσταση την παρακολουθούσα να απλώνεται εμπρός μου μεγαλόπρεπη, και στο βάθος να ενώνεται με τον ουρανό και να σχηματίζει τον κύκλο της γης. Και εγώ ο καημένος που σαν παιδί λίγα γράμματα ακόμα γνώριζα, δεν δινόμουν να εννοήσω όλα τούτα τα μυστήρια. Νόμιζα πως έβλεπα την άκρη, εκεί που τελειώνει ο κόσμος...
Και ήμουν ευχαριστημένος που έβλεπα την άκρια της γης.
Λένε οι άνθρωποι πως η φουρτουνιασμένη θάλασσα συμβολίζει προβλήματα και στενοχώριες. Λένε ακόμα πως, αν τα κύματα βγαίνουν στη στεριά, μέρες ευτυχίας και ευζωίας θα έρθουν στους ντόπιους κατοίκους. Στις παραλίες της Χλώρακας συνέβαιναν και τα δύο, ώστε επικρατούσε μια μέση κατάσταση, ούτε ανυπέρβλητη δυστυχία, ούτε όμως και ευτυχία. Τόπος ξερός από χώμα και νερό, οι κάτοικοι ησχολούντο σε χειρονακτικές εργασίες ως πετροκόποι, κτίστες και ξυλουργοί. Αυτά ήσαν τα συνήθη επαγγέλματα, και μόνο λίγοι γονείς μπόρεσαν να σπουδάσουν τα παιδιά τους. Οι περισσότεροι μόλις τελείωναν το δημοτικό σχολείο, αφού κάποιος για να φοιτήσει σε γυμνάσιο πλήρωνε δίδακτρα.
Σε αυτές τις καταστάσεις και τις δύσκολες συγκυρίες έζησα έως τα δεκαοκτώ μου, μια κακή εποχή που όλος ο πληθυσμός διαβιούσε δύσκολα, και εργασία για τους περισσότερους δεν υπήρχε. Ούτε το φαγητό αρκούσε για να θρέψουν τα παιδιά τους καθώς η γη ήταν άγονη, ήταν σχεδόν ολόκληρη καυκάλα. Ένα τοπίο πέτρινο, αλλά καταπράσινο από σχοινιές και αρκόσσιηλλες που βλάσταιναν ανάμεσα στις άγριες ξερολιθιές. Και ανάμεσα τους πλούσια διάνθιζαν την πλάση κυκλάμινα και μαχαιράδες και άλλων λογιών άγρια όμορφα λουλούδια.
Ήταν ένας ωραίος τόπος που παρ όλα τα δύσκολα που πέρασα ένεκα των φτωχών καιρών, εντούτοις έμεινε στην καρδιά μου παντοτινά αγαπημένος.
Το μικρό σπιτάκι μας που άδειασε πολύ γρήγορα από τις παιδικές φωνές καθώς όλα τα μεγαλύτερα από μένα αδέρφια έφυγαν σε άλλες επαρχίας για αναζήτηση ενός καλύτερου μέλλοντος, ήταν στην άκρη του χωριού μοναχικό και χωρίς καθόλου ανέσεις. Ούτε πόσιμο νερό, ούτε και ηλεκτρισμό. Πίναμε νερό από ένα βαθύ λάκκο εφτά οργιών που το βγάζαμε με ένα αλακάτι που είχαμε, και προσέχαμε να μην καταπιούμε τις βδέλλες που μπόλικες ήταν μέσα στο λάκκο. Και όταν η νύχτα ερχόταν, πέφταμε στα κρεβάτια ενωρίς, καθώς κάναμε οικονομία στο πετρέλαιο που άναβε τη λάμπα. Μια λάμπα φυτιλιού και μοναδική που μόλις φέγγιζε, και γι αυτό έπρεπε να διαβάζουμε τα μαθήματα μας από ενωρίς, πριν ο ήλιος δύσει.
Η μάνα μας φύτευε λίγα χορταρικά και πατάτες για να μας θρέψει. Και εμείς μετά το σχολείο, τη βοηθούσαμε μέσα στο μικρό χωραφάκι που ήταν στην αυλή. Βοτανίζαμε τα χόρτα και τσαπούσαμε τις τάβλες.
Και στην αρχή του καλοκαιριού όταν τα τρεμίθια ώριμα πλέον, τα μαζεύαμε και τα παίρναμε στο μήλο και τα αλέθαμε να βγάλουμε το λάδι τους. Ένα λάδι πικρό που μας έκαιε τον ουρανίσκο και τα σωθικά, και που χρησιμοποιούσαμε από ανάγκη αφού δεν είχαμε χρήματα να αγοράσουμε από τον μπακάλη σπορέλαιο. Το ονομάζαμε τρεμιχόλαο και είχε μια σκληρή γεύση που μας πίκραινε κυριολεκτικά σαν φαρμάκι και δεν μας άρεσε, μα που τώρα μετά από τόσα χρόνια που έχουν παρέλθει, τη γεύση του πεθυμώ και νοσταλγώ.
Τις καλοκαιρινές ημέρες καθημερνώς περνούσε από το στενό δρομάκι έξω από την αυλή μας ένα μικρό φορτηγάκι με ανοιχτή την πίσω πόρτα, που αγκομαχώντας με πρώτη και δεύτερη ταχύτητα, κυλούσε σιγά στον κατήφορο.
Και όλα τα παιδιά της γειτονιάς τρέχοντας σκαρφαλώναμε πάνω και μας έπαιρνε στη θάλασσα. Ο σοφέρ ένας καλοκάγαθος άνθρωπος που έπασχε από ρευματισμούς, καθυμερινά πήγαινε να χωστεί στη ζεστή άμμο για να του περάσουν οι πόνοι. Και όλους μας άφηνε να σκαρφαλώνουμε στο όχημα του και μας κουβαλούσε με ευχαρίστηση, το μόνο που ζητούσε, ήταν λίγη βοήθεια, τον θάβαμε μέχρι το λαιμό στην άμμο, μέσα σε ένα λάκκο που σκάβαμε. Και όσο άντεχε τη κάψα από τον άμμο, εμείς κολυμπούσαμε και πλατσουρίζαμε μέσα στα ήσυχα και γαλανά νερά της θάλασσας της Χλώρακας.
Και πριν τα χρόνια περάσουν ώστε να μάθω κολύμπι, έμπαινα στα ξέβαψα νερά, χωρίς να τολμώ να πάω στα βαθιά. Αλλά όταν καμιά φορά κάποιος έφερνε μαζί του εσωτερικό λάστιχο αυτοκινήτου φουσκωμένο με αέρα, γεμάτοι χαρά κρεμιόμασταν πάνω όσοι χωρούσαμε, και ξανοιγόμασταν στα βαθιά.
Και από τα βαθιά έβλεπα έναν άλλο κόσμο, έβλεπα τη στεριά διαφορετική, ξερή και κίτρινη κάτω από τον ήλιο. Έβλεπα την καυτή αύρα να αιωρείται και να γεμίζει πούσι την ατμόσφαιρα, και εγώ μέσα στα δροσερά νερά της θάλασσας ένιωθα τη δροσιά της.
Καμιά φορά όμως δεν μου πέρασε τότες από το μυαλό πως ήθελα να γίνω ναυτικός, ή πως τη θάλασσα θα την αγαπούσα τόσο πολύ όπως τώρα αγαπώ. Γιατί σαν παιδί την αγάπησα καθώς έπαιζα μαζί της, μα τώρα την αγάπησα καθώς αυτή έπαιξε μαζί μου όταν η μοίρα με οδήγησε από πολύ ενωρίς να μπαρκάρω στα καράβια και να τη ζήσω και από την καλή και την κακή της.