Το πλοίο της εταιρείας Σταύρου Νιάρχου «ΕΥΓΕΝΕΙΑ» ένα γερό καλοτάξιδο
τάνκερ 70,000 τόνων, έπλεε τα τρικυμιώδη νερά του Ατλαντικού χωρίς μεγάλους
κλυδωνισμούς καθώς το σαβούρωμα ήταν πλήρες και το πλοίο καθόταν βαθιά στα νερά
χωρίς να είναι έρμαιο στα κύματα και στα ρεύματα. Θυμάμαι ήταν ένας χειμώνας
βαρύς, λίγες ημέρες πριν τα Χριστούγεννα. Ταξιδεύαμε από το Βόρειο Ατλαντικό
προς το Νότιο και ακολούθως για τον Ινδικό με προορισμό τον Περσικό κόλπο για
να φορτώσουμε, κάνοντας το γύρο της Αφρικής καθώς η διώρυγα του Σουέζ ακόμα δεν
είχε ανοίξει, όταν ξαφνικά λάβαμε διαταγή να πλεύσουμε προς τα ναυπηγεία του
Σκαραμαγκά για κάποιες μικροδιορθώσεις κυρίως βάψιμο στα ύφαλα μέρη, καθώς η
εταιρεία δεν είχε προς το παρόν ναύλο κλεισμένο.
Το πλήρωμα αποτελείτο από διάφορες φυλές, αλλά τα περισσότερα μέλη ήσαν
Έλληνες εξ Ελλάδος. Ακούοντας λοιπόν την είδηση ότι πάμε Ελλάδα και θα
μπορούσαν να περάσουν τις εορτές των Χριστουγέννων παρέα τις οικογένειες τους,
η ευτυχία τους ήταν μεγάλη και η χαρά τους μεγαλύτερη. Με χαρούμενες φωνές και
ζητωκραυγές δέχτηκαν την είδηση και τα πρόσωπα τους έλαμψαν και τα χαμόγελα
απλώθηκαν στα πρόσωπα τους. Το απόγευμα μετά τη σχόλη, έστησαν γιορτή στη
μεγάλη τραπεζαρία του πληρώματος, και με διαταγή του Καπετάνιου ο δεύτερος
έβγαλε δωρεάν ποτά από το τράνζιτ, και ο στούαρτ ξηρούς καρπούς και ένα σωρό
καλοφαγίες, δώρα χαράς και γιορτής. Το ποτό έρεε άφθονο, αλλά από την πολλή
χαρά κανείς δεν μεθούσε, μόνο περισσότερο νοσταλγούσε την πατρίδα. Όλο το
πλήρωμα αξιωματικοί και απλοί ένα συνονθύλευμα διασκέδασης, χαιρόντουσαν και
γιόρταζαν την ευχάριστη είδηση του γυρισμού.
-Εις υγείαν,
έλεγε ο καπετάνιος,
-εις υγείαν,
απαντούσε ο μούτσος, και τσούγκριζαν τα ποτήρια.
Σε μια στιγμή ένας τρίτος μηχανικός Κρητικός, ο Μηνάς καθώς ακόμα θυμάμαι
το όνομα του, ευγενής και διανοούμενος, σηκώθηκε και έκανε μια μακροσκελή
πρόποση, που εν μέσω πολλών είπε,
-Ο Άγιος Βασίλης τα Χριστούγεννα φέρνει δώρα στα παιδιά, αλλά εφέτος έφερε
και σε εμάς.
Ναι, σκέφτηκα εγώ, ήταν ένα υπέροχο χριστουγεννιάτικο θαύμα, που το ζούσαμε
όλοι. Νοιώθαμε όμορφα, και όλα γύρω τα βλέπαμε λαμπερά, γιατί είναι μεγάλο
πράγμα και πολύ υπέροχο, ο ναυτικός να ξυπνά Χριστούγεννα στο σπίτι του με την
οικογένεια του. Είναι μια αφόρητη χαρά που την βιώνουν ιδιαίτερα όσοι είναι
αναγκασμένοι να ζουν μακριά από τις οικογένειες τους, ειδικά οι Ναυτικοί που
τους έταξε το επάγγελμα να διαβιούν πολλές γιορτές μακριά από τα αγαπημένα τους
πρόσωπα.
Πλέαμε έχοντας δεξιά μας τον απέραντο Ατλαντικό ωκεανό, και αριστερά μας τα
στενά του Γιβραλτάρ όταν λάβαμε το μήνυμα για τον νέο μας προορισμό. Κλώσαμε
αριστερά και μπήκαμε στη Μεσόγειο, την μεγαλύτερη κλειστή θάλασσα του κόσμου
που περιβάλλεται από τις τρεις ηπείρους της Ευρώπης, της Ασίας και της Αφρικής.
Διασχίσαμε όλη τη μακρόστενη λωρίδα με τα καταγάλανα νερά, με δελφίνια να μας
συνοδεύουν και γλάρους να μας συντροφεύουν. Προσπερνώντας και αφήνοντας πίσω
μας τις χώρες του Μαρόκου, της Αλγερίας, της Λιβύης, της Τυνησίας και τέλος τη
Μάλτας που πλέαμε σε απόσταση ορατότητας, μπήκαμε στο Ιόνιο Πέλαγος.
Τα ναυπηγεία του Σκαραμαγκά ήταν οι μεγαλύτερες και παλαιότερες
σύγχρονες ναυπηγικές εγκαταστάσεις στην Ελλάδα και ιδρύθηκαν το 1958
από τον εφοπλιστή Σταύρο Νιάρχο δηλαδή τον μάστρο μας, για
την κατασκευή και συντήρηση των πλοίων του, αλλά και τις μετασκευές των
μεταχειρισμένων σκαφών που η ναυτιλιακή του εταιρία αγόραζε. Ήταν κοντά σε
Αθήνα και Πειραιά, έτσι η πρόσβαση μας στις δύο μεγαλουπόλεις ήσαν πολύ
εύκολες.
Μπήκαμε στο λιμάνι του Σκαραμαγκά και δέσαμε στο μόλο ώσπου να αδειάσει
κάποια δεξαμενή για να εισέλθουμε εντός. Οι δεξαμενές είναι μεγάλες
στενές λίμνες που μόλις χωρούν μέσα τα μεγάλα πλοία, και υποστηρίζονται από
μεγάλους γερανούς. Όταν το πλεούμενο μπει μέσα, κλείνουν στεγανά και αδειάζουν
από νερό. Έτσι το πλοίο μένει μετέωρο και στερεωμένο, ώστε οι μηχανικοί να
μπορούν να δουλέψουν στα εξωτερικά του μέρη χωρίς να εμποδίζονται από το νερό.
Όλο το πλήρωμα με πολλή βιάση έβαλε τα καλά του και βιαστικά έσπευσαν όλοι
να βγουν στη στεριά. Να τρέξουν να πάνε στις οικογένειες τους, άλλοι μακριά και
άλλοι κοντά. Είχε κανονίσει ο Καπετάνιος την επόμενη μέρα να ερχόντουσαν πίσω
μόνο όσοι ήσαν απαραίτητοι για να οδηγήσουμε το πλοίο στη δεξαμενή. Μετά θα
κάναμε blackout, και θα εγκαταλείπαμε το πλοίο.
Εφ όσον χρειαζόταν ακόμη να κάνουμε κάποιες κινήσεις την επομένη για να
ελλιμενίσουμε το πλοίο στη δεξαμενή, το μηχανοστάσιο έμεινε σε λειτουργία. Εγώ
ως Κύπριος που το σπίτι μου ήταν μακριά, επιλέγηκα να κάνω τη νυχτερινή βάρδια
χωρίς να διαμαρτυρηθώ, με ένα θερμαστή. Με τον ίδιο τρόπο επιλέγηκε και ένας
ναύτης για να προσέχει στην κουβέρτα και στη γέφυρα. Οι υπόλοιποι βγήκαν έξω με
συγγενείς κάποιων εξ αυτών να τους περιμένουν κάτω από την ψηλή σκάλα καθώς
είχαν ειδοποιηθεί και είχαν προστρέξει να υποδεχτούν τους αγαπημένους τους.
Την άλλη μέρα το πρωί, ήρθε πίσω ο καπετάνιος, ο ύπαρχος, ο λοστρόμος, ο
πρώτος και ο δεύτερος μηχανικός. Υπό την καθοδήγηση του πιλότου των ναυπηγείων
και με τη βοήθεια λάντζας καθώς και κάποιων μικρών κινήσεων της μηχανής, βάλαμε
το πλοίο στη δεξαμενή. Μετά ξεκινήσαμε να κάνουμε black out, δηλαδή σβήσαμε όλα τα μηχανήματα και την ηλεκτρογεννήτρια. Αφήσαμε το
πλοίο ένα κουφάρι σκοτεινό χωρίς λειτουργία, και το εγκαταλείψαμε. Θα πηγαίναμε
στα γραφεία της εταιρίας κάτω στην ακτή Μιαούλη στον Πειραιά, όπου θα
εξοφλούμασταν, και όσοι από εμάς θα επιθυμούσαν να συνέχιζαν τη σύμβαση τους,
θα στέλλονταν σε άλλα πλοία, ή μπορούσε να περιμένει το πέρας των εργασιών στο
«ΕΥΓΕΝΕΙΑ» και να συνεχίσει το μπάρκο του.
Εφ’ όσον κανείς δεν με περίμενε, δεν βιάστηκα να εγκαταλείψω το μέρος.
Ήθελα να παρακολουθήσω τη διαδικασία αδειάσματος του νερού από τη δεξαμενή,
ήθελα το πλοίο που έζησα σε αυτό σχεδόν ένα χρόνο, να το δω έξω από το νερό,
στις πραγματικές του διαστάσεις και σε όλο του το μεγαλείο.
Όταν το νερό άδειασε και φάνηκε ολόκληρο, το θέαμα ήταν εντυπωσιακό και
λίγο φοβερό, αφού στέκοντας σχεδόν στη βάση και κοιτάζοντας προς τα πάνω το
δυσθεώρατο του ύψος, το θέαμα προκαλούσε δέος. Ένα μεγαθήριο που άγγιζε τα όρια
της μεγαλειότητας καθώς είχε μήκος περισσότερο από 300 μέτρα και ύψος περίπου10
έως τη κουβέρτα, και άλλα πολλά έως τη γέφυρα.
Έμεινα πολλή ώρα να το αποθαυμάζω, και παρακολούθησα τους εργάτες που
άρχισαν με τα τελευταίας τεχνολογίας μηχανήματα να αρχίζουν να επιθεωρούν και
να εργάζονται στις χοντρές λαμαρίνες που για χρόνια μέσα στο αλμυρό νερό, είχαν
αρχίσει να σκουριάζουν και χρειάζονταν ματσαγκόνισμα και καινούργιο μπογιάτισα.
Στην πολλή ώρα κουράστηκα, και πετάχτηκα απέναντι σε ένα υψωματάκι σε μια
καντίνα του ναυπηγείου, και κάθισα σε ένα τραπεζάκι έξω στη βεράντα,
παρακολουθώντας τα απέραντα ναυπηγεία κάτω από τα πόδια μου να σφύζουν από ζωή
και οι εργάτες και οι μηχανικοί, να εργάζονται σαν μέλισσες.
Το μεσημέρι περασε, είχε φτάσει απόγευμα, και εγώ ακόμα μόνος εκεί
καθήμενος έχοντας ένα ωραίο αίσθημα νιώθοντας το στέρεο έδαφος χωρίς να
ταρακουνιέμαι από τη θάλασσα, έπινα την τέταρτη μου μπύρα με το μυαλό μου να
είναι λίγο ζαλισμένο από τον ζύθο, και χαλαρά να ταξιδεύει κάνοντας σκέψεις για
το μέλλον του τι θα ήθελε γίνει.
Ζήτησα από τον μαγαζάτορα να μου καλέσει ένα ταξί, και κίνησα για τον
Πειραιά. Σε μια πάροδο της Ακτής Μιαούλη, σε λίγα μέτρα, υπήρχε η «Βοσκοπούλα»
μια καφετέρια που σύχναζαν μόνο ναυτικοί, και ήταν στέκι όλων των Κύπριων που
εργάζονταν στα βαπόρια. Πάντα με την ελπίδα να συναντήσω ένα γνωστό, ή έστω να
μάθω νέα για την Κύπρο καθώς τα πράγματα στο δύσμοιρο νησί ήταν δύσκολα μετά
τον πόλεμο με τους Τούρκους, όταν ήμουν ξέμπαρκος καθημερινά την άραζα εκεί.
Το σκοτάδι είχε πέσει και ο κόσμος περπατούσε βιαστικός, θέλοντας οι απλοί
πολίτες να εγκαταλείψουν το μέρος γιατί πέφτοντας το βράδυ, η περιοχή γέμιζε
μαυριδερούς αλλοδαπούς και νυχτόβιους ανθρώπους του υποκόσμου, καθώς παράλληλη
της Μιαούλη ήταν η οδός Τρούμπας, η πάλαι ποτέ ξακουστή περιοχή η γεμάτη με
καμπαρέ και ύποπτους μαστροπούς που στημένοι στις γωνιές έψαχναν τη λεία τους.
Μπήκα στη «Βοσκοπούλα» και κοίταξα ένα γύρο, αλλά δεν είδα κάποιον γνωστό
μου. Κάθισα σε ένα τραπεζάκι και παρήγγειλα ένα μεγάλο δροσερό μουχαλλεπί γλυκό
με ζάχαρη και τριαντάφυλλο, και μπόλικο ροδόστεμμα με μεθυστικό άρωμα.
Απολαμβάνοντας το γευστικό Κυπριακό έδεσμα, παρακολουθούσα τους γύρω μου να
κουβεντιάζουν. Μετά από καιρό άκουα ξανά την Κυπριακή λαλιά να ηχεί ευχάριστα
στα αυτιά μου, μια μελωδική γλώσσα με ποιητικές ομοιοκαταληξίες, μια γλώσσα που
οι ιστορικοί ισχυρίζονται ως μια μοναδική Αρχαία ζωντανή διάλεκτο.
Ο κόσμος μπαινόβγαινε, και εγώ τούς παρακολουθούσα. Είχα όλο τον καιρό του
Θεού μαζί μου, δεν βιαζόμουν. Έβλεπα πολλούς να μπαινοβγαίνουν, όλων των ειδών,
αμούστακοι νεαροί και μεσήλικες, καλοντυμένοι και κακοντυμένοι, χαμογελαστοί
και θλιμμένοι. Με ένα συνονθύλευμα συναισθημάτων ο καθένας τα δικά του, άλλοι
χαρούμενοι γιατί έπιασαν στεριά και άλλοι λυπημένοι γιατί θα έφευγαν σε μακρινά
μπάρκα. Πρόσωπα σκληροτράχηλα μα και μαλθακά, πρόσωπα σκαμμένα από τον Ήλιο και
την αλμύρα, ή χλωμά από την καταχνιά της μηχανής. Ήμουν παρατηρητικός και μου
άρεσε να παρακολουθώ τα πλήθη.
Έκατσα έτσι αρκετή ώρα, όταν ξαφνικά και αναπάντεχα είδα στην είσοδο να
μπαίνει ο θείος μου ο μικρός αδερφός του πατέρα μου, ο Νικολής. Ξαφνιασμένος
του έβαλα φωνή και αυτός βλέποντας με, χωρίς να ξαφνιαστεί καθώς ήξερε πως
δούλευα στα καράβια σε αντίθεση με μένα που δεν γνώρα τι γύρευε αυτός στα ξένα,
ήρθε κοντά μου.
Κάτσαμε πολλή ώρα και τα είπαμε . Οι κουβέντες ατελείωτες, τα ερωτήματα
πολλά. Του είπα για μένα και μου είπε γι αυτόν.
Ένεκα του πολέμου οι δουλειές στο νησί ήσαν λίγες. Ήταν καλός κτίστης και
στο επάγγελμα του υπήρχε ζήτηση ένεκα των συνοικισμών που έκτιζε η κυβέρνηση
για τους πρόσφυγες, αλλά οι απολαβές ήσαν πενιχρές. Έτσι αποφάσισε και
μπαρκάρισε στα καράβια ως μούτσος, σε ένα μικρό πλοίο που έκανε λαθρεμπόριο
τσιγάρων στη Μεσόγειο. Επικίνδυνη δουλειά καθώς άμα πιάνονταν θα κατέληγαν σε
φυλακές για ατελείωτα χρόνια, αλλά ριψοκίνδυνος όντας, δεν δίστασε το ρίσκο.
Ψηλός και λοκατζής στο στρατό όπου υπηρέτησε, είχε απόλυτη εκπαίδευση για μάχες
σώμα με σώμα, ή και με όπλα. Σε ένα επεισόδιο στο πλοίο όπου ένας αράπης
δοκίμασε να μαχαιρώσει τον καπετάνιο, μπήκε στη μέση και αρπάζοντας τη λεπίδα
με τη χούφτα του, ακινητοποίησε και συνέλαβε τον επικίνδυνο δράστη.
Στα πλοία αυτού του είδους, μπαρκάριζε κάθε καρυδιάς καρύδι, κάθε
εγκληματίας και παράνομος. Ήταν επικίνδυνη η ζωή, και πολλοί εξαφανίστηκαν μέσα
στα βαθιά νερά της θάλασσας χωρίς να βρεθούν ξανά.
Ο καπετάνιος ήταν σκληρός και απάνθρωπος με σκληρές συμπεριφορές, έτσι που
έθετε τον εαυτό του σε κίνδυνο, ώστε αμέσως πρόσλαβε τον θείο μου ως σωματοφύλακα
του, και τον προήγαγε σε ανθυποπλοίαρχο με έναν παχουλό μισθό.
Ζήλεψα την τύχη του, γιατί εγώ με υπηρεσία περισσότερο από δύο χρόνια στα
καράβια του Σταύρου Νιάρχου, ήμουν ακόμα δόκιμος. Σ’ αυτή την εταιρεία
συνήθιζαν να μην δίνουν προαγωγές σε πρακτικούς ναυτικούς, γιατί είχαν τη δική
τους Ναυτική σχολή που έβγαζε όλων των ειδών ειδικότητες. Έτσι ακούοντας το
Νικολή με πόση ευκολία προήχθη σε αξιωματικό, αποφάσισα να ζητήσω από τον
υπεύθυνο προσωπικού της εταιρείας προαγωγή, ειδάλλως θα άλλαζα εταιρία.
Ο ουρανός στον Πειραιά ήταν συννεφιασμένος και σκοτεινός χωρίς άστρα ίσως
έτοιμος να βρέξει, αλλά η Ακτή Μιαούλη και οι πάροδοι ήσαν ολοφώτεινοι από τις
ταμπέλλες νέον των αμέτρητων καταστημάτων και τους μεγάλους λαμπτήρες στους
στύλους του ηλεκτρικού διχτύου, που φώτιζαν φαντασμαγορικά όλους τους δρόμους.
Μέσα από τους πολύβουους δρόμους, από το καφενείο της Βοσκοπούλας, με το
Νικολή ξεκινήσαμε να πάμε στο Πασαλιμάνι να δούμε ένα φίλο του που δούλευε
εκεί. Θα τον συναντούσαμε, και μετά το πέρας της δουλειάς του θα μας οδηγούσε
σε ένα σκυλάδικο στην Ιερά οδό όπου ήταν ταχτικός θαμώνας, και θα περνούσαμε
καλά, όπως χουμίστηκε.
Το Πασαλιμάνι ή αλλιώς λιμάνι της Ζέας είναι ένα κοσμοπολίτικο μέρος του
Πειραιά. Η θέα προς την ανοιχτή θάλασσα ταξιδεύει ευχάριστα τη ματιά του
επισκέπτη. Σε όλη την παραλιακή ζώνη του Πασαλιμανιού, υπάρχουν
εστιατόρια, ταβέρνες, καφετέριες και όλων των ειδών μαγαζιά όπου ο καθένας
μπορεί να καθίσει και να απολαύσει τις ελληνικές και μεσογειακές γεύσεις με
εκλεκτό Ελληνικό κρασί και ούζο, απολαμβάνοντας την υπέροχη θέα χαζεύοντας τα
σκάφη, τα γιοτ και τα ιστιοπλοϊκά που δένουν στις μαρίνες ή ταξιδεύουν στα
γαλήνια νερά.
Όταν φτάσαμε ήταν αργά νύχτα, αλλά το μικρό λιμανάκι ήταν ολόφωτο και
έσφυζε από ζωή. Ο φίλος του θείου μου δούλευε σε ένα φαστφουντάδικο, το οποίο
κυρίως πουλούσε ψητά κοτόπουλα, και αυτός με ένα μηχανάκι έκανε delivery. Ήταν ένα μικρούτσικο μαγαζάκι πάνω στο μόλο που μόλις χωρούσε μια
ψησταριά, και που μόλις προλάβαινε να ψήνει και να πουλά, είχε επίσης δυο μικρά
τραπεζάκια πάνω στο πεζοδρόμιο με δυο καρέκλες το καθένα. Το πεζοδρόμιο το
χώριζε ένα στενό δρομάκι μονόδρομος, και αμέσως από κάτω, απλωνόταν η θάλασσα.
Σε αυτό το ειδυλλιακό τόπο, όσο να περάσει η ώρα να σχολάσει ο φίλος μας,
καθίσαμε στο ένα τραπεζάκι και παραγγείλαμε ένα σωστό κοτόπουλο σκέτο νέτο
χωρίς άλλα συνοδευτικά, παραγγείλαμε και ένα μπουκάλι ρετσίνα. Τρωγοπίνοντας
και κουβεντιάζοντας ρεμβάζαμε το ωραιότατο τοπίο της Ζέας το λιμάνι, το
ξακουστό Πασαλιμάνι. Η ώρα πέρασε πολύ ευχάριστα, ήμουν και εγώ πολύ
ευχαριστημένος γιατί συνάντησα μετά από καιρό έναν άνθρωπο δικό μου, ένα
συγγενή μου.
Η Ιερά Οδός είναι ο αρχαιότερος δρόμος της Ελλάδας, ο εθνικός δρόμος που συνέδεε την Αθήνα με τη Βόρεια Ελλάδα΄καιτην Ήπειρο. Σήμερα ακόμα υπάρχει και είναι πολύ ξακουστός, κυρίως για τις αρχαιότητες που τον περιβάλλουν, καθώς επίσης και για τα καλύτερα νυχτερινά μαγαζιά της Αθήνας, που ευρίσκονται επ’ αυτού. Εκείνη την εποχή τη δεκαετίας του ’70, μέσα σε λυόμενες παράγκες και πρόχειρα υποστατικά, υπήρχαν πολλά καταγώγια και σκυλάδικα, και η οδός ήταν ξακουστή ένεκα αυτών.
Η Ιερά Οδός είναι ο αρχαιότερος δρόμος της Ελλάδας, ο εθνικός δρόμος που συνέδεε την Αθήνα με τη Βόρεια Ελλάδα΄καιτην Ήπειρο. Σήμερα ακόμα υπάρχει και είναι πολύ ξακουστός, κυρίως για τις αρχαιότητες που τον περιβάλλουν, καθώς επίσης και για τα καλύτερα νυχτερινά μαγαζιά της Αθήνας, που ευρίσκονται επ’ αυτού. Εκείνη την εποχή τη δεκαετίας του ’70, μέσα σε λυόμενες παράγκες και πρόχειρα υποστατικά, υπήρχαν πολλά καταγώγια και σκυλάδικα, και η οδός ήταν ξακουστή ένεκα αυτών.
Σκυλάδικα με την αυστηρή έννοια του όρου όπως αυτός διαμορφώθηκε στις
δεκαετίες εκείνες, δεν υπάρχουν πλέον. Οι χρυσές εποχές του είδους έχουν
παρέλθει, γεγονός που κάνει τους νεότερους να μην γνωρίζουν εξ ιδίοις από πρώτο
χέρι τι ήταν σκυλάδικο τις παλιές εποχές. Ότι δηλαδή με τη λέξη εννοούσαν οι
άνθρωποι καταγώγιο όπου μέσα ο πελάτης εύρισκε ότι ζητούσε σε σχέση με τη
διασκέδαση, από γυναικεία συντροφιά έως μαστούρα, ηδονή, τέρψη, ευχαρίστηση.
Πήγε αργά η ώρα, ο καινούργιος μου φίλος σχόλασε. Πλύθηκε λίγο, έβρεξε τα
μαλλιά του με λάδι και τα έκανε γυαλιστερά. Το μουσάκι του ήταν λεπτό μόλις μια
γραμμή πάνω από το χείλη, έμοιαζε ίδιος με τον Κλάρκ Γκέιμπλ.
Το ταξί μας σταμάτησε έξω από μια πόρτα σκοτεινή χωρίς καμιά φωτεινή
επιγραφή, σημάδι πως στο μαγαζί έρχονταν μόνο όσοι το γνώριζαν. Ήταν περασμένα
τα μεσάνυχτα, και ανοίγοντας την πόρτα αντίκρισα ένα μακρινάρι με τοίχους
άδειους , χωρίς καμιά διακόσμηση ο χώρος, σχεδόν ένα εγκαταλειμμένο μέρος. Στο
βάθος έπαιζε μια μπάντα ένα μαστούρικο τραγούδι, και σε ένα τραπέζι κάθονταν τα
αφεντικά με το προσωπικό. Μόλις μπήκαμε, ήρθε ένας εξ αυτών συνοδευόμενος από
έναν παλληκαρά, και μας χαιρέτισε εγκάρδια, όπως να μας γνώριζε και χτες. Όμως
τον καινούργιο φίλο μας, τον γνώριζε και τον χαιρέτησε με το όνομα του. Μας
έβαλαν να καθίσουμε σε μια άκρη λίγο σκοτεινιασμένη, και μας σέρβιραν με πολλή
ευγένεια. Την παρέα μας ήρθε να χαιρετίσει η καλή τραγουδίστρια του μαγαζιού,
την οποία καλέσαμε και κάθισε μαζί μας. Παραγγείλαμε μια μεγάλη μπουκάλα
ουίσκι Jony Walker και γεμίσαμε τα ποτήρια μας. Είχαμε
όρεξη να μεθύσουμε, είχαμε όρεξη να ξεπεράσουμε τα εσκεμμένα.
Παρατήρησα τον φίλο του θείου μου να σηκώνεται και να πηγαίνει στον
αντικρινό τοίχο, και να σπρώχνει μια πόρτα που δεν φαινόταν στο μισοσκόταδο,
ούτε είχε κάποια επιγραφή όπως τουαλέτα π.χ. Παρ’ όλα αυτά, υπολόγισα ότι
μάλλον πήγε ανάγκη του. Η ώρα περνούσε όμως, και αυτός δεν φαινόταν, οπότε
κατάλαβα πώς πήγε για μαστούρα.
Ο θείος μου έπιασε ψιλή κουβέντα και στενή επαφή με την τραγουδίστρια,
οπότε μόνος με τον εαυτό μου βάλθηκα να ακούω τη μουσική και να παρατηρώ το
μέρος.
Πέρασε η ώρα, η τραγουδίστρια κάποια τραγούδια τα είπε από το τραπέζι χωρίς
να σηκωθεί, ενώ ο θείος μου ο Νικολής παρήγγειλε δεύτερο μπουκάλι, μπόλικα
λουλούδια και μερικές σαμπάνιες..
Σε μια στιγμή από την πόρτα της εισόδου μπήκε μια κοπέλα με ωραιότατο σώμα,
αλλά με κουτσό βήμα καθώς το ένα της πόδι ήταν πιο κοντό. Με γρήγορο βάδισμα
κατευθύνθηκε στο τραπέζι που καθόταν το αφεντικό του μαγαζιού, και αλλάξανε
κάποιες κουβέντες. Ύστερα γύρισε, και με γοργό περπάτημα ήρθε στο τραπέζι μας.
Δεν παραξενεύτηκα γιατί κατάλαβα πως ήταν κοπέλα του μαγαζιού για κονσομασιόν.
Αυτό με το οποίο εκπλάγηκα όμως, ήταν η ξετσίπωτη κίνηση της μόλις κάθισε κοντά
μου.
Ήταν μια χειρονομία που πάντα έως τώρα την θυμάμαι ακριβώς όπως έγινε, σαν
νάταν χτες. Την ώρα που λύγιζε το κορμί της να καθίσει στην καρέκλα δίπλα μου,
ταυτόχρονα έγειρε προς το μέρος μου, και με μια απότομη κίνηση ξεγύμνωσε το
στήθος της και μου έβαλε το ένα βυζί στο στόμα. Ξαφνιασμένος έμεινα ακίνητος μη
ξέροντας τι να κάμω. Θυμάμαι όμως το απαλό δέρμα του βυζιού της, ένα βυζί
αφράτο από τα πιο όμορφα που φίλησα στη ζωή μου. Όπως να ήταν κάτι μαγικό, με
γεύση γλυκιά, μαλακή. Σαγηνεύτηκα, μαγεύτηκα, αποχαυνώθηκα, δεν ξέρω, ξέρω ότι
έμεινα ακίνητος με το πρόσωπο μου ανάμεσα στα στήθη της.
Μου άρεσε και ανταποκρίθηκα στα χάδια της, σκέφτηκα ότι θα περνούσα μια
πολύ ωραία βραδιά. Με τη πονεμένη μελωδία του μπουζουκιού και τα πικρά μουσικά
λόγια της τραγουδίστριας, με το ποτό να ρέει εύκολα, και με την κοπέλα δίπλα
μου να χαϊδολογούμαστε, δεν με ένοιαζε πόσα θα ξοδεύαμε. Ούτε έμενα, ούτε και
τον θείο μου που και αυτός δίπλα μου περνούσε εξ ίσου καλά όπως εγώ. Την
βρήκαμε, ας μας τα έπαιρναν όλα.
Η ώρα περνούσε, περνούσαμε και εμείς καλά. Ο λογαριασμός ανέβαινε, ούτε
δώσαμε σημασία στο φίλο μας που έλειπε.
-Άστον,
μου είπε ο θείος μου,
-κάπου θα είναι μέσα γερμένος και μαστουρωμένος.
Όσο περνούσε η ώρα, οι γκόμενες, μας κατάφερναν και όλο ξοδευόμασταν.
-Αυτό σημαίνει σκυλάδικο,
σκέφτηκα.
-με ελάχιστους θαμώνες, να γίνονται μεγάλοι λογαριασμοί.
Άρχισα να σκέφτομαι όμως ταυτόχρονα, μήπως δεν φτάσουν τα λεφτά μας, και τι
θα γίνει μέσα στα ξένα μέρη μέσα σε ένα σκυλάδικο;
Από τη δύσκολη θέση όμως μας έβγαλε η αστυνομία. Τις πολύ αργές ώρες,
μπούκαραν μέσα άνδρες της ασφάλειας, και μας έστησαν όλους στον τοίχο. Δια το
φόβο των Ιουδαών, κανείς δεν διαμαρτυρήθηκε, ούτε πελάτες, ούτε μουσικοί, ούτε
αφεντικό, ούτε και εμείς. Εκείνη την εποχή στην Ελλάδα τα σώματα ασφαλείας
έκαναν ότι ήθελαν χωρίς να λογοδοτούν ούτε να εξηγούν για τις πράξεις τους.
Συνελάμβαναν κατά το δοκούν απλούς καθημερινούς ανθρώπους και τους στοίβαζαν
στα κρατητήρια για ανάκριση, απλώς με μικρές υποψίες, θέλοντας όπως
ισχυρίζονταν να καταστήλουν το έγκλημα που ήταν στο φόρτε του. Πολλοί
συνελήφθησαν και βασανίστηκαν, ή και χάθηκαν τα ίχνη τους. Ήταν μια χαώδης
κατάσταση που επικρατούσε στην Ελλάδα, ήταν η εποχή λίγο πριν η χούντα
παραδώσει την εξουσία στους πολιτικούς.
Αφού μας ερεύνησαν, μας οδήγησαν στην αυλή και μας διέταξαν να μπούμε στην
κλούβα που ήταν έξω σταθμευμένη.
Μαζί μας έσυραν και τον φίλο μας που ήταν τελέιως ντοπαρισμένος και τον
άφησαν κάτω στις πλάκες του πεζοδρομίου αναίσθητο.
-Αλίμονο μας, θα υποφέρουμε,
σκέφτηκα.
Είχα ακούσει ιστορίες για την συμπεριφορά των αστυνομικών στους
κρατουμένους, που η ανησυχία με κυρίευσε.
Όμως ο θείος ο Νικολής πιο ψύχραιμος, ζήτησε να μιλήσει με τον υπεύθυνο.
-Έχω αδερφό αξιωματικό του Κυπριακού στρατού,
του είπε,
-είμαστε μαζί σας αδέρφια και υποστηρίζουμε εσάς και την κυβέρνηση σας.
Με ευχαρίστηση είδα τον αξιωματικό να του δίνει σημασία και να του ζητά το
όνομα του αδερφού του.
-Κόκος Ταπακούδης, είναι μόνιμος ανθυπολοχαγός, του απάντησε.
Ο υπεύθυνος αξιωματικός πήγε λίγο πιο πέρα με ένα ασύρματο στο αυτί. Σε
λίγο επέστρεψε και μας είπε ενταξει, μπορούμε να φύγουμε εμείς και ο φίλος μας.
Μάζεψαν όλους τους υπόλοιπους μέσα στην κλούβα, και μείναμε εμείς με τον
αναίσθητο φίλο μας μέσα στη νύχτα μόνοι και ελέυθεροι.
Την άλλη μέρα πήγα στα γραφεία της εταιρείας και ζήτησα προαγωγή, ειδάλλως
τους εξήγησα θα άλλαζα εταιρία. Ο υπεύθυνος έψαξε το φάκελο μου, και αφού
διάβασε τις πληροφορίες για μένα, με κοίταξε ικανοποιημένος.
-Έχεις καλό φάκελλο
μου λέει,
-αλλά όπως ξέρεις έχουμε τη ναυτική σχολή μας και πολιτική μας είναι να
προάγουμε μόνο τους μαθητές μας. Με σένα θα κάνω μια εξαίρεση. Εάν μπορείς να
μπαρκάρεις αμέσως στο ίδιο πλοίο που φεύγει σε δυο τρεις μέρες, θα σε στείλω με
τον βαθμό του Junior Engineer.
Junior Engineer σημαίνει μικρός
μηχανικός, και ήταν τίτλος υπαξιωματικού που εκτελούσε χρέη τρίτου Μηχανικού.
Βεβαίως δέχτηκα με ευχαρίστηση, γιατί ο μισθός και τα overtimes θα ήσαν κατά πολύ περισσότερον από πριν, αλλά επίσης γιατί
ήταν κάτι που πολύ κολάκευε τον εγωισμό μου, καθώς η εταιρία είχε δική της
σχολή, και ήταν ένα κατόρθωμα η δική μου προαγωγή.