ΔΟΞΑΣΙ Ο ΘΕΟΣ (ΟΙ ΠΡΩΤΟΜΠΑΡΚΟΙ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5)

Ήμασταν στο ντεκ πάνω από το μηχανοστάσιο, στο κομοθέσιο του πληρώματος. Στα δεξιά και αριστερά ήταν οι καμπίνες, και στο κέντρο η κουζίνα και η τραπεζαρία με δυο διαδρομους δεξια και αριστερα. Έξω στην η πρύμη κάτω από τη χοντρή λαμαρίνα του καταστρώματος, ήταν το μικρό τιμονάκι που κρατούσε σταθερή την πορεία μας. Όποτε η θάλασσα ήταν τρικυμισμένη, ο συριχτός ήχος που δημιουργούσε στη πάλη του με τα ρεύματα και τα φουρτουνιασμένα κύματα για να κρατήσει τη πορεία σταθερή, ακουγόταν οξύς και διαπεραστικός. Ήταν η συμπίεση των λαδιών που με τη τεράστια δύναμη του μηχανισμού της υδραυλικής πίεσης, υπερνικούσε την αντίσταση της θάλασσας και κρατούσε σταθερή την πορεία.
Τα κομοθέσια, δηλαδή οι στεγασμένοι χώροι που διαμένουν τα πληρώματα, είναι κατασκευασμένα από χοντρή λαμαρίνα ώστε να αντέχουν στις υγρασίες και τα οξειδωματα της θαλασσινής αλμύρας. Στα μεγάλα πλοία αποτελούνται από τρεις ορόφους κάποτε και περισσότερους, το δικό μας πλοίο όμως ήταν μικρό και το δικό μας κομοθέσιο ήταν μόνο ένας όροφος. Ήταν ένα σφραγισμένο κουτί από χοντρούς μπουλμέδες με στρογγυλά φινιστρίνια από διπλό γυαλί και με σιδερένιες πόρτες που έκλειναν στεγανά, ώστε τις δύσκολες ώρες στις μεγάλες τρικυμίες μας προστάτευε από τη μανία της θάλασσας. Μέσα κλεισμένοι στις καμπίνες μας νιώθαμε το ταρακούνημα από τα κύματα που πολλές φορές μας έριχνε από τις κουκέτες μας, και ακούγαμε το θυμό της θάλασσας που σαν υποχθόνιος βρυχηθμός ήθελε να μας φοβερίσει.
Εμείς όμως πίσω από τις χοντρές λαμαρίνες νιώθαμε ασφαλισμένοι, γιατι πλέον είχαμε συνηθίσει τους κινδύνους από τις μεγάλες θαλασσοταραχές καθώς προηγουμένως πολλές φορές τις είχαμε συναντήσει.      
Αυτή τη φορά όμως τα τεράστια κύματα που έγερναν το πλοίο επικίνδυνα ζερβά και δεξιά κάνοντας τα νεύρα να τεντώνουν από αγωνία, σε μια στιγμή μας έγειραν τόσο πολύ ίσα με τη θάλασσα. Η ανάσα μας κόπηκε, το στομάχι μας δέθηκε κόμπος και ο πανικός μας κυρίευσε. Ήταν πολύ μεγάλη η κλίση που πήρε το πλοίο, σχεδόν έγειρε ενενήντα μοίρες. Τίποτα δεν έμεινε στη θέση του, κανένας που δεν βασταζόταν από κάπου δεν μπόρεσε να σταθεί στα πόδια του. Πως ήταν δυνατό να μπορέσει να ισιώσει το πλοίο; Αν είχαμε καιρό να το σκεφτούμε, σίγουρα θα λέγαμε πως όχι, δεν ήταν δυνατό.
Μα πριν κατανοήσουμε πως βουλιάζαμε, πως σίγουρα ήρθε το τέλος μας, ακούσαμε δυνατούς ήχους υπόκωφους από χτυπήματα και νιώσαμε το πλοίο να ισιώνει. Το μεγάλο ταρακούνημα ημέρεψε και έγινε ομαλότερο. Τα δυνατά χτυπήματα σταμάτησαν και έγινε ένα βουητό σιωπής. Ακούγονταν μόνο οι αέρηδες και τα κύματα του άγριου καιρού έξω που λυσσομανούσαν σε μια αρμονία οι δυνάμεις του ενωμένες χαλώντας την ηρεμία της φύσης και αναστατώνοντας την πλάση του Θεού. Ήταν στιγμές απερίγραπτες που όμως δεν προλάβαμε να συνειδητοποιήσουμε φόβο, γιατι έγιναν όλα σε απειροελάχιστο χρόνο χωρίς η σκέψη μας να προφτάσει να ολοκληρώσει τον κύκλο της και να εμπεδώσει στις καρδιές μας τον τρόμο.
Όμως τι είχε συμβεί;
Ευτυχώς δεν πέσαμε στις συμπληγάδες πέτρες που κατά τη μυθολογία στέκουν σαν διαχωριστική πύλη ανάμεσα στη Μαύρη θάλασσα και τα στενά του Βοσπόρου χτυπώντας και κόβοντας στα δύο τα καράβια στο ανοιγόκλημα τους, ούτε κόπηκε το πλοίο στα δυο από τη μεγάλη θαλασσοταραχή, αλλά ούτε και μας έγειρε μέσα στα νερά το ψηλό και επικίνδυνο φορτίο που μεταφέραμε. Εκείνη τη μέρα οι Άγγελοι του ουρανού μας πρόσεχαν και μας φύλαγαν και δεν άφησαν τους διαβόλους του βυθού και τις κακές Νηριήδες να μας τραβήξουν και να μας πνίξουν.
Εκείνη τη μέρα ο  Άγιος Νικόλαος ο προστάτης όλων εμάς των ναυτικών, μας γλύτωσε την τελευταία στιγμή. Είχαμε την εικόνα του κρεμασμένη στη γέφυρα και όπως εμείς, όλα τα Χριστιανικά πλεούμενα μικρά ή μεγάλα  έχουν την εικόνα του για να τους προστατεύει.
Σε τέτοιες δύσκολες στιγμές η χαμένη πίστη των ανθρώπων επανέρχεται στις καρδιές τους και από αρχής ξαναπιστευουν στο Θεό. Που όταν όλα τελειώνουν και παντελώς εκλείπει η ελπίδα, οι Άγιοι και οι Άγγελοι από θεία πρόνοια εφορμούν και αποτρέπουν ναυάγια, ή σώζουν αβοήθητους ναυτικούς που πνίγονται στα πελάγη.
Είχε συμβεί από χάρη Θεϊκή αυτό που θέλησε εξ αρχής ο καπετάνιος να κάμει, αλλά ένεκα της μεγάλης θαλασσοταραχής ήταν αδύνατο. Στην απόφαση του για τη σωτηρία του πλοίου να ξεδέσει το φορτίο και να ξαποληθεί στη θάλασσα, δεν κατέστη δυνατή η υλοποίηση της, γιατί όποιοι ναύτες το επιχειρούσαν, μόλις βγαίνοντας στο κατάστρωμα τα κύματα αμέσως θα τους έπαιρναν και θα τους έπνιγαν.
Από το δυνατό μπότσι λοιπόν, και το ψηλό φορτίο που έγειρε το πλοίο ίσα με την επιφάνεια της θάλασσας, τα δεσίματα έσπασαν, τα σχοινιά κόπηκαν και το φορτίο των ξύλων που υπερείχε πάνω από τα αμπάρια παρασύρθηκε στη θάλασσα πολλά εκ των οποίων πέφτοντας με δύναμη χτύπησαν στην οροφή του ακκομοθεσίου προκαλώντας τα υπόκωφα χτυπήματα που είχαμε ακούσει τις ύστατες εκείνες στιγμές του μεγάλου κινδύνου που διατρέξαμε να βυθιστούμε.
Έτσι μ αυτό τον τρόπο σωθήκαμε, η ανακούφιση μας πλημμύρισε τις καρδιές, και μεμιάς όλοι πιστοί και άπιστοι, ευχαριστήσαμε και δοξάσαμε το θεό.

Συνεχίζεται...