Το 1920 αμέτρητοι Τούρκοι κάτοικοι των περιχώρων επιτέθηκαν στους Έλληνες κάτοικους των γύρω χωριών της Νικομήδειας. Λεηλάτησαν τα σπίτια τους και έσφαξαν τα γυναικόπαιδα. Παράδωσαν τα Ελληνικά σπίτια στις φλόγες, και ύστερα οδήγησαν τους γέρους και τα μικρά παιδιά άνω των 14 χρόνων, στην εκκλησία τού χωριού. Εκεί, ο Τούρκος διοικητής βασάνισε με απερίγραπτη βαρβαρότητα τον εβδομηντάχρονο ιερέα. Τού πέρασε καπίστρι με χαλινάρι στο λαιμό, του έβγαλε με μαχαίρι το ένα μάτι, τον έσυρε στο ιερό, κι εκεί τον κατακρεούργησε σαν αρνί πάνω στην Αγία Τράπεζα. Έπειτα έσυραν το σώμα του έξω με το κεφάλι να κρέμεται, τον έδεσαν πίσω από ένα άλογο, το έσυραν στους δρόμους του χωριού και στη συνέχεια το πέταξαν σε μια χαράδρα. Τούς άλλους μέσα στο ναό τούς έκαψαν εκεί μέσα. Όσοι σπάζοντας την πόρτα βγήκαν από την πύρινη κόλαση, βρήκαν οικτρό θάνατο στο προαύλιο από πυροβολισμούς και μαχαιρώματα. Όσοι γλίτωσαν έτρεχαν τρομαγμένοι στα βουνά γυμνοί, ξυπόλητοι και πεινασμένοι. Νέες γυναίκες πέταγαν τα μωρά τους στις γύρω χαράδρες και αλλόφρονες σαν αγρίμια έτρεχαν στα δάση για να γλιτώσουν το κυνηγητό του Τούρκικου όχλου και των ατάκτων, ενώ άλλες, ωσάν Σουλιώτισσες, πήδηξαν με τα μωρά τους στο γκρεμό κι ελευθερώθηκαν με τον τίμιο θάνατό τους. Έτσι μ αυτό τον τρόπο ως συνήθως με το μένος και το μίσος που εχουν οι βάρβαροι εναντίον των Ρωμιών, ξεκλήρισαν άλλη μια περιοχή Ελλήνων για να την εποικίσουν Τούρκοι.
Το Ιζμίτ ήταν ένα από τα πρώτα λιμάνια που γνώρισα και όπως όλα, είχε και αυτό τις ιδιαιτερότητες του που προκαλούσαν το ενδιαφέρον και κέντριζαν τη φαντασία. Η πάλε ποτέ Νικομήδεια της Βιθυνίας, το σημερινό Ιζμίτ, βρίσκεται επί των ακτών του Βοσπόρου, στην έξοδο της Μαύρης Θάλασσας και σε απόσταση πολύ μικρή από την Κωνσταντινούπολη. Ήταν από τις μεγαλύτερες Ρωμαϊκές και ύστερα Βυζαντινές πόλεις παγκοσμίως μετά την Ρώμη, την Αντιόχεια και την Αλεξάνδρεια. Ήταν κτισμένη στο δρόμο που ένωνε την Ευρώπη με την Ανατολή, πράγμα που την κατέστησε σπουδαίο εμπορικό κέντρο.
Στα χρόνια τους Ρωμαίους ο Έπαρχος της Νικομήδειας διέταξε τον αποκεφαλισμό της Αγίας Βαρβάρας, και όρισε την ποινή να εκτελέσει ο ίδιος ο πατέρας της που ήταν και επιθυμία του γιατί η πανέμορφη κόρη του αγάπησε και ασπάστηκε το Χριστιανισμό, οπότε αυτός την αποκεφάλισε ως "πατρικαίς χερσί τω πατρικώ ξίφει την τελείωσιν δέχεται". Την στιγμή όμως που είχε αποτελειώσει το έγκλημά του, έπεσε νεκρός χτυπημένος από κεραυνό κατά θεία δίκη.
Ήμουν μπαρκαρισμένος σ ένα μικρό καράβι που ταξίδευε Ελλάδα-Ρωσία, αλλά ανάμεσα σ αυτά τα δρομολόγια, μια και μοναδική φορά πιάσαμε τούτο το λιμάνι το Τούρκικο να φορτώσουμε παλιοσίδερα να τα μεταφέρουμε στην πάλε ποτέ Γιουγκοσλαβία του Τίτο.
Ήταν το πρώτο μου μπάρκο, το πλοίο ένα μικρό καράβι δυόμιση χιλιάδων τόνων που ηταν βαφτισμένο "San Denis" και ήταν τόσο μικρό που καταντούσε έρμαιο σε κάθε τρικυμία και κύμα. Σε όλους στο πλήρωμα μας έβγαιναν τα σωθικά απο το μεγάλο ταρακούνημα, αλλά άξιζε τον κόπο της μεγάλης ταλαιπωρίας, γιατί ήμασταν ταξιδευτές του κόσμου, και αυτό μονο, ήταν μεγάλο ζήτημα που αναπλήρωνε όσα υποφέραμε.
Όλος ο Βόσπορος είναι ονομαστός για την ομορφιά του. Υπάρχουν μεγαλόπρεπα κάστρα και παλάτια κτισμένα πανω και μέσα στην θάλασσα. Είναι περιοχή που από την αρχαιότητα έως σήμερα είναι από τα σημαντικότερα θαλάσσια περάσματα. Τον πέρασαν άνθρωποι σε ιστορικές στιγμές, από την Αργοναυτική Εκστρατεία, μέχρι στα γεγονότα του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Το χειμώνα ο καιρός είναι ομιχλώδης και έχει πολλη κρυώτη, έχει και αντίθετα ρεύματα τα οποία συγκρούονται και ανακυκλώνονται δημιουργώντας κόντρα αντίθετα κύματα με αποτελεσμα ο πλούς των πλοίων να είναι δύσκολος και γι αυτό να χρειάζεται Πλοηγός να τα κατευθύνει.
Στα παράλια του Βοσπόρου κείτονται πανάρχαιοι πολιτισμοί, λιμάνια και σύγχρονες πόλεις. Είναι η Κωνσταντινούπολη η όμορφη και απ όλες η πιο ωραία, η πόλη που ανέδειξε βασιλείς και λόγιους και ανέπτυξε τα γράμματα και τον πολιτισμό, που έχει την σκεπαστή αγορά, την ξεχασμένη συνοικία των Φαναριωτών, αλλά κυρίως την Αγιά Σοφιά που συγκεντρώνει όλο το ενδιαφέρον και αναγκάζει τον Έλληνα επισκέπτη να μαραζώνει βλέποντας την ενθυμούμενος τα "περασμένα της μεγαλεία και διηγώντας τα να κλαίει".
Δίπλα της Βασιλεύουσας βρισκεται το Ιζμίτ ίσως το πιο μεγάλο φυσικό απάνεμο λιμάνι με τους μαχαλάδες αραδιασμένους στους απέναντι χαμηλούς λόφους, λίγο πίσω από την κάτω πολιτεία, αφου οι Τούρκοι συνήθιζαν να κατοικούν στα ψηλώματα για να εχουν θέαμα, αλλά και δροσιά του αέρα. Ήταν το Ισμίτ η ξακουστή αρχαία Βυζαντινή Νικομήδεια που τώρα της αλλάξαν όνομα, με την ήρεμη θάλασσα να ακουμπά σχεδόν πάνω στα αραδιασμένα σπίτια γύρω της ακτής, ένα θέαμα πανέμορφο που θύμιζε Ελληνικά μέρη όπου η θάλασσα ήταν των Θεών και των ανθρώπων, όπως σε αρχαία Ελληνική τέχνη.
Και έξω απο τα χαμηλά κτίρια οπως σε παράταξη οι στρατιώτες, να κάθονται σε σειρά πάνω στα καλντερίμια δεκάδες μεσόκοποι άνδρες. Με τα κομπολόγια, τα τσιγάρα και τους ναργιλέδες, να ρεμβάζουν ως αργόσχολοι και να παρατηρούν την θάλασσα και εμάς. Να μιλούν τη γλώσσα την Ελληνική και να ρωτούν τι γίνεται στα μέρη της Ελλάς.
Έμεινα άφωνος, έβλεπα ανθρώπους με χαρακτηριστικά απαράλλαχτα σαν εμάς, να μιλούν την ίδια γλώσσα με εμάς, καλύτερα από εμάς, απταίστως όπως τα Κυπριακά. Βρισκόμουν σε Τούρκικο έδαφος, μόλις είχαν περάσει λίγοι μήνες από την Τούρκικη εισβολή στην Κύπρο, είχα έγνοια να μην συλλάβουν και εμένα οι άπιστοι, αφου τόσους άλλους πολλούς είχαν συλλάβει και μεταφέρει στην Τουρκία. Μετά την επιστροφή των αιχμαλώτων, παρέμεναν 1619 Έλληνες που συνελήφθησαν από τις τουρκικές δυνάμεις εισβολής κατά τους μήνες Ιούλιο και Αύγουστο του 1974, ήταν εξαφανισμένοι, θεωρούνταν αγνοούμενοι. Αλλά υπήρχαν φήμες ότι ορισμένους τούς είχαν απομονωμένους σε διάφορα Τουρκικά μέρη για να τους εξισλαμίσουν, να τους κάμουν να προσχωρήσουν στη θρησκεία του Ισλάμ με αποκήρυξη της χριστιανικής τους πίστης είτε με την πειθώ ή με τη βία. Μονομιάς ο νους μου πήγε στους Κύπριους αγνοούμενους, και η καρδιά μου λαχτάρησε και είπα μέσα μου,
-Θεέ μου, ίσως συνάντησα τους αγνοούμενους μας που ψάχναμε αγωνιωδώς οι Κύπριοι… Από την άλλη, ήξερα, δεν ταίριαζε να εχουν όλοι μεσόκοπη ηλικία, και βλέποντας τη φιλικότητα τους απέναντι μας, αναθάρρεψα, τους κόντεψα και τους ρώτησα.
Μου είπαν την ιστορία τους, ήσαν Τούρκοι Κρήτες που μετεφέρθησαν στην πολιτεία του Ιζμίτ ύστερα απο την ανταλλαγή των πληθυσμών εξ αιτίας της συμφωνίας της Λωζάνης το 1924. Μου ομολόγησαν πως ένιωθαν Έλληνες, γιατί ήσαν Έλληνες που τους εξισλάμισαν, και που μέσα τους προσκυνούσαν μαζί με τον Μωάμεθ το Χριστό και την Παναγία. Ήταν μια λυπητερή ιστορία μεταναστών που τους σήκωσαν βίαια από τον τόπο τους και τους έκαμαν πρόσφυγες. Που ύστερα από την ήττα της Ελλάδας, οι Τούρκοι επέβαλαν τη συνθήκη της ανταλλαγής των πληθυσμών, που με πρόσχημα την ανταλλαγή, έδιωξαν σχεδόν όλους τους Έλληνες κατοίκους από τη Μικρά Ασία.