ΣΤΗ ΣΕΟΥΛ

Από παλιά έως σήμερα, η ζωή των ναυτικών καθώς σκληρότερη των στεριανών με τις δυσκολίες της απομόνωσης μακριά από στεριές και ανθρώπους και μέσα στο ατελείωτο υδάτινο στοιχείο, αναπτύσσουν διαφορετικές νοοτροπίες και τρόπους σκέψης.
O άνθρωπος έχει το χάρισμα της προσαρμογής στις δυσκολίες που αντιμετωπίζει στον τρόπο διαβίωσης του, και αποχτά ικανότητες, αναπτύσσοντας ιδιαίτερες συμπεριφορές και δράσεις που του κάνουν τη ζωή ευκολότερη.
Όταν λοιπόν ένας ναυτικός περνά την περισσότερη του ζωή πάνω στα καράβια, όταν συναναστρέφεται με ελάχιστους ανθρώπους- συναδέλφους του, οι ορίζοντες των ενδιαφερόντων του μένει στενός. Όταν ζει μακριά από τους δικούς του επί μακρού καιρού, ο νόστος του γυρισμού του προκαλεί νοσταλγία και θλίψη. Είναι γι αυτό φυσικό να εφευρίσκει τρόπους για να σπάζει τη μονοτονία της καθημερινότητας, τρόπους που ο στεριανός θα απέφευγε ένεκα εναλλακτικών λύσεων, που στον ναυτικό όμως δεν δίνεται η δυνατότητα. Κάποιοι ναυτικοί στην πάλη τους με τα υπερκόσμια στοιχεία της θάλασσας, αποκτούν απεριόριστες γνώσεις καθώς πλέοντας όλες τις θάλασσες του κόσμου γίνονται παντογνώστες και φιλόσοφοι, έτσι που με τη σοφία των εμπειριών τους, μεταδίδουν στον υπόλοιπο κόσμο πράγματα και θαύματα αφανέρωτα, που ευρίσκονται κρυμμένα στα βάθη των ωκεανών.

Στα ποντοπόρα πλοία που τα ταξίδια είναι πολυήμερα, τα πληρώματα αναμένουν τις λίγες ώρες που θα δέσουν σε κάποιο λιμάνι, με αγωνία να αναζητήσουν τρόπους διασκέδασης και εκτόνωσης.
Έτσι σε κάθε λιμάνι υπάρχουν στέκια για τη διασκέδαση των ναυτικών. Γνωρίζοντας την μεγάλη επιθυμία των πελατών τους να ξεδώσουν σκορπώντας απλόχερα τα χρήματα τους, κάποιοι έξυπνοι επιχειρηματίες, προσάρμοσαν τη διασκέδαση στα μέτρα των ναυτικών, και ιδιαίτερα των Ελλήνων ναυτικών, καθώς τους καιρούς εκείνους τα περισσότερα καράβια ήσαν Ελληνικά. Σε πολλές χώρες όπου τα λιμάνια ήσαν μεγάλα και ελλιμένιζαν πολλά πλοία, λειτουργούσαν Ελληνικά κέντρα διασκεδάσεως. Στο Κέϊπ Τάουν, στην Νέα Ορλεάνη, στην Κωστάντζα, στο Ρόττερνταμ, και αλλού.

Το μεγαθήριο τάνκερ «World Knowledge» το τελευταίο στο οποίο εμπαρκάρισα, έδεσε τις πρωινές ώρες στο λιμάνι της Σεούλ. Ήμουν στο πλοίο περίπου δέκα μήνες. Η διαβίωση σ αυτό ήταν καλή, και υπήρχαν όλες οι ανέσεις. Υπήρχε μια τεράστια βιβλιοθήκη με όλων των ειδών τα βιβλία, και ωραιότατος χώρος ξεκούρασης όπου καθόμουν τις ατελείωτες ώρες της σχόλης μου, μετροφυλλώντας τα και διαβάζοντας τα. Στο ταξίδι αυτό με προορισμό την Σεούλ της Κορέας, ανάτρεξα σε βιβλιογραφία και πληροφορήθηκα την ιστορία της χώρας.

Η Σεούλ είναι η πρωτεύουσα και μεγαλύτερη πόλη της Νότιας Κορέας. Η πόλη χρησίμευσε ως πρωτεύουσα κατά τη διάρκεια παλιών δυναστειών, και μετά την καθιέρωση της Δημοκρατίας της Κορέας το 1948, έγινε πρωτεύουσα άλλη μια φορά και υποδείχθηκε η κυρίαρχη πόλη του έθνους. Είναι μια από τις πολυπληθέστερες και πυκνοκατοικημένε πόλεις στον κόσμο.
Η Κορέα είχε καταληφθεί από την Ιαπωνία το 1895. Η Ιαπωνική κατοχή υπήρξε βάρβαρη ανάγκαζε τον πληθυσμό σε καταναγκαστική εργασία και τις γυναίκες σε υποχρεωτική πορνεία χάριν των στρατευμάτων κατοχής.
Λίγο πριν την πτώση της Ιαπωνίας, Ρωσικά και Αμερικάνικα στρατεύματα εισέβαλαν στην χώρα όπου συμφώνησαν στον διαχωρισμό της.
Βόρεια της χώρας εγκαταστάθηκαν Κομμουνιστές, και νότια φιλοδυτικοί. Το 1950, η βόρειος Κορέα εισέβαλε στη νότια, και έτσι ξεκίνησε ένας εμφύλιος πόλεμος που διήρκησε τρία χρόνια, κατά τον οποίον έλαβαν μέρος και Ελληνικά στρατεύματα ως σύμμαχοι των ΗΠΑ,
Η σύρραξη τερματίστηκε με συνθήκη μετά από 3 χρόνια, στο ίδιο σημείο απ' το οποίο είχε αρχίσει, χωρίς νικητές, έχοντας καταστεί μια μεγάλη τραγωδία με πολλά θύματα και χωρίς κανένα όφελος στις δύο πλευρές.
Έκτοτε, υπάρχει ένας ψυχρός πόλεμος μεταξύ τω δύο πλευρών, ένας ακήρυχτος κρυφός πόλεμος προκλήσεων και αντιπαραθέσεων.

Την εποχή του ταξιδιού μου στη χώρα κοντά στο 1978, παγκόσμια κυριαρχούσε η Αμερική περισσότερο από τη Σοβιετική ένωση, αυτό όμως δεν μας έδινε μεγάλο αίσθημα ασφάλειας, γιατί και η Ρωσία ήταν μια υπερδύναμη που στήριζε το δικτατορικό και απρόβλεπτο καθεστώς της Βόρειας Κορέας.
Έτσι με προσοχή καθώς μας συμβούλευσε ο Καπετάνιος, κατεβήκαμε στην πόλη να σεργιανίσουμε, να ψωνίσουμε και να διασκεδάσουμε. Ενώ η πόλη ήταν από τις πιο πυκνοκατοικημένες του κόσμου, η κίνηση στους δρόμους ήταν πενιχρή. Τα καταστήματα φτωχικά, και χωρίς εμπορεύματα να μας ενδιαφέρουν. Σουλατσάραμε τους δρόμους, χωρίς να βρίσκουμε κάποιο μαγαζί με ενδιαφέρον. Περνώντας έξω από ένα κομμωτήριο δυο τρεις φορές, δυο κοπελίτσες που εργάζονταν μέσα, μας χαμογέλασαν. Την Τρίτη φορά, εγώ και ο ηλεκτρολόγος, αποφασίσαμε να μπούμε μέσα. Μόλις λίγη ώρα πριν είχαμε ξυριστεί στο πλοίο, αλλά εφ όσον μας καλούσαν με τον τρόπο τους και καθώς ήταν και ομορφούλες, μπήκαμε μέσα. 

Μονομιάς οι κομμωτριούλες μας παρέλαβαν και μας οδήγησαν στις καρέκλες. Μιλούσαν ελάχιστα Αγγλικά, έτσι η συνεννόηση μας ήταν δύσκολη. Εγώ νεαρός και σχεδόν αμούστακος, πάνω στο πλοίο δεν ξυριζόμουνα παρά μόνο κάθε που πιάναμε λιμάνι. Σε αυτό το ταξίδι μια μοναδική λεπίδα ξυρίσματος που είχα, μου βγήκε μασσή, με αποτέλεσμα να γδάρω το δέρμα μου και να πονώ. Όμως η κοπελίτσα ήταν πολύ καλή στη δουλειά της. Μου έβαλε πρώτα κρέμες και ύστερα κομπρέσες ώστε να ανακουφιστεί το δέρμα και να απαλύνει ο πόνος. Ακολούθως μετά μεγάλης προσοχής, μία προς μία τις τρίχες τις έκοψε ξανά με ένα κοφτερό ξυράφι παλαιού τύπου, με δάχτυλα απαλά και χέρια επιδέξια.
Δεν είχε δουλειά το μαγαζί, και η περιποίηση κράτησε ώρα. Εμείς νιώθαμε σε καλά χέρια, έτσι αφεθήκαμε στη φροντίδα τους. Φρόντισαν το πρόσωπο μας, τα μαλλιά μας, τα νύχια των χεριών και των ποδιών μας, μέχρι και ελαφρύ μασάζ με τα έμπειρα τους χέρια απολαύσαμε εκείνη την ημέρα.
Με τα λίγα Αγγλικά που γνώριζαν και περισσότερο με νοήματα, πιάσαμε μια καλή συνεννόηση και γνωριμία, έτσι όταν τους προτείναμε ραντεβού, δέχτηκαν με το πρώτο κάλεσμα.
Ήταν απόγευμα και οι κοπελίτσες σχολνούσαν σε λίγες ώρες. Ώσπου να περάσει η ώρα, σεργιανίσαμε την πόλη, και στην ώρα μας όπως είχαμε εξηγηθεί, εγώ συνάντησα τη δική μου σε ένα εστιατόριο- καφετέρια στον ίδιο δρόμο εκεί.
Ένας νεαρός με μακριά μαλλιά, μάλλον χίπις, γρατζουνούσε μια ηλεκτρική κιθάρα με τραγούδια του διεθνούς ρεπερτορίου της εποχής. Δίπλα του είχε ακουμπισμένη μια κλασσική κιθάρα, και σκέφτηκα ότι θα ήταν κλασσικός κιθαρίστας, αλλά ένεκα ζήτησης του επαγγέλματος, έπαιζε ηλεκτρική.
Θα τρώγαμε, θα ακούαμε χαλαρά μουσική, και μετά ποιος είδε. 
Τα φαγητά στο μενού ήταν διαφορετικά από τα Ευρωπαϊκά που ήμουν μαθημένος, γι αυτό παράγγειλα καβούρια για σταρτ, και μια μπριζόλα με παράξενο όνομα που έγραφε στον τιμοκατάλογο, φαγητά τα οποία εγνώριζα. Η νέα μου φίλη παρήγγειλε τα δικά της, και όσο να μας σερβίρουν, συνεχίσαμε τη γνωριμία μας.
Σε ένα μεγάλο πιάτο, μου σέρβιραν ένα τεράστιο κάβουρα βρασμένο, με σπουδαία γεύση που μου άνοιξε την όρεξη περισσότερο. Σε λίγο, βγήκε ο μάγειρας από την κουζίνα με δύο βοηθούς, και στάθηκε στο τραπέζι μας. Ο ένας βοηθός, κρατούσε ένα τηγανάκι ξέχειλο καυτό λάδι, που ακόμα τσιτσίριζε από το πολύ κάψιμο και το έβαλε δίπλα σε ένα πάγκο, μέσα σε ένα μεγάλο πιάτο. Ο μάγειρας πήρε στα χέρια από τον άλλο βοηθό μια ωμή τεράστια μοσχαρίσια μπριζόλα και την εναπόθεσε στο παραζεσταμένο λάδι στο τηγανάκι, και από πάνω έσπασε δύο αβγά, ενώ ακολούθως με επίσημες κινήσεις την σέρβιρε μπροστά μου λέγοντας μου καλή όρεξη.
Εγώ παρακολούθησα την διαδικασία με έκπληξη, αλλά μέσα στη ξένη χώρα, είπα να μην φέρω αντίρρηση. Τα αυγά ψήθηκαν, αλλά η μπριζόλα άλλαξε μόνο χρώμα, και όταν την έκοψα, μέσα έσταζε ζωντανό το αίμα.
Έφαγα λοιπόν τα αυγά, και άφησα την μπριζόλα ανέγγιχτη καθώς το κρέας μου άρεσε καλοψημένο, πόσον μάλλον τελείως ωμό. Έτσι μέσα σε μια ξένη χώρα που ο Καπετάνιος μας σύστησε να είμαστε προσεχτικοί, είπα να σιωπήσω και να μην διαμαρτυρηθώ, εξάλλου ήμουν σίγουρος ότι οι Κορεάτες, έτσι έτρωγαν τα φαγητά τους.

Τα καβούρια και τα αβγά, αποδείχτηκαν πλήρες γεύμα που με χόρτασε ικανοποιητικά. Παρήγγειλα δύο Μπράντι κόουκ, και γείραμε στις αναπαυτικές καρέκλες να απολαύσουμε τη μουσική του κιθαρίστα. Σε μια στιγμή  άρχισε να παίζει ένα Ελληνικό νοσταλγικό τραγούδι του Χατζιδάκι που με άφησε εκστατικό να ακούω. Ο μουσικός το κατάλαβε, και έπαιξε ακόμα ένα, και ακόμα ένα, ενώ εγώ κατενθουσιασμένος σιγοτραγουδούσα μαζί του και τον καταχειροκροτούσα
Ικανοποιημένος ο μουσικός που βρήκε ακροατήριο, έσκυψε και πήρε από τα τεφτέρια του που ήταν στο πάτωμα αφημένα, ένα μεγάλο και το τοποθέτησε στο στάν. Συνέχισε να παίζει Ελληνική μουσική του Χατζιδάκι και του Θεοδωράκη, και εξαίσιες μελωδίες πλημμύρησαν το χώρο. Οι πελάτες λιγοστοί, αλλά και αυτοί αφοσιωμένοι στις νότες που γέμιζαν την ατμόσφαιρα, σημάδι ευχαρίστησης και απόλαυσης από την ωραιοτάτη Ελληνική μουσική.
Είχε παρατήσει την ηλεκτρική κιθάρα και έχοντας την κλασσική στα χέρια, τη γρατζουνούσε απαλά και όμορφα σε ένα καταπληκτικό παίξιμο που δεν είχα ακούσει ξανά. ΄
Έδινε χρώμα στα τραγούδια σε μια ανεπανάληπτη εκτέλεση που μάγευε τα αυτιά μας μαζί με τις εξ ίσου καταπληχτικές Ελληνικές μελωδίες.
Η κλασσική κιθάρα είναι ένα δημοφιλές μουσικό όργανο που χρησιμοποιείται τόσο από δεξιοτέχνες, όσο και απλούς μουσικούς.
Κλασσική κιθάρα δεν σημαίνει κάτι κατ ανάγκην ιδιαίτερο όργανο. Απλά ο  όρος κλασσική , καταδεικνύει μια καλλιτεχνική δημιουργία  που έχει αξία διαχρονική και οικουμενική.
Ο καλλιτέχνης που συνάντησα σ αυτή την μακρινή χώρα, ήταν ένας λαμπερός βιρτουόζος που όσο τον άκουγα, έμενα εκστατικός, απολαμβάνοντας τις γλυκείες νότες που γλυκά κυλούσαν στην ατμόσφαιρα. Αφοσιώθηκα να τον ακούω, παραμελώντας λίγο τη σύντροφο μου, αλλά και αυτή έδειχνε την ίδια προσοχή στη θεσπέσια μουσική.
Η Ελληνική μουσική σε όλες τις χώρες του κόσμου, έχει μια ιδιαίτερη θέση και αρέσει πολύ. Αμέτρητα τραγούδια έχουν μεταφραστεί και τραγουδηθεί στις πιο απίθανες γλώσσες. Έτσι και εδώ, ο βιρτουόζος κιθαρίστας παίζοντας περισσότερο και τραγουδώντας λιγότερο, τραγουδούσε στη γλώσσα του τα τραγούδια των Ελλήνων γιγάντων Χατζηδάκη και Θεοδωράκη.

Η ώρες περνούσαν και η απόλαυση της μουσικής με τη βοήθεια κάποιων αλκοολούχων ποτών, και καθώς ο οίνος ευφραίνει καρδίας, περιέπεσα σε μια χαρούμενη και ευχάριστη κατάσταση, και έλεγα μέσα μου μακάρι ποτέ να μην ξημερώσει. Ήταν μια τέρψη και μια ανάταση της ψυχής μου που με έκαναν να νιώθω ανακούφιση απέναντι στην απέραντη μου νοσταλγία για νόστιμον ήμαρ, καθώς έλειπα από την Κύπρο περισσότερο από τέσσερα χρόνια.
Ο καλός μουσικός δεν σταμάτησε να παίζει καθόλου, ανταποκρινόμενος στη χαρούμενη διάθεση μου που διαχεόταν στο πρόσωπο μου. Έπαιζε Ελληνικά τραγούδια των δύο συνθετών χωρίς τελειωμό, ώσπου όμως άχ τι κακό, η ώρα πήγε δώδεκα. Ήρθε η ώρα να σταματήσει, αλλά για το χατίρι μου συνέχισε να παίζει. Με όλη την καλή μου διάθεση, θέλησα να τον ευχαριστήσω στην πράξη, γι αυτό έβαλα το χέρι στη τσέπη. Είχα 200 ευρώ, και του πρόσφερα μπαξίσι τα μισά. Δεν ήθελε να τα πάρει, αλλά στα χρήματα κανείς δεν λέει όχι, έτσι που με λίγη επιμονή δική μου, τα δέχτηκε με πολλές ευχαριστίες.

Είναι λοιπόν, η ζωή του ναυτικού, προσαρμοσμένη σε καλούπια και πλαίσια που επιβάλλουν οι συνθήκες της ναυτικής ζωής, κάποτε πικρή, κάποτε γλυκιά.