Υπηρέτησα ως δόκιμος μηχανικός και Junior Engineer σε τέσσερα πετρελαιοφόρα πλοία της εταιρείας Σταύρος Νιάρχος. Το “Southern Union, τo Eugenie, τo Eugenie S. Niarchos και το World Knowledg.
Συνήθως φορτώναμε από τον Περσικό κόλπο, και κυρίως από τη Ρας Τανούρα. Σε ένα από τα ταξίδια μας σ αυτό το λιμάνι καθίσαμε ράδα δυο μήνες. Ήταν μια εποχή δύσκολη για τα δεξαμενόπλοια, και έως οι πλοιοκτήτριες εταιρείες κλείσουν επόμενο ναύλο, αρκετά πλοία αγκυροβολούσαν ράδα έξω στα λιμάνια περιμένοντας. Ήταν η πρώτη και μοναδική φορά που χρειάστηκε να περιμένουμε τόσο πολύ.
Όταν φορτώσαμε, βάλαμε πλώρη για το Κέϊπ Τάουν ένα ταξίδι αρκετά μακρύ, και καθώς το πλοίο έπλεε με οικονομική ταχύτητα, κράτησε ένα μήνα. Στη Ρας Τανούρα συνήθως φορτώναμε από εξέδρες μακριά από στεριά. Έτσι εκείνο το μακρινό ταξίδι μαζί με την αναμονή στη ράδα, μας κράτησε στη θάλασσα για τρεις συνεχείς μήνες. Στη ναυτική μου καριέρα, ήταν η μεγαλύτερη περίοδος που έμεινα σε πλοίο χωρίς να πατήσω ξηρά.
Τα μεγάλα ταξίδια, αλλά και ο ελάχιστος καιρός που κάθονταν στα λιμάνια τα τάνκερς καθώς το ξεφόρτωμα απαιτούσε ελάχιστο χρόνο, έκαναν πολλούς ναυτικούς να επιλέγουν πλοία φορτηγά ή επιβατικά για να εργαστούν.
Τα γκαζάδικα είναι επικίνδυνα καράβια γιατί έχουν υγρά φορτία που παλαντζάρουν. Ευκολότερα βουλιάζουν και ευκολότερα κόβονται στα δύο. Οι ναυτικοί που δουλεύουν σ αυτά είναι άνθρωποι που αντέχουν και έχουν κότσια και υπομονή και μπορούν να αντέχουν μια ζωή που είναι γεμάτη κινδύνους και απομόνωση. Είναι το ταξίδι με γκαζάδικο μια μαγεία αξεπέραστη, γιατί ζει ο ναυτικός ανάμεσα σε ουρανό και θάλασσα επί μακρόν, μόνος με τη μοναξιά και τις μοναχικές του σκέψεις και παρέα τα στοιχεία της φύσης
Στο ταξίδι μας αυτό, συναντήσαμε πολλές τρικυμίες, μικρές και μεγάλες. Άλλες κόντρα και άλλες που μας έσπρωχναν, και εμείς ανάλογα με τη δύναμη τους πλέαμε παράλληλα ή αντίθετα τους. Μια τρικυμία σε εκείνο το ταξίδι, μας παίδεψε και μας φόβισε περισσότερο από πολλές άλλες. Είχε κύματα θεόρατα που άρπαζαν το μεγάλο πλοίο και το ψήλωναν στην κορφή τους καρυδότσουφλο έτοιμο να σπάσει, που όσο ψήλωνε έτριζε με απαίσιο ήχο αργό σαν από άλλο κόσμο. Και όλοι μας στις βάρδιες στη μηχανή και στο τιμόνι, αλλά και οι άλλοι, τσιτωμένοι στάμπαϋ και σε εγρήγορση με σταματημένη αναπνοή, μετρούσαμε τις στιγμές που ήθελε το κύμα στο ανέβασμα. Και όταν νιώθαμε το κατέβασμα, τότες και μόνον αναπνέαμε.
Και φέρναμε στο νου μας τι θαπρεπε να κάναμε αν έσπαζε το πλοίο. Αν θα προλαβαίναμε να ανέβουμε στο κατάστρωμα να κατεβάσουμε τις βαρκες. Αν θα μας ρουφούσε η δίνη ή αν θα μας έδινε καιρό να απομακρυνθούμε.
Ήταν και μέρες όμορφες, με νύχτες πανσέληνες και θάλασσα γαλήνια. Σε κείνες τις νύχτες που το νερό ήταν ήρεμο σαν λάδι, κάτι τέτοιες νύχτες με γεμάτο το φεγγάρι, είχαμε εμείς οι ναυτικοί πανω στην κουβέρτα την ευκαιρία να ρεμβάσουμε, να αναπολήσουμε και να νοσταλγήσουμε.
Ήταν μια νύχτα που τέλειωσα την βάρδια στη μηχανή και βγήκα από την ζέστα του ατμού στο κατάστρωμα να ανασάνω δροσερό αέρα.Ήταν νύχτα χωρίς άστρα και φεγγάρι, ήταν ο ουρανός σκοτεινός και κατάμαυρος, αλλά η θάλασσα φωσφόριζε, ήταν κάτασπρη και φεγγοβολούσε, μια απέραντη επιφάνεια ώσπου έφτανε το μάτι, κάτι παράξενο και ανεξήγητο, ένα όμορφο αινιγματικό θέαμα που προκαλούσε δέος και θαυμασμό. Γοητευμένος και εκστατικός, έστεκα και παρακολουθούσα το απέραντο φώσφορο χωρίς να μπορώ να το εξηγήσω. Κοίταζα και σκεφτόμουν πώς να εξηγήσω το φαινόμενο, μα δεν είχα απάντηση.
Στο πλοίο υπηρετούσε ένας θερμαστης νησιώτης από τη Χίο, εξήντα ετών. Είχε ξεμπαρκάρει και άραξε να ζήσει την ύπόλοιπη ζωή του, αλλά δεν άντεξε την ησυχία της στεριάς, και ξαναμπάρκαρε χωρίς να λογαριάζει τα χρόνια του που πέρασαν.
Όποιος κουβεντιάζει με γεροντότερους πάντα μαθαίνει καινούργια πραγματα. Όμως, ούτε αυτός είχε εξήγηση για το φώσφορο της θάλασσας, το μόνο που ήξερε είπε, ήταν η ιστορία της Ανεράδας σε κάποιο νησί που όποτε βγαίνει από τον βυθό της θάλασσας και περπατά στα κύματα για να παει να βρει τον καλό της τον καπετάνιο τον Γιωρκή, τότε συμβαίνει το ίδιο φαινόμενο, ασπρίζει η θάλασσα και σκοτεινιάζει όλη η πλάση…
Είναι μια ίστορία, ένας μύθος παλιός, για ένα νεαρό εργάτη στο καρνάγιο, που δεν του άρεσε να φτιάχνει καΐκια, αλλά του άρεσε να είναι πανω σ αυτά και να ταξιδεύει με αυτά. Αποζητούσε την περιπέτεια στα κύματα, αγαπούσε τη θάλασσα, λες και τον καλούσαν οι σειρήνες και οι Ανεράδες. Έτσι μπάρκαρε, πέρασαν τα χρόνια, και σαν καπετάνιος πια, ταξίδευε σε θάλασσες μακρινές και επικίνδυνες. Ο κόλπος της Ανεράδας όμως ήταν το λιμάνι του, το καρνάγιο του, το σπίτι του. Ταξίδευε, ήταν τα ταξίδια η ζωή του, αλλά πάντα γυρνούσε στο καρνάγιο του. Είχε εκεί το κονάκι του και την γυναίκα του που τον καρτερούσε πάντα αγναντεύοντας τον ορίζοντα. Του είχε μεγαλη αγάπη, ήταν ο καπετάνιος της. Και ήταν η γυναίκα του πανέμορφη, και όλοι ζήλευαν τον καπετάνιο και την καλή του τύχη...
Μια καταραγμένη και σκοτεινή νύχτα όμως, το καΐκι του Γιωρκή χάθηκε σε καταιγίδα. Μέρες περίμεναν να μάθουν νέα οι στεριανοί, αλλά παντού σιωπή. Όσοι γνώριζαν για ταξίδια και μπάρκα, κανείς δεν μπορούσε να δώσει ελπίδα για ζωή. Η γυναίκα του που δεν ήθελε να το πιστέψει, για πολύ καιρό τον έκλαιγε, ώσπου δεν άντεξε και έχασε τα λογικά της. Στο σπίτι της δεν την εύρισκε κανείς, ήταν πάντα στο γιαλό και αγνάντευε, και καρτερούσε, και έκλαιγε και παρηγοριά δεν εύρισκε. Ώσπου μια μέρα, άκουσε τις Ανεράδες της θάλασσας να την καλούν, και αυτή με ξέπλεκα μαλλιά και χαμογελώντας, περπάτησε στα κύματα να πάει να συναντήσει τον καλό της, γιατί μόνη της δεν μπορούσε να ζήσει. Όσοι βρέθηκαν στο γιαλό την είδαν να περπατά και να χάνεται στην απέραντη θάλασσα και στο σκοτεινό βυθό της.
Από τότε έχουν να λένε γι αυτήν τη Ανεράδα που περπάτησε στα κύματα και χάθηκε στα βάθη της θάλασσας αναζητώντας τον καλό της. Από τότε ο κόλπος κάθε που δεν έχει φεγγάρι, ούτε άστρα και είναι ο ουρανός σκοτεινιασμένος και η θάλασσα γαληνεμένη, βγαίνει απο τα βάθη της άσπρο μεγαλόπρεπο φως οπως το φώσφορο, και τότες κάποιοι άνθρωποι μπορούν να δούν την Ανεράδα να περπατά και να χάνεται μέσα στα κύματα.
Μια ιστορία της τοπικής Ελληνικής παράδοσης, ένας θρύλος ίσως αληθινός, που καταδείκνυε τον πόνο στις καρδιές όσων μένουν και όσων μισεύουν.
Στο ταξίδι αυτό λοιπόν, είδα πανέμορφα μέρη, είδα τη θάλασσα γεμάτη μικρές βάρκες με ψαράδες σε βαθιά πελάγη πέρα από τη στεριά να ψαρεύουν σε βαθιά νερά χωρίς μηχανή στη βάρκα, με ένα μικρό πανί στο μικρό κατάρτι. Είδα τη θάλασσα να ξεχειλίζει ψάρια, την είδα να αλλάζει χρώματα, την είδα από φώσφορη τη νύχτα να γίνεται πράσινη το πρωινό και να παίρνει απο τα χρώματα της ίριδας τα πιο ωραία, και να γίνεται όμορφη, εξαίρετο θέαμα και βάλσαμο στις ψυχές και στις καρδιές μας.
Είδα και άλλα, αλλά οι εντυπώσεις από την ιστορία του γέρο θερμαστή μου γέμισαν το μυαλό, και κυριάρχησαν στις σκέψεις μου σκιάζοντας την ομορφιά της νέας θάλασσας που ακουμπούσε στα ριζά των ψηλών κορφών της στεριάς πέρα μακριά στο βάθος.