ΣΤΟ ΜΟΝΤΕΒΙΔΕΟ
Η Ουραγουάη είναι μια μικρη χώρα του Ισημερινού που βρίσκεται στα νότια της Νοτίου Αμερικής μεταξύ της Βραζιλίας και της Αργεντινής και η λέξη σημαίνει ποταμός των χρωματιστών πουλιών. Οι αυτόχθονες κάτοικοι όλης της χώρας εξοντώθηκαν κατά την περίοδο του αποικισμού και σχεδόν δεν υπάρχουν απόγονοί τους σήμερα. Οι σημερινοί κάτοικοι είναι όλοι Ευρωπαίοι μετανάστες.
Το Μοντεβίδεο είναι η πρωτεύουσα και βρίσκεται στα νότια της χώρας προς τον Ατλαντικό Ωκεανό, Αποτελείται από 1,5 εκατομμύριο κατοίκους και διατηρεί την αποικιοκρατική αρχιτεκτονική της, και είναι γεμάτη πράσινο, κατάφυτη από εντυπωσιακά πλατάνια.
Η πόλη τα βράδια γεμίζει ήχους από τυμπανιστές που γυρνούν την πόλη ή κάθονται γύρω από φωτιές και εν χορώ παίζουν τον λεγόμενο ρυθμό της Ουραγουάης που γεννήθηκε από τους Αφρικανούς σκλάβους του αποικισμού λίγο πριν το 1800 και μαρτυρεί τη νοσταλγία για ελευθερία των σκλαβωμένων νέγρων.
Πρόκειται για ρυθμούς και ήχους εντυπωσιακούς που επηρέασαν τους λευκούς αποικιστές οι όποιοι και τους κατέταξαν στον σημερινό πολιτισμό τους. Συνήθως τις Κυριακές οι κάτοικοι ξεχύνονται και παρελαύνουν στους δρόμους με τα Αφρικάνικα τύμπανα τους από ξύλο και δέρμα. Παραταγμένοι προχωρούν παίζοντας δυνατά και συγχρονισμένα, ενώ άντρες και γυναίκες κυρίως νεαρής ηλικίας, τους ακολουθούν χορεύοντας με ζωηρές κινήσεις. Στις συνοικίες αυτές γεννήθηκε από τους χορευτές των δρόμων το ξακουστό ταγκό, ένας συνδυασμός των προϋπαρχόντων χορών, και επίσης στους ίδιους δρόμους γράφτηκε και πρωτοτραγουδήθηκε το γνωστό παγκόσμια τραγούδι «Κομπαρσίτα».
Η μέρα που δέσαμε στο λιμάνι της πόλης του Μοντεβίδεο ήταν ζεστή και υγρή από την πολλή σιγανή και συνεχή βροχή που έπεφτε ακατάπαυστα, ενώ η ζέστη με την υγρασία μούλιαζαν τα ρούχα μας πανω στα ιδρωμένα κορμιά μας. Παρ όλα αυτά βάλαμε τα καλά μας και κατεβήκαμε τις σκάλες του πλοίου να πάμε στην πόλη ενώ η βροχή που έπεφτε μας μούσκευε ως το μεδούλι. Κανείς μας δεν σκέφτηκε να περιμένει να κοπάσει η βροχή, είχαμε βία όπως ο πεινασμένος ζητεί τροφή κι ο διψασμένος νερό, να μπούμε στα μπάρς του λιμανιού, να συναντήσουμε γυναίκες και να διασκεδάσουμε, και μαζί να μεθύσουμε, να τις αγγίξουμε και να μας αγγίξουν.
Σε ένα παρ΄μερο δρομάκι ήταν ένα μπαρ σκοτεινό και άδειο από πελάτες, εγώ και ο παρέας μου ένας θερμαστής, μπήκαμε μέσα. Ήταν τελείως άδειο, χωρίς μπάρμαν ή κάποιο υπεύθυνο, και ετοιμαζόμασταν να φύγουμε όταν άνοιξε μια εσωτερική πόρτα και παρουσιάστηκε μια καταπληκτική σε κορμί και ομορφιά γυναίκα. Μας μίλησε Ελληνικά και ο φίλος μου ο θερμαστής τηε την έπεσε αμέσως.
Έκατσα στην άκρη του μπαρ και παρήγγειλα κόκα μπράντι και πίνοντας το σιγά, τους παρακολουθούσα να χαμουρεύονται. Τα ρούχα μου κολλούσαν πανω μου και κάθε τόσο κοιτούσα έξω τον καιρό για να πάω να αλλάξω μόλις θα σταματούσε η βροχή. Την ωρα που κόπασε και ήμουν έτοιμος να πω στο φίλο μου ότι φεύγω, νάσου ανοίγει ξανά η πόρτα και μπαίνει άλλη μια κοπέλα, λεπτή με αδύνατα πόδια και στενή λεκάνη. Σε χρόνια θα την έβαζα οσο ήμουν εγώ και αλλά τόσα, ενώ το πρόσωπο της ήταν συμπαθητικό και πονεμένο. Έδειχνε να έχει βάσανα, ψυχικά φαινόταν κουρασμένη, είχε ακόμα ένα βλέμμα γλυκό και θλιμμένο. Με είδε που σηκώθηκα, με πλησίασε και μου πιασε το χέρι.
-Που πας, με ρώτησε με σπασμένα Ελληνικά, κάτσε να σε δούμε, εμεις εδώ σας αγαπαμε εσας τους Ελληνες και θαυμαζουμε τον αρχαίο σας πολιτισμό.
Δεν μου άφηνε το χέρι, μου το κρατούσε με τρυφερότητα που με έφερνε σε δύσκολη θέση.
Στα πολλά που μου έλεγε ίσως κατάλαβε τη δυσκολία μου, από μόνη της πήγε πίσω από το μπαρ, έβαλε δυο ποτά και μούδωσε το ένα. Παρήγγειλα ύστερα εγώ άλλα δυο και αλλά δυο, μετά από λίγη ωρα χωρίς να καταλάβω αν την ψώνισα ή αν με ψώνισε, φύγαμε πιασμένοι χέρι με χέρι.
Είναι εμπειρίες συνηθισμένες και ανθρώπινες που όμως δεν φεύγουν από τις μνήμες όσα χρόνια να περάσουν, ειδικά στις περιπτώσεις των ναυτικών που μακριά από την πατρίδα στη μαύρη ξενιτιά, βρίσκουν παρηγοριά σε γυναικείες αγκαλιές με ψεύτικες τρυφερότητες και προσποιητές αγάπες προσπαθώντας να δημιουργήσουν τεχνητά αισθήματα, που τα πρόσωπα τους ξεχνιούνται στο επόμενο λιμάνι, αλλά οι θύμισες τους μένουν χαραγμένες και αποτυπωμένες στο νου τους ενόσω ζουν.
Ξημέρωνε η επόμενη μέρα, στις τέσσερις χαράματα ξεκινούσε η βάρδια μου. Νυσταγμένος καθώς ήμουν σηκώθηκα με το ζόρι, ντύθηκα, πλήρωσα τη γυναίκα, την αποχαιρέτησα και έφυγα. Γύρισα με τα πόδια στο πλοίο που το βρήκα άδειο από φορτίο καθώς είχε ξεφορτώσει, και η σκάλα ήταν πολύ ψηλά για να την φτάσω. Έβαλα μια φωνή στον ναύτη της βάρδιας που στεκόταν ακουμπισμένος στα ρέλια, και αυτός μου έγνεψε να περιμένω. Κάλεσε με τον ασύρματο που είχε στο χέρι τον λοστρόμο, και αυτός με ακόμα ένα ναύτη ήρθαν στο παλάγκο και κατέβασαν ένα τεράστιο κλουβί σαν καλάθι κάτω στο μόλο. Μπήκα μέσα, και με ανέβασαν πανω.
Κατευθύνθηκα στη καμπίνα μου για να βάλω τη φόρμα της δουλειάς να κατεβώ στο μηχανοστάσιο για τη βάρδια μου.
Και κάτω στη μηχανή στη βάρδια μου, περπατώντας πάνω κάτω για να περάσει η ώρα, έπιασα τον εαυτό μου να έχει ξεχάσει το όνομα της. Σκεφτόμουν πως ήταν μια απλή ερωτική συνεύρεση με προσποιητικά αισθήματα τρυφερότητας, μια πράξη ανθρώπινης ανάγκης και εξυπηρέτησης που δια αμοιβής έλαβα από την καχεκτική γυναίκα μέσα στο φτηνό ξενοδοχείο.
ΤΟ ΠΛΟΙΟ ΦΑΝΤΑΣΜΑ
Άδειο το πλοίο από φορτίο έπλεε με αργή οικονομική ταχύτητα προς τη Σαουδική Αραβία. Στη μηχανή όπως συνήθως, η θερμοκρασία άγγιζε τους 50 βαθμούς Κελσίου και η ζέστη ήταν αφόρητη καθώς το πλοίο ήταν παλιό, απεριποίητο και καταπωνεμένο. Από πολλές ενώσεις και τσόντες των σωληνώσεων εκχυόταν καυτός ατμός που ζέσταινε επικίνδυνα την ατμόσφαιρα και την έκανε θολή. Οι εξαεριστήρες δούλευαν με δύναμη απορροφώντας τη ζέστα, καθώς και οι ανεμιστήρες που έβαζαν φρέσκο αέρα και στους οποίους την περισσότερη ώρα της βάρδιας μας στεκόμασταν από κάτω για λίγη δροσιά.
Η θάλασσα τρικυμισμένη και το πλοιο χωρίς φορτίο με τη σαβούρα λιγότερη από το κανονικό, το πλοίο ταρασσόταν από τα ρεύματα και τα κύματα, δυσχεραίνοντας περισσότερο την κακή μας κατάσταση.
Ήταν μια μέρα καλοκαιρινή και εκτελούσα την απογευματινή μου βάρδια. Ήμουν πάνω στο λέβητα αλλάζοντας μια σπασμένη τσόντα με τη ζέστα αφόρητη να με τσουρουφλίζει, και εγώ γυμνός με ένα κοντό παντελόνι και με χοντρά αμιαντέτινα γάντια στα χέρια, προσπαθούσα να λασκάρω τις σφιχτές βίδες που είχαν στρεβλώσει από τις ψηλές θερμοκρασίες του ατμού.
Με μεγάλο κόπο μέσα στις αφόρητες θερμοκρασίες που επικρατούσαν, αντικατέστησα τη σπασμένη τσόντα και μάζευα τα εργαλεία να κατεβώ, όταν άκουσα από κάτω τον τρίτο μηχανικό να μου φωνάζει να κατεβώ γρήγορα. Μάζεψα τη σίκλα με τα εργαλεία, και σβέλτα πήδηξα κάτω. Ο τρίτος με λαχανιασμένη φωνή μου εξήγησε πως είχαμε επείγον περιστατικό. Είχε έρθει σήμα από τη γέφυρα να επιταχύνουμε τις μηχανές στο μέγιστο βαθμό και να σαβουρώσουμε πλήρως τα αμπάρια ώστε το πλοίο να αναπτύξει όλη την ταχύτητα που διέθετε.
Γεμάτοι περιέργεια αλλά χωρίς διαμαρτυρία, πιάσαμε δουλειά. Ο θερμαστής άλλαξε τα πεκα στα καζάνια και τροφοδότησε περισσότερο πετρέλαιο ώστε να δυναμώσει τη φωτιά για να παραξει τον ατμό που χρειαζόμασταν. Εγώ άνοιξα τις βαλβίδες και ξεκίνησα τις μεγάλες αντλίες για το σαβούρωμα του πλοίου, και ο τρίτος στάθηκε μπρος από τον πίνακα ελέγχου παρακολουθώντας την ομαλή λειτουργία του μηχανοστασίου και ανάλογα μας έδινε τις κατάλληλες διαταγές. Όλα έγιναν σε διάρκεια λεπτών, αλλά πριν ακόμα τελειώσουμε κατέβησαν στο μηχανοστάσιο ο πρώτος και ο δεύτερος. Ευχαριστημένοι που σ αυτό το επείγον περιστατικό που προέκυψε όλα στη μηχανή εξελίχτηκαν χωρίς καθυστέρηση, μας εξήγησε ο πρώτος μηχανικός πως λάβαμε σήμα για πλοίο που κινδύνευε και πλέαμε ολοταχώς να δώσουμε βοήθεια.
Τέλειωσα τη βάρδια μου και ανέβηκα στην πρύμνη. Κάθισα χάμω πάνω στη λαμαρίνα νιώθοντας την κάψα της παρ’ όλο που σκιαζόταν από την πρυμναία τέντα, και άφησα το μάτι μου να σεργιανίσει στον μακρινό ορίζοντα που μόλις διακρινόταν πίσω από την ζοφερή ατμόσφαιρα που ήταν θολη από τον καυτό ήλιο.
Έγειρα τη ράχη μου στον μπουλμέ και άφησα το κορμί μου να ξεκουραστεί και τη σκέψη μου να προσπεράσει τον αχανή ορίζοντα, να πάει πέρα πολύ μακριά, να φτάσει ως τον τόπο μου. Σκέφτηκα πίσω από πόσες χώρες ευρισκόταν η πατρίδα μου, και πόσα αμέτρητα μίλια ήμουν μακριά της. Είχα μπαρκάρει για ένα καλύτερο μεροκάματο καθώς στην Κυπρο το 1973 υπήρχαν αναδουλειές και φτώχειες μεγάλες. Επέλεξα να εργαστώ σε πλοίο τάνκερ γιατί πιάναμε στεριά κάθε πολλές μέρες, έτσι στα λιμάνια δεν ξόδευα πολλά λεφτά και φύλαγα τα περισσότερα. Ήταν χαμηλός ο μισθός μου, και την κάθε λίρα που κατάφερνα να εξοικονομώ, ήταν καλό κέρδος. Άν προλαβαίναμε λοιπόν πρώτοι να φτάσουμε στο πλοίο που έστειλε σήμα κινδύνου και σώζαμε τους ναυαγούς, θα παίρναμε μπακσίσι ένα μηνιάτικο, καθώς έτσι όριζε ο νόμος του ναυτικού δικαίου. Θα ήταν ένα έξτρα εισόδημα που πολύ θα με ικανοποιούσε σκέφτηκα, αλλά μονομιάς με αυτή τη σκέψη μου ένιωσα θυμωμένος γιατί αντί να ανησυχώ για τους άλλους ναυτικούς που κινδύνευαν, σκεφτόμουν το προσωπικό μου όφελος που προερχόταν από τη δική τους δυσχέρεια.
Σηκώθηκα από χάμω και όρθιος έγειρα κι’ ακούμπησα στα ρέλια παρακολουθώντας την άσπρη αφρισμένη μακριά γραμμή που δημιουργούσε ο έλικας, ενώ όποτε το πλοίο ανασηκωνόταν από τα κύματα, ο θόρυβος της μηχανής που γύριζε την προπέλα άλλαζε. Παρακολουθούσα με τις σκέψεις μου να τρέχουν, και ξαφνικά σε μια στιγμή, κατάλαβα πως το πλοίο έπαυσε να ανεβοκατεβαίνει, και πως η θάλασσα ημέρεψε και γαλήνεψε σαν λάδι. Το χρώμα της έγινε άσπρο στο χρώμα του φωσφόρου, ενώ η μέρα σκοτείνιασε πριν ακόμα ο ήλιος γύρει στη δύση του. Σκεφτικός κοίταζα τα όσα παράξενα και σκεφτόμουν αν συνεβαιναν στη φαντασία μου ή στην πραγματικότητα.
Και είδα πέρα στον ορίζοντα σε μακρινή απόσταση, ένα πλοίο με πανιά σε χρώμα κατάλευκο και το σκαρί του ξύλινο θεόρατο σε μονοχρώσεις καφέ, να ξεχωρίζουν πεντακάθαρα όπως να ήταν εμπρός μας, μια φωτεινή εικόνα μέσα στο σκοτεινό δειλινό. Δεν φαινόταν ανθρώπινη δραστηριότητα στο κατάστρωμα, και έπλεε με μεγάλη ταχύτητα παράλληλα με εμάς. Μου φάνηκε ακόμα πως έβλεπα λευκές σκιαγραφήσεις να κινούνται στο κατάστρωμα. Έδειχνε έρημο να πηγαίνει μόνο του, και εγώ εκστατικός το έβλεπα γρήγορα να μας φτάνει, γρήγορα να μας προσπερνά και γρήγορα να χάνεται από εμπρός μας. Έμοιαζε θέαμα ίδιο με ταινία σινεμά που έπαιζε σε γρήγορη ταχύτητα. Ήταν εικόνα ξαφνική και ανεξήγητη έξω από τα φυσιολογικά όρια, γι αυτό αμέσως ο νους μου πήγε σε ιστορίες που διηγούνται οι ναυτικοί όταν στις ατελείωτες ώρες της βάρδιας τους δεν έχουν τι άλλο να κάμουν.
Και μου ήρθε στο νου η πολύ γνωστή ιστορία που ευρέως συζητιέται μεταξύ των ναυτικών για το πλοίο φάντασμα, πως εμφανίζεται σε περιοχές όπου θα συμβεί κάποιο μεγάλο κακό όπως ένα ναυάγιο, ή κάποιο ναυτικό ατύχημα που θα επιφέρει θάνατο.
Λένε πως είναι ένα όμορφο σκαρί χωρίς πλήρωμα και μέσα μεταφέρει τα πνεύματα όσων έχουν πνιγεί και είναι τόσοι πολλοί που τα αμπάρια ξεχειλίζουν και ρέουν οι ψυχές προς τη θάλασσα σχηματίζοντας πολύχρωμους καταρράκτες που τρέχουν πάνω στα νερά της θάλασσας σαν φωτεινές σκιές σε πολύχρωμους χρωματισμούς.
Λένε ακομα πως εμφανίζεται απότομα, αλλά και απότομα εξαφανίζεται. Λένε πως οι ψυχές και τα πνεύματα των πνιγμένων μένουν πίσω να πετούν στον αέρα καλώντας από ψηλά τα πληρώματα των άλλων πλοίων να τους ακολουθήσουν. Και όπως οι αρχαίες σειρήνες του Οδυσσέα και αυτές το ίδιο, μαγεύουν όσους έχουν αδύνατη καρδιά και θέληση, να τους ακολουθήσουν.
Μια ανησυχία με έπιασε, ο νους μου πήγε στο κακό, σκέφτηκα μήπως το πλοίο του θανάτου ηρθε για μας. Μήπως τα παλιά καζάνια του ατμού δεν θα άντεχαν την πίεση για μέγιστη απόδοση και κάποιος λέβητας εκρηγνυόταν. Ήξερα, οι πιέσεις ήταν τεράστιες και μια έκρηξη θα ήταν όπως μια μεγάλη βόμβα που εκρήγνυται με απεριόριστες απώλειες υλικές και ανθρώπινες.
Ο νους μου γεμάτος κακές σκέψεις πάλιωνε με τη λογική πως όλα ήταν του μυαλού και πως τέτοια δεν συμβαίνουν, είναι μόνο παραισθήσεις προερχόμενες από δεισιδαιμονίες. Ακόμα σκέφτηκα πως ήταν μόνο της φαντασίας μου και πως στον ξύπνιο μου έβλεπα ονείρατα.
Και ξαφνικά μέσα στην αβεβαιότητα που με κυρίευσε, ένιωσα το πλοίο να έχει ελαττώσει ταχύτητα. Ξαφνιασμένος και γεμάτος περιέργεια, κατέβηκα στη μηχανή να δω τι συμβαίνει. Ήμουν σίγουρος ότι κάτι καινούργιο θα είχε προκύψει σε σχέση με την αποστολή διάσωσης που είχαμε διαταχτεί.
Πράγματι, όπως ενημερώθηκα από τον τρίτο, ηρθε διαταγή να συνεχίσουμε την πορεία μας όπως και πριν εγκαταλείποντας τη διάσωση, γιατι κοντά στο πλοίο που κινδύνευε έφτασαν άλλοι πρώτοι και έδωσαν τη βοήθεια τους.
Η σκέψη μου δεν πήγε στο μηνιάτικο που έχασα αφού δεν βοηθήσαμε το άλλο πλοίο, αλλά έμεινε κολλημένη στο πλοίο φάντασμα που νόμισα πως είχα δει. Λέω πως νόμισα πως είχα δει, γιατι όταν ρώτησα άλλους συναδέλφους, κανένας δεν είδε ότι εγώ. Παρ’ όλα αυτά, ο νους μου έμεινε προσκολλημένος στο περιστατικό, πιστεύοντας πως ήταν κάποιο προμήνυμα, ή αν ήμουν επηρεασμένος από τα πολλά βιβλία που διάβαζα.
Ώσπου αργά το βράδυ μας ενημέρωσε ο μαρκόνης ότι έπιασε μήνυμα στον ασύρματο που έλεγε πως στο πλοίο που χρειάστηκε βοήθεια και εμείς δεν προλάβαμε να δώσουμε, συνέβηκε μια έκρηξη σε ένα στεγανό που μέσα εργάζονταν οξυγονοκολλητές, με αποτέλεσμα να πλημμυρίσει και να πνιγούν τρείς ναυτικοί.
Και μου ξανάρθε στο νου πως το πλοίο φάντασμα εμφανίζεται σε περιοχές όπου πρόκειται να συμβεί κάποιο κακό, για να πάρει τις ψυχές των πνιγμένων και να τις ταξιδεύσει μαζί του καθώς λέει ο μύθος.
Ήμουν πλέον πεπεισμένος ότι είδα πράγματι το πλοίο φάντασμα, το οποίον όμως δεν ήρθε για μας, αλλά για τους τρεις πνιγμένους στο άλλο πλοίο.
ΤΟ ΔΥΝΑΤΟ ΚΥΜΑ-ΤΑ ΓΚΑΖΑΔΙΚΑ
Τα πετρελαιοφόρα πλοία αποτελούνται από δεξαμενές μέσα στα αμπάρια τους που μέσα αποθηκεύεται το πετρέλαιο για να μεταφερθεί από τον τόπο εξόρυξης στον τόπο διύλισης.
Το μέγεθος τους είναι πολύ μεγάλο και χωρούν έως 500.000 τόνους. Τα υγρά φορτία που μεταφέρουν είναι επικίνδυνα γιατί παλαντζάρουν και εύκολα βουλιάζουν και ευκολότερα κόβονται στα δύο. Είναι καράβια υψηλού κινδύνου καθώς μεταφέρουν επικίνδυνο φορτίο. Οι ναυτικοί που δουλεύουν σ αυτά είναι άνθρωποι που αντέχουν και εχουν κότσια και υπομονή και μπορούν να αντέχουν μια ζωή που είναι γεμάτη κινδύνους και απομόνωση, διότι η ζωή στα γκαζάδικα χρειάζεται μεγάλες αντοχές, αφου τον περισσότερο καιρό ταξιδεύουν και ελάχιστα πατούν στεριά. Είναι επιλογή εργασίας που απαιτεί θάρρος, διότι είναι γεμάτη κινδύνους και απομόνωση για πολλή καιρό.
Γνωρίζοντας όλα αυτά, ύστερα από το πρηγούμρνο μου μπάρκο στο πλοίο «Άγιος Διονύσης» αποφάσισα να δουλέψω σε γκαζάδικο γιατί το μεροκάματο ήταν μεγαλύτερο, ήταν τριπλάσιο. Τα φορτηγά πλοία επανδρώνονταν από Ναυτικούς ευκολότερα γιατί έκαναν κοντινά ταξίδια, έπιαναν λιμάνια κάθε λίγες μέρες και έμεναν δεμένα ώσπου να ξεφορτώσουν ή να φορτώσουν κάμποσες μέρες. Η ζωή ήταν καλύτερη, ήταν ευχάριστη, και πολλοί Ναυτικοί προτιμούσαν να δουλεύουν σ αυτά. Ήταν αυτός λόγος που με μεγαλύτερη ευκολία βρήκα δουλειά σε γκαζάδικο, γιατί τα πλοία αυτά τα επάνδρωναν κυρίως Ναυτικοί που συνειδητά παραμέριζαν στο βάθος του συνειδητού τους την απόλυτη επικινδυνότητα τους, απλά και μόνον γιατί είχαν την απόλυτη ανάγκη μεγαλύτερου μεροκαμάτου.
Πήρα σβάρνα την ακτή Μιαούλη και μπήκα από γραφείο σε γραφείο ψάχνοντας και ρωτώντας. Υπέγραψα σύμβαση εργασίας με την εταιρεία “S. Niarchos”. Μπαρκάρισα Δόκιμος μηχανικός με 140 Εγγλέζικες λίρες κάθε μήνα σε ένα τάνκερ 45.000 τόνων το «Southern union» που κατασκευάστηκε πριν το 1960. Ήταν από τα πρώτα πλοία που αγόρασε ίσως σε τιμή ευκαιρίας ο εφοπλιστής, και ήταν τόσο καταπονεμένο που σε κάθε φουρτούνα κινδύνευε να μας πνίξει, αλλά χωρίς να σκέφτεται τόσο μικρά πράγματα, συνέχιζε να το ταξιδεύει.
Ήταν η χρυσή δεκαετία των τάνκερς. Ο Σταύρος Νιάρχος ήταν αυτοδημιούργητος που από υπάλληλος σε αλευρόμυλο κατέληξε μεγάλος εκατομμυριούχος. Έπεισε τους θείους του και εργοδότες του να αγοράσουν έξι φορτηγά πλοία για την μεταφορά του σιταριού, και ο ίδιος δανειζόμενος κατάφερε ν' αγοράσει ένα από τα πλοία αυτά. Κατά τον Δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο το εκμίσθωσε στους Συμμάχους αλλά καταστράφηκε στον πόλεμο και χρησιμοποίησε τα χρήματα που προήλθαν από την ασφάλεια ως κεφάλαιο για να επεκτείνει τον στόλο του. Αγόρασε κυρίως δεξαμενόπλοια. Κατ’ αυτόν τον τρόπο ξεκίνησε η παρουσία του Σταύρου Νιάρχου ως σημαντικού παράγοντα στο χώρο του διεθνούς εμπορίου.
Από τα πρώτα πλοία, το «Southern union» ήταν ένα γκαζάδικο με γέρικο σκαρί κατασκευασμένο με περσίνια που έδιναν δύναμη αντοχής στις μεγάλες φουρτούνες, αλλά χωρίς συστήματα κλιματισμού με αποτέλεσμα η ζέστη που προερχόταν από τους ατμολέβητες και τη φυσική αφόρητη ζέστη του καιρού στον Περσικό κόλπο, έκαναν τη ζωή των Ναυτικών αφόρητη. Η θερμοκρασία στο μηχανοστάσιο ήταν 50°C. Πάνω στις καυτές λαμαρίνες του καταστρώματος, από τον καυτό ήλιο, κάποτε για πλάκα σπάζαμε αυγά και τα παρακολουθούσαμε να ψήνονται σε δευτερόλεπτα.
Η πρόωση του πλοίου γινόταν με την προπέλα που ήταν συνδεδεμένη με άξονα που την γύριζε και που αυτός έπαιρνε τις στροφές του από τον ατμοστρόβιλο που η τροφοδοσία του με ατμό γινόταν από τους ατμολέβητες. Το μηχανοστάσιο στα έγκατα της πρύμνης του πλοίου χωριζόταν στο λεβητοστάσιο όπου ήταν τοποθετημένοι οι λέβητες που λειτουργούσαν με καύση πετρελαίου και στο μηχανοστάσιο που ήταν εγκατεστημένος ο στρόβιλος που γύριζε τον έλικα. Οι σωληνώσεις μεταφοράς ατμού ήταν παλιές και καταπονεμένες, δεν άντεχαν την μεγαλη πίεση του ατμού και συνέχεια διέφευγε αρκετός ατμός που δημιουργούσε μια ατμόσφαιρα ομιχλώδη. Ώσπου να φτιάξουμε τη μια φαγωμένη φλάντζα, έσπαγε η άλλη. Ήταν μια επίπονη προσπάθεια επιδιόρθωσης ώστε να περιορίζονται οι απώλειες και να είναι επαρκής ο ατμός να κινεί τον στρόβιλο και να γυρίζει τον άξονα της προπέλας. Ήταν μια επικίνδυνη και σκληρή εργασία που στην ιστορία των πλοίων με ατμολέβητες δεν υπάρχει έστω ένας μηχανικός χωρίς να έπαθε σοβαρό έγκαυμα.
Παρ όλα αυτά σφίγγαμε τα δόντια και αναμέναμε να περάσουν οι μέρες να πιάσουμε στεριά, να μπορέσουμε να χορτάσουμε ύπνο έξω από το πλοίο, στο επόμενο λιμάνι. Ευτυχώς το γέρικο στραπατσαρισμένο πλοίο δεν έκανε μακρινά ταξίδια, υπήρχε συμβόλαιο για ναύλο στην νήσο Κεϋλάνη.
Η Σρι Λάνκα που το όνομά της σημαίνει Ευλογημένο Νησί και παλιότερα ονομαζόταν Κεϋλάνη, βρίσκεται νοτιοανατολικά των Ινδιών. Έχει κλίμα θερμό και υγρό γιατί βρίσκεται κοντά στον Ισημερινό. Είναι νησί με πλούσια βλάστηση και ζούγκλες, απέραντες φυτείες τσαγιού, τεράστια αγάλματα του Βούδα λαξευμένα σε βράχους, καθώς και Εθνικά Πάρκα με άγρια ζώα και επικίνδυνα φίδια με κέρατα και άλλες αποκρουστικές διαβολικές μορφές με παράξενα χρώματα. Για όλες τις παράξενες ομορφιές της, την Κεϋλάνη την είπαν δάκρυ της Ινδίας και Ταϊτή της Ανατολής. Το Κολόμπο είναι λιμάνι και πρωτεύουσα. Την εποχή πριν το 1980, τα κτίρια ήταν χαμηλά, κυριως παράγκες από πρόχειρα υλικά και λίγα πέτρινα μεγαλόπρεπα, κατάλοιπα της Βρετανικής Αποικιοκρατίας.
Ο καιρός στο τελευταίο μας ταξίδι για την Κεϋλάνη ήταν κακός, το ίδιο και η θάλασσα. Όταν ένα γκαζάδικο είναι φορτωμένο μέσα σε μεγαλη τρικυμία, ο πλους είναι συγκλονιστικά επικίνδυνος διότι ένεκα του μεγάλου φορτίου είναι βυθισμένο σχεδόν εξ ολοκλήρου στη θάλασσα και ελάχιστο μέρος της κουβέρτας μένει έξω από το νερό. Οπότε στις μεγάλες φουρτούνες τα κύματα σκεπάζουν την κουβέρτα με θάλασσα, και μόνο το κομοθέσιο και τα άλμπουρα μένουν έξω από το νερό.
Ήταν μια μέρα με τέτοιο καιρό που κοντεύαμε να πιάσουμε λιμάνι στο Κολόμπο και όπως πάντα λίγες ώρες πριν, έπρεπε να ελέγξουμε τους σωλήνες που έδιναν ατμό στην άγκυρα και στα μηχανήματα της κουβέρτας. Ανοίξαμε σιγά τα βαλβς και αφήσαμε τον ατμό να κυλήσει αργά στο σωλήνα ώστε να μην σπάσει από την απότομη διαστολή. Παρ όλα αυτά μια φλάντζα έσπασε, έπρεπε να την επιδιορθώσουμε. Δεν ήταν δύσκολη δουλειά και ο Τρίτος την ανάθεσε σε μένα. Η σπασμένη φλάντζα ήταν περιπου ανάμεσα της πρύμνης και της πλώρης. Μεγάλα κύματα έλουζαν την κουβέρτα, χρειαζόταν μεγαλη προσοχή διότι με τέτοιους καιρούς, πολλές φορές η θάλασσα άρπαξε ανθρώπους από το κατάστρωμα των γκαζάδικων και τους έριξε στη θάλασσα. Σε τέτοιες περιπτώσεις συνήθως κανείς δεν γλυτώνει, τον παίρνει η δύνη της φοράς του πλοίου και τον εξαφανίζει.
Φόρεσα τα αμιαντέτινα γάντια απαραίτητα για να με προστατεύσουν από τον καυτό ατμό, και βαστώντας για ισορροπία την σωλήνα του ατμού, ξεκίνησα να πάω να επιδιορθώσω την σπασμένη φλάντζα. Έφτασα στο μεσιακό κατάρτι εκεί που ήταν η βλάβη, και πολύ προσεκτικά ισορροπώντας τη μια στο ένα πόδι και την άλλη στο άλλο ανάλογα με το παλαντζάρισμα του πλοίου, ξεβίδωσα τις βίδες για να αλλάξω την ελαστική φλάντζα. Τα κύματα ανέβαιναν πανω στο κατάστρωμα και κάθε φορά μου έβρεχαν τα πόδια. Προσεκτικά και μεθοδικά δούλευα, προσέχοντας μην με παρασύρει κάποιο μεγάλο κύμα, ενώ μέσα μου καλούσα την Παναγία να με προσέχει. Βίδα με βίδα άλλες ξεβιδώνοντας τες και άλλες κόβοντας τες με το κοπίδι, κόντευα να τελειώσω, ώσπου ξάφνου ήρθε ένα θεόρατο κύμα και σάρωσε την κουβέρτα και άρπαξε και μένα, με δύναμη καταπληκτική με παρέσυρε, χωρίς να δύναμαι να αντισταθώ.
Πανω στη γέφυρα ο Καπετάνιος με τον ανθυποπλοίαρχο και τον ναύτη της βάρδιας βλέποντας το πελώριο κύμα να με αρπάζει και να με σκεπάζει, έμειναν εμβρόντητοινα χάσκουν με το στόμα ανοιχτό χωρίς να μπορούν να αρθρώσουν κραυγή αγωνίας. Πίστεψαν ότι χάθηκα, ότι έπεσα στη θάλασσα.
Όταν το κύμα κύλησε και έφυγε, εγώ ήμουν πεσμένος στο κατάστρωμα του πλοίου και όχι στα βαθιά του πελάγου. Είχα προνοήσει και πέρασα θηλιά σχοινιού στη μεση μου που το έδεσα στη σωλήνα του ατμού. Ο Καπετάνιος και οι άλλοι αναστέναξαν με ανακούφιση, δεν ήξεραν πως γλύτωσα από τέτοιο μεγάλο κύμα αφού από μακριά δεν μπορούσαν να δουν ότι ήμουν δεμένος με σχοινί. Άρχισαν να σταυροκοπιούνται και να δοξάζουν τον Θεό, γιατί πίστεψαν πως ήταν θαύμα που δεν με παρεσυρε ένα τόσο δυνατό κύμα.
Όμως για μένα της Παναγίας ήταν μεγαλη η χάρη που με βοήθησε και σκέφτηκα και δέθηκα, και τοιουτοτρόπως με είχε γλυτώσει από έναν βέβαιο πνιγμό.
ΣΤΗ ΚΕΫΛΑΝΗ
Η Κεϋλάνη ως νησιώτικη χώρα κοντά στον Ισημερινό, είναι κατάφυτη από δάση και ζούγκλες με πολλή υγρασία και θερμό κλίμα. Είναι μια γοητευτική χώρα που οι διάφοροι κατακτητές κατοικώντας την κατά καιρούς, άφησαν δυτικές και ανατολικές επιρροές, καθώς και ένα συνονθύλευμα θρησκειών και κουλτούρων.
Το Κολόμπο είναι η πρωτεύουσα της χώρας, και είναι ένα σημαντικό εμπορικό κέντρο της Ασίας. Λόγω του μεγάλου φυσικού λιμανιού και της στρατηγικής του θέσης πάνω στους εμπορικούς δρόμους που ένωναν Ανατολή με Δύση, ήταν γνωστό στους εμπόρους της αρχαιότητας.
Στο Κολόμπο ταξιδεύαμε τακτικά σχεδόν για ένα ολόκληρο χρόνο. Η εταιρεία του Σταύρου Νιάρχου είχε συμβόλαιο μεταφοράς few oil στη χώρα, και το πλοίο μας είχε αναλάβει τη διεκπεραίωση του ναύλου για τον επόμενο καιρό. Φορτώναμε από τη Λιβύη και διασχίζοντας τη διώρυγα του Σουέζ, την Ερυθρά και την Αραβική θάλασσα, μπαίναμε στον Ινδικό ωκεανό και καταλήγαμε στο μεγάλο λιμάνι της πόλεως.
Ήταν μια πανέμορφη Μεσημβρινή πόλη με οργιώδη βλάστηση και πολλά κουνούπια, καθώς δυστυχώς και την ασθένεια της ελονοσίας που πλανιόταν φοβερή απειλή στην υγρή και θερμή ατμόσφαιρα πάνω από τα ακίνητα νερά που λίμναζαν σε πολλά μέρη των εδαφών της.
Σε κάθε ταξίδι με ανυπομονησία πρόσμενα την έξοδο μου στη στεριά που απλωνόταν καταπράσινη πέρα από το λιμάνι, ένας τόπος πανέμορφος και κατάφυτος από τροπική βλάστηση. Μου άρεσε να σεργιανώ τους δρόμους και να παρακολουθώ την κίνηση των ανθρώπων με τη λιτή τους ενδυμασία, ένα κομμάτι ρούχο όλο κι όλο ριγμένο στους ώμους καλύπτοντας μερικώς το κορμί τους, ενώ πηγαινοέρχονταν σε όλες τις κατευθύνσεις. Και ανάμεσα τους αμέτρητοι μικροπωλητές διαλαλούσαν δυνατά τις πραμάτειας τους, ενώ δίκυκλα και τρίκυκλα, μηχανάκια και ποδήλατα, αλλά και αυτοκίνητα μιας άλλης εποχής, κατέκλυζαν τους δρόμους. Μια πόλη διαφορετική από τις πόλεις των Δυτικών χωρών, ένας πολιτισμός διαφορετικός με ανύπαρκτη την πρόοδο και την ανάπτυξη που έμοιαζαν να σταμάτησαν στο χρόνο.
Το λιμάνι του Κολόμπο ήταν βαθύ και τα πλοία έδεναν σχεδόν στη στεριά πάνω σε μακριές αποβάθρες που εκτίνονταν σε απόσταση μέσα στη θάλασσα. Ήταν στενές και ξύλινες αλλά καλά στερεωμένες, αφού μπορούσαν να δένουν πάνω τους δεξαμενόπλοια μεγάλης χωρητικότητας. Η απόσταση ως την πύλη του λιμανιού ήταν διακόσια-τριακόσια μέτρα και εκεί συναντούσαμε κάθε φορά, ένα πλήθος ταξιτζήδων και ξεναγών να μας περιμένουν για να μας μεταφέρουν αλλά και για να μας ξεναγήσουν στην πόλη και στη χώρα.
Αν και η πόλη ήταν προέκταση του λιμανιού απλωμένη σε κοντινή απόσταση, εμείς συνηθίζαμε να παίρνουμε ταξί επειδή τα κόμιστρα ήταν φτηνά, αλλά και γιατί οι ταξιτζήδες μας ξεναγούσαν στα αξιοθέατα και στα μέρη εκείνα που αυτοί καλά γνώριζαν, και ήταν χρήσιμα σε εμάς τους ναυτικούς που πρώτη έγνοια είχαμε την ευχαρίστηση και τη διασκέδαση καθώς το κάθε μας ταξίδι πήγαινε-έλα, φόρτωμα και ξεφόρτωμα, διαρκούσε μέχρι ένα μήνα.
Με πενιχρή αμοιβή, μας ξεναγούσαν από ενωρίς έως βραδύς, έως την ώρα που άνοιγαν τα μπάρς ως τελικός μας προορισμός.
Όλα κι όλα τα μπαρς στην πόλη ήταν δύο, παρ όλο που ως πρωτεύουσα μιας χώρας δεκαοκτώ εκατομμυρίων, θα έπρεπε να έχει πολύ περισσότερα. Ήταν και τα δύο τεράστια, και μέσα μαζεύονταν πόρνες που έψαχναν πελάτες. Καμιά δεν εξασκούσε το επάγγελμα δημόσια, καθώς ο θεσμός της οικογενείας ήταν αυστηρός, και ακόμα περισσότερο τα θρησκευτικά ήθη δεν το επέτρεπαν. Παρ όλα αυτά, σ όλο τον κόσμο υπάρχουν πόρνες, άλλες κρυφές και άλλες φανερές. Θυμάμαι την εντύπωση που μου δημιουργήθηκε όταν στο πρώτο μου ταξίδι και στην πρώτη μου επίσκεψη εκεί, είδα ένα απέραντο μαγαζί, μια τεράστια αίθουσα εστιάσεως γεμάτη γυναίκες που προσπαθούσαν να ψωνιστούν από τους λίγους θαμώνες. Δεν είχε ντόπιους πελάτες, ντόπιοι ήταν μόνο τα γκαρσόνια. Ήταν φανερό ότι ήταν χώρος που φτιάχτηκε για τους ξένους επισκέπτες, κυρίως για τους ναυτικούς που μετά από τα μεγάλα ταξίδια στους ωκεανούς, έψαχναν γυναικεία συντροφιά. Γι αυτό λοιπόν φτιάχτηκε μεγάλος ο χώρος, για να χωρεί όλες τις πόρνες της μεγάλης πρωτεύουσας.
Όμως τα ποτά ήταν φθηνα, το ίδιο και οι γυναίκες, έτσι αβέρτα τις κερνούσαμε όλες, χορεύαμε με όλες, ώσπου να κατασταλάξουμε με οποίαν μαζί θα αναχωρούσαμε για κάποιο φτηνό ξενοδοχείο που οι ίδιες θα μας οδηγούσαν.
Το Εθνικό τους νόμισμα η ρουπία είχε μικρή αξία έναντι των διεθνών νομισμάτων, γι αυτό συνήθιζαν οι οδηγοί να ζητούν από εμάς δολάρια και Εγγλέζικες λίρες. Ακόμα και η Κυπριακή λίρα είχε αξία. Και εμείς που το γνωρίζαμε, ανταλλάζαμε τα δολάρια με τις ρουπίες κάνοντας κοντραπάζα μαζί τους κερδοσκοπώντας αρκετά, ώστε τοιουτοτρόπως τα έξοδα μας στη χώρα να κερδίζονται με τις χρηματικές αυτές συναλλαγές.
Εκείνη τη φορά που πιάσαμε λιμάνι η πόλη ήταν ακίνητη χωρίς ζωή και κίνηση. Έμοιαζε να κοιμάται και στα σπίτια μέσα οι άνθρωποι κλεισμένοι, δεν βγήκαν στις δουλειές τους και στην καθημερινότητα τους, δίνοντας μια εντύπωση όπως η πόλη ήταν κέρφιου. Οι εργάτες και οι μηχανικοί στην αποβάθρα που ήταν επιφορτισμένοι για το ξεφόρτωμα του πλοίου, ήταν και αυτοί λιγοστοί. Και παραέξω στο ντόκο μας περίμεναν μόνο ένας δυό ταξιτζήδες.
Οι οδηγοί των ταξί γνώριζαν την Ελληνική γλώσσα και μπορούσαμε εύκολα να συνεννοηθούμε. Το ίδιο εξ άλλου συνέβαινε σε όλα τα λιμάνια, καθώς η Ελληνική ναυτιλία ήταν πρώτη στον κόσμο.
Από αυτούς μάθαμε λοιπόν, πως εκείνη η μέρα ήταν η μεγάλη θρησκευτική γιορτή των Βουδιστών, γι αυτό όλα ήταν κλειστά, για όλους ήταν σχόλη. Ακόμα και τα μπαρς που με αδημονία οι ιδιοκτήτες τους περίμεναν κάποιο πλοίο να δέσει οπότε οι ναυτικοί θα έτρεχαν να ξοδέψουν τα λεφτά τους, κι αυτά ήταν κλειστά. Όσοι λίγοι διακινούνταν στην πολη εκείνη τη μέρα δεν ήταν Βουδιστές, είχαν άλλη θρησκεία και δεν γιόρταζαν. Στη Κεϋλάνη το μεγάλο μέρος του πληθυσμού είναι Βουδιστές, αλλά υπάρχουν και άλλες θρησκείες όπως Ινδουιστές, Μουσουλμάνοι, ακόμα και Χριστιανοί.
Εγώ μόλις είχα τελειώσει τη βάρδια μου στη μηχανή, και παρέα με ένα πρωτόμπαρκο δόκιμο μηχανικό, βάλαμε τα καλά μας και βγήκαμε έξοδο. Η ώρα ήταν εννέα το βράδυ, και λογαριάζαμε να πάμε απ ευθείας σ ένα από τα δυο μπαρς, ήταν ώρα που άνοιγαν. Μαθαίνοντας όμως πως όλα ήταν κλειστά, πολύ στεναχωρηθήκαμε αφού μετά από τόσες μέρες ταξίδι στη θάλασσα, προσμέναμε με αδημονία να βγούμε στη στεριά να ξεδώσουμε, και να διασκεδάσουμε. Περπατήσαμε λίγο με την ελπίδα να βρίσκαμε μαγαζιά ανοιχτα, αλλά ήσαν όλα ερμητικά κλειστά και οι δρόμοι αδειανοί από κίνηση. Πού και που κάποιο παλιό αυτοκίνητο διέσχιζε τους δρόμους και με μεγάλη ταχύτητα χανόταν στο βάθος της πόλης. Ακόμα και η υπαίθρια αγορά φρούτων που καθημερινά έσφυζε από ζωή, ήταν κι αυτή έρημη. Ήταν φανερό λοιπόν, πως η πολύ μεγάλη πλειοψηφία των κατοίκων ήσαν Βουδιστές και γιόρταζαν την μεγάλη τους γιορτή. Έτσι λοιπόν μη έχοντας τι να κάνουμε, αφού περπατήσαμε αρκετά, ετοιμαζόμασταν με απογοήτευση να επιστρέψουμε.
Πήραμε το δρόμο του γυρισμού κατσουφιασμένοι, αφού πως πιάσαμε λιμάνι σε μια έρημη πολη, δεν είχε αξία για μας. Που δεν ψωνίσαμε πράγματα δεν ήταν σοβαρό ζήτημα, που δεν ψωνίσαμε όμως γυναίκες, ήταν σοβαρό το ζήτημα. Μέσα στο πέλαγος στην ατελείωτη μας μοναξιά που για παρηγοριά είχαμε μόνο τη σκληρή δουλειά, με μεγάλη πεθυμιά προσμέναμε να πιάσουμε λιμάνι για να χαρούμε λίγη διασκέδαση, να πιούμε, να μεθύσουμε να ικανοποιήσουμε τη λίμπιντο μας. Το ταξίδι ήταν μεγάλο, και η προσμονή το ίδιο. Και να τώρα, πιάσαμε στεριά. Ξυρίστηκα καλά, και λούστηκα ακριβή κολόνια. Έβαλα τα καλά μου και με το φίλο μου το δόκιμο βγήκαμε τσάρκα στη στεριά. Και να τώρα, γυρίζαμε άπρακτοι και στενοχωρημένοι στο πλοίο. Θα πέφταμε για ύπνο, και ως ότου σκατζάρουμε βάρδια, το πλοίο θα είχε ξεφορτώσει και θα είμασταν έτοιμοι να αποπλεύσουμε.
Με τη λύπη λοιπόν να μας θλίβει την καρδιά, περπατούσαμε με βήμα αργό χωρίς βιάση στο δρόμο για το γυρισμό. Από μακριά φάνηκε το πλοίο στο λιμάνι θεόρατο και πανύψηλο καθώς είχε ήδη ξεφορτώσει μεγάλο μέρος του φορτίου.
Σκεφτικοί και αμίλητοι στο δρόμο που πηγαίναμε, ένα παλιό ταξί σταμάτησε και από το ανοιχτό παράθυρο ο ταξιτζής σε γλώσσα Ελληνοαγγλιστί, μας έπιασε κουβέντα.
Δεν θα ξεχάσω την μορφή του όσα ακόμα χρόνια να περάσουν, την έχω αποτυπωμένη στο νου μου όπως να ήταν χτες. Είχε ένα χρώμα μαύρο με καφέ, μια μίξη χρωμάτων αταίριαστη που με τα ασύμμετρα χαρακτηρίστηκα του προσώπου του, έμοιαζε πολύ άσχημος. Όμως αυτό που δεν ξεχνώ, είναι η αντιπάθεια που εξέπεμπε, με τις σκληρές γραμμές που αυλάκωναν τα χαρακτηριστικά του, και κάτι μάτια σε χρώμα που δεν μπορώ να περιγράψω, αλλά που έμοιαζαν μάτια δηλητηριώδους ερπετού έτοιμο να ορμήξει και απροειδοποίητα να ρίξει το θανατερό δηλητήριο. Μου θύμισε ένα παράξενο φίδι που είχα δει στον μεγάλο ζωολογικό κήπο της χώρας στο προηγούμενο μου ταξίδι. Ένα φίδι με τεράστια κεφαλή που πάνω της βλάσταιναν κέρατα, στηριγμένη σε ένα λεπτό κορμό πολύ δυσανάλογο. Ένα φίδι τρομερό στη θέα, που ως τώρα δεν συνάντησα όσο κι αν έψαξα σε εγκυκλοπαίδεις, αλλά που ακόμα το θυμάμαι και ανατριχιάζω. Εν πάση περιπτώσει δεν έμοιαζε με φυσικό άνθρωπο, και που τον αντίκρυσα τον αντιπάθησα.
Στην κουβέντα μας ρώτησε αν θέλαμε διασκέδαση και αν ναι, είχε δικες του γυναίκες είπε, να μας πάρει. Άλλο δεν θέλαμε, και βεβαίως του είπαμε ναι. Μα χρέωσε περισσότερο από το κανονικό, καθώς βρήκε την ευκαιρία. Μας εξήγησε πως όλα απαγορεύονταν αυτή τη μέρα, και αυτός διακινδύνευε διπλά, και γι αυτό ζητούσε περισσότερα χρήματα.
Τον ρωτήσαμε ποιος ήταν ο δεύτερος κίνδυνος, και μας εξήγησε πως αυτή τη μέρα οι πόρνες δεν εργάζονταν, γι αυτό θα μας έπαιρνε στη γυναίκα του και στην κόρη του, και αυτό ήταν ρίσκο, διότι αν άλλοι το μάθαιναν, θα τον διαπόμπευαν.
Μονομιάς μέσα μου θύμωσα για όσα είπε, γιατί στην πατρίδα μου η οικογένεια ήταν πολύ ιερός θεσμός. Ήμουν έτοιμος να τον διαολοστειλω, αλλά μου λέει ο δόκιμος,
-Εμάς τι μας νοιάζει, δική του οικογένεια είναι, εξ άλλου μπορεί να λέει ψέματα για να δικαιολογήσει τα περισσότερα χρήματα που ζητά.
Και εγώ επιθυμώντας να κάμω το κέφι μου, ασυνείδητα στη σκέψη δέχτηκα την εξήγηση του φίλου μου.
Μπήκαμε στο ταξί και μας πήρε λίγα χιλιόμετρα. Ήταν μια γειτονιά με μικρά σπιτάκια σαν κουτιά φτιαγμένα από λεπτό χαρτόνι, όπως τις παραγκουπολεις που δείχνουν ακόμα οι τηλεοράσεις στις ειδήσεις σε κάποιες υπανάπτυκτες χώρες. Ο άσφαλτος είχε τελειώσει, και οδηγούσε το αυτοκίνητο σε ένα χωμάτινο δρόμο. Ήταν φανερό πως
ήταν μια συνοικία φτωχών κατοίκων. Υπήρχαν στύλοι με ηλεκτρισμό, και από τους μικρούς λαμπτήρες νυκτός που ήταν πάνω καρφωμένοι, βλέπαμε στο θαμπό φως τη φτώχεια και τη μιζέρια της περιοχής. Δρόμοι χωρίς πεζοδρόμια και άσφαλτο, γεμάτοι λακκούβες με στάσιμα νερά. Τα σπίτια ήταν όλα μικρά ενός ή δυο δωματίων, χαμηλά και στραβά, έχοντας μια κλίση στη μια μεριά από τους αέρηδες, καθώς ήταν φτιαγμένα από λεπτά και πρόχειρα υλικά.
Σταματήσαμε σε μια αυλή έξω από ένα χάρτινο σπιτάκι λίγο μεγαλύτερο από τα άλλα, και μας κάλεσε να μπούμε μέσα. Άνοιξε την πρόχειρη πόρτα, και στο χαμηλό φως είδαμε μια γυναίκα να κάθεται σε μια παλιά καρέκλα και με μια κούπα στην ποδιά, έκοβε κάποια χορταρικά. Της μίλησε στη γλώσσα τους, και την είδαμε να τον κοιτάζει σαστισμένη.
Ανησυχία έζωσε εμένα και το φίλο μου, αλλά ο ταξιτζής γύρισε σε μας και μας καθησύχασε. Η γυναίκα μπήκε στην άλλη κάμαρα, και βγήκε βαστάζοντας από το χέρι μια μικρούλα κοπελίτσα ως τα δεκαέξι. Και εμείς μικροί στην ηλικία τότες, δεν δώσαμε σημασία μην τυχών να ήταν ανήλικη. Εξ άλλου την διάλεξε για πάρτη του ο φίλος μου, που κι αυτός είχε ή δεν είχε κλείσει ακόμα τα δεκαοκτώ.
Αλλά δώσαμε πολλή σημασία, γιατί οι δυο γυναίκες φαίνονταν φοβισμένες. Σκέφτηκα πως ήταν τρομοκρατημένες και δεν μπορούσαν να αρνηθούν τις προσταγές του αφέντη τους.
Κάτι ακόμα είπε ο σιχαμερός στις δυο γυναίκες, και αυτές μας έγνεψαν να τις ακολουθήσουμε. Βγήκαμε έξω στην αυλή, και μας οδήγησαν σε μια παράμερη κάμαρη. Ήταν ένα μοναδικό δωμάτιο χωρισμένο με μια χαμηλή ψάθα, και στο κάθε μέρος βρισκόταν ένα κρεβάτι. Εγώ και ο φίλος μου σκεφτικοί πλέον, το ίδιο και οι δυο γυναίκες, βρισκόμασταν όλοι σε αμηχανία.
Σε λίγο η μεγαλύτερη γυναίκα έβγαλε τα ρούχα της και τσίτσιδη ξάπλωσε ανάσκελα στο χαμηλό κρεβάτι γνέφοντας μου να πάω κοντά της. Όμως εγώ, δεν ήθελα πλέον σεξ, το θεωρούσα υπό τις συνθήκες μια ευτελή πράξη. Ταυτόχρονα άκουσα από την άλλη μεριά το κοριτσάκι να κλαίει μουγγά.
Είχαμε ακριβώς καταλάβει τι συνέβαινε. Ο αχρείος ταξιτζής τις πουλούσε με το ζόρι και τις υποχρέωνε σε συνουσία με τους πελάτες. Και αυτές τρομοκρατημένες, φοβόντουσαν να αρνηθούν. Κατάλαβα πως η μεγαλύτερη γυναίκα είχε δεχτεί τη μοίρα της, αλλά η μικρούλα ίσως να ήταν η πρώτη της φορά και ήταν τρομοκρατημένη. Τελικά αυτό εξήγησε στον φίλο μου πως συνέβαινε και έκλαιγε από φόβο, και μας παρακάλεσε να την λυπηθούμε και να μην πούμε στον πατριό της πως έκλαιγε.
Ο φίλος μου ο δόκιμος μηχανικός ήταν ένα καλό και ευαίσθητο παιδί, έτσι εύκολα συμφωνήσαμε να μην τις αγγίξουμε, και ούτε να ζητήσουμε πίσω τα χρήματα μας ώστε έτσι να τις προδώσουμε. Τους εξηγήσαμε κουτσά στραβά την πρόθεση μας, και αυτές ανακουφισμένες μας φιλούσαν τα χέρια.
Δεν μετάνιωσα για αυτή μου την πράξη, και ένιωσα ανακούφιση για την απόφαση μας. Ύστερα όμως στο δρόμο του γυρισμού, σκεφτόμουν πως το καημένο κοριτσάκι γλύτωσε αυτή τη φορά , την επόμενη όμως, ή την μεθεπόμενη τι θα γινόταν;
Ύστερα με τον καιρό όποτε φέρνω στο νου μου το επεισόδιο, είμαι ευχαριστημένος που έτσι συμπεριφέρθηκα. Ήξερα μέσα μου απόλυτα πως έκανα το σωστό, και έλπιζα στην υπόλοιπη μου ζωή μου να συνεχίζα το ίδιο.
ΑΦΡΟΔΙΣΙΑ ΝΟΣΗΜΑΤΑ
Τα λιμάνια παντού στον κόσμο συνήθως αποτελούν αγορές έρωτος και ναρκοτικών ουσιών, καθώς εκεί ξέμπαρκοι ναύτες μοναχικοί διαβάτες που ψάχνουν καράβι να μπαρκάρουν, ή πληρώματα πλοίων που δένουν για να ξεφορτώσουν, γυρεύουν θαλπωρή σε μια αγκαλιά σαρκικής απόλαυσης ύστερα από πολυήμερα ταξίδια σε θάλασσες και ωκεανούς. Άλλοτε οι πόρνες μόνες σουλατσάρουν προσπαθώντας να πουλήσουν το κορμί τους, και άλλοτε οι νταβατζήδες πρόθυμοι να ξεναγήσουν τα πληρώματα σε ναούς διασκέδασης και λαγνείας. Λαγνείας και απόλαυσης σαρκικής συνήθως συμβατής και κλασσικής, αλλά και αιρετικής και ανορθόδοξης πέραν των παραδεδομένων αξιών. Παζάρια ναρκωτικών ουσιών και αγοραίου έρωτος σε συχνότητες διασυρμού της αξιοπρέπειας, βαποράκια χωρίς αναστολές, γυναίκες πόρνες και άνδρες προαγωγοί άθλιοι εκμεταλλευτές χωρίς αιδώ, που έχοντας μόνη έγνοια το κέρδος, ξεπερνούν τα όρια της ηθικής, τη αξιοπρέπειας και της ευτέλειας.
Σε λιμάνια νέες γυναίκες και μικρά κοριτσάκια σε παράταξη περιμένουν πελάτες, ενώ όσοι ναυτικοί δεν γνωρίζουν τα συνήθει ή αναζητούν κάτι περισσότερο, αποτείνονται στους νταβατζήδες και τους εμπόρους για να τους εξυπηρετήσουν.
Ανάλογα με τη αυστηρότητα του νόμου, σε κάθε χώρα και λιμάνι, τα πράγματα είναι διαφορετικά.
Θυμάμαι μια φορά στο Μπάρι, πριν ακόμα τελειώσει το δέσιμο του πλοίου στο μόλο, κάποιοι ντόπιοι δρασκέλησαν τα ρέλια και εισήλθαν στο πλοίο.
Ότι στην Ιταλία απλοί πολίτες είχαν δικαίωμα να επιβιβάζονται σε ελλιμενισμένα υπό ξένη σημαία πλοία δεν με παραξένεψε, καθώς σε προηγούμενα λιμάνια σε πολλές χώρες το αυτό συνέβαινε, γι αυτό χωρίς να σκεφτώ πονηρά, υπέθεσα πως ήταν τελωνειακοί ή εργάτες του λιμανιού. Με τα λαδωμένα ρούχα της δουλειάς στεκόμουν στην πόρτα που οδηγούσε στο μηχανοστάσιο και έβλεπα το σουλατσάρισμα τους.
Παρακολουθούσα όσα συνέβαιναν μη έχοντας τι να κάνω έως ότου τελειώσει η βάρδια μου. Στέκοντας λίγο μακρύτερα από τα συμβαινούμενα και όλα βλέποντας τα, εύκολα κατάλαβα τα παιχνίδια και τα κοντραπαζα που διαμείβονταν και παίζονταν μεταξύ πληρώματος και επισκεπτών. Συναλλαγές με εμπορεύματα από άλλες χώρες που συνηθίζαμε να αγοράζουμε και να εμπορευόμαστε εμείς οι ναυτικοί όπως ρολόγια και υπολογιστές Seiko από την Ιαπωνία, φωτογραφικές ζενίθ από τη Σοβιετική ένωση, και ουσίες από χώρες φθηνές κυρίως της Λατινικής Αμερικής και της Αφρικής. Θυμάμαι μια φορά στη Νιγηρία, φουντάραμε έξω από το λιμάνι για να ανεφοδιαστούμε καύσιμη υλη για τη μηχανή, οπότε από λάντζες που μας πλεύρισαν, τελωνειακοί αξιωματικοί και απλοί εργάτες μας πρόσφερναν πολύ φτηνά όλων των ειδών τέτοιες ουσίες, με αντάλλαγμα τσιγάρα πολυτελείας, κυρίως Rothmans.
Μέσα σ αυτή την έξαρση της συναλλαγής, έπιασε το μάτι μου έναν ντόπιο νεαρό να συζητά με το καμαροτάκι του πλοίου και ύστερα μαζί να περπατούν και να μπαίνουν στην καμπίνα του καμαρότου στο βάθος του διαδρόμου. Σκέφτηκα πως θα του έδειχνε κάτι να του πουλήσει, ή ακόμα να τα είχαν βρει μεταξύ τους, γιατί κανείς δεν ξέρει τι κρύβει μέσα του ο διπλανός του, αν είναι ετερόφυλος, ή κάτι άλλο. Το καμαροτάκι έδειχνε ένας νέος σοβαρός και ανδροπρεπής, που δυσκολα ο νους κάποιου θα πήγαινε σε σκέψεις άλλες. Όμως τα μάτια μου είδαν πολλά, τόσα πολλά, που τίποτα δεν θα με ξάφνιαζε.
Στο χρόνο που ακολούθησε, φάνηκε καθαρά πως άλλα πράγματα έκαναν εντός της καμπίνας, και όχι κοντραπάζα. Δεν ήταν μόνο γιατί έκαναν ώρα πολλή μέσα, ήταν και γιατί μετά τον απόπλου μας ο καμαρότος είχε κολλήσει αρρώστια βαριά από αφροδίσιο νόσημα και μόλις προλάβαμε να τον παραδώσουμε πριν μας πεθάνει στη θάλασσα καθώς πολύ γοργά η ασθένεια άρχισε να τον κατατρώγει και αφόρητα να τον βασανίζει.
Η ομοφυλοφιλία συνήθως έχει γενετικό υπόβαθρο, που σε συνδυασμό με τις περιβαλλοντικές επιρροές κάνει έναν άνθρωπο ομοφυλόφιλο. Δηλαδή οι περισσότεροι τοιούτοι γεννιούνται με προδιάθεση, και δεν πρόκειται για θέμα επιλογής τους αργότερα στη ζωή. Στο απλό κοινό των ανθρώπων αυτό θεωρείται κακό έως και έγκλημα, ενώ για ανοιχτόμυαλους και μορφωμένους, θεωρείται απλά διαφορετική σεξουαλική προτίμηση.
Όμως μελέτες επιστημόνων τονίζουν, πως στις σεξουαλικές αυτές πράξεις χρειάζεται ιδιαίτερη προφύλαξη, καθώς ένεκα της κοινωνικής κατακραυγής που τυγχάνουν οι ομοφυλόφιλοι και στη μυστικότητα που αναγκάζονται να ενεργούν, υποχρεώνονται να αλλάζουν συντρόφους με αποτέλεσμα οι ασθένειες να μεταδίδονται ευκολότερα.
Η ίδια απειλή από μολυσματικές και λοιμώδεις νόσους εγγυμονεί και για τους ναυτικούς ένεκα του ασυνήθιστου περιβάλλοντος που διαβιούν και των συνθηκών εργασίας που απασχολούνται. Από μελέτες έχει αποδεδειχθεί πως όσοι εξ αυτών ασθενούν και αποβιώνουν, οι περισσότεροι θάνατοι δεν οφείλονται σε ατυχήματα και πνιγμούς όπως πολλοί πιστεύουν, αλλά στις λοιμωδεις ασθένειες και κυρίως τις αφροδίσιες, ιδιαίτερα την παλιά εποχή που δεν ήσαν ιάσιμες Είναι λοιπόν γεγονός αναμφισβήτητο πως οι ναυτικοί κινδυνεύουν από ευρύ φάσμα ασθενειών κυριότερες οι οποίες είναι όσες προέρχονται από το σεξ, καθώς πολλοί δεν παίρνουν τις απαραίτητες προφυλάξεις. Πολύ τακτικές ασθένειες που ταλαιπώρησαν κατά τη γνώμη μου όλους τους ναυτικούς είναι οι έρπητες, οι κόντυλοι, οι ψείρες, η βλεννόρροια. Σίγουρα πολλοί κόλλησαν πιο επικίνδυνες ασθένειες, αλλά επειδή είναι βαριάς μορφής κανείς δεν τις αναφέρει, σε αντίθεση με τις συνηθισμένες που πολλοί τις συναφέρνουν και τις θεωρούν απλές όπως μια γρίπη ή ένα κρυολόγημα.
Το μικρό καμαροτάκι λοιπόν, κόλλησε σκουλαμέττο. Για μερικές στιγμές σεξουαλικής ηδονής που μάλλον δεν μερήμνησε να λάβει προφυλάξεις, η κακή στιγμή του επέφερε πολλά δεινά, αφόρητο πόνο και ταλαιπωρία. Στη βιά του ίσως, ή στην ανημποριά της πλήρους απόλαυσης, βιάστηκε να παραδοθεί σε σεξουαλικές ορέξεις χωρίς προφύλαξη. Για λίγες στιγμές λάγνες που γρήγορα τέλειωσαν, δεν ενέργησε σωστά, δεν προφύλαξε τον εαυτό του.
Και να τώρα, ύστερα από λίγες μέρες μέσα στον Ινδικό ωκεανό που ταξιδεύαμε, φανερώθηκε η άσχημη αρρώστια. Στην αρχή έκρυψε το πρόβλημα και μας σερβίριζε το φαγητό στην τραπεζαρία κρύβοντας τον πόνο του, χωρίς να δείχνει πώς υπέφερε.
Αλλά όσο περνούσαν οι ώρες και οι μέρες, η αρρώστια τον κατέτρωγε και τον έφθινε. Φαινόταν καθαρά στο πρόσωπο του και στις κινήσεις του πως πολύ πονούσε. Στις ερωτήσεις μας απαντούσε πως τον πείραξε ο σπόνδυλος του, γι αυτό και εμείς κατ αρχάς τον συμπονέσαμε και τον βοηθήσαμε με το να σερβιριζόμαστε μόνοι μας.
Ώσπου μια μέρα τον είδα να βγαίνει από την καμπίνα του με ανοιχτά πόδια όπως τον συγκαμμένο και χωρίς να δύναται καθόλου να περπατήσει, ενώ από τα μάτια του έτρεχαν δάκρυα, και σπασμοί στο πρόσωπο του φανέρωναν τον ανείπωτο πόνο του. Τον ρώτησα τι έχει, και αυτός κλαίγοντας μου απάντησε πως κόλλησε νόσημα, πως τον έφαγε και τον τέλειωσε, πως δεν άντεχε άλλο τους αφόρητους πόνους, πως ήθελε να πεθάνει, να γλυτώσει.
Εκείνη τη στιγμή φάνηκε ο λοστρόμος απέναντι στη άκρη του διαδρόμου, και βλέποντας τη σκηνή, ήρθε κοντά μας. Έμπειρος ναυτικός και παλιά καραβάνα, αμέσως κατάλαβε, και του είπε,
-ρε πούστη, κόλλησες βλεννόρροια στον ποπό;
Και γυρίζοντας σε μένα μου είπε,
-Κύπριε η κατάσταση είναι δύσκολη, τρέχα να φωνάξεις το Γραμματικό.
Ο δεύτερος πλοίαρχος ή γραμματικός όπως συνήθως τον καλούσαμε ήταν υπεύθυνος για όλα όσα συνέβαιναν στο πλοίο, και έπρεπε να μεριμνά ώστε όλα να γίνονται με το σωστό τρόπο. Φυσικά ήταν υπόλογος στον καπετάνιο που τον ενημέρωνε για όλα και έπαιρνε διαταγές μόνο από αυτόν.
Στην περίπτωση του καμαρότου αποφάνθηκε πως έπρεπε να περιοριστεί στη καμπίνα του έως ότου πιάσουμε λιμάνι για να πάει στο γιατρό. Η ασθένεια του ήταν κολλητική και δεν έπρεπε καθόλου να κυκλοφορεί ή να εργάζεται, πόσον μάλλον να σερβίρει φαγητό στο πλήρωμα.
Του έδωσε κάποια παυσίπονα λοιπόν, και τον κλείδωσε στην καμπίνα του δίνοντας διαταγή, κανείς να μην του ανοίξει, ούτε να τον επισκεφτεί.
Και ενώ οι μέρες περνούσαν, ο καμαρότος μέσα στην καμπίνα του περιορισμένος σπάραζε από τους πόνους και οι κραυγές του μέρα νύχτα ακούγονταν γοερές, και μας τριβέλιζαν τα αυτια. Ήταν μια κατάσταση που μας τρόμαζε καθώς το κλάμα του ήταν πολύ σπαραχτικό. Ήταν φαίνεται οι πόνοι του αφόρητοι και κάθε ώρα που περνούσε γίνονταν χειρότεροι.
Σκέφτηκα πόσο απάνθρωπο ήταν αυτό που συνέβαινε, και γιατί ο καπετάνιος δεν ειδοποιούσε να έλθει κάποιο ελικόπτερο να τον παραλάβει. Σκέφτηκα μήπως επί σκοπού δεν ειδοποιούσαν γιατί τα κόστα σε τέτοια περίπτωση για την εταιρεία θα ήταν μεγάλα. Σκέφτηκα ακόμα πως ίσως ο Γραμματικός να μην νοιαζόταν για τις ανθρώπινες ζωές και να άφησε τον καημένο ασθενή στο έλεος του και στη μαύρη του μοίρα. Οι σκέψεις μου αυτές ήταν βάσιμες, γιατί σε ένα προηγούμενο μας ταξίδι είδα σε αυτόν κακία και απανθρωπιά να τον κυριαρχεί. Ήταν θυμάμαι καλά όπως να ήταν χτες, ένα περιστατικό που πολύ με στενοχώρησε και με έκανε να τον απαξιώσω ως άνθρωπο. Είχαμε αποπλεύσει από ένα λιμάνι, και ο βοηθός λοστρόμος (Σάκη τον φωνάζαμε καλά θυμάμαι ακόμα) είχε αγοράσει ένα μικρό πιθηκάκι μια σταλιά και όλο χάρη, ένα πολύ ήρεμο, εκπαιδευμένο και συμπαθητικό ζωάκι. Όλοι το αγαπήσαμε, και όλοι παίζαμε μαζί του. Ώσπου μια μέρα ο Γραμματικός, ένας άνθρωπος πετσί και κόκκαλο που το φαγητό δεν το έπιανε ίσως από την μοχθηρία που τον διακατείχε, μόλις ήρθε εις γνώση του το γεγονός, άρπαξε το μικρό ζωάκι, και με δύναμη το έριξε φούντο στη θάλασσα. Ήταν ένα θλιβερό περαστικό που έμεινε ανεξίτηλο γραμμένο στη μνήμη μου καθώς έβλεπα το μικρό ζωάκι να κολυμπά προσπαθώντας να μην πνιγεί. Και το πλοίο έφευγε μακριά αφήνοντας πίσω το καημένο πιθηκάκι, με προδιαγραμμένη την μοίρα του να πνιγεί και να το φαν τα ψάρια. Γνώριζα πως απαγορεύονταν τα ζώα στα πλοία γιατί υπήρχε κίνδυνος να μεταδώσουν ασθένειες μολυσματικές στο πλήρωμα και πως ο γραμματικός ενέργησε βάση των κανονισμών, παρ όλα αυτά, θεώρησα την πράξη του απάνθρωπη.
Οι κραυγές του πόνου και οι κλαυθμοί της απόγνωσης του ασθενούς μας πίκραιναν την καρδιά και μας έθλιβαν, ώσπου ξαφνικά κάποια μέρα σταμάτησαν να ακούονται. Όλοι σκεφτήκαμε το χειρότερο, και με πολλή αγωνία ζητήσαμε ενημέρωση από τον δεύτερο πλοίαρχο. Μας έδωσε μια εξήγηση αληθοφανή, πως τον μετέφερε στο αναρρωτήριο στο πλωριό ντεκ, ώστε να μην επηρεαζόμαστε εμείς το υπόλοιπο πλήρωμα από τις κραυγές του στην απόδοση της εργασίας μας. Δεν πίστεψα πολύ αυτή την εξήγηση, και ακόμα έως τώρα διερωτώμαι αν έτσι είχαν τα πράγματα, ή αν το άμοιρο καμαροτάκι δεν άντεξε τους πόνους και την καταραμένη αρρώστια, αν μέσα σε εκείνο το πλοίο άφησε την τελευταία του πνοή και άν ο γραμματικός με τον στιούαρτ μετέφεραν στο ψυγείο το άψυχο του σώμα μέχρι να πιάσουμε λιμάνι, καθώς όριζαν οι κανονισμοί.
Σε όλους μας πέρασε αυτή η κακή σκέψη, όμως ήμασταν υποχρεωμένοι να δεχτούμε όσα ο υποπλοίαρχος μας εξήγησε.
Η ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ ΤΟΥ ΝΑΥΤΙΚΟΥ
Τρομακτικές θερμοκρασίες άνω των 50 βαθμών Κελσίου καταγράφονται πολλές φορές σε χώρες της Μέσης Ανατολής, χώρες που τα εδάφη τους σκεπάζονται από την ζεστή άμμο της Ερήμου.Ο καυτός ήλιος και η ασφυκτική ζέστη το καλοκαίρι, κάνουν τη ζωή των κατοίκων αφόρητη και πολύ δύσκολη. Το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού καλύπτει με ρούχα το σώμα του καθόλη τη διάρκεια της μέρας φορώντας λευκές κελεμπίες, καθώς το άσπρο χρώμα διώχνει τη θερμότητα.
Το μεγαλύτερο μέρος αυτών των χωρών καλύπτεται από την έρημο Σαχάρα και είναι περιοχές αραιοκατοικημένες από ανθρώπους. Συχνά μόνο λίγα άγρια ζώα αλλά και μερικά φυτά που αντέχουν στην ξηρασία αποτελούν τους μόνους κατοίκους.
Παλιότερα στα Αρχαία χρόνια, στην έρημο της Σαχάρα υπήρχε αρκετό νερό που σχημάτιζε μεγάλα ποτάμια που κατά μήκος τους υπήρχε πολλή βλάστηση και ζωή, αλλά στα εκατομμύρια χρόνια που πέρασαν, οι κλιματικές αλλαγές και οι μεγάλοι σεισμοί τα άλλαξαν όλα.
Σήμερα, λένε οι επιστήμονες, πως όλα τα ποτάμια που κυλούσαν πάνω σ’ αυτή τη γη, πήραν καθίζηση και τώρα κυλούν υπόγεια, κάτω στα έγκατα της χωρίς να μπορεί ο άνθρωπος να τα εκμεταλλευτεί, καθώς είναι πολύ βαθιά και ασύμφορη η εκμετάλλευση τους.
Ως μέρος αυτής της περιοχής, η Σαουδική Αραβία είναι χώρα που μόλις φτάσει κάποιος νιώθει αμέσως μια αίσθηση άλλη. Μια αίσθηση διαφορετική, επικίνδυνη και θανατερή όπως την επικίνδυνη έρημο που την περιβάλει, καθώς σ αυτή τη χώρα πολύ εύκολα εφαρμόζεται η θανατική ποινή επί των ανθρώπων ντόπιων και ξένων.
Στις πλατείες τις καθημερινές μέρες περπατά ο κόσμος αμέριμνος και τα παιδιά παίζουν μπάλα και άλλα παιχνίδια, αλλά τις Παρασκευές γίνονται εκτελέσεις ανθρώπων δια αποκεφαλισμού, για εγκλήματα κατοχής ναρκωτικών ή ληστειών, αλλά κυριότερα για περιφρόνηση της θρησκείας, αφού έχουν πολύ ανεπτυγμένο το θρησκευτικό αίσθημα καθώς η χώρα είναι το λίκνο του Μουσουλμανισμού και η πατρίδα του προφήτη Μωάμεθ. Είναι αδικήματα που επισύρουν την ποινή του θανάτου δια αποκεφαλισμού σε δημόσιους χώρους για παραδειγματισμό.
Εκείνους τους καιρούς πριν το 1980, η ζωή για τους ντόπιους κατοίκους και τους ξένους επισκέπτες ήταν πολύ δύσκολη και καταπιεστική από τις Αρχές της χώρας, με εξαίρεση τους ναυτικούς που εργάζονταν σε Ελληνικά βαπόρια καθώς οι Σαουδάραβες είχαν σε πολλή εκτίμηση τους Έλληνες. Υπήρχε βαθιά εκτίμηση σε ότι Ελληνικό, και ένας απεριόριστος σεβασμός για τη φυλή των Ελλήνων. Αυτό πρόσεξα και εισέπραξα από τους ντόπιους κατοίκους από το πρώτο μου κιόλας ταξίδι, αυτό μου εξήγησαν επίσης πως συνέβαινε οι παλαιότεροι ναυτικοί που ήξεραν καλύτερα. Σκέφτηκα πως ίσως μας θαύμασαν και μας εκτίμησαν ως Ελληνικό λαό, ένεκα του Μεγάλου Αλεξάνδρου που κατέκτησε τη χώρα τους και τους εμφύτευσε το Ελληνικό πνεύμα.
Στη Σαουδική Αραβία οι κάτοικοι ασχολούνται με την παραγωγή και καλλιέργεια μαργαριταριών, καθώς και με την επεγεργασία φοινίκων, αφού ως έρημος χώρα, στο έδαφος της ευδοκιμούν πολύ τα φοινικόδεντρα. Ασχολούνται όμως, κυρίως με την εξόρυξη πετρελαίου που υπάρχει απεριόριστο και το οποίο εξάγουν στον υπόλοιπο κόσμο. Στο μεγάλο λιμάνι της πόλεως Νταμάμ που ευρίσκεται στο κέντρο του Περσικού κόλπου, υπάρχουν εγκατεστημένα μεγάλα Τέρμιναλς εξαγωγής πετρελαίου. Τεράστιες
σιδερένιες κατασκευές που εισχωρούν σε βάθος στη θάλασσα, αποτελούν μεγάλους τεχνητούς βραχίονες, όπου δένουν τα πλοία για να φορτώσουν το πολύτιμο υγρό. Σε ένα από αυτά τα ντοκ έδεσε το πλοίο μας για να φορτώσουμε μαζούτ.
Ερχόμασταν από την Ιαπωνία. Ταξιδεύσαμε στο Ναγκασάκι ένα από τα καλύτερα φυσικά λιμάνια στο νησί Κιουσού, της παλιάς πόλης των Σογκούν και των Σαμουράι.
Μεταφέραμε εκεί ένα φορτίου μαζούτ, και αφού γρήγορα ξεφορτώσαμε, γρήγορα αναχωρήσαμε για τον Περσικό κόλπο. Πλέοντας τον Ινδικό ωκεανό φτάσαμε στον κόλπο του Ομμάν, το βορειοδυτικό τμήμα της Αραβικής χερσονήσου που ενώνεται μαζί του μέσω των στενών Ορμούζ.
Ο Περσικός ή Αραβικός Κόλπος, είναι σημαντικός για την παγκόσμια οικονομία καθώς τεράστια φορτία πετρελαίου μεταφέρονται από εκεί. Ενώνει την Αραβία με τον Ινδικό ωκεανό, και γεωγραφεί τα παράλια των ακτών του δυτικού Ομάν, του Κατάρ, του Μπαχρέιν, της Σαουδικής Αραβίας, των Αραβικών εμιράτων, και μέρους του Ιράκ και της Περσίας.
Η κίνηση των πλοίων στα στενά ήταν αυξημένη εκείνο τον καιρό, γι αυτό πλέαμε με προσοχή και αργή ταχύτητα.
Η θάλασσα ήταν γαλήνια και ακίνητη, σε ένα χρώμα θολό και άσπρo, ίδιο με της ερήμου. Ο καιρός είχε αλλάξει, η πελαγίσια δροσιά σιγά χανόταν, και μια ζεστή αύρα στεριανή φυσούσε στον αέρα που όσο πλέαμε γινόταν εντονότερη. Ο αέρας που φυσούσε αργά, κουβαλούσε μαζί του τις ψηλές θερμοκρασίες από τα βάθη της ερήμου της Σαχάρας, δημιουργώντας μια θολή άχνα στην ατμόσφαιρα.
Σε λίγη ώρα νιώσαμε τον καιρό να εχει αλλάξει τελείως και να έχει γίνει αφόρητα θερμός και ανυπόφορος.
Ήταν ένας ξηρός και καυτός αέρας που ερχόταν από τη μεγάλη έρημο που στο πέρασμα του γέμιζε την ατμόσφαιρα άμμο και σκόνη.
Ήταν ένας σιρόκος καυτερός και επικίνδυνος όπως το Λίβα που καίει τα σπαρτά, ίδιος και αυτός που όταν φυσά, προκαλεί καταστροφές.
Ήταν ο Σορόκος ένας άνεμος που πνέει από νοτιοανατολικές διευθύνσεις, που ξεκινώντας συνήθως από τη Σαχάρα διασχίζει τη Βόρεια Αφρική, διέρχεται της Μεσογείου όπου γίνεται υγρός, και τοιουτοτορόπως προκαλεί βροχές και ομίχλες. Κινείται με ταχύτητα 55 κόμβων, και το φύσημα του διαρκεί από μισή μέρα έως και αρκετές.
Από το φινιστρίνι παρακολουθούσα τους ναύτες να καλάρουν τους κάβους φορώντας χοντρά γάντια στα χέρια για να μην καίγονται αφού όλο το κατάστρωμα είχε θερμανθεί σε μέγιστο βαθμό από τον καυτό σορόκο. Η καμπίνα μου ήταν ψηλά τοποθετημένη, και έχοντας πανοραμική θέα, παρακολούθησα το πλοίο υπό την καθοδήγηση του πιλότου να πλευρίζει και να δένει στην προκυμαία. Έβλεπα τους εργάτες να περνούν τα λασκαρισμένα παλαμάρια στις δέστρες, και τους ναύτες στο βαρούλκο να τα καργάρουν ώσπου σιγά και σταθερά, το πλοίο να κολλά στο ντόκο δεμένο σφικτά και ασφαλισμένο.
Αφού δέσαμε στο μεγάλο βραχίονα, η ματιά μου γύρισε προς τη στεριά και είδα λίγο μακρύτερα μια έρημη γη χωρίς σπίτια και υποδομές, εκτός από ένα ίσιο και πλατύ δρόμο μαύρο σαν φίδι που άρχιζε από την ακτή και χανόταν στο βάθος της ερήμου.
Κοιτώνες, αποθήκες, γραφεία, και εγκαταστάσεις μηχανημάτων και αντλιών για το πετρέλαιο, ήσαν κατασκευασμένες πάνω στις τεχνητές μεγάλες εξέδρες και στους βραχίονες που τις πλαισίωναν και μαζί αποτελούσαν ένα τεράστιο πλωτό τεχνητό λιμάνι που το συγκρατούσαν βαρίδια και άγκυρες ακίνητο πάνω στη θάλασσα. Ήταν μια τεράστια πλωτή εξέδρα με όλες τις υποδομές και εγκαταστάσεις μιας λιλιπούτειας πόλεως, με ελικοδρόμιο και τεράστια μηχανήματα εξόρυξης και άντλησης πετρελαίου.
Στη συνέχεια του βραχίονα που είχαμε δέσει, λίγο μακρύτερα μερικές εκατοντάδες μέτρα, είδα δεμένο ένα πλοίο τάνκερ με μεγάλη βύθιση στο νερό, σημάδι πως σχεδόν είχε φορτώσει. Πάνω στη τσιμινιέρα ήταν το σήμα της ιδιοκτήτριας εταιρείας κάποιου Έλληνα εφοπλιστή, σημάδι πως το περισσότερο πλήρωμα αποτελείτω από Έλληνες. Σκέφτηκα αμέσως μήπως υπήρχε και κάποιος Κύπριος. Απουσίαζα πολύ καιρό από την Κυπρο, και είχα επιθυμήσει να μάθω νέα και ειδήσεις για τον τόπο μου. Ήταν μια περίοδος μετά το 1974 και την Τούρκικη εισβολή, και είχα ανησυχία πώς να περνούσε ο κόσμος στη μοιρασμένη μου πατρίδα. Σκέφτηκα ακόμα, μήπως συναντήσω κάποιο χωριανό μου. Από τη Χλώρακα το μικρό χωριό μου, λίγο καιρό νωρίτερα από μένα, είχαν φύγει για τα καράβια δυο νεαροί χωριανοί μου. Έφυγε πρώτα ο Πασχαλάκης ο Φουαρτάς, και λίγο αργότερα ο Γιαννάκης ο Πολεμίτης που πήγε να τον συναντήσει. Ήταν και οι δυο
μεγαλύτεροι μου και σκέφτηκα πως, εφόσον αυτοί δεν φοβήθηκαν τη ξενιτιά, εγώ γιατι να τη φοβηθώ; Έτσι με αυτούς ως παράδειγμα, πήρα τη μεγάλη απόφαση και μπαρκάρησα. Έφυγα από τον τόπο μου, και τώρα νάμαι εδώ, στη μακρινή γη να στέκω στο ψηλό κατάστρωμα του πλοίου και να φαντάζομαι μήπως στο άλλο πλοίο συναντήσω τους χωριανούς μου.
Κούνησα το κεφάλι πέρα δώθε για να ξεφύγω από τους νοσταλγικούς μου στοχασμούς. Αν ήταν δυνατό… ξανασκέφτηκα, μέσα σ’ ολόκληρο τον κόσμο μόνο γιατι το είχα επιθυμήσει, να συναντούσα κάποιον από το χωριό μου. Στη γη ζουν περίπου επτά δισεκατομμύρία άνθρωποι, και εγώ καταγόμουν από ένα μικρό χωριό μόλις χιλίων πεντακοσίων κατοίκων. Ένα πολύ φτωχό μέρος για να μπορέσει εκείνους τους δύσκολους καιρούς κάποιος εύκολα να βρει εργασία, ότι εργασία. Γι αυτό καποιοι νέοι που τολμούσαν, ξενιτεύονταν, πήγαιναν πολύ μακριά από τον τόπο τους με μια ελπίδα, για ένα καλύτερο αύριο. Ο Πασχαλάκης και ο Γιαννάκης σκέφτηκαν να φύγουν στα καράβια, και όταν με το καλό θάπιαναν Αμερικάνικο λιμάνι, να το έσκαγαν εκεί. Σε κείνη την πλούσια χώρα της δύσης που όπως έγραφαν οι εφημερίδες και έδειχναν οι ταινίες στα σινεμά, ήταν χώρα της επαγγελίας, πλούσια και με πολλές ευκαιρίες.
Με αυτό το όνειρο ο Πασχαλάκης αποφάσισε να ξενιτευτεί, με αυτές τις σκέψεις τον ακολούθησε ο φίλος του. Το ίδιο μετά από καιρό, ίσως δυο χρόνια και περισσότερο, έκαμα και εγώ.
Έφυγαν λοιπόν, και κανείς δεν είχε νέα τους. Ούτε φίλοι, ούτε συγγενείς γνώριζαν για τη τύχη τους. Σκέφτηκα πως ήδη θα είχαν εγκατασταθεί στη ξένη χώρα, σίγουρα ύστερα από τόσο καιρό θα είχαν βρει κάποιο τρόπο να τα καταφέρουν. Κάπου θα ήσαν βολεμένοι και θα έπλεναν πιάτα σε κάποιο εστιατόριο. Μια δουλειά δύσκολη που κανείς δεν αγαπούσε, αλλά που είχε ζήτηση καθώς ήταν εξευτελιστική για άντρες, και γι αυτό το λόγο ήταν για όλους πάντα προσωρινή, ένα ξεκίνημα, ώσπου να τους δινόταν κάποια ευκαιρία για κάτι καλύτερο. Όσοι ξενιτεύονταν σε ξένους τόπους για να βρουν ένα καλύτερο μέλλον, η Αμερική ήταν ελκυστικός προορισμός και μεγάλης προτίμησης, καθώς ήταν πλούσια χώρα. Γι αυτό οι δυο φίλοι σκέφτηκαν ότι εκεί θα πήγαιναν, και εκεί ίσως εύρισκαν μια ευκαιρία να πιάσουν την καλή, έτσι είχαν σκεφτεί και ονειρευτεί.
Ο νόστος γεννήθηκε στους ταξιδευτές του κόσμου που έφυγαν από τις φτωχές πατρίδες τους για μια καλύτερη μοίρα. Ποτίστηκε και θέριεψε με τον ιδρώτα και το αίμα τους ως αντιστάθμισμα για λίγη ελπίδα στη ζωή, για ψωμί και εργασία.
Σε μένα γεννήθηκε και ρίζωσε όταν ξεκίνησα το μεγάλο μου θαλασσινό ταξίδι και το σεριάσνιμα στον κόσμο, έχοντας ελπίδα στην καρδιά για ένα καλύτερο μέλλον.
Έτρεχαν οι σκέψεις μου, οι θύμισες με πήγαιναν στο χωριό μου, και μια θλίψη με κυρίευσε καθώς είχα πολύ καιρό να επικοινωνήσω με τους δικούς μου ανθρώπους. Είχα ξενιτευτεί με μόνο λόγο την εξεύρεση εργασίας, και τώρα μέσα στην ερημιά της Αραβίας με έπιασε μια αφόρητη επιθυμία για ότι είχα αφήσει πίσω μου. Μια μεγάλη νοσταλγία που πονούσε σαν κοφτερή μαχαιριά, που μόνο όσοι έχουν ξενιτευτεί γνωρίζουν. Μια νοσταλγία για τους αγαπημένους τόπους και ανθρώπους, φίλους, αδέρφια και συγγενείς, ένας νόστος πικρός και οδυνηρός.
Με θολωμένο το μυαλό από τις μνήμες, κατέβηκα στο κατάστρωμα και τα βήματα μου με οδήγησαν στην πλώρη του πλοίου, στο ακρινό μέρος που γειτόνευε κοντύτερα με το πλοίο που ήταν δεμένο μπροστά, λίγο πιο πέρα.
Σήκωσα το χέρι αντήλιο κι’ αγνάντεψα με προσοχή παρατηρώντας στην κουβέρτα, προσπαθώντας να διακρίνω ανθρώπους να κινούνται. Η άχνη στην ατμόσφαιρα κυμάτιζε από τις ψηλές θερμοκρασίες και μου περιόριζε την όραση. Προσεχτικά κοιτώντας, σε λίγο ξεχώρισα ένα ναύτη σκυφτό δίπλα στο κατάρτι με τον καυτό ήλιο να τον χτυπα ανελεητα, να ματσακονίζει με δύναμη τη σκουριά, ενώ ταυτόχρονα στα αφτιά μου έφτανε δυνατός ο ήχος του χάλκινου ματσακονιού που χτυπούσε πάνω στις χοντρές λαμαρίνες του καταστρώματος. Κάθε λίγο σταματούσε και με ένα κομμάτι ρούχο που κρατούσε στο άλλο χέρι, σκούπιζε τον ιδρώτα που κυλούσε ασταμάτητα στο γυμνό κορμί του. Ήταν μεγάλη η ζέστη, και ο σιρόκος που φυσούσε ελαφριά, έκανε την θερμοκρασία ανυπόφορη και αβάσταχτη. Όμως ο ναύτης συνέχιζε να χτυπά, ήταν σκληροτράχηλος και είχε μεγάλες αντοχές, καθώς οι ναυτικοί για μήνες και χρόνια κάτω από αντίξοες καιρικές συνθήκες σε ζέστη και σε κρύο, σκληραγωγούνται και μαθαίνουν να υπομένουν και να επιμένουν στα δύσκολα, έχοντας εκ της φύσεως του επαγγέλματος τους να αντιπαλέψουν με τα άγρια στοιχεία της φύσης και της θάλασσας.…
Η πλώρη κάτω από τα πόδια μου ήταν απέραντα ψηλή, πολλά μέτρα από την επιφάνεια της θάλασσας, γιατί το πλοίο είχε ξεσαβουρώσει και ήταν έτοιμο να φορτώσει αργό πετρέλαιο. Η θάλασσα ακίνητη σαν καθρέφτης γιάλλιζε και αντανακλούσε τον ήλιο προς τα πάνω, ενώ μέσα στα νερά της, τα ψάρια φαίνονταν ολοκάθαρα να πλέουν γύρω στις λαμαρίνες του πλοίου ψάχνοντας τροφή.
Γύρισα προς την πρύμη, και περπάτησα ως τη μέση του πλοίου όπου εκεί οι ναύτες είχαν κρεμάσει μια ανεμόσκαλα. Έβαλα το πόδι μου στο πρώτο σκαλοπάτι και κρεμάστηκα πάνω της. Με πολλή προσοχή κατέβηκα από το πλοίο. Η ζέστη ήταν αφόρητη και λογικά θα έπρεπε να έμενα στην καμπίνα μου ή στην καφετερία, αλλά αποφάσισα να πάω ως πέρα στο άλλο πλοίο, να πω ένα για στον ναύτη που ματσαγγόνιζε με μανία τις λαμαρίνες.
Χωρίς ιδιαίτερο λογο, ένα συναίσθημα ανεξήγητο με παρότρυνε να πάω να τον χαιρετήσω. Ήταν ένα προαίσθημα ασυνήθιστο που με ωθούσε και με έσπρωχνε να το κάμω. Έτσι ασυναίσθητα τα βήματα μου με οδήγηύσαν εκεί, όπως μέσα μου κάτι μου φώναζε να πάω εκεί.
Πήγα λοιπόν εκεί που δούλευε ο ναύτης, και δρασκελίζοντας τα χαμηλά ρέλια, ανέβηκα στην κουβέρτα. Προχώρησα προς το μέρος του και τον χαιρέτησα με δυνατή φωνή για να επισκιάσω το θόρυβο του ματσκονιού, και να με ακούσει. Ξαφνιασμένος από τη δύναμη της φωνής μου γύρισε απότομα προς το μέρος μου. Αυτό που είδα με ξάφνιασε, δεν ήθελα να το πιστέψω. Το ίδιο ξαφνιάστηκε κι’ αυτός που με είδε…, ήταν ο Πασχαλάκης…
Είναι λοιπόν η ζωή του ναυτικού όλο εκπλήξεις, αφόρητη και αδυσώπητη, είναι ακόμα σκληρή, γεμάτη κινδύνους και νοσταλγία για τον τόπο του και τους ανθρώπους που άφησε πίσω του.
ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ΚΥΜΑ
Εκείνη τη μέρα ήταν ξημερώματα και στεκόμουν στη πρύμνη ύστερα από τη νυχτερινή μου βάρδια. Συνήθιζα αυτές τις ώρες που ξημέρωνε και όλο το πλοίο κοιμόταν εξόν από τους βαρδιάνους, να βγαίνω στην πρύμη. Έστεκα κάτω από τα αστέρια που έσβηναν και μες το χάραμα που ερχόταν, ένιωθα στα πόδια μου το πλοίο να τρέμει και να τρίζει από την αντίσταση που εύρισκε ο έλικας μέσα στα νερά. Άκουα το τιμονάκι κάτω στα ύφαλα του πλοίου στην ίσαλη γραμμή να αγκομαχά και χωρίς αναπαμό να επαναφέρνει το πλοίο στη σωστή πορεία. Ένιωθα και αισθανόμουν κάτω από τα πόδια μου τη μεγαλη δύναμη του πλοίου και την πάλη που έδινε με τη θάλασσα για να την σπρώχνει και να μπορεί να πλέει. Ακουμπώντας στα ρέλια και παρακολουθώντας τα άσπρα αναταραγμένα νερά από τον έλικα του πλοίου, άφηνα το μυαλό μου να ημερεύει με τα στοιχεία της φύσης και να ταξιδεύει στο γκρίζο μισοσκόταδο και να με πηγαίνει όπου ήθελε. Εκείνη τη μέρα, εκείνη την ωρα, -ίσως από σύμπτωση-, σκεφτόμουν τη μεγάλη δύναμη της θάλασσας και όσα ανεξήγητα έκρυβε στα σκοτεινά άγνωστα βαθιά νερά της, ώσπου ξάφνου, χωρίς να είμαι σίγουρος για ότι άρχισε να συμβαίνει, μου φάνηκε ότι ένιωσα την βαρύτητα της ατμόσφαιρας να αλλάζει και το πλοίο με τη θάλασσα να παίρνει καθίζηση και να πηγαίνει προς τα κάτω, όπως τη στάθμη μιας λίμνης που κατεβαίνει απότομα χωρίς όμως να σχηματίζει δύνη. Κοίταξα ξαφνιασμένος αλαφιασμένα ένα γύρο τη θάλασσα και μου φάνηκε ότι το πλοίο ήταν στον πάτο της βάσης ενός τεράστιου κύματος, ενώ η κορφή του πέρα μακριά ήταν απέραντα ψηλή, όπως ένα λαγκάδι ανάμεσα σε βουνά, όλα υδάτινα και το πλοίο να πλέει στη χαμηλότερη επιφάνεια των νερών.
Ήταν ένας κίνδυνος πρωτοφανής και τόσο ασύλληπτα αληθινός, που το μυαλό μου αρνήθηκε να τον πιστέψει στην αρχή, και σαν σε ονειρική κατάσταση παρακολούθησα το φαινόμενο να εξελίσσεται σαν θεατής. Έβλεπα την κορφή του κύματος να αγγίζει τον ουρανό έτοιμο να γύρει και να μας σκεπάσει, και το πλοίο να είναι παιχνιδάκι μικρό στη σκιά του. Και ύστερα έμοιαζε η θάλασσα βουνό θεόρατο, και εμείς πλέαμε στην ανηφορική πλαγιά του ώσπου φτάσαμε στην κορφή, και ύστερα πήραμε την κατηφόρα και κατεβήκαμε και βρεθήκαμε σε μια γαλήνια θάλασσα ενώ το μεγάλο κύμα έφευγε μακριά μας.
Ήταν ένα κύμα θεόρατο, κάτι που δεν είχα συναντήσει πριν στα ταξίδια μου. Ένα τεράστιο τείχος από νερό, ένα γιγάντιο κύμα με ύψος περισσότερο απο τριάντα μέτρα, μπορεί και εκατό, που εμφανίστηκε από το πουθενά.
Και όταν όλα τέλειωσαν, δεν ήμουν σίγουρος αν ότι συνέβη ήταν αληθινό. Τσίμπησα το χέρι μου ώσπου πόνεσα, αλλά το τεράστιο κύμα πέρα μακριά που έφευγε ήταν πραγματικό, το έβλεπα που συνέχιζε την πορεία του τεράστιο σε μέγεθος και φοβερό. Ήταν πραγματικότητα, ήταν ένα γιγαντιαίο κύμα που μας συνάντησε και προσπέρασε χωρίς να μας βουλιάξει.
Στις απέραντες ώρες της βάρδιας κάτω στη μηχανή, εμείς οι ναυτικοί λέγαμε ιστορίες κυρίως θαλασσινές. Κάποτε ένας γέρο θερμαστής μου είπε ότι άκουσε για ένα γιγάντιο κύμα που χτύπησε ένα πλοίο στη Μοζαμβίκη, το ανύψωσε σε ένα υδάτινο βουνό και ύστερα το βύθισε στο θαλάσσιο βάραθρο που ακολούθησε. Όμως μου εξήγησε ότι σίγουρα ήταν μύθος, τέτοια κύματα δεν υπάρχουν, όπως δεν υπάρχει η Γοργόνα η αδερφή του Μέγα Αλέξανδρου. Προσπάθησα να μάθω ρωτώντας παλιούς ναυτικούς και ψάχνοντας σε βιβλιογραφία γι αυτό το γιγάντιο κύμα, αλλά ότι έμαθα ήταν θεωρίες που δεν έπειθαν, γιατί από συνηθισμένο σεισμό δεν μπορούσε να προκληθεί αναταραχή στα νερά της θάλασσας σε τόση μεγαλη εκταση, ούτε τσουνάμι ήταν, διότι πουθενά στον κοσμο εκείνη την ημέρα δεν είχε καταγραφεί σεισμική δόνηση.
Στεκόμουν στην άκρη του πλοίου και έβλεπα το κύμα να φεύγει ενώ κανένας πανικός δεν με είχε κυριέψει ακόμα, γιατί ο νους μου δεν είχε συνειδητοποιήσει τον μεγάλο κίνδυνο που μας συνάντησε και μας προσπέρασε. Ο ήλιος ψήλωνε και σιγά σιγά ανέβαινε στον ουρανό, ενώ σε όλο τον ορίζοντα δεν υπήρχε άλλο πλεούμενο, ίσως να τα κάταπιε όλα το μεγάλο κύμα, μου πέρασε από το νου. Ο ελαφρύς και δροσερός άνεμος της νυχτερινής αύρας σταμάτησε, τον πήρε μαζί του το κύμα και άφησε στην ατμόσφαιρα μια νεκρή απανεμιά που στη βαθιά σιωπή της στεκόμουν ακίνητος αρχίζοντας να συνειδητοποιώ σιγά σιγά το παράξενο παρα φυσικό φαινόμενο που είχε συμβεί.
"Ο
ΘΑΝΑΤΟΣ ΟΥΔΕΝ ΠΡΟΣ ΗΜΑΣ"
Όταν ο φόβος μας
προειδοποιεί για πραγματικούς κινδύνους είναι χρήσιμος και ωφέλιμος, όταν όμως
μετατρέπεται σε ψυχολογικό άγχος τρέφει με ψευδαισθήσεις το νου μας, και
καταντούμε να γινόμαστε φοβικοί με έμμονες ιδέες που για να τις ξεπεράσουμε
χρειάζεται πολλή προσπάθεια να τις αντιληφτούμε, να τις κατανοήσουμε.
Η μεγαλύτερη φοβία μας
είναι του θανάτου, κυρίως όταν εκ του σύνεγγυς ζούμε την απώλεια δικών μας
αγαπημένων. Νιώθουμε άγχος, λύπη, στεναχώρια, φόβο, και κυρίως ένα μεγάλο
αίσθημα τρόμου στο οποίο βασίζονται όλες οι θρησκείες εφευρίσκοντας τρόπους
παρηγοριάς δια της διδασκαλίας τους ώστε να άγουν τους πιστούς στα δόγματα
τους.
Αν και ξέρουμε ότι όλοι θα
πεθάνουμε μια μέρα, εντούτοις σχεδόν κανένας μας δεν μπορεί να το δεχτεί και να
το εμπεδώσει στη συνείδηση του εξ αιτίας της αγωνίας που μας προκαλεί το
άγνωστο που ακολουθεί.
Ίσως αυτός ο φόβος να είναι
έμφυτος από γεννησιμιού, ίσως να είναι μια έβδομη αίσθηση που κανείς όμως
μελετητής δεν μπόρεσε αληθινά να τεκμηριώσει.
Είναι ένας φόβος που δεν θα
έπρεπε να έχουμε καθώς όσο είμαστε ζωντανοί δεν είμαστε πεθαμένοι άρα δεν
πρέπει να ανησυχούμε, και όταν πεθάνουμε δεν μπορούμε να έχουμε το φόβο καθώς
δεν ζούμε πλέον για να τον σκεφτόμαστε, όμως αυτό είναι μια απλουστευμένη
φιλοσοφική δική μου θεώρηση που σπάνια κάποιος την αποδέχεται καθώς είναι ένας
ανυπέρβλητος φόβος του θανάτου που λίγοι μπορούν να ξεπεράσουν, ακόμα και όσοι
έχουν μελετήσει και εμβαθύνει στη φιλοσοφία αυτή.
Περισσότερο όμως
εξοικειωμένοι με το θάνατο είναι οι επαγγελματίες που μέσα από τα χέρια τους
περνούν αμέτρητα πτώματα, που ζουν συνεχώς πλησίον τους και τοιουτοτρόπως έχει
σκληρύνει η συνείδηση τους και δεν επηρεάζεται, ούτε επίσης έχει άγχος ο νους
τους, καθώς έχουν συνηθίσει μια καθημερινή ρουτίνα δίπλα από νεκρά κορμιά χωρίς
να τους σκιάζει πλέον φόβος.
Θυμάμαι στο χωριό μου
μικρός πήγαινα σε όλες τις κηδείες ως βοηθός του ιερέως ο οποίος ήταν θείος
μου. Γεμάτος φόβο με την καρδιά μου να χτυπά δυνατά, παρακαλούσα να μην
πέθαιναν οι άνθρωποι για να μην αναγκάζομαι να ευρίσκομαι κοντά σε πεθαμένους.
Θυμάμαι το νεκρικό
ξυλοκρέβατο το οποίον χρησιμοποιούσαμε για όλους τους πεθαμένους, και ακολούθως
το επιστρέφαμε στην αποθήκη της εκκλησίας του χωριού.
Θυμάμαι στο χωρίς κάλυμμα
φέρετρο τις σορούς με το φοβισμένο άσπρο χρώμα στα νεκρικά τους πρόσωπα.
Θυμάμαι τους κλαυθμούς και
τους οδυρμούς των συγγενών και τη λύπη διάχυτη στην ατμόσφαιρα που στεναχωρούσε
και έθλιβε όλους μας.
Θυμάμαι τις κακές και
πικρές εμπειρίες που με έκαναν να απεχθάνομαι τον θάνατο και να μη θέλω να
παρευρίσκομαι σε τελετές κηδειών.
Η ίδια η ζωή όμως δεν αφήνει κανένα μας να
τον αποφεύγει, έτσι πολλές φορές κατά τη διάρκεια της ζωής μας
συναναστρεφόμαστε μαζί του πριν να έρθει το δικό μας τέλος.
Θυμάμαι μια φορά στα
δεκαεννιά μου χρόνια όταν μπαρκάρισα στο “Southern Union” ένα πλοίο τάνκερ του
Σταύρου Νιάρχου και ύστερα από ενός χρόνου ναυτολόγηση ξεμπάρκαρα, με μεγάλη
μου χαρά πήγα στα Πετράλωνα να συναντήσω ένα φοιτητή φίλο μου, τον Αντωνέσκο.
Είχα σκοπό να καθίσω ένα μήνα να χορτάσω στεριά, να ζήσω νυχτερινή ζωή, να πάω
σε κέντρα διασκεδάσεως και καταγώγια, να διασκεδάσω μέχρι κορεσμού, να χορτάσω
όσα στερήθηκα για ένα χρόνο. Είχα χρήματα, με το φίλο μου τον Αντωνέσκο που
ήξερε τα κατατόπια θα τριγυρνούσαμε Αθήνα και Πειραιά, ήμουν σίγουρος θα
περνούσαμε καλά.
Αντί τούτου όμως, δυσάρεστη
έκπληξη με περίμενε. Στην ευρύχωρη σάλα όταν καθίσαμε και ανοίξαμε την
μπαλκονόπορτα, κάτω ακριβώς από το μπαλκόνι απέναντι μας, ήταν ένα κατάστημα με
τις πόρτες ορθάνοιχτες και μέσα στην κάμαρη σε ένα τραπέζι ξαπλωμένος ένας πεθαμένος
και από πάνω του ένας ασπρουλιάρης του έκανε μακιγιάζ. Ξαφνιάστηκα από το θέαμα
και ανατρίχιασα, ενώ ένα σύγκρυο μούδιασε το μυαλό και το κορμί μου. Όλες οι
φοβίες που είχα μικρός ξανάρθαν στο μυαλό μου και με έκαναν να θέλω να τρέξω να
φύγω μακριά.
Μέσα στην κάμαρη ο
πεθαμενατζής συνέχιζε το έργο του χωρίς άλλη έγνοια, ενώ ο φίλος μου μου
εξήγησε πως νοίκιασε το διαμέρισμα καθώς ήταν ευρύχωρο και φτηνό, και το άσχημο
θέαμα στο γραφείο κηδειών με τον καιρό γίνεται συνηθειο, εξάλλου γιατί να
φοβούμαστε τους πεθαμένους που δεν μπορούν να κάνουν κακό αντί τους ζωντανούς
που συνήθως μόνο κακό προκαλούν, πρόσθεσε με στόμφο.
Τα επιχειρήματα του ήταν
σωστά και λογικά, αλλά το βράδυ όταν ήρθε ήταν για μένα πολύ μεγάλο καθώς
νιώθοντας δίπλα μου σε λίγα μέτρα τους πεθαμένους, δεν μπόρεσα να κλείσω μάτι.
Την άλλη μέρα πρωί κατέβηκα
στην ακτή Μιαούλη στα γραφεία του Σταύρου Νιάρχου και κανόνισα να μπαρκάρω
αμέσως, δεν ήθελα να μείνω άλλο κοντά στους πεθαμένους.