ΙΝΤΡΙΓΚΕΣ ΣΤΑ ΒΑΠΟΡΙΑ

Τα ένστικτα είναι τάσεις και ορμές των ανθρώπων για συγκεκριμένες συμπεριφορές και αντιδράσεις. Προϋπάρχουν της μνήμης και της μάθησης, και είναι εγγενή χαρακτηριστικά του βιολογικού είδους. Είναι εκ γενέσεως υποσυνείδητες διαταραχές του εγκεφάλου, που μέσω των νευρώνων κυριαρχούν και καθορίζουν τις διάφορες ανθρώπινες συμπεριφορές για την αντιμετώπιση ορισμένων καταστάσεων.
Όσα πάθη λοιπόν καλά ή κακά, είναι αποτέλεσμα των αρχέγονων ενστίκτων που κυριαρχούν στους βιολογικούς οργανισμούς, με αποτέλεσμα να μετατρέπουν την αντίδραση σε δράση.
Δυστυχώς πολλές φορές πολλοί άνθρωποι ορμώμενοι και καθοδηγούμενοι κυρίως από τα ζωώδη ένστικτα τους, συμπεριφέρονται με βλαπτικό τρόπο στους άλλους όχι μόνο χωρίς να αισχύνονται, αλλά με πλήρη επίγνωση ότι θα προκαλέσουν πόνο και βλάβη. Απλά γιατί νιώθουν μια αρρωστημένη ευχαρίστηση την οποίαν με αγαλλίαση απολαμβάνουν. Είναι άνθρωποι κακοί και βαριεστημένοι που δεν έχουν κάτι ενδιαφέρον να κάμουν, είναι ακόμα που θέλουν να σπάζουν πλάκα με τον ανθρώπινο πόνο. Για τους δικούς τους ιδιαίτερους λόγους, όλοι ορμώμενοι από τα κακά ένστικτα που τους διακατέχουν, αρέσκονται να απολαμβάνουν την ανθρώπινη δυστυχία.

Τέτοια δυσάρεστα γεγονότα συνάντησα κατ’ αρχάς στο στρατό, όπου οι παλαιότεροι στρατιώτες καταπίεζαν τους νεότερους εξασκώντας τους τεράστιο bulling, το ίδιο ακριβώς συνάντησα πάνω σε ποντοπόρα πλοία που ήμουν ναυτολογημένος στην εποχή της νεότης μου. Άνθρωποι μονάχοι στη μοναξιά των ατέλειωτων ταξιδιών τους στους απέραντους ωκεανούς που θέλοντας να την ξεπεράσουν, σκαρφίζονταν και δημιουργούσαν καταστάσεις, υπόσκαπταν τους πρωτόμπαρκους, ακόμα και όσους αδύνατοι φάνταζαν εκ της όψεως και της συμπεριφοράς τους με τρόπο που ανάγκαζαν κάποιες ομάδες αλλοδαπών ναυτικών, μετά την εργασία τους να απομονώνονται και να κλείνονται ερμητικά στις καμπίνες τους.

Ήμουν μπαρκαρισμένος στο πλοίο «Ευγενία» κάποιους μήνες. Φορτώναμε από τη Ραστανούρα της Σαουδικής Αραβίας και ταξιδεύαμε κυρίως προς Ευρωπαϊκές χώρες. Το ταξίδι διαρκούσε πολύ καιρό, καθώς η διώρυγα του Σουέζ ήταν κλειστή, και κάναμε το γύρο ολόκληρης της Αφρικής για να φτάσουμε στον προορισμό μας. Θυμάμαι, χρειαζόμασταν περίπου ένα μήνα για να διαπλεύσουμε τον ινδικό και τον Ατλαντικό ωκεανό μέχρι να φτάσουμε στον προορισμό μας.
Δεν ήταν μόνο το καθεαυτό ταξίδι που μας ανάγκαζε για αρκετό καιρό να έχουμε μόνη συντροφιά τη θάλασσα και τον ουρανό, αλλά και το ταξίδι προς τη Ραστανούρα και τανά πάλε, καθώς στο λιμάνι φορτώσεως μέναμε ράδα μέχρι και πολλές μέρες, χωρίς να έχουμε πρόσβαση στη στεριά.
Ήταν ατελείωτες οι ώρες λοιπόν της ναυτικής μας μοναξιάς, γι αυτό ο κάθε ναυτικός έψαχνε τρόπους να την διασκεδάσει, τρόπους να αισθανθεί ευχαρίστηση, οποιουσδήποτε τρόπους καμιά φορά. Άλλοι δουλεύοντας υπερωρίες, άλλοι διαβάζοντας και άλλοι γράφοντας. Πολλοί ακόμα ξεχνιόντουσαν στη παραζάλη και στη μέθη του ποτού, και άλλοι χρησιμοποιούσαν ουσίες που τους έκαναν να αισθάνονται κοντά στο Θεό, ουσίες ναρκωτικές ακόμα και χημικές που διατάρασσαν τη δομή του εγκεφάλου τους, νιώθοντας τοιουτοτρόπως  υπερδιέγερση και ευχαρίστηση. 
Δυστυχώς όμως καμιά φορά κάποιοι για αυτή τους την ευχαρίστηση, με σκληρό και απάνθρωπο τρόπο καθώς ίσως έχοντας κάποια αρρωστημένη ψυχική διαταραχή, σκέφτονταν και δημιουργούσαν ίντριγκες και συνωμοσίες. Σχεδίαζαν πλάνα εξαπάτησης και δημιουργούσαν εις βάρος συναδέλφων τους καταστάσεις επικίνδυνες, με μόνο λόγο να παρακολουθούν τις συνέπειες και να διασκεδάζουν τη βαρετή μοναξιά τους. 
Υπό αυτές τις συνθήκες να συμβαίνουν στο συγκεκριμένο πλοίο, μια φορά σε ένα μακρινό ταξίδι δύο και πλέον μηνών, ο Πόμαν του πλοίου που δεν είχε δουλειά να κάμει καθώς η εργασία του ήταν κυρίως όταν πιάναμε λιμάνι, οργάνωσε ένα ολόκληρο σχέδιο ύπουλης δράσης εις βάρος μου, και με πονηρές ενέργειες προσπάθησε να το θέσει σε εφαρμογή.

Πόμαν ή Pumpman σε ναυτικούς όρους, καλείται ο Αντλιωρός, δηλαδή ο υπεύθυνος της αντλήσεως του πετρελαίου από τις δεξαμενές του πλοίου προς άλλους αποθηκευτικούς ή μεταφορικούς χώρους.
Επιβλέπει στη καλή λειτουργία του συστήματος, και είναι μόνος υπεύθυνος για την καλή λειτουργία των σωληνώσεων, των φίλτρων, και των βάλβς τα οποία επιτρέπουν την άντληση από τις ανάλογες δεξαμενές, καθώς επίσης υπεύθυνος για εξαρτήματα και μηχανήματα καταστρώματος που συνδέονται άμεσα με τη μεταφορά του υγρού φορτίου. Καθ΄ολη τη διάρκεια του ταξιδιού, η μόνη του απασχόληση είναι η παρακολούθηση των δεξαμενών και η διατήρηση κανονικής θερμοκρασίας του υγρού φορτίου ώστε να μη πήζει, για να είναι έτοιμο προς άντληση στο επόμενο λιμάνι. Σε τέτοια περίπτωση ζητά από το μηχανοστάσιο τη διοχέτευση ατμού τον οποίο επίσης χρησιμοποιεί για διάφορες άλλες εργασίες και μηχανήματα που αφορούν τις δεξαμενές του πλοίου. Όταν όμως το πλοίο πιάσει λιμάνι, είναι επί ποδός όλες όσες ώρες ή και μερόνυχτα χρειαστούν για την ολοκλήρωση της ομαλής εκφόρτωσης και ακολούθως του σαβουρώματος των δεξαμενών.
Απαιτεί μεγάλες αντοχές τις ώρες φορτώσεως καιν εκφορτώσεως, αλλά επίσης απαιτεί μεγάλες αντοχές κατά τη διάρκεια του ταξιδιού καθώς άπραγος υπομένει τη μεγάλη μοναξιά της μή πλήρους απασχόλησης καθώς δεν έχει σπουδαίες εργασίες να διεκπεραιώσει.

Ο Πόμαν είχε διπλάσια ηλικία από εμένα, και έδειχνε σοβαρός και βαρύς, λιγόλογος και μετριοπαθής. Όλο το πλήρωμα του έδειχνε σεβασμό, ακόμη και οι ανώτεροι καπετάνιος και δεύτερος, κατά τις προσταγές σ’ αυτόν, ήσαν ευγενικοί. Μιλούσε σεπτά, μεστά, τεκμηριωμένα, και με μια ευγένεια άξια τιμής. Ήταν με λίγα λόγια άνθρωπος με κύρος και προσωπικότητα.
Τον σεβόμουν και τον θαύμαζα, αλλά και αυτός έδειχνε το ίδιο απέναντι μου. Μέσα σε ένα συνονθύλευμα ανθρώπων στο πλήρωμα διαφόρων εθνικοτήτων και σκληροτράχηλων ναυτικών που οι περισσότεροι είχαν άξεστους και σκληρούς τρόπους συμπεριφοράς, ή και αδιαφορίας, ο Πώμαν έμοιαζε με ένα καλό δάσκαλο που τον αγαπούν οι μαθητές του.
Καθημερινά συναντιόμασταν στη καφετέρια και κουβεντιάζαμε. Ήταν απλοϊκός και προσιτός, και άνθρωπος που μπορούσες να τον εμπιστευτείς. Στον καιρό που πέρασε, είπαμε πολλά, περισσότερα έλεγα εγώ για την κατάσταση στην Κύπρο καθώς μόλις είχε περάσει λίγος καιρός από την εισβολή των Τούρκων στο νησί, και καθώς ήταν νωπή η τραγωδία, ενδιέφερε τον καθένα.
Του είπα για την πρότερη κατάσταση πριν την εισβολή, για την ΕΟΚΑ Β΄ και τους Μακαριακούς, τους τραμπουκισμούς και τις δολοφονίες αμφοτέρων των πλευρών, για τα τόσα τραγικά που συνέβησαν στο πολύπαθο νησί, και πώς ολόκληρος ο Ελληνικός πληθυσμός είχε εμπλακεί στη διαμάχη των δύο ανδρών. Είπαμε ακόμα και για την προηγούμενη κατάσταση και τον επικό αγώνα της πρώτης ΕΟΚΑ όπου σύσσωμος ο πληθυσμός με εξάρχοντες τη νεολαία και τα αμούστακα παιδιά έκαμαν ένα τεράστιο αγώνα και χωρίς να φοβούνται τα βασανιστήρια, κατάφεραν και έδιωξαν τους αποικιοκράτες Βρετανούς.
Είχε μεγάλο ενδιαφέρον να μάθει για τη Κύπρο, και εγώ πολύ ευχαρίστως του εξιστόρησα όλη την περί Κύπρου ιστορία και προϊστορία.
Όταν δύο άνθρωποι είναι σε επαφή επί μακρού καιρού, και όταν στις ατελείωτες συνομιλίες μεταξύ τους λέγονται πολλά πράγματα, κάποια από αυτά είναι ενδότερα κρυφά μυστικά, που δεν θα ειπωνονταν υπό άλλες συνθήκες. Έτσι και εγώ του εκμυστηρεύτηκα μερικά πράγματα στα οποία είχα ανάμειξη εκείνους τους πρόσφατους δύσκολους καιρούς στην Κύπρο, όπου ο αδελφός στρεφόταν εναντίον αδελφού, όταν η διχόνοια είχε καρπώσει στις ψυχές και φωλιάσει στις καρδιές των ανθρώπων ένεκα της προπαγάνδας για τη διαμάχη των δύο ανδρών, Αρχιεπισκόπου Μακαρίου και Γρίβα Διγενή.

Όντας πολύ νεαρός, έδειξα εμπιστοσύνη και θεώρησα τον Πόμαν φίλο μου και άνθρωπο που νοιαζόταν για μένα. Διότι, όταν κάποιος είναι στα ξένα, και ειδικά σε ένα πλοίο τάνκερ όπου η διαβίωση είναι πολύ σκληρή και δύσκολη, και που η μοίρα των ναυτικών είναι να κάνουν κουφοφιλίες καθώς μια κατάρα τους δέρνει να μην αγαπιούνται μεταξύ τους παρά να αγαπιούνται μόνο με τη θάλασσα, με ανακούφιση και χαρά θεώρησα τον Πόμαν ως φίλο, αδελφό, πατέρα. Ήταν μεγάλη χαρά να αισθάνομαι έναν άνθρωπο που θα μπορούσα να του εκμυστηρευτώ τη μοναξιά μου, την νοσταλγία μου, τις ανησυχίες μου, να τον νιώθω αποκούμπι για τις χαρές και τις λύπες.
Στα πολλά που λέγαμε και αναλύαμε, μου έδινε συμβουλές, αλλά με έκανε επίσης να διερωτώμαι για διάφορα πράγματα, συμπεριφορές, και κυρίως για τις συνέπειες εκ των ενεργειών μας. Κυρίως οι συζητήσεις του περιστρέφονταν στη δική μου δράση κατά την περίοδο της διχόνοιας στη Κύπρο, συζητήσεις που εκ των υστέρων όταν έφερνα στο νου μου, κατάλαβα ότι τεχνηέντως, κυρίως μου υπόβαλλε στο νου ότι οι Εγγλέζοι ήταν ανακατωμένοι σ΄ αυτή τη διχόνοια, και πολύ επιτυχημένα κατόρθωναν το διαίρει και βασίλευε, πώς ήσαν αισχροί κατακτητές και καταπιεστές των αδύναμων λαών, και τοιουτοτρόπως σιγά σιγά καθώς πολύ νέος εγώ, μου γέμισε την ψυχή μίσος γι αυτούς.

Στο πλοίο ο Μαρκόνης ήταν Βρετανός. Ήταν μεγαλόσωμος, γαλανομάτης και ξανθός με κοντά κατσαρά μαλλιά. Ήταν ασχημομούρης και αντιπαθής, μου θύμιζε αξιωματικούς Εγγλέζους πίσω από γραφεία που με ψυχρότητα έδιναν σκληρές διαταγές, μου θύμιζε τους κακάσχημους βασανιστές των αγωνιστών της ΕΟΚΑ, που χωρίς μάσκες και με πρόσωπα απαθή στον πόνο των θυμάτων τους, βασάνιζαν μέχρι θανάτου πολλές φορές, τα νεαρά παλληκάρια. Με λίγη παρότρυνση από τον φίλο μου τον Πόμαν, σιγα σιγα η ψυχή μου γέμιζε αντιπάθεια και μισος για τον «σιχαμερό» μαρκόνη.

Ο μαρκόνης δεν είχε πάρε δώσε με κανένα, ήταν κλεισμένος στον εαυτό του και στο στενάχωρο καμαράκι συντροφιά με τα μηχανήματα παρακολουθώντας όλο το εικοσιτετράωρο διάφορα μηνύματα, άγνωστες φωνές, άγνωστες γλώσσες, μηνύματα από άλλα βαπόρια και παράκτιους σταθμούς, χωρίς να τον σκαντζάρει κανείς καθώς δεν υπήρχε δεύτερος ασυρματιστής. Κατέβαινε στην τραπεζαρία και έπαιρνε το φαγητό του στην καμπίνα του. Σπάνια χαιρετούσε κάποιον, όταν συναπαντιόμασταν καμιά φορά στους στενούς διαδρόμους του πλοίου, νιώθαμε και οι δύο μια αποστροφή ο ένας έναντι του άλλου. Αυτό συνεχιζόταν για πολλές μέρες, και καταλάβαινα ότι κάθε που περνούσε ο καιρός, το αμοιβαίο μίσος μας μεγάλωνε και γινόταν επικίνδυνο.
Αυτή η κατάσταση βεβαίως με ανησυχούσε, και όπως ήταν φυσικό, την κουβέντιαζα με το φίλο μου τον Πόμαν. Αυτός με καθησύχασε και μου είπε πώς ήταν φυσικό να συμβαίνει αυτό, καθώς οι Βρετανοί ποτέ δεν ανέχτηκαν την ήττα τους από τους Κύπριους, αλλά με διαβεβαίωσε να μην ανησυχώ, διότι είχε φιλίες μαζί του, και θα του μιλούσε.
Ο καιρός περνούσε, αλλά κάθε που συναντιόμασταν, καταλάβαινα πως με αντίκριζε με ένα ύφος αλαφιασμένο, ύφος που εγώ το εξηγούσα ως επιθυμία του να μου ορμήσει.
Ο φίλος μου ο Πόμαν με συμβούλευσε να ειμαι προσεχτικός γιατί όσο και να μίλησε στον Μαρκόνη, αυτός ήταν ανένδοτος, ήταν κακός, είχε έμμονη ιδέα όπως ένας ψυχοπαθής, είχε πάρει το ζήτημα πατριωτικά, και ήταν αποφασισμένος να με βλάψει.
Αυτή η ιστορία διήρκησε αρκετό καιρό. Όπως αργότερα ανέλυσα τα πράγματα, με καθημερινά σούρτα φέρτα ο κακός Πόμαν που παρίστανε και στους δυο μας το φίλο, δημιούργησε ανάμεσα μας μίσος και αντιπάθεια, αλλά και ένα απέραντο φόβο πώς ο ένας θα έβλαπτε τον άλλο.
Μια μέρα μου φώναξε και μου είπε να είμαι διπλά προσεχτικός, γιατί καταλάβαινε πώς ο ασυρματιστής ήταν σχιζοφρενής και είχε τρελαθεί από το μίσος που έτρεφε για μένα, και από τα λεγόμενα του συμπέραινε πώς σχεδίαζε να μου παρακάτσει εντός των επόμενων σκοτεινών νυχτών, και να με ρίξει στη θάλασσα. Τον ρώτησα τι να έκανα, μήπως να πάω στον καπετάνιο, και αυτός μου απάντησε πώς στο πλοίο δεν υπάρχουν νόμοι της στεριά να με προστατεύσουν, και σίγουρα ο καπετάνιος θα το εκλάμβανε μάλλον ως αστείο. Και εγώ ο αφελής τον πίστεψα, γιατί ήταν παλαίμαχος στα καράβια, και τον θεωρούσα φίλο μου.

Τα πράματα είχαν δυσκολέψει πολύ. Σκέφτηκα να πάω στον καπετάνιο, αλλά έως ότου διέταζε έρευνα, ίσως το κακό να γινόταν. Πήρα την απόφαση πώς έπρεπε να ενεργήσω πρώτος. Έπρεπε το σχέδιο που είχε καταστρώσει για μένα, να το εφαρμόσω εγώ σε αυτόν. Ήξερα πώς κάθε βράδυ μετά τα μεσάνυχτα, συνήθιζε να κατεβαίνει στο μικρό κουζινάκι όπου γέμιζε ένα πιάτο με σαλάμια, τυριά και ψωμί, και τα έπαιρνε στην καμπίνα του να φάει καθώς μέρα και βράδυ, πολύ λίγο κοιμόταν. Για να πάει στο μικρό κουζινάκι, κατέβαινε από ένα ψηλότερο deck που ήταν η καμπίνα του, από μια εξωτερική σκάλα.
Θα παραφύλαγα λοιπόν κάτω από τις σκάλες εκείνη τη νύχτα, και με ένα μεγάλο γαντζόκλειδο που θα έπαιρνα από τη μηχανή, θα τον χτυπούσα στο κεφάλι, και ταυτόχρονα θα τον έσπρωχνα στη θάλασσα όπου θα χανόταν δια παντός.

Δεν είχα περιθώρια, με τρόμαζε η σκέψη αυτή, αλλά ο φόβος μέσα μου για τη ζωή μου ήταν τεράστιος, ήταν μια κόλαση, ήταν τόσος που με απέλπιζε και με έκανε αποφασισμένο οπωσδήποτε να υλοποιήσω την απόφαση μου, καθώς πίστευα πλέον ακράδαντα, πώς ήταν αυτός, ή εγώ.

Είχα σχολάσει από την βάρδια μου στη μηχανή 16:00-20:00, και αφού έκανα ένα ντους, έφτιαξα ένα φραπέ νεσκαφέ. Όπως κάθε μέρα στα μακρινά και ατελείωτα ταξίδια, μετά τη βάρδια άραζα στο καναπέ της καμπίνας μου και έχοντας ένα βίπερ μυθιστόρημα στο χέρι, ή την κιθάρα μου αγκαλιά, διασκέδαζα λίγο τη μοναξιά μου.
Εκείνη τη μέρα με το φραπέ στο χέρι καθιστός στον καναπέ, σκεφτόμουν τη δύσκολη απόφαση που πήρα και έπρεπε να υλοποιήσω. Γεμάτος δύσκολες σκέψεις, αφηρημένα πότε κοιτάζοντας στο πάτωμα πότε στο ταβάνι, ένιωθα το νου μου να τριβελίζει και να θέλει να σπάσει, σε μια προσπάθεια να εμπεδώσει στον εγκέφαλο μου τη μεγάλη απόφαση που πήρα. Περνούσε η ώρα, αλλά δεν ηρεμούσα, παρα μάλλον περισσότερο δυσανασχετούσα. Ήταν πολύ δύσκολη απόφαση, και μεγάλος  ο προβληματισμός μου. Σκεφτόμουν, ξανασκεφτόμουν μήπως βρω άλλη λύση, αλλά το μυαλό μου κολλούσε και με πονούσε.
Σε μια στιγμή άκουσα θόρυβο και σηκώνοντας το κεφάλι είδα να στέκεται στην πόρτα που την είχα ανοιχτή, ο Μαρκόνης. Ξαφνιάστηκα και φοβήθηκα, αλλά μονομιάς από ένστικτο, πετάχτηκα ορθός και άρπαξα ένα γατζόκλειδο που το είχα κρεμασμένο στον τοίχο για προληπτικούς λόγους εδώ και μέρες, έτοιμος να του ορμήσω.
Αλλά εκεί που περίμενα να μου ορμήσει και αυτός, τον είδα να γονατίζει και κλαίγοντας γοερά να με ρωτά γιατί ήθελα να τον σκοτώσω. Αποσβολωμένος από την τροπή των γεγονότων, κατάλαβα αμέσως πώς ήταν όλα ένα άσχημο παιχνίδι στημένο από τον Πόμαν για να σπάσει πλάκα, και να διασκεδάσει τοιουτοτρόπως την μιζέρια και τα πωρωμένα του ένστικτα.
-Κύπριε
μου είπε ο Μαρκώνης γεμάτος φόβο και με τρεμάμενη φωνή,
-εγώ είμαι Ιρλανδός, αγαπώ τους Κύπριους γιατί έχουμε τον ίδιο αγώνα εναντίον των Βρεττανών. Δεν σου έφταιξα σε τίποτα, γιατί θέλεις να μου κάμεις κακό;
Αμέσως κατάλαβα. Ήταν μια παρεξήγηση που μας δημιούργησε ο Πώμαν, που μεταφέροντας ψέματα στον έναν και στον άλλο, κατάφερε να μας κάμει να πιστέψουμε πώς υπήρχε μέγα θέμα αναμεταξύ μας, και καθώς νομίζαμε πώς ήταν φίλος μας, δώσαμε βάση και πίστη στα λεγόμενα του.
Συνειδητοποιώντας λοιπόν, το άσχημο και ποταπό παιχνίδι στο οποίο μας ενέπλεξε χωρίς να έχουμε ιδέα, τώρα που όλα ξεκαθάρισαν, ένιωσα μια ανακούφιση και μια μεγάλη χαρά, αλλά και ένα μεγάλο θυμό εναντίον του.
Προσκάλεσα λοιπόν τον Μαρκόνη να καθίσει, και πιάσαμε κουβέντα και φιλία, και αρχίσαμε να δίνουμε εξηγήσεις και να σκεφτόμαστε πώς θα τιμωρούσαμε τον Πόμαν που μας έκαμε για μέρες να ζούμε μέσα σε φόβο και ανησυχία.
Ναι, οπωσδήποτε θα του το ανταποδίδαμε. Οφθαλμό αντί οφθαλμού, πόσον μάλλον τώρα που ήμασταν δύο και αυτός ένας. Θα τον αφήναμε κάμποσο καιρό να βράζει στο ζουμί του και στο φόβο του γνωρίζοντας οπωσδήποτε ότι θα τον τιμωρούσαμε. Ήταν καιρός να ζήσει και αυτός παρόμοιο φόβο όπως αυτόν που κατάφερε να ενσπείρει στις καρδιές τις δικές μας. Και σε ανύποπτο χρόνο όταν εμείς θα κρίναμε, θα του ανταποδίδαμε.