ΟΙ ΠΑΛΑΙΟΙ (ΟΙ ΠΡΩΤΟΜΠΑΡΚΟΙ, ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2)

Εκείνο τον καιρό στην Ελλάδα ήταν δικτατορία και ο καθένας που ήταν υποστηριχτής του καθεστώτος συμπεριφερόταν φασιστικά, ενώ όποιος ήταν αντίθετος ή κομμουνιστής, συμπεριφερόταν επαναστατικά. Οι γειτονιές και τα στενά του Πειραιά ήταν γεμάτα παράνομους μετανάστες και το έγκλημα ανθούσε σε μεγάλο βαθμό. Ενώ η χούντα με σκληρότητα εναντίον του λαού αγωνιζόταν υπέρ των Ελληνοχριστιανικών ιδεωδών, υπόγεια και αφανέρωτα οι ίδιοι φασίστες και οι υποστηριχτές τους χωρίς να είναι υπόλογοι σε νόμους, κυριαρχούσαν επί των φατριών των κλεπτών και των παρανόμων.
Η ανομία λοιπόν στη στεριά κυριαρχούσε σε μεγάλο βαθμό, το ίδιο και στα καράβια, αλλά σε χειρότερο βαθμό. Οι ναυτικοί δεν είχαν αγάπη και σεβασμό πραγματικό ο ένας στον άλλο, παρά η υποκρισία ήταν συνήθηςσυμπεριφορά τους. Πίσω από από κλειστές πόρτες τα λόγια ήταν βαριά και υποσκαπτικά, και με παραφρασμένες κουβέντες προσπαθούσαν να δημιουργούν προβλήματα και ίντριγκες. Και ανάμεσα τους οι χαφιέδες. Είχαν συνήθειο οι καπετάνιοι και οι δεύτεροι, να έχουν εναν δικό τους άνθρωπο που τους ενημέρωνε για το καθετί και για τον καθένα, που με φιλικές διαθέσεις τάχατες πλησίαζαν τους συναδέλφους τους στην προσπάθεια τους να εκμαιεύσουν πληροφορίες.
Ο νους μου δύσκολα χωρούσε αυτή την κατάσταση και αναρωτιόμουν γιατί να μην συμβαίνει το αντίθετο και τοιουτοτρόπως όλοι αγαπημένοι να διαβιούν ευκολότερα τις δυσκολίες των αμέτρητων ημερών της μεγάλης τους μοναξιάς και της σκληρής θαλασσινής εργασίας εν μέσω των αντίξοων καιρικών συνθηκών που συνήθως αντιμετώπιζαν. Έφερνα στο νου μου για σύγκριση άλλους χώρους αναγκαστικής συγκέντρωσης ανθρώπων, και έβρισκα πως το ίδιο συμβαίνει. Στο στρατό, στις φυλακές, στα καράβια, σε τόπους όπου άνθρωποι ξένοι χωρίς από πριν κάτι να τους συνδέει όπως συγγένεια ή φιλία, πάντα υπάρχουν κακές συμπεριφορές. Η κακία είναι ενδόμυχη στις φλέβες των περισσοτέρων, και αυθόρμητα βγαίνει προς τους άλλους. Είναι δηλαδή στο χαρακτήρα και στη φύση των ανθρώπων που αν αφεθούν χωρίς έλεγχο από αρχές και νόμους στη δίνη του υποσυνείδητου ζωώδους ενστίκτου τους, χωρίς λόγο ή αφορμή, διαχέουν τη κακία τους και προκαλούν τη καταστροφή.
Ίδια τα ανθρώπινα ένστικτα με του ζώου λοιπόν, που το καθοδηγούν στην ανεύρεση της τροφής και της αναπαραγωγής, με μόνη διαφορά να τους ξεχωρίζει η βάσανος της λογικής. 
Αυτά τα ζωώδη ένστικτα οδηγούσαν ορισμένους κακούς ναυτικούς κάποτε σε χυδαίες συμπεριφορές και επέσχηντες πράξεις. Για να ικανοποιήσουν την υποσυνείδητη κακία τους αλλά και τη σεξουαλική τους ανώμαλη επιθυμία, κολλούσαν στους νεαρούς του πληρώματος και ιδιαίτερα στους πρωτόμπαρκους. Όπως και στο στρατό το κόλλημα από τους παλιούς στους νέους που τους ονόμαζαν «ψάρια», το ίδιο συνέβαινε και στα πλοία, αλλά σε υπέρμετρο βαθμό τόσο, που οι περισσότεροι νέοι δεν άντεχαν και εγκατέλειπαν το επάγγελμα του ναυτικού. Είναι χαρακτηριστικό αυτής της κατάστασης η λέξη «ψάρια», με την οποία χαρακτήριζαν τους νέους στρατιώτες, θέλοντας να τους παρομοιάσουν με τους πρωτόμπαρκους που έως να παλιώσουν έμοιαζαν ψάρια έξω από τη θάλασσα καθώς ήταν πολύ δύσκολη η ομαλή επιβίωση τους.
Κάποιοι εκ των παλαιοτέρων ναυτικών του πληρώματος, χωρίς ηθικούς ενδοιασμούς και αναστολές, με θρασύτητα και χυδαιότητα, κολλούσαν πιεστικά στους νέους, ειδικά όταν ήσαν εύμορφοι και ευπαρουσίαστοι. Μερικοί υπέκυπταν στις ορέξεις τους από φόβο, ή και για να έχουν την προστασία τους, ενώ όσοι άντεχαν και δεν ενέδιδαν, το πετύχαιναν με σκληρό τρόπο πολεμώντας παντοιοτρόπως και υπερνικόντας την αφόρητη πίεση τους εξασκούσαν. Όσοι δεν άντεχαν ούτε το σκληρό τρόπο, στο επόμενο λιμάνι εγκατέλειπαν το πλοίο φεύγοντας αγαναχτισμένοι και αηδιασμένοι με τη ζωή πάνω στα καράβια.
Αυτή η σκληρή διαβίωση των πρωτόμπαρκων με ανθρώπους στερημένους της συναναστροφής με το αντίθετο φύλο αφού πολλές φορές τα ταξίδια διαρκούσαν πολλές μέρες, τους έκανε ευάλωτους στις σεξουαλικές τους ορέξεις καθώς η στέρηση τους οδηγούσε στην αναζήτηση ομόφυλων σχέσεων. Πολλές φορές ακόμη, ορισμένοι που είχαν τη διαστροφή μέσα τους, όταν είχαν τη δυνατότητα προέβαιναν σε άνομες και αποτρόπαιες πράξεις που προκαλούσαν στα θύματα τους αφόρητη δυστυχία καταστρέφοντας τον ψυχισμό και την προσωπικότητα τους.
Αυτές οι καταστάσεις μαζί και η επικινδυνότητα του επαγγέλματος, ανάγκασαν πολλούς να εγκαταλείψουν τη θάλασσα. Και ένεκα όλων αυτών των πανταχόθεν κινδύνων, υπάρχει από αρχαιοτάτων χρόνων η λαϊκή ρήση πως όποιος ναυτικός καταφέρει να την αντέξει έως τρία χρόνια,μετα του γίνεται βίωμα, μάνα, μοίρα κι΄ αγαπητικιά.

Συνεχίζεται...