Ο ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΤΑΠΑΚΟΥΔΗΣ:

Γεννήθηκα στη Χλώρακα, ένα χωριό που έχει στα ριζά του την Μεσόγειο να το προσκυνά. Θυμάμαι από μικρός τη θάλασσα να βρυχάται και με βια να κατατρώει τις ακτές, μα αυτές καθώς πέτρινες και στέρεες, καταλυμό δεν είχαν.
Το σπίτι που γεννήθηκα ήταν στην άκρια του χωριού και άκουα τις νύχτες το σάλαγο των κυμάτων και τον ρόχθο της άγριας θάλασσας που έσμιγε με τη βουή του ανέμου, και μαζί ο βρυχηθμός τους σαν θυμωμένο βουητό μου προκαλούσαν δέος και φόβο, συναισθήματα που με τον καιρό στη σκέψη μου έμειναν σαν τραγούδι Ειρηνίων, προπομπό  αφανέρωτων αποκαλύψεων που θα ξέβραζε από τα βάθη της η θάλασσα.
Θυμάμαι όποτε είχε μεγάλες τρικυμίες, περπατούσα στην άκρη της θάλασσας και με έλουζαν οι υδρατμοί των φοβερών κυμάτων που έσκαγαν με δίνη και με δυνατό υπόκωφο θόρυβο στα άγρια βράχια.
Και εγώ έστεκα στην άκρια της θάλασσας κι αγνάντευα τον σκοτεινό ορίζοντα που στο βάθος συναντιόταν με τον γκρίζο ουρανό, και σχημάτιζαν τον τέλειο απέραντο κύκλο, αυτόν του σχήματος της γης.
Και ήμουν ευχαριστημένος που μπορούσα και έβλεπε την άκρη της γης.