ΕΜΕΙΣ ΟΙ ΝΑΥΤΙΚΟΙ

Φουρτούνες, αέρηδες, κυκλώνες και καταιγίδες, συνοδεύουν τους ναυτικούς στα ποντοπόρα τους ταξίδια με τα υπερωκεάνια πλοία καθώς πλέουν τους ωκεανούς από λιμάνι σε λιμάνι.
Πολλές φορές εν μέσω των άγριων φυσικών στοιχείων προσευχήθηκαν να μην είναι το τελευταίο τους ταξίδι. Πολλές φορές αναρωτήθηκαν αν θα φτάσουν στο επόμενο λιμάνι.
Τόχει η μοίρα τους να ζουν στην αγωνία των υπερφυσικών δυνάμεων του υδάτινου στοιχείου, που με ισχύ κινεί δισεκατομμύρια όγκων νερού πότε απαλά, πότε δυνατά, μετακινώντας πολλές φορές στο διάβα  του στεριές και ακρογιάλια.
Τόχει η μοίρα τους να υπομένουν τον αφόρητο τρόμο κάθε φορά που τα μεγάλα κύματα ανασηκώνουν το πλοίο ψηλά στον ουρανό και το αφήνουν να κρεμιέται σε θεόρατα ύψη. Να ακούν το φοβερό τρίξιμο του όταν βαλαντώνει στον αέρα και να μετρούν τα δευτερόλεπτα ώσπου το κύμα να το εναποθέσει και πάλιν στα πλατιά νερά.  
Η ήρεμη θάλασσα ποτέ δεν έβγαλε επιδέξιους ναυτικούς, γι αυτό κανένας τους δεν μαραζώνει για ταξίδια μακρινά με ποντοπόρα πλοία, ούτε οι νησιώτες με τα καΐκια που ξανοίγονται σε πελάγη ανοιχτά με τις άσπρες κορφές των αγριεμένων κυμάτων να υψώνονται σε τρία και τέσσερα μέτρα.
Και όταν στους ωκεανούς τα δυσθεώρατα κύματα κρύβουν τον ουρανό, από τα μεγάλα παράθυρα της γέφυρας οι ναύτες κοιτάζουν το πλοίο να βυθίζεται κάτω από το νερό σε κάθε κύμα που ξεθυμαίνει, και ακολούθως το βλέπουν να στέκει στον αέρα σε ύψη δυσθεώρατα, όταν τα μεγάλα κύματα το φέρνουν στην κορφή τους.
Και πίσω από τις σφραγισμένες σιδερένιες πόρτες, άλλοι στη μηχανή και άλλοι στη γέφυρα, κρατημένοι στα ακίνητα μέρη του πλοίου προσπαθούν να βρίσκουν ισορροπία από το μεγάλο μπότζι, ή περπατούν με ανοιχτά τα πόδια για να εξισορροπούν, γέρνοντας το σώμα τους στην αντίθετη φορά που γέρνει το πλοίο. Κανείς τους δεν μπορεί να κοιμηθεί, ούτε να κλείσει μάτι, καθώς όποιος το προσπαθήσει γκρεμίζεται από τη κουκέτα. Κάθονται σε στερεωμένους καναπέδες και καρέκλες στη τραπεζαρία, ή όρθιοι γέρνουν στον μπουλμέ πίσω από τα φινιστρίνια. Σιωπηλοί χωρίς να μιλούν, κοιτάζουν έξω την ταραγμένη θάλασσα και σκέφτονται σε πόσα μποφόρ μπορούν να αντέξουν. Η αγωνία σχηματίζεται στα πρόσωπα τους όταν το πλοίο ανεβαίνει ψηλά, γιατι με το κρέμασμα του στο ψηλό κύμα μπορεί να κοπεί στα δυό, ενώ η ανακούφιση έρχεται κάθε φορά που το πλοίο κάθεται κάτω στη βάση του κύματος που φεύγει, και χωρίς να φοβούνται όταν το νερό σκεπάζει ολόκληρο το σώμα του πλοίου, καθώς γνωρίζουν πως τα στεγανά του καλά το προστατεύουν να μη βουλιάξει. Και αναμένοντας το επόμενο κύμα, σκεφτικοί μένουν σιωπηλοί μέσα στις κρυφές τους μαύρες σκέψεις.
Είναι μια συνεχής επικίνδυνη ζωή που ζουν οι ναυτικοί, πολύ διαφορετική και ασυνήθιστη από τη στεριανή. Τη διέπουν άλλοι κανόνες και μια διαφορετική ηθική, μια ζωή προσαρμοσμένη στις δυσκολίες της απομόνωσης και της σκληρής εργασίας.
Και δεν λυπούνται ποτέ τους, ούτε μια σταλιά για το επάγγελμα τους. Δεν σκέφτονται καμιά φορά, πως μετάνιωσαν για την επιλογή τους. 
Στην οδύνη του φόβου όταν η θάλασσα θυμώνει και της αφόρητης νοσταλγίας για όσους στη στεριά τους περιμένουν, ταξιδεύουν χωρίς διακοπή ως μια νοσηρή έλξη να τους κυριεύει.
Όσοι είναι ναυτικοί έχουν την ψυχή στο διάβολο ταγμένη, λένε στα ποιήματα τους κάποιοι φωτισμένοι ποιητές… 
Μα όχι, λέω εγώ που έχω ταξιδεύσει και υπομείνει πολλά δεινά ως ναυτικός. Δεν είναι γιατί πούλησαν τη ψυχή τους, είναι που αγάπησαν τη θάλασσα, γιατι ναι είναι δύσκολη και αβάσταχτη, αλλά όποιος τη μάχεται τη συνηθίζει και την ερωτεύεται, του γίνεται συνήθεια και βίωμα. Όσους κινδύνους δίνει, τόσες χαρές προσφέρνει. Μεσήλικες ναύτες δεν μπορούν τη στεριά, προτιμούν τη μοναξιά των απέραντων ωκεανών και τη μουσική των φλοίσβων των απαλών κυμάτων και το βουητό των αέρηδων όταν ο καιρός γεμώνει και η θάλασσα φουσκώνει. 
Νιόμπαρκα παλικάρια βιώνουν εν πλω την απανθρωπιά και το θυμό των σκληροτράχηλων άλλων ναυτικών, και εν όρμω μαθαίνουν τις γλυκείες ηδονές και τα μυστικά του πληρωμένου έρωτος και  της απόλαυσης μέσα σε αγκαλιές πρόστυχων γυναικών.
Παθαίνουν από τροπικές αρρώστιες και γεμώνουν πληγές θανατερές, και μαθαίνουν απαγορευμένα βότανα και μεθυσμένους έρωτες μέσα στα λιμανίσια καταγώγια. 
Μέρες και μήνες, οι ναύτες στα τάνκερ περιμένουν με αδημονία τις λίγες ώρες που θα δέσουν σε κάποιο ντόκο, να τρέξουν στα μπαρς και να αφεθούν στη πλάνη του πιοτού και στην αγκαλιά γυναικών με βαμμένα κόκκινα χείλια που τονίζουν την αισχρή δουλειά τους, που θέλουν πρώτα την πλερωμή τους και ύστερα με χαρά προσφέρουν τη προσποιητή αγάπη τους.
Η ναυτική ζωή είναι σκληρή, αλλά και γλυκιά. Είναι ένας καημός και ένας έρωτας για τη θάλασσα. Και καθώς λέει το άσμα,
Καπεταναίοι και τόσοι άλλοι, 
λοστρόμοι, ναύτες, μηχανικοί
καθένας έχει και τον καημό του,
έτσι είμαστε εμείς οι ναυτικοί. 
Συνεχίζεται...