ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΕΙΣ ΤΟ ΕΡΓΟΝ, ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 1

ΕΜΕΙΣ ΟΙ ΝΑΥΤΙΚΟΙ, ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Φουρτούνες, αέρηδες, κυκλώνες και καταιγίδες, συνοδεύουν τους ναυτικούς στα ποντοπόρα τους ταξίδια με τα υπερωκεάνια πλοία καθώς πλέουν τους ωκεανούς από λιμάνι σε λιμάνι.
Πολλές φορές εν μέσω των άγριων φυσικών στοιχείων προσευχήθηκαν να μην είναι το τελευταίο τους ταξίδι. Πολλές φορές αναρωτήθηκαν αν θα φτάσουν στο επόμενο λιμάνι.
Τόχει η μοίρα τους να ζουν στην αγωνία των υπερφυσικών δυνάμεων του υδάτινου στοιχείου, που με ισχύ κινεί δισεκατομμύρια όγκων νερού πότε απαλά, πότε δυνατά, μετακινώντας πολλές φορές στο διάβα  του στεριές και ακρογιάλια.
Τόχει η μοίρα τους να υπομένουν τον αφόρητο τρόμο κάθε φορά που τα μεγάλα κύματα ανασηκώνουν το πλοίο ψηλά στον ουρανό και το αφήνουν να κρεμιέται σε θεόρατα ύψη. Να ακούν το φοβερό τρίξιμο του όταν βαλαντώνει στον αέρα και να μετρούν τα δευτερόλεπτα ώσπου το κύμα να το εναποθέσει και πάλιν στα πλατιά νερά.  
Η ήρεμη θάλασσα ποτέ δεν έβγαλε επιδέξιους ναυτικούς, γι αυτό κανένας τους δεν μαραζώνει για ταξίδια μακρινά με ποντοπόρα πλοία, ούτε οι νησιώτες με τα καΐκια που ξανοίγονται σε πελάγη ανοιχτά με τις άσπρες κορφές των αγριεμένων κυμάτων να υψώνονται σε τρία και τέσσερα μέτρα.
Και όταν στους ωκεανούς τα δυσθεώρατα κύματα κρύβουν τον ουρανό, από τα μεγάλα παράθυρα της γέφυρας οι ναύτες κοιτάζουν το πλοίο να βυθίζεται κάτω από το νερό σε κάθε κύμα που ξεθυμαίνει, και ακολούθως το βλέπουν να στέκει στον αέρα σε ύψη δυσθεώρατα, όταν τα μεγάλα κύματα το φέρνουν στην κορφή τους.
Και πίσω από τις σφραγισμένες σιδερένιες πόρτες, άλλοι στη μηχανή και άλλοι στη γέφυρα, κρατημένοι στα ακίνητα μέρη του πλοίου προσπαθούν να βρίσκουν ισορροπία από το μεγάλο μπότζι, ή περπατούν με ανοιχτά τα πόδια για να εξισορροπούν, γέρνοντας το σώμα τους στην αντίθετη φορά που γέρνει το πλοίο. Κανείς τους δεν μπορεί να κοιμηθεί, ούτε να κλείσει μάτι, καθώς όποιος το προσπαθήσει γκρεμίζεται από τη κουκέτα. Κάθονται σε στερεωμένους καναπέδες και καρέκλες στη τραπεζαρία, ή όρθιοι γέρνουν στον μπουλμέ πίσω από τα φινιστρίνια. Σιωπηλοί χωρίς να μιλούν, κοιτάζουν έξω την ταραγμένη θάλασσα και σκέφτονται σε πόσα μποφόρ μπορούν να αντέξουν. Η αγωνία σχηματίζεται στα πρόσωπα τους όταν το πλοίο ανεβαίνει ψηλά, γιατι με το κρέμασμα του στο ψηλό κύμα μπορεί να κοπεί στα δυό, ενώ η ανακούφιση έρχεται κάθε φορά που το πλοίο κάθεται κάτω στη βάση του κύματος που φεύγει, και χωρίς να φοβούνται όταν το νερό σκεπάζει ολόκληρο το σώμα του πλοίου, καθώς γνωρίζουν πως τα στεγανά του καλά το προστατεύουν να μη βουλιάξει. Και αναμένοντας το επόμενο κύμα, σκεφτικοί μένουν σιωπηλοί μέσα στις κρυφές τους μαύρες σκέψεις.
Είναι μια συνεχής επικίνδυνη ζωή που ζουν οι ναυτικοί, πολύ διαφορετική και ασυνήθιστη από τη στεριανή. Τη διέπουν άλλοι κανόνες και μια διαφορετική ηθική, μια ζωή προσαρμοσμένη στις δυσκολίες της απομόνωσης και της σκληρής εργασίας.
Και δεν λυπούνται ποτέ τους, ούτε μια σταλιά για το επάγγελμα τους. Δεν σκέφτονται καμιά φορά, πως μετάνιωσαν για την επιλογή τους. 
Στην οδύνη του φόβου όταν η θάλασσα θυμώνει και της αφόρητης νοσταλγίας για όσους στη στεριά τους περιμένουν, ταξιδεύουν χωρίς διακοπή ως μια νοσηρή έλξη να τους κυριεύει.
Όσοι είναι ναυτικοί έχουν την ψυχή στο διάβολο ταγμένη, λένε στα ποιήματα τους κάποιοι φωτισμένοι ποιητές… 
Μα όχι, λέω εγώ που έχω ταξιδεύσει και υπομείνει πολλά δεινά ως ναυτικός. Δεν είναι γιατί πούλησαν τη ψυχή τους, είναι που αγάπησαν τη θάλασσα, γιατι ναι είναι δύσκολη και αβάσταχτη, αλλά όποιος τη μάχεται τη συνηθίζει και την ερωτεύεται, του γίνεται συνήθεια και βίωμα. Όσους κινδύνους δίνει, τόσες χαρές προσφέρνει. Μεσήλικες ναύτες δεν μπορούν τη στεριά, προτιμούν τη μοναξιά των απέραντων ωκεανών και τη μουσική των φλοίσβων των απαλών κυμάτων και το βουητό των αέρηδων όταν ο καιρός γεμώνει και η θάλασσα φουσκώνει. 
Νιόμπαρκα παλικάρια βιώνουν εν πλω την απανθρωπιά και το θυμό των σκληροτράχηλων άλλων ναυτικών, και εν όρμω μαθαίνουν τις γλυκείες ηδονές και τα μυστικά του πληρωμένου έρωτος και  της απόλαυσης μέσα σε αγκαλιές πρόστυχων γυναικών.
Παθαίνουν από τροπικές αρρώστιες και γεμώνουν πληγές θανατερές, και μαθαίνουν απαγορευμένα βότανα και μεθυσμένους έρωτες μέσα στα λιμανίσια καταγώγια. 
Μέρες και μήνες, οι ναύτες στα τάνκερ περιμένουν με αδημονία τις λίγες ώρες που θα δέσουν σε κάποιο ντόκο, να τρέξουν στα μπαρς και να αφεθούν στη πλάνη του πιοτού και στην αγκαλιά γυναικών με βαμμένα κόκκινα χείλια που τονίζουν την αισχρή δουλειά τους, που θέλουν πρώτα την πλερωμή τους και ύστερα με χαρά προσφέρουν τη προσποιητή αγάπη τους.
Η ναυτική ζωή είναι σκληρή, αλλά και γλυκιά. Είναι ένας καημός και ένας έρωτας για τη θάλασσα. Και καθώς λέει το άσμα,
Καπεταναίοι και τόσοι άλλοι, 
λοστρόμοι, ναύτες, μηχανικοί
καθένας έχει και τον καημό του,
έτσι είμαστε εμείς οι ναυτικοί. 

ΘΑΛΑΣΣΑ ΠΛΑΤΙΑ
Και είπεν ο θεός την Τρίτη μέρα να συγκεντρωθούν τα ύδατα από όλον τον ουρανό πάνω στη γη, και ύστερα είπε να ξεχωριστούν από τη ξηρά. Και ονόμασε τη γη ξηρά, και τα νερά θάλασσα.
Και δημιούργησε τη θάλασσα ανεξερεύνητη, ανυπέρβλητη και απρόβλεπτη, όμως όμορφη, απαράμιλλη, και ασύγκριτη.
Την έκαμε να αλλάζει και να μεταβάλλεται έως σήμερα, έκαμε τα βάθη και τη μορφολογία της να διαμορφώνονται ανάλογα με τα ρεύματα και τους σεισμούς, να παίρνουν διάφορες μορφές και να σχηματίζουν κοιλάδες και χαράδρες άλλοτε με πυκνή βλάστηση και άλλοτε έρημα τοπία σκεπασμένα παντοτινά με το αλμυρό νερό χωρίς το φως του ήλιου πολλές φορές να φτάνει στα απύθμενα βάθη της.
Ήδη αλμυρή εκ γενέσεως της, εντός της γεννήθηκε και εξελίχθητε η πρώτη ζωή που όσες θεολογικές καταβολές τη διέπουν, δεν μπόρεσε η τεκμηριωμένη γνώση των επιστημόνων να αντιπαρατεθεί μαζί τους. Ίδια συμφωνούν όμως, πως η θάλασσα είναι το λίκνο της ζωής.
Πλούσιος ο φυτικός της κόσμος που ποικίλει ανάλογα με το γεωγραφικό πλάτος. Θαλάσσια φυτά και γιγάντια φύκη που οι επιστήμονες ακόμα δεν γνωρίζουν πως βλάστησαν και πως εξελίχθησαν. Μυριάδες ήδη ζωής, μικροσκοπικοί και αόρατοι οργανισμοί έως θεόρατα ψάρια και παράξενοι δράκοι των παραμυθιών την κατοικούν.
Μυριάδες τόνοι νερού δημιουργήθησαν και σκέπασαν τη γη όταν οι υδρατμοί στην ατμόσφαιρα πύκνωσαν και έπεσαν δημιουργώντας λίμνες και θάλασσες.
Θάλασσες μικρές και μεγάλες, κλειστές και ανοιχτές, πελάγη και ωκεανοί.
Θάλασσες φουρτουνιασμένες και γκριζωπές, θάλασσες  γαλάζιες και γαληνεμένες.

Στο μικρό μου το χωριό η θάλασσα της Μεσογείου έβρεχε ολόκληρη τη νοτιοδυτική μεριά. Συνήθως ήταν πολύ φουρτουνιασμένη, γιατί ήταν ένας τόπος ανοιχτός στους νοτιοδυτικούς ανέμους και κυρίως στον Πουνέντε που όποτε είχε κακοκαιρία στα Ελληνικά πελάγη, με ορμή τους μετέφερε στη περιοχή μας καθώς ο τόπος της Πάφου είναι στο διάβα του. Έβγαζε ορμητική τρικυμία που χτυπούσε τη στεριά από τις ακτές της χερσονήσου του Ακάμα, μέχρι την πέτρα του Ρωμιού και βάλε.
Και το μικρό χωριό μου έστεκε στη μέση. Οι ακτές χειμώνα καλοκαίρι θαλασσοδαρμένες, από πάντα λούζονταν στους υδρατμούς των φοβερών κυμάτων που με μανία έσκαγαν στα άγρια βράχια που ακατάλυτα έστεκαν στην ακτή και σταματούσαν την ορμή τους.
Τα μεγάλα ρεύματα επικίνδυνα ανακάτευαν τα νερά. Σχημάτιζαν δίνες που τα έσπρωχναν και τα μετακινούσαν με ορμή. Μαζί με τα θεώρατα κύματα αποτελούσαν μια μεγάλη δύναμη, μια μεγάλη απειλή, που έκαναν τη θάλασσα της Χλώρακας πολύ επικίνδυνη. Από μικρός θυμάμαι, πολλοί έχασαν τη ζωή τους σ αυτήν, κυρίως  αυτοί που την αψηφούσαν ή που δεν την λογάριαζαν στα σοβαρά.
Είναι οι θάλασσες της Χλώρακας λοιπόν άγριες, και παρ όλο που είναι μικρό χωριό με λίγους κατοίκους, κάθε χρόνο δυστηχώς μέσα στις καλοκαιρινές καυτές μέρες χάνονται άνθρωποι, όταν βουτούν για να δροσιστούν. Οι πρωτινοί αλλά και οι σημερινοί λένε πως, καμιά φορά δεν προσπέρασε χρονιά χωρίς πνιγμένους.

Σ αυτόν τον άγρια όμορφο τόπο γεννήθηκα πολλά χρόνια πριν, που όμως θυμάμαι με πολλή νοσταλγία εκείνους τους καιρούς τους δύσκολους και πέτρινους που μέσα σε μια μίζερη και πολύ φτωχή διαβίωση αναγειώθηκα και ανδρώθηκα.
Θυμάμαι πως δεν είχαμε φαί, ούτε καν τον επιούσιο. Ήμουν αδύνατος και σκελετωμένος, αλλά παρ όλη τη δυσχέρεια της φτωχής μου διαβίωσης, ποτέ μου δεν έκλαψα ή παραπονέθηκα.
Με παρηγοριά την απέραντη και πανέμορφη θέα της θάλασσας, ξεχνιόμουν στις αναπολήσεις μου. Η βουή της και ο βρυχηθμός της έφταναν ως τα παραθύρια της μικρής παράγκας που κατοικούσα, και διαπερνόντας τα ξύλινα παραθυρόφυλλα, γέμιζαν φόβο την παιδική μου καρδιά. Ένας φόβος όμως που ύστερα όσο μεγάλωνα, μου έγινε συνήθιο και η βουή του θαλασσινού ανέμου απαραίτητη σαν γλυκό νανούρισμα. Ένα φύσημα ανέμου που άλλοτε με δύναμη και θυμό βρυχοταν, και άλλοτε ήρεμα  και γαλήνια χάιδευε τα κύματα που απαλά έσκαγαν στις ακτές.
Και στη μεγάλη σχόλη της παιδικής μου ηλικίας πήγαινα και έστεκα στις πέτρινες ακτές και  κοίταζα ώρες ατέλειωτες τα άπλετα νερά. Και ο νους μου έτρεχε σε μύριες σκέψεις, χωρίς όμως να μπορεί να εννοήσει τα μεγάλα μυστήρια που φανερά έκρυβε στην επιφάνεια και στο βυθό της. Με έκσταση την παρακολουθούσα να απλώνεται εμπρός μου μεγαλόπρεπη, και στο βάθος να ενώνεται με τον ουρανό και να σχηματίζει τον κύκλο της γης. Και εγώ ο  καημένος που σαν παιδί λίγα γράμματα ακόμα γνώριζα, δεν δινόμουν να εννοήσω όλα τούτα τα μυστήρια. Νόμιζα πως έβλεπα την άκρη, εκεί που τελειώνει ο κόσμος...
Και ήμουν ευχαριστημένος που έβλεπα την άκρια της γης.

Λένε οι άνθρωποι πως η φουρτουνιασμένη θάλασσα συμβολίζει προβλήματα και στενοχώριες. Λένε ακόμα πως, αν τα κύματα βγαίνουν στη στεριά, μέρες ευτυχίας και ευζωίας θα έρθουν στους ντόπιους κατοίκους. Στις παραλίες της Χλώρακας συνέβαιναν και τα δύο, ώστε επικρατούσε μια μέση κατάσταση, ούτε ανυπέρβλητη δυστυχία, ούτε όμως και ευτυχία. Τόπος ξερός από χώμα και νερό, οι κάτοικοι ησχολούντο σε χειρονακτικές εργασίες ως πετροκόποι, κτίστες και ξυλουργοί. Αυτά ήσαν τα συνήθη επαγγέλματα, και μόνο λίγοι γονείς μπόρεσαν να σπουδάσουν τα παιδιά τους. Οι περισσότεροι μόλις τελείωναν το δημοτικό σχολείο, αφού κάποιος για να φοιτήσει σε γυμνάσιο πλήρωνε δίδακτρα.
Σε αυτές τις καταστάσεις και τις δύσκολες συγκυρίες έζησα έως τα δεκαοκτώ μου, μια κακή εποχή που όλος ο πληθυσμός διαβιούσε δύσκολα, και εργασία για τους περισσότερους δεν υπήρχε.  Ούτε το φαγητό αρκούσε για να θρέψουν τα παιδιά τους καθώς η γη ήταν άγονη, ήταν σχεδόν ολόκληρη καυκάλα. Ένα τοπίο πέτρινο, αλλά καταπράσινο από σχοινιές και αρκόσσιηλλες που βλάσταιναν ανάμεσα στις άγριες ξερολιθιές. Και ανάμεσα τους πλούσια διάνθιζαν την πλάση κυκλάμινα και μαχαιράδες και άλλων λογιών άγρια όμορφα λουλούδια.
Ήταν ένας ωραίος τόπος που παρ όλα τα δύσκολα που πέρασα ένεκα των φτωχών καιρών, εντούτοις έμεινε στην καρδιά μου παντοτινά αγαπημένος.
Το μικρό σπιτάκι μας που άδειασε πολύ γρήγορα από τις παιδικές φωνές καθώς όλα τα μεγαλύτερα από μένα αδέρφια έφυγαν σε άλλες επαρχίας για αναζήτηση ενός καλύτερου μέλλοντος, ήταν στην άκρη του χωριού μοναχικό και χωρίς καθόλου ανέσεις. Ούτε πόσιμο νερό, ούτε και ηλεκτρισμό. Πίναμε νερό από ένα βαθύ λάκκο εφτά οργιών που το βγάζαμε με ένα αλακάτι που είχαμε, και προσέχαμε να μην καταπιούμε τις βδέλλες που μπόλικες ήταν μέσα στο λάκκο. Και όταν η νύχτα ερχόταν, πέφταμε στα κρεβάτια ενωρίς, καθώς κάναμε οικονομία στο πετρέλαιο που άναβε τη λάμπα. Μια λάμπα φυτιλιού και μοναδική που μόλις φέγγιζε, και γι αυτό έπρεπε να διαβάζουμε τα μαθήματα μας από ενωρίς, πριν ο ήλιος δύσει.
Η μάνα μας φύτευε λίγα χορταρικά και πατάτες για να μας θρέψει. Και εμείς μετά το σχολείο, τη βοηθούσαμε μέσα στο μικρό χωραφάκι που ήταν στην αυλή. Βοτανίζαμε τα χόρτα και τσαπούσαμε τις τάβλες.
Και στην αρχή του καλοκαιριού όταν τα τρεμίθια ώριμα πλέον, τα μαζεύαμε και τα παίρναμε στο μήλο και τα αλέθαμε να βγάλουμε το λάδι τους. Ένα λάδι πικρό που μας έκαιε τον ουρανίσκο και τα σωθικά, και που χρησιμοποιούσαμε από ανάγκη αφού δεν είχαμε χρήματα να αγοράσουμε από τον μπακάλη σπορέλαιο. Το ονομάζαμε τρεμιχόλαο και είχε μια σκληρή γεύση που μας πίκραινε κυριολεκτικά σαν φαρμάκι και δεν μας άρεσε, μα που τώρα μετά από τόσα χρόνια που έχουν παρέλθει, τη γεύση του πεθυμώ και νοσταλγώ.
Τις καλοκαιρινές ημέρες καθημερνώς περνούσε από το στενό δρομάκι έξω από την αυλή μας ένα μικρό φορτηγάκι με ανοιχτή την πίσω πόρτα, που αγκομαχώντας με πρώτη και δεύτερη ταχύτητα, κυλούσε σιγά στον κατήφορο.
Και όλα τα παιδιά της γειτονιάς τρέχοντας σκαρφαλώναμε πάνω και μας έπαιρνε στη θάλασσα. Ο σοφέρ ένας καλοκάγαθος άνθρωπος που έπασχε από ρευματισμούς, καθυμερινά πήγαινε να χωστεί στη ζεστή άμμο για να του περάσουν οι πόνοι. Και όλους μας άφηνε να σκαρφαλώνουμε στο όχημα του και μας κουβαλούσε με ευχαρίστηση, το μόνο που ζητούσε, ήταν λίγη βοήθεια, τον θάβαμε μέχρι το λαιμό στην άμμο, μέσα σε ένα λάκκο που σκάβαμε. Και όσο άντεχε τη κάψα από τον άμμο, εμείς κολυμπούσαμε και πλατσουρίζαμε μέσα στα ήσυχα και γαλανά νερά της θάλασσας της Χλώρακας.
Και πριν τα χρόνια περάσουν ώστε να μάθω κολύμπι, έμπαινα στα ξέβαψα νερά,  χωρίς να τολμώ να πάω στα βαθιά. Αλλά όταν καμιά φορά κάποιος έφερνε μαζί του εσωτερικό λάστιχο αυτοκινήτου φουσκωμένο με αέρα, γεμάτοι χαρά κρεμιόμασταν πάνω όσοι χωρούσαμε, και ξανοιγόμασταν στα βαθιά.
Και από τα βαθιά έβλεπα έναν άλλο κόσμο, έβλεπα τη στεριά διαφορετική, ξερή και κίτρινη κάτω από τον ήλιο. Έβλεπα την καυτή αύρα να αιωρείται και να γεμίζει πούσι την ατμόσφαιρα, και εγώ μέσα στα δροσερά νερά της θάλασσας ένιωθα τη δροσιά της.
Καμιά φορά όμως δεν μου πέρασε τότες από το μυαλό πως ήθελα να γίνω ναυτικός, ή πως τη θάλασσα θα την αγαπούσα τόσο πολύ όπως τώρα αγαπώ. Γιατί σαν παιδί την αγάπησα καθώς έπαιζα μαζί της, μα τώρα την αγάπησα καθώς αυτή έπαιξε μαζί μου όταν η μοίρα με οδήγησε από πολύ ενωρίς να μπαρκάρω στα καράβια και να τη ζήσω και από την καλή και την κακή της.

ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΤΑΞΙΔΙ
Από μικρός ένιωθα, σκεφτόμουν και συμπεριφερόμουν σαν μεγάλος. Αναρωτιόμουν γιατί οι μεγαλύτεροι κάποιες φορές μούλεγαν όταν θα μεγαλώσω θα πήξει το μυαλό μου. Δεν σκεφτόμουν σαν μικρός παρά μόνο καταλάβαινα ότι ίσως οι μεγάλοι σκέφτονταν σαν μικροί.
Μεγάλωσα και έζησα όλα τα παιδικά μου χρόνια φτωχικά, χωρίς φαγητό τις παραπάνω μέρες. Θυμάμαι τους κρύους χειμώνες χωρίς θέρμανση, τα κρύα μπάνια, ακόμη και το μαγείρεμα πανω στη νηστιά από ξύλα αφού δεν υπήρχε αέριο στο γκάζι. 
Απο τον μπακάλη του χωριού αγοράζαμε μονο ψωμί, πάντα βερεσέ που το ξοφλούσαμε με πολλη δυσκολία.
Ήσαν χρόνια παιδικά δύσκολα και φτωχικά, θυμάμαι τη μάνα μου άρρωστη να υποφέρει στο κρεβάτι του πόνου και να πεθαίνει νέα χωρίς να προλάβει να γεράσει.
Όταν πέρασαν τα χρόνια οι θύμισες έμειναν ανεξίτηλες, αλλά άντλησα μεγαλη έμπνευση και εμπειρίες από όσα έζησα σαν παιδί, ήταν εμπειρίες που με σημάδεψαν και με βοήθησαν να γίνω καρτερικός και υπομονετικός, κυριότερα έμαθα να βασίζομαι στον εαυτό του. Με τις δυστυχίες και τις κακουχίες και χωρίς τα ελέη Θεού, ήταν φτωχά παιδικά χρόνια που θα με ακολουθούσαν για πάντα στην υπόλοιπη μου ζωή  και θα επιδρούσαν  καθοριστικά στη διαμόρφωση του χαρακτήρα μου και θα επηρέαζαν την μετέπειτα εξέλιξή και συμπεριφορά μου.
Τέλειωσα το σχολείο, έμαθα γράμματα και Εγγλέζικα, και αποφάσισα να ξενιτευτώ, να πάω στα καράβια. Ένιωθα πως δεν με χωρούσε ο τόπος, ένιωθα γυρω μου τοίχους που με φυλάκιζαν και περιόριζαν τους ορίζοντες μου, τοίχους που ήταν όμως μικροί να με κρατήσουν, έτσι μια μέρα τους προσπέρασα και έφυγα μακριά τους. Αποτίναξα τα στενά δεσμά του περιβάλλοντος μου, πλάτυνα τη  στράτα που περπατούσα και ανοίχτηκα στα πέρατα του κόσμου. Έγινα διαβάτης και περπάτησα τη γη, έγινα θαλασσινός και έπλευσα τη θάλασσα, είδα και γνώρισα πόλεις και χωριά, καινούργιους τόπους και ανθρώπους, νέα ήθη και έθιμα, άλλες κουλτούρες και νέα πραγματα αληθινά μυστήρια.
Θυμάμαι πολύ έντονα τους τελευταίους μήνες στο στρατό, υπηρετούσα σε ένα φυλάκιο στη βόρεια περιοχή της Πόλης. Έβρισκα δουλειά στα χωράφια με πέντε σελίνια μεροκάματο. Ήταν σκληροτράχηλα τα αφεντικά, δεν μπορούσα ούτε ανάσα να πάρω και δούλευα σκληρά. Το μεροκάματο πολύ μικρό, αλλά καθόλου δεν με πείραζε, φτάνει που κάθε τόσες μέρες έβρισκα δουλειά. Φύλαγα τα πέντε σελίνια με ευλάβεια, όταν απολύθηκα είχα φυλαγμένες τρεις λίρες. Κατάφερα και βρήκα δουλειά σε μια αποθήκη με είκοσι λίρες το μήνα. Ήταν όμως  πολύ προσωρινή, γιατί σε πολύ λίγο καιρό έφαγα πόρτα, μου έφαγε τη δουλειά κάποιος συγγενής του αφεντικού. Όμως εκείνη τη μέρα τη θυμάμαι πολύ καλά, γιατί μέτρησα τις λίρες που με πολύ κόπο είχα μαζέψει και φυλάξει, και ήταν όσες αρκούσαν να αγοράσω ένα εισιτήριο στο πλοίο «Κνωσός».
Ανέβηκα στο βαπόρι και το μεγάλο ταξίδι ξεκίνησε…
Και έστεκα στην πρύμνη και κοίταζα τους τόπους μου να μένουν πίσω. Το πλοίο που με έπαιρνε μακριά έμαθα πως έκανε το στερνό του ταξίδι και θα παροπλιζόταν. Ήταν γέρικο, το είχε φάει η θάλασσα. Το μόνο που έλπιζα ήταν το δικό μου ταξίδι να μην ήταν το τελευταίο από την πατρίδα μου, έλπιζα να με βοήθαγε ο Θεός και κάποτε να γύριζα πίσω με προκοπή.
Με ανήσυχες σκέψεις να μου γεμίζουν το μυαλό έστεκα και αποχαιρετούσα το νησί μου ώσπου η στεριά χάθηκε και έμεινε μονο η απέραντη θάλασσα.
Η ωρα πέρασε και το σούρουπο με βρήκε στην ίδια θέση ακουμπισμένο στα ρέλια. Το εισιτήριο που αγόρασα ήταν το φτηνό, θα την έβγαζα ξάγρυπνος στην κουβέρτα.
Στεκόμουν με τις σκέψεις να μου τριβελίζουν το νου κάνοντας σχέδια και σκέψεις για το άγνωστο μέλλον που με ανέμενε, με μια ελπίδα στην καρδιά να είναι καλύτερο από το μίζερο μου παρελθόν.
Ύστερα ήρθε το πρωί και το φως της ημέρας φανέρωσε το απέραντο γαλάζιο της θάλασσας που έσβηνε στις μακρινές αποστάσεις των οριζόντων. Ένιωσα τα βλέφαρα μου να βαραίνουν, έκατσα και έγειρα τη ράχη στον μπουλμέ του πλοίου και αποκοιμήθηκα με τον δροσερό αέρα της θάλασσας να μου σκάφτει δροσερά τα πρόσωπο.
Με τον παφλασμό του πλοίου στα κύματα για νανούρισμα, κοιμήθηκα κάμποση ωρα, ώσπου ο ήλιος με χτύπησε κατακούτελα και ξύπνησα. Έμεινα αγουροξυπνημένος να κοιτάζω τους επιβάτες να πηγαινοέρχονται μπροστά μου, ενώ στην ήρεμη  θάλασσα δελφίνια στα πλευρικά του πλοίου κολυμπούσαν και χοροπηδούσαν χαρούμενα.
Έμεινα ακουμπισμένος στα ρέλια να παρακολουθώ τα παιχνιδίσματα των κυμάτων, δεν είχα βιάση, όλος το χρόνος του θεού ήταν μαζί μου.
Πέρασε όλη η μέρα, ήρθε η νύχτα, ξανάρθε το πρωί και τότε άκουσα χαρούμενες φωνές που φώναζαν, «στεριά, στεριά». Σήκωσα το κεφάλι και αντίκρισα πέρα μακριά τη στεριά της Ελλάδας που σιγά οσο πλησέαζε, το λιμάνι του Πειραιά έπαιρνε τη μορφή του. Ένιωσα μια ανατριχίλα να με ριγά, σε λίγο θα πατούσα πανω στα ιερά χώματα της μάνας Πατρίδας, της Ελλάδας των Ελλήνων, της χώρας του πνεύματος και του φωτός.