Η ΤΡΟΥΜΠΑ ΣΤΟΝ ΠΕΙΡΑΙΑ

Ο Πειραιάς της νύχτας με τα τα καταγώγια, τα καμπαρέ, τους οίκους ανοχής, τα καφενεία,τα χασισοποτεία, τους νταήδες, τους μάγκες, τους ρεμπέτες, τους αγαπητικούς, τους πορτοφολάδες και τους κλέφτες των λιμανιών. Όλα μαζί συγκεντωμένα σε μια γειτονια πλησίον του λιμανιού, στην οδό Τρούμπας και στα πέριξ αυτής.
Το 1832 με τη δημιουργία του ελληνικού κράτους και την ανακήρυξη της Αθήνας σε πρωτεύουσα, το λιμάνι αναστήθηκε και εξελίχθηκε στο μεγαλύτερο λιμάνι της χώρας. Για την εξυπηρέτηση των πλοίων και τον ανεφοδιασμό τους με νερό, το 1860 έσκαψαν πανω στο ντόκο ένα πηγάδι και τοποθέτησαν μια τρόμπα με την οποία τροφοδοτούσαν τα πλοία με νερό. Από αυτήν τη τρόμπα ονομάστηκε η περιοχή Τρούμπας. 
Ήταν λοιπόν η Τρούμπα, η κακόφημη περιοχή του Πειραιά που παλιότερα την εποχή των Αμερικάνων γνώρισε μεγάλες δόξες εξ αιτίας της προστυχιάς και της ανομίας αφου ήταν γεμάτη καμπαρέ πουτάνες και μαστρωπούς. Κάθε που Αμερικάνικο πλοίο του έκτου στόλου έπλεε στο λιμάνι, οι κάτοικοι και οι περίοικοι της Τρούμπας συσκέφτονταν πως να τα πάρουν από τους Αμερικάνους. 
Έτσι κατάντησε τόπος παράνομος με δικούς του άγραφους κανόνες σε εποχές φτώχειας, όταν οι άνθρωποι δεν είχαν στον ήλιο μοίρα.

Όταν ήμουν παιδί κάθε Τετάρτη, θυμάμαι στο σινεμά του Λεωνίδα στο χωριό μου, πλήρωνα μισό σελίνι και έβλεπα Ελληνικές ταινίες που έπαιζε. Μέσα από αυτές έμαθα για αυτή την κακόφημη περιοχή και την σκληρή ζωή της . Γνώρισα τον σκληρό χαρακτήρα των ανθρώπων μέσα από τη μορφή του Γιώργου Φούντα που ήταν ο τίμιος αλλά σκληρός των ταινιών, από τη μορφή του Στέφανου Στρατηγού του ύπουλου και αδίστακτου χαφιέ, και από το πρωτότυπο υποκριτικό ταλέντο της αθάνατης Έφης Οικονόμου για τις κακές πουτάνες και τις τίμιες γυναίκες που αναγκάζονταν να πέσουν χαμηλά παρασυρμένες ή αναγκασμένες από τη φτώχεια και τους νταήδες. Ήταν σκηνές που επηρέαζαν τους θεατές και τους παράσερναν να ζουν τις περιπέτειες οι ιδιοι με τη φαντασία τους. Ήταν ιστορίες αλλόκοτες για έναν περασμένο κόσμο που το Ελληνικό σινεμά τον πρόβαλε με μεγαλη επιτυχία. Που φανέρωσε την μεγαλη φτώχεια που επικρατούσε στην Ελλάδα μετά τον πόλεμο. Που οι φτωχές όμορφες γυναίκες κατέβαιναν στον Πειραιά με πρόσχημα να βρουν δουλειά, που ακόμα και οι παντρεμένες κατέφευγαν να πουλούν το κορμί τους. Ένας υπόγειος παράνομος κόσμος γεμάτος μυστήριο και φόβο που τρόμαζε τους νομοταγείς ήσυχους πολίτες.
Αφου ήμουν στην Ελλάδα, ήταν φυσικό να σκεφτώ να επισκεφτώ τη κακόφημη συνοικία. Της είχαν αλλάξει όνομα, προσπαθούσαν να της αλλάξουν και ιστορία. Ήταν το 1973-78, μα τίποτα δεν κατάφεραν. Ήταν ακόμα περιοχή γεμάτη νταβατζήδες, ομοφυλόφιλους, πορνεία και σινεμά ερωτικών ταινιών. Ένας κόσμος ηδονικός, που οι ναυτικοί και οι θαμώνες διασκέδαζαν παρέα με γυναικεία συντροφιά μέσα στα σινεμά, στα φαγάδικα και στα καφενεια όλη μέρα, ενώ όλη νύχτα μέσα στα καμπαρέ παρακολουθούσαν στριπτήζ με παρεα τους νταήδες και τους προαγωγούς που έστεκαν παράμερα και έλεγχαν διακριτικά έτοιμοι να επέμβουν όταν χρειαζόταν.
Στην αρχή δεν έμπαινα στα καμπαρέ επηρεασμένος από τις ταινίες που είδα στον κινηματογράφο και εξιστορούσαν την επικινδυνότητα που υπήρχε μέσα στο ημίθαμπο και τη σκοτεινιά των καταγωγίων. Την έβγαζα αραχτός στο καφενείον η Ελλάς, ή στο καφενείο της Βοσκοπούλας που ήταν στέκια ναυτικών, αλλά κυρίως όλων των Κυπρίων που περιδιάβαιναν την ακτή του Πειραιά ψάχνοντας για δουλειά να πάνε στα καράβια. Καλύτερα όμως την έβγαζα στα δυο σινεμά της παραλίας που έπαιζαν χωρίς διακοπή ακατάλληλες ταινίες. Ήταν μια εποχή που μόλις επετράπη η δημόσια προβολή πορνό, και είχε αποτέλεσμα μέρα νύχτα οι κινηματογράφοι να είναι ασφυκτικά γεμάτοι διψασμένους θεατές, ήταν κάτι το πρωτόγνωρο στην Ελλάδα ύστερα από την πτώση της στρατιωτικής Χούντας που κυβέρνησε την Ελλάδα για εφτά χρόνια. 
Μόλις είχα ξεμπαρκάρει. Κατέβηκα στον Πειραιά θυμάμαι, όπου τυχαία στο καφενείον της Ελλάς, συνάντησα έναν παλιό μου φίλο χωριανό, που σπούδαζε σε μια αεροπορική σχολή μηχανικών.Ήταν ο κολλητός μου φίλος ο Ανδρέας που μαζί μεγαλώσαμε όλα τα χρόνια κάνοντας παρέα, μαζί σε όλα, σε καλά και σε κακά.

Παρέα τον φίλο μου και άλλους δυο φίλους του Καλαματιανούς, εκείνη τη μέρα αποφασίσαμε να το γιορτάσουμε. Και καθώς έρμοι και μόνοι μες στη ξενιτειά, αποφασίσαμε να αναζητήσουμε γυναικεία συντροφιά, γι αυτό μπήκαμε σε ένα καμπαρέ. Ήταν νωρίς το βράδυ, οι πελάτες λίγοι, αλλά οι πουτάνες πολλές. Στο μισοσκότεινο χώρο που μύριζε λιβάνι, είχε γυναίκες ημίγυμνες που φαίνονταν ωραίες και επιθυμητές. Μας υποδέχτηκαν και μας οδήγησαν σε μια άκρη, σε μια γωνιά πίσω στο τέλος της αίθουσας, ένας χώρος απομονωμένος και λίγο υπερυψωμένος από το άλλο πάτωμα. Κάτσαμε σε ευρύχωρους καναπέδες και μέσα σε μια χαλαρωτική ατμόσφαιρα παρακολουθήσαμε τις όμορφες κοπέλες να χορεύουν μόνο για μας. Παραγγείλαμε ποτά για μας και γι αυτές. Δεν μου άρεσε να πίνω ποτό, πάντα την έβγαζα με ένα δυο ποτηράκια. Εκείνη τη νύχτα ήθελα να έχω τον έλεγχο, δεν ήθελα να ζαλιστώ, αποφάσισα  θα έπινα μονο μια μπύρα. Είχα μέσα μου μια ανησυχία, φοβούμουνα για κακά ξεμπερδέματα με τους μαστροπούς, τους παράνομους κλέφτες και ληστές, ίσως να ήταν που επηρεάστηκα από τις ταινίες του Φούντα και του Κούρκουλου.
Εκείνη τη νύχτα δεν θυμάμαι να παρήγγειλα δεύτερο ποτό ή τρίτο, δεν θυμάμαι πολλά πραγματα, παρά μόνο ότι πέρασα καλά, θυμόμουν στιγμές σε αναλαμπές ευχάριστες και ηδονικές με τις πανέμορφες κοπέλες να με αγγίζουν, να με χαϊδεύουν, να με γλυκοφιλούν.
Ύστερα χωρίς άλλη θύμηση ως την άλλη μέρα, ξύπνησα στο παλιό κρεβάτι στο παλιό ξενοδοχείο, μόνος. Πεσμένος ανάσκελα κοιτάζοντας το ταβάνι με ένα τσιγάρο στο χέρι προσπαθούσα να σκεφτώ τι συνέβη το περασμένο βράδυ. Θυμόμουν μονο στιγμές σε αναλαμπές ευχάριστες και ηδονικές με τα κορίτσια του μπάρ να εχουν τα στήθη έξω να με πασπατεύουν και να με χαϊδολογούν.

Άπλωσα το χέρι και τράβηξα τα ρούχα μου με ένα κακό προαίσθημα σίγουρος για το αποτέλεσμα, και έψαξα στις τσέπες. Ένα μεγάλο ποσό χρημάτων ανάληψης απο την προηγούμενη μέρα είχε ξοδευτεί, δεν έμεινε μία. Μου τα φάγαν όλα οι πουτάνες. Έπρεπε λοιπόν, να σηκωθώ νωρίς να πάω στην εταιρεία να πάρω προκαταβολή για το επόμενο μπάρκο. Δεν μπορούσα να συνεχίσω στη στεριά άλλες μέρες, είχα ξόδεψα όλα μου τα χρήματα σε ένα βράδυ. Είχαν τον τρόπο τους ως φαίνεται τα γκαρσόνια, οι γυναίκες και οι μαγαζάτορες, να χρησιμοποιούν λιβάνια και ουσίες, να χαλαρώνουν τους πελάτες, ώστε με ευκολία να σπαταλούν όλα τα λεφτά τους. Αυτό μάλλον συνέβηκε σε εμάς, δεν στεναχωρήθηκα πολύ όμως, ήταν για μένα μια πρωτόγνωρη χαλαρωτική εμπειρία.