Η θάλασσα τρικυμισμένη και το πλοιο χωρίς φορτίο με τη σαβούρα λιγότερη από το κανονικό, το πλοίο ταρασσόταν από τα ρεύματα και τα κύματα, δυσχεραίνοντας περισσότερο την κακή μας κατάσταση.
Ήταν μια μέρα καλοκαιρινή και εκτελούσα την απογευματινή μου βάρδια. Ήμουν πάνω στο λέβητα αλλάζοντας μια σπασμένη τσόντα με τη ζέστα αφόρητη να με τσουρουφλίζει, και εγώ γυμνός με ένα κοντό παντελόνι και με χοντρά αμιαντέτινα γάντια στα χέρια, προσπαθούσα να λασκάρω τις σφιχτές βίδες που είχαν στρεβλώσει από τις ψηλές θερμοκρασίες του ατμού.
Με μεγάλο κόπο μέσα στις αφόρητες θερμοκρασίες που επικρατούσαν, αντικατέστησα τη σπασμένη τσόντα και μάζευα τα εργαλεία να κατεβώ, όταν άκουσα από κάτω τον τρίτο μηχανικό να μου φωνάζει να κατεβώ γρήγορα. Μάζεψα τη σίκλα με τα εργαλεία, και σβέλτα πήδηξα κάτω. Ο τρίτος με λαχανιασμένη φωνή μου εξήγησε πως είχαμε επείγον περιστατικό. Είχε έρθει σήμα από τη γέφυρα να επιταχύνουμε τις μηχανές στο μέγιστο βαθμό και να σαβουρώσουμε πλήρως τα αμπάρια ώστε το πλοίο να αναπτύξει όλη την ταχύτητα που διέθετε.
Γεμάτοι περιέργεια αλλά χωρίς διαμαρτυρία, πιάσαμε δουλειά. Ο θερμαστής άλλαξε τα πεκα στα καζάνια και τροφοδότησε περισσότερο πετρέλαιο ώστε να δυναμώσει τη φωτιά για να παραξει τον ατμό που χρειαζόμασταν. Εγώ άνοιξα τις βαλβίδες και ξεκίνησα τις μεγάλες αντλίες για το σαβούρωμα του πλοίου, και ο τρίτος στάθηκε μπρος από τον πίνακα ελέγχου παρακολουθώντας την ομαλή λειτουργία του μηχανοστασίου και ανάλογα μας έδινε τις κατάλληλες διαταγές. Όλα έγιναν σε διάρκεια λεπτών, αλλά πριν ακόμα τελειώσουμε κατέβησαν στο μηχανοστάσιο ο πρώτος και ο δεύτερος. Ευχαριστημένοι που σ αυτό το επείγον περιστατικό που προέκυψε όλα στη μηχανή εξελίχτηκαν χωρίς καθυστέρηση, μας εξήγησε ο πρώτος μηχανικός πως λάβαμε σήμα για πλοίο που κινδύνευε και πλέαμε ολοταχώς να δώσουμε βοήθεια.
Τέλειωσα τη βάρδια μου και ανέβηκα στην πρύμνη. Κάθισα χάμω πάνω στη λαμαρίνα νιώθοντας την κάψα της παρ’ όλο που σκιαζόταν από την πρυμναία τέντα, και άφησα το μάτι μου να σεργιανίσει στον μακρινό ορίζοντα που μόλις διακρινόταν πίσω από την ζοφερή ατμόσφαιρα που ήταν θολη από τον καυτό ήλιο.
Έγειρα τη ράχη μου στον μπουλμέ και άφησα το κορμί μου να ξεκουραστεί και τη σκέψη μου να προσπεράσει τον αχανή ορίζοντα, να πάει πέρα πολύ μακριά, να φτάσει ως τον τόπο μου. Σκέφτηκα πίσω από πόσες χώρες ευρισκόταν η πατρίδα μου, και πόσα αμέτρητα μίλια ήμουν μακριά της. Είχα μπαρκάρει για ένα καλύτερο μεροκάματο καθώς στην Κυπρο το 1973 υπήρχαν αναδουλειές και φτώχειες μεγάλες. Επέλεξα να εργαστώ σε πλοίο τάνκερ γιατί πιάναμε στεριά κάθε πολλές μέρες, έτσι στα λιμάνια δεν ξόδευα πολλά λεφτά και φύλαγα τα περισσότερα. Ήταν χαμηλός ο μισθός μου, και την κάθε λίρα που κατάφερνα να εξοικονομώ, ήταν καλό κέρδος. Άν προλαβαίναμε λοιπόν πρώτοι να φτάσουμε στο πλοίο που έστειλε σήμα κινδύνου και σώζαμε τους ναυαγούς, θα παίρναμε μπακσίσι ένα μηνιάτικο, καθώς έτσι όριζε ο νόμος του ναυτικού δικαίου. Θα ήταν ένα έξτρα εισόδημα που πολύ θα με ικανοποιούσε σκέφτηκα, αλλά μονομιάς με αυτή τη σκέψη μου ένιωσα θυμωμένος γιατί αντί να ανησυχώ για τους άλλους ναυτικούς που κινδύνευαν, σκεφτόμουν το προσωπικό μου όφελος που προερχόταν από τη δική τους δυσχέρεια.
Σηκώθηκα από χάμω και όρθιος έγειρα κι’ ακούμπησα στα ρέλια παρακολουθώντας την άσπρη αφρισμένη μακριά γραμμή που δημιουργούσε ο έλικας, ενώ όποτε το πλοίο ανασηκωνόταν από τα κύματα, ο θόρυβος της μηχανής που γύριζε την προπέλα άλλαζε. Παρακολουθούσα με τις σκέψεις μου να τρέχουν, και ξαφνικά σε μια στιγμή, κατάλαβα πως το πλοίο έπαυσε να ανεβοκατεβαίνει, και πως η θάλασσα ημέρεψε και γαλήνεψε σαν λάδι. Το χρώμα της έγινε άσπρο στο χρώμα του φωσφόρου, ενώ η μέρα σκοτείνιασε πριν ακόμα ο ήλιος γύρει στη δύση του. Σκεφτικός κοίταζα τα όσα παράξενα και σκεφτόμουν αν συνεβαιναν στη φαντασία μου ή στην πραγματικότητα.
Και είδα πέρα στον ορίζοντα σε μακρινή απόσταση, ένα πλοίο με πανιά σε χρώμα κατάλευκο και το σκαρί του ξύλινο θεόρατο σε μονοχρώσεις καφέ, να ξεχωρίζουν πεντακάθαρα όπως να ήταν εμπρός μας, μια φωτεινή εικόνα μέσα στο σκοτεινό δειλινό. Δεν φαινόταν ανθρώπινη δραστηριότητα στο κατάστρωμα, και έπλεε με μεγάλη ταχύτητα παράλληλα με εμάς. Μου φάνηκε ακόμα πως έβλεπα λευκές σκιαγραφήσεις να κινούνται στο κατάστρωμα. Έδειχνε έρημο να πηγαίνει μόνο του, και εγώ εκστατικός το έβλεπα γρήγορα να μας φτάνει, γρήγορα να μας προσπερνά και γρήγορα να χάνεται από εμπρός μας. Έμοιαζε θέαμα ίδιο με ταινία σινεμά που έπαιζε σε γρήγορη ταχύτητα. Ήταν εικόνα ξαφνική και ανεξήγητη έξω από τα φυσιολογικά όρια, γι αυτό αμέσως ο νους μου πήγε σε ιστορίες που διηγούνται οι ναυτικοί όταν στις ατελείωτες ώρες της βάρδιας τους δεν έχουν τι άλλο να κάμουν.
Και μου ήρθε στο νου η πολύ γνωστή ιστορία που ευρέως συζητιέται μεταξύ των ναυτικών για το πλοίο φάντασμα, πως εμφανίζεται σε περιοχές όπου θα συμβεί κάποιο μεγάλο κακό όπως ένα ναυάγιο, ή κάποιο ναυτικό ατύχημα που θα επιφέρει θάνατο.
Λένε πως είναι ένα όμορφο σκαρί χωρίς πλήρωμα και μέσα μεταφέρει τα πνεύματα όσων έχουν πνιγεί και είναι τόσοι πολλοί που τα αμπάρια ξεχειλίζουν και ρέουν οι ψυχές προς τη θάλασσα σχηματίζοντας πολύχρωμους καταρράκτες που τρέχουν πάνω στα νερά της θάλασσας σαν φωτεινές σκιές σε πολύχρωμους χρωματισμούς.
Λένε ακομα πως εμφανίζεται απότομα, αλλά και απότομα εξαφανίζεται. Λένε πως οι ψυχές και τα πνεύματα των πνιγμένων μένουν πίσω να πετούν στον αέρα καλώντας από ψηλά τα πληρώματα των άλλων πλοίων να τους ακολουθήσουν. Και όπως οι αρχαίες σειρήνες του Οδυσσέα και αυτές το ίδιο, μαγεύουν όσους έχουν αδύνατη καρδιά και θέληση, να τους ακολουθήσουν.
Μια ανησυχία με έπιασε, ο νους μου πήγε στο κακό, σκέφτηκα μήπως το πλοίο του θανάτου ηρθε για μας. Μήπως τα παλιά καζάνια του ατμού δεν θα άντεχαν την πίεση για μέγιστη απόδοση και κάποιος λέβητας εκρηγνυόταν. Ήξερα, οι πιέσεις ήταν τεράστιες και μια έκρηξη θα ήταν όπως μια μεγάλη βόμβα που εκρήγνυται με απεριόριστες απώλειες υλικές και ανθρώπινες.
Ο νους μου γεμάτος κακές σκέψεις πάλιωνε με τη λογική πως όλα ήταν του μυαλού και πως τέτοια δεν συμβαίνουν, είναι μόνο παραισθήσεις προερχόμενες από δεισιδαιμονίες. Ακόμα σκέφτηκα πως ήταν μόνο της φαντασίας μου και πως στον ξύπνιο μου έβλεπα ονείρατα.
Και ξαφνικά μέσα στην αβεβαιότητα που με κυρίευσε, ένιωσα το πλοίο να έχει ελαττώσει ταχύτητα. Ξαφνιασμένος και γεμάτος περιέργεια, κατέβηκα στη μηχανή να δω τι συμβαίνει. Ήμουν σίγουρος ότι κάτι καινούργιο θα είχε προκύψει σε σχέση με την αποστολή διάσωσης που είχαμε διαταχτεί.
Πράγματι, όπως ενημερώθηκα από τον τρίτο, ηρθε διαταγή να συνεχίσουμε την πορεία μας όπως και πριν εγκαταλείποντας τη διάσωση, γιατι κοντά στο πλοίο που κινδύνευε έφτασαν άλλοι πρώτοι και έδωσαν τη βοήθεια τους.
Η σκέψη μου δεν πήγε στο μηνιάτικο που έχασα αφού δεν βοηθήσαμε το άλλο πλοίο, αλλά έμεινε κολλημένη στο πλοίο φάντασμα που νόμισα πως είχα δει. Λέω πως νόμισα πως είχα δει, γιατι όταν ρώτησα άλλους συναδέλφους, κανένας δεν είδε ότι εγώ. Παρ’ όλα αυτά, ο νους μου έμεινε προσκολλημένος στο περιστατικό, πιστεύοντας πως ήταν κάποιο προμήνυμα, ή αν ήμουν επηρεασμένος από τα πολλά βιβλία που διάβαζα.
Ώσπου αργά το βράδυ μας ενημέρωσε ο μαρκόνης ότι έπιασε μήνυμα στον ασύρματο που έλεγε πως στο πλοίο που χρειάστηκε βοήθεια και εμείς δεν προλάβαμε να δώσουμε, συνέβηκε μια έκρηξη σε ένα στεγανό που μέσα εργάζονταν οξυγονοκολλητές, με αποτέλεσμα να πλημμυρίσει και να πνιγούν τρείς ναυτικοί.
Και μου ξανάρθε στο νου πως το πλοίο φάντασμα εμφανίζεται σε περιοχές όπου πρόκειται να συμβεί κάποιο κακό, για να πάρει τις ψυχές των πνιγμένων και να τις ταξιδεύσει μαζί του καθώς λέει ο μύθος.
Ήμουν πλέον πεπεισμένος ότι είδα πράγματι το πλοίο φάντασμα, το οποίον όμως δεν ήρθε για μας, αλλά για τους τρεις πνιγμένους στο άλλο πλοίο.