Η ΤΕΛΙΚΗ ΣΥΓΚΡΟΥΣΗ (ΟΙ ΠΡΩΤΟΜΠΑΡΚΟΙ, ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8)

Καθημερινά στις 12 η ώρα μαζευόμασταν στη μικρή τραπεζαρία για το μεσημεριανό φαγητό. Ο μάγειρας ένας μικρούτσικος ανθρωπάκος που όσο μπόι του έλειπε τόση μαεστρία είχε στην τέχνη του, έφτιαχνε καταπληχτικά φαγητά που όλοι περιμέναμε με αδημονία να γευτούμε. Είχε ένα έμφυτο ταλέντο που ότι άγγιζε το μαγείρευε εξαιρετικά, φαγητά και λιχουδιές που προσμέναμε όχι μόνο για να θρεψουμε την πείνα μας, αλλά και να απολαύσουμε γεύσεις εξαιρετικές που πολύ καλά ήξερε να δημιουργεί.
Παρ’ όλη όμως την ευχαρίστηση των σπουδαίων γεύσεων που με αγαλλίαση πρόσμενα, εκείνες τις ώρες  πάντα ένιωθα μια ανησυχία. Ήταν οι μοναδικές στιγμές που συναπαντιόμασταν με τον μαντράχαλο σπιούνο του καπετάνιου. Ερχόταν από τους πρώτους και αφού έτρωγε βιαστικά, κουβαλούσε στο πλωριό ντεκ ένα δίσκο με φαγητό που ετοίμαζε ο μάγειρας για τον καπετάνιο και την καπετάνισσα οι οποίοι συνήθως έτρωγαν στην καμπίνα τους.   
Ανάμεσα μας είχε δημιουργηθεί μια μεγάλη ένταση, και ένιωθα το βλέμμα του πάντα απειλητικό στραμμένο σε μένα, καταλαβαίνοντας πως η στιγμή της σύγκρουσης μας ήταν αναπόφευκτη. Κάποιοι ναύτες από το πλήρωμα σπιούνοι κυρίως μαέστροι του κουτσομπολιού, έπαιρναν και έφερναν κουβέντες που όξυναν τα πνεύματα ανάμεσα μας. Εκμεταλλευόμενοι τη μεγάλη του προσκόλληση και την ιδιαίτερη Ιψενική σχέση που ίσως είχε με τον καπετάνιο και τη καπετάνισσα, και μετά το θλιβερό όπως αποδείχτηκε επεισόδιο της φιλάρεσκης συμπεριφοράς της καπετάνισσας προς  εμένα, κουτσομπολεύοντας κατασκεύασαν σενάρια και δημιούργησαν ίντριγκες, δολοπλοκίες και ραδιουργίες εκ του μηδενός. Έφτιαξαν μια τεχνητή κατάσταση αντιπαράθεσης με αιτία την υποθετική αισθηματική προτίμηση της καπετάνισσας που έκανε τον δυστηχή νάυτη να πιστεύει πως ήμασταν μεγάλοι αντίζηλοι και αδυσώπητοι εχθροί. Απύθμενο μίσος μέσα του μαζεύτηκε με τον καιρό, έτοιμο να ξεχειλίσει και να ξεκινήσει ίσως ένα καυγά μέχρι εσχάτων εκεί στα άγνωστα μέρη, μέσα σε θάλασσες αχανείς και έρημες που πολλούς ναυτικούς είχε καταπιεί το μαύρο της σκοτάδι μέσα σε νύχτες σκοτεινές και ασέληνες.

Έσπειραν και καλλιέργησαν στη ψυχή του μεγάλη ζήλια και υποψία πως ήμουν αντίζηλος του, ενώ στη δική μου αντίληψη μια βεβαιότητα με τον καιρό επικράτησε, πως το απλό αθώο επεισόδιο με την καπετάνισσα, μόνο αυτό, αρκούσε για να τον στρέψει σφόδρα εναντίον μου σαν ένα θηρίο άγριο και αιμοβόρο.
Και γω ο άμοιρος γνωρίζοντας την ανεπάρκεια μου απέναντι του καθώς ήταν πολύ μεγαλόσωμος, φρόντιζα να πηγαίνω καθυστερημένος για φαγητό όταν όλο το πλήρωμα ήταν μαζεμένο, ένας τρόπος που αποδείχτηκε αποτρεπτικός παράγοντας και για αρκετό καιρό τον κράτησε μακριά μου.
Ο φόβος όμως φώλιασε στη ψυχή μου, ένας τρόμος που όσο με κουτσομπολιά και λόγια συντηρείτο από τους καλούς μου συναδέλφους, με τον καιρό μεγάλωνε και γινόταν πανικός και εφιάλτης, ένα αδυσώπητο βάσανο στη σκέψη και στο είναι μου που όσο ο καιρός περνούσε, ένιωθα την αντιπαράθεση υπόγεια να υποβόσκει, και έβλεπα το μίσος ξεκάθαρα ζωγραφισμένο την όψη του να μεγαλώνει.
Όλοι μας καταλαβαίναμε πως το κακό πολύ σύντομα θα ξεσπούσε. Οι περισσότεροι με αδημονία και χαιρεκακία περίμεναν να παρακολουθήσουν ένα τρικούβερτο καυγά να συμβαίνει ώστε σαν θεατές καλά να απολαύσουν και ύστερα τις επόμενες μέρες να έχουν τροφή για συζήτηση σπάζοντας τοιουτοτρόπως τη μονότονη και απέραντη μοναξιά τους πάνω στο πλοίο.
Και εγώ στις μαύρες σκέψεις μου πίστεψα τελικά πως δεν υπήρχε άλλη λύση, ή θα με σακάτευε αυτός, ή πρώτος εγώ έπρεπε κάποια νύχτα σκοτεινή να τον σκότωνα στον ύπνο του και ύστερα κρυφά να τον έριχνα να τον φαν τα ψάρια. Όσο οι μέρες περνούσαν πιο πολύ σκεφτόμουν αυτή τη λυση, ώσπου με τον καιρό μου έγινε βίωμα πως δεν υπήρχε άλλος τρόπος. Με τις ώρες στις βάρδιες μου σκεφτόμουν τρόπους πως θα ενεργούσα, παρακολουθούσα τις κινήσεις του και κατασκεύαζα σενάρια. Κατέστρωσα ένα σχέδιο, αλλά μια μεγάλη δυσκολία υπήρχε που με κατέτρωγε, αν θα έβρισκα το θάρρος να προβώ στην αποτρόπαιη πράξη, καθώς δεν είχα στο αίμα μου δολοφονικές τάσεις. Αυτή η τρομερή αμφιβολία δεν με άφηνε να προχωρήσω στο σχέδιο μου που θα με απάλλασσε από τον καθημερινό μου εφιάλτη που βασανιστικά μέσα μου φωλιασμένος ο τρόμος ταλαιπωρούσε το νου μου.

Ήταν μια μέρα δεν είχε τρικυμία, αλλά είχε μεγάλα υπόγεια ρεύματα που έκαναν το πλοίο να μποτσάρει ενοχλητικά. Είχαμε ξεπλύνει και καθαρίσει τη μηχανή και το πετρέλαιο που χρησιμοποιήσαμε γέμισε στις σεντίνες. Σεντίνες είναι το κάτω μέρος του μηχανοστασίου όπου συγκεντρώνονται τα απόνερα. Από το μεγάλο μπατάρισμα όμως τα απόνερα κινδύνευαν να υπερχειλίσουν καθώς πολύ έγερνε το πλοίο, και να λερώσουν το πάτωμα. Είχα λάβει λοιπόν ειδοποίηση από τον δεύτερο μηχανικό να βιαστώ να φάω για μεσημέρι και γρήγορα να κατεβώ στη μηχανή να ξεκινήσω την αντλία να αδειάσω τα απόνερα.
Έβαλα τις φόρμες εργασίας και πήγα στην κουζίνα όπου εξήγησα στον καλό μας μάγειρα τα πράγματα. Αυτός, άνθρωπος πάντα με ένα χαμόγελο και ένα αστείο στα χείλη, με πολλή ευχαρίστηση μου είπε να πάω στην τραπεζαρία να καθίσω, και αυτός ο ίδιος χωρίς να περιμένει τον καμαρότο, θα μου έφερνε το φαγητό μου.
Ευχαριστημένος γιατί θα έτρωγα πριν την κανονική ώρα και τοιουτοτρόπως θα γλύτωνα το κακό συναπαντημα με τον κακό ναύτη, κάθισα σε μια καρέκλα που ήταν βιδωμένη στο πάτωμα για να μην κουνιέται καθώς κουνιόταν το πλοίο, και ακούμπησα τα χέρια στο τραπέζι προσμένοντας με λαχτάρα τα καλούδια φαγητά του καλού μας μάγειρα. Έγειρα τη ράχη πίσω, και η ματιά μου έμεινε να κοιτάζει την πόρτα προσμένιντας το μάγειρα με τα καλύτερα φαγητά…
Είδα πρώτα τη σκιά του να μπαίνει στην πόρτα, και κάτι δεν μου άρεσε καθώς μου φάνηκε διαφορετική. Αμέσως συνειδητοποίησα πως δεν ήταν ο μάγειρας, αλλά ο αδυσώπητος εχθρός μου, ο ιδαίτερος ναύτης του καπετάνιου.
Μεγάλος φόβος με έζωσε, αλλά μηχανικά όπως πολλές φορές είχα σκεφτεί πως θα αντιδρούσα στην περίπτωση όταν θα προέκυπτε, σηκώθηκα και αμέσως όρμησα σκυφτός και τον άρπαξα από τα μεγάλα πόδια. Με όλη μου τη δύναμη τον σήκωσα, μια δύναμη που είχε πολλαπλασιαστεί από το φόβο που είχα μέσα μου, και το σώμα του έγειρε και έπεσε κάτω και εγώ πάνω του. Ένας βαρύς γδούπος ακούστηκε, καθώς το κεφάλι του με περισσή δύναμη από τη φόρα που τον έσπρωξα, χτύπησε στον μπουλμέ του τοίχου. Μονομιάς σηκώθηκα έτοιμος να τον κλωτσήσω, αλλά ξαφνιασμένος τον είδα να μένει χάμω καθιστός με απλανές βλέμμα.
Έμεινε κάτω λίγη ώρα, και ύστερα σηκώθηκε ζαλισμένος και έσυρε τα βήματα του στο διάδρομο που οδηγούσε έξω στην κουβέρτα, στη μεριά της πλώρης.
Πιο πέρα ο μάγειρας  έστεκε ξαφνιασμένος παρακολουθώντας και  μη πιστεύοντας πως όσα συνέβηκαν ήταν πραγματικά, πως ο μεγαλόσωμος ναύτης έφευγε με την ουρά στα σκέλια.

Πολύ θα ήθελα ο άμοιρος να είχα ξεμπερδέψει και το θηρίο να ημερέψει, να του περάσει το άχτι. Μου ήταν πολύ δύσκολο να πιστέψω πως φοβήθηκε, πως έτσι απλά τα παράτησε. Δεν πίστευα πως έστω λίγο φοβήθηκε.
Ήταν γεγονός πως εγώ έδειξα μεγάλη αφοβιά, πως κατάφερα να τον ρίξω κάτω, όμως δεν πίστεψα πως φοβήθηκε, πώς η μάχη είχε τελειώσει. Ήταν η πρώτη μας σύγκρουση και είχα την πρώτη ρεβάνς. Αλλά δέν μπορούσα στη σύγκριση να μου δώσω υπεροχή, καθώς τα μεγέθη μας ήταν ανυπέρβλητα. Εγώ νεαρός, αδύνατος και κοντός, αυτός τριαντάρης ψηλός ίσα με δύο μέτρα, και ένα κορμί ντουβάρι μόνο μύες και χοντρά μούσκουλα. 
Πραγματικώς την ώρα του φευγιού του ένιωσα μεγάλη ανακούφιση, είχα γλυτώσει έστω προσωρινά από μια δύσκολη κατάσταση. Ήξερα πως δεν είχε τελειώσει η ιστορία, σκέφτηκα πως απλά είχε πονέσει πολύ, και υποχώρησε προσωρινά.
 Όλοι με θαύμασαν, όλοι με παίνεψαν, και όλοι κατηγόρησαν τον ψηλό ναύτη πώς ήταν δειλός.
Χαιρόμουν ιδιαίτερα που εύκολα γλύτωσα από τα χέρια του, και το μυαλό μου ημέρεψε λίγο που για μέρες πολλές τώρα ήταν σε ένταση από την αγωνιώδη προσμονή της σύγκρουσης μας.
Σκέφτηκα πως από τώρα και εξής, η ζωή μου ως πρωτόμπαρκου ναυτικού τουλάχιζτον είχε μπει σε μια καλύτερη διάσταση, και δεν θα είχα πλέον εχθρικές συμπεριφορές από τους παλιότερους που υποτιμητικά συνήθιζαν να συμπεριφέρονται στους καινούργιους…
Και πραγματικώς η συμπεριφορά τους άλλαξε, μου φέρονταν με σεβασμό και εκτίμηση, και με έβλεπαν από άλλη σκοπιά καθώς στη σύγκρουση μου, έδειξα πρωτόγνωρη τόλμη.

Οι μέρες περνούσαν και ήταν όλα καλά, εξόν από την παράξενη απουσία του ναύτη που έπαψε να κυκλοφορεί στο επίστεγο κομοθέσιο του πληρώματος. Έμενε στο πρόστεγο της γέφυρας με τον Καπετάνιο και τη καπετάνισσα. Ούτε στο κατάστρωμα για εργασία δεν παρουσιαζόταν. Σταμάτησε να μεταφέρει όπως πριν το φαγητό στον καπετάνιο, και τη μεταφορά ανέλαβε ο καμαρότος. Ήταν μια παράξενη συμπεριφορά που κανείς στο πλήρωμα δεν μπορούσε να εννοήσει, έτσι και πάλιν άρχισαν οι υποθέσεις και τα κουτσομπολιά να παίρνουν και να φέρνουν. Άλλος το μακρύ κι άλλος το κοντό, δημιουργήθηκε μια παραφιλολογία που με ευχαρίστηση συζητούσαν στ σχόλη τους, σπάζοντας δι αυτού του τρόπου τη μονοτονία της καθημερινότητας τους.
Και συνέχιζαν να συζητούν, και με συμπόνοια αναφέρονταν σε μένα τον καημένο πρωτόμπαρκο Κύπριο που για ένα καρβέλι ψωμί ήμουν στα ξένα μέρη μέσα στα βαθιά πελάγη και στους ωκεανούς. Που έφυγα από την πατρίδα μου εκείνους τους καιρούς του πολέμου, που γλύτωσα από τους Τούρκους, αλλά που κινδύνευα να με φαν τα σκυλόψαρα κάποια σκοτεινή βραδυά ένεκα μιας αδικαιολόγητης παράλογης ζήλειας που καρφώθηκε μέσα στο ξερό κεφάλι κάποιο τρελλού ναυτικού.

Περνούσαν οι μλερες, περνούσαν οι εβδομάδες, και η ζωή στο πλοίο κυλούσε τον συνηθισμένο ρυθμό της. Σκληρή εργασία και απέραντη μοναξιά, η Μαύρη θάλασσα και το Αιγαίο πάντα πανέμορφες θάλασσες,  πότε αγριεμένες και πότε γαλήνιες, μας περιέκλειαν με τα μυστήρια τους. Και την ώρα της σχόλης μας εμείς οι ναυτικοί, λέγαμε ιστορίες θαλασσινές για να περνά η ώρα.
Τα κουτσομπολιά αραίωσαν σιγά, και με τον καιρό σταμάτησαν. Που και που ο κακός ναύτης κυκλοφορούσε ανάμεσα στο άλλο πλήρωμα, όμως ήταν απόμακρος και σιωπηλός. Είχε αλλάξει συμπεριφορά, κοίταγε όλους με βλέμμα μοιαστό επικίνδυνου φοβισμένου θηρίου, ενώ όταν συναντούσε έμενα με προσπερνούσε χωρίς να με κοιτάσει στα ίσια.
Κάποιοι είπαν πως σαλτάρισε, και άλλοι πως του έμεινε ζημιά από το δυνατό χτύπημα πάνω στον μπουλμέ.
Μα στο δικό μου μυαλό υπήρχε η έγνοια, γι αυτό ήμουν πάντα προσεκτικό. Το ένστικτο μου με προειδοποιούσε πως κάτι κακό εν τελει θα συνέβαινε. Καταλάβαινα πως καθώς ήταν νοητικά διαφορετικός, ίσως κάποια στιγμή το θολωμένο του μυαλό να αντιδρούσε επίσης διαφορετικα, καθώς οι σκέψεις των τρελλών πολύ από την κοινή λογική απέχουν.
Πολλές φορές στις ατελείωτες βάρδιες μου κάτω στη μηχανή είχα σκεφτεί την κατάσταση, και για ώρες προσπαθούσα να την αναλύσω. Καταλάβαινα πως η συμπεριφορά του έκρυβε ένα σιωπηλό κίνδυνο, και αλλοίμονο την ώρα που η οργή του θα ξεσπούσε. Πάντα προσεκτικός χωρίς να επαναπαυτώ επειδή πέρασε καιρός, απέφευγα όσο μπορούσα να συναπαντηθώ μαζί του, και όταν σπάνια συνέβαινε, ήμουν standby και σε εγρήγορση.
Στο εργαστήριο του μηχανοστασίου έφτιαξα ένα γατζόκλειδο σε διαστάσεις μετρημένες ώστε να είναι ευκολόχρηστο στα χέρια μου, όχι ως εργαλείο για τα βάλβς, αλλά ως όπλο για να αντισταθώ  αν χρειαζόταν.
Σαν δόκιμος μηχανικός λοιπόν,  κυκλοφορούσα με το γατζοκλειδο ανά χείρας ως μέρος της δουλειάς μου, αλλά  θέλοντας ταυτοχρονως να επιδείξω και μια δύναμη αντίστασης. Ίσως να είχε αποτέλεσμα η πράξη μου, καθώς πέρασαν πολλές μέρες, εβδομάδες και μήνες, χωρίς τίποτα να συμβεί. Άρχισα να αναθεωρώ τις σκέψεις μου, και με ανακούφιση στο τέλος συμπαίρανα πώς όλα ήταν της σκέψης μου, και πως είχα είχαν τελέψει.

Συνεχίζεται...