ΟΙ ΠΡΩΤΑΡΗΔΕΣ (ΟΙ ΠΡΩΤΟΜΠΑΡΚΟΙ, ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3)

Ήμουν πρωτόμπαρκος και οι παλαιοί με θεωρούσαν ψαρωμένο. Όπως συνήθιζαν με όλους τους πρωτάρηδες στη προσπάθεια τους να επιβάλουν την ανωτερότητα τους ως παλαιότεροι που είχαν ένα τέτοιο άγραφο δικαίωμα, με αντίκριζαν και μου συμπεριφέρονταν σαν στραβάδι. Με αρνητική διάθεση μου συμπεριφέρονταν με τσαμπουκά και μαγγιλίκι. Ήταν ένας άγραφος νόμος των ναυτικών, πως έπρεπε οι καινούργιοι να περάσουν τη βάσανο του καψονιού της αγγαρείας και της διαπόμπευσης, για να αποχτήσουν το δικαίωμα της ισοτιμίας με τους αρχαιότερους. 
Ήταν μια κατάσταση όμως που δεν θα μπορούσα να ανεχτώ, και ήμουν αποφασισμένος να την αντιμετωπίσω δυναμικά έως εσχάτων. Ήξερα τις αντιστάσεις και τις αντοχές μου, αλλά περισσότερο το πείσμα μου σε ότι δεν επιθυμούσα. Από πολύ νεαρής ηλικίας ήμουν υπερήφανος και δεν ανεχόμουν τις προσβολές. Αυτού του είδους άτομα που έτειναν να ειρωνεύονται ή να επιβάλλονται, τους αντιγύριζα την ίδια συμπεριφορά.
Ανάμεσα τους ήταν ένας ναύτης ψηλός ξανθός όμοιος εκ σποράς Γερμανικής, ισχυριζόταν πως ήταν Πόντιος πρόσφυγας. Τσαμπουκάς και ξινός, με δέρμα άσπρο σαν γυναίκας και μαλλιά σχεδόν ίδια άσπρα, είχε ένα λεπτό και λιγοστό μουστάκι, είχε και μια αντιπαθητική όξινη φάτσα. Το κορμί του χοντροκόκκαλο, μονοκόμματο και τεράστιο, τον έκαναν να δείχνει σαν οδοστρωτήρας. Ήταν δυνατός και χρησιμοποιούσε αυτή την ισχύ για να επιβάλλεται . Ενώ οι καμπίνες του πληρώματος ήσαν στο πρυμναίο ντεκ, αυτουνού ήταν στο μεσαίο ψηλό της γέφυρας όπου διέμεναν μόνο οι αξιωματικοί της κουβέρτας. Φανερά δήλωνε πως ήταν το πρωτοπαλίκαρο του καπετάνιου, και ολοφάνερη ήταν η αλαζονεία του. Ήταν απλός ναύτης, αλλά διέδιδε πως σύντομα θα προαγόταν σε ανθυποπλοίαρχο. Ήταν μοναχικός αφού όλοι τον απέφευγαν ένεκα του κακού ποιού του. Εργαζόταν σκληρά από μόνος του, χωρίς ο δεύτερος και ο λοστρόμος να τον διατάσσουν. Απέναντι του η συμπεριφορά τους έδειχνε χαλαρή και ήταν ολοφάνερο πως δεν ήθελαν να έρθουν κόντρα μαζί του.
Δεν ήθελαν λοιπόν να έρθουν σε αντιπαράθεση με τον ρουφιάνο του καπετάνιου, οι οποίοι ρουφιανοι δεν έχουν μπέσα ως κακοήθη ανθρωπάκια που αρέσκονται να καρφώνουν τους συνανθρώπους τους στις αρχές και οι οποίες τους έχουν καλά γιατι τους χρειάζονται, γιατι από αυτή τους τη δράση επωφελούνται και διευκολύνονται στην άσκηση της εξουσίας τους.
Η ψυχολογία των ρουφιάνων συναρτάται ως απόρροια των καταπιεσμένων επιθυμιών τους οι οποίες έχουν μετατοπιστεί στο υποσυνείδητο τους εκ της μικροψυχίας τους. Έχοντας αποθυμένα οδηγούνται στην τακτική της ρουφιανιάς για να ξεφύγουν από τη μιζέρια της περιθωριοποίησης τους, και με την οποία αισθάνονται ανώτεροι από τη μίζερη λειψή τους προσωπικότητα και νιώθουν μια ικανοποίηση που αργά τους οδηγά στο ρουφιάνεμα από αδικαιολόγητη εκδίκηση κατά παντός διπλανού τους.
Αυτός κατά τη γνώμη μου ήταν ο ψηλός ναύτης, ένας τιποτένιος καταδότης που όλο το πλήρωμα τον αντιπαθούσε, αλλά από το φόβο των Ιουδαίων, όλοι με προσποίηση καλόπιαναν. Ήταν μια φανερή κατάσταση που ο ίδιος καταλάβαινε και απολάμβανε από τη θέση ισχύος που κατείχε ως πληροφοριοδότης του καπετάνιου.
Με αυτόν θα είχα την κορυφαία μου σύγκρουση ως πρωτόμπαρκος αλλά και για άλλους λόγους που εν τω μεταξύ επεσυνέβησαν κατά τη διάρκεια του πρώτου καιρού της διαβίωσης μου σε τούτο το πλοίο.

Συνεχίζεται...