ΜΠΑΡΚΟ ΣΤΟ ΠΛΟΙΟ "SAN DENIS"
Κατέβηκα από το πλοίο «Κνωσός» και πάτησα τα χώματα της ιερής Ελλάδας, της μεγάλης πατρίδας της μάνας αιώνιας γης όλων των σοφών του κόσμου και των μεγάλων ηρώων. Της τιμημένης λεβεντομάνας που γέννησε τους προγόνους μου που έμαθα να αγαπώ από μικρό παιδί και να τιμώ, γι αυτήν που έδωσα όρκο στο στρατό να δώσω το αίμα μου άν μου το ζητούσε…
Αυτά σκεφτόμουν και αναρριγούσα από συγκίνηση καθώς έσκυβα και φιλούσα τα άγια χώματα της.
Έτσι έμαθα να σκέφτομαι, με αυτά τα νάματα αναγιώθηκα, ήταν το μεγάλο πιστεύω μου, ένα πιστεύω που στην πορεία θα ανακάλυπτα ότι ήταν κούφιες ιδέες που μου εμφύτευσαν στη ψυχή οι γονείς μου, οι χωριανοί μου και οι δάσκαλοι μου. Στη μεγάλη μου πορεία που άρχισα στα δεκαενιά μου χρόνια, θα ανακάλυπτα ότι την Ελλάδα του φωτός την κατάντησαν χώρα του σκότους, και από αγαπημένη μάνα πατρίδα, μια Μάνα που έτρωγε τα παιδιά της και που την έδεσαν χειροπόδαρα προδότες και απάτριδες, όρνια αρπακτικά, υπάλληλοι πολυεθνικών και άβουλα ανθρωπάκια χειρότερα από κοράκια.
Στάθηκα στην προβλήτα του μεγάλου λιμανιού
την γεμάτη γερανούς που ξεφόρτωναν καλαμπόκι και σιτάρι απο τα φορτηγά πλοία που ήταν δεμένα στον ντόκο, και έριξα το βλέμμα μου ένα γυρω και είδα θεόρατες πολυκατοικίες να σκιάζουν όλο τον Πειραιά ενώ ο ήλιος έστελνε τις πρωινές του ακτίνες ανάμεσα από τα πανύψηλα κτίρια.
Είχα ρωτήσει και ήξερα, εκεί που άραξε το πλοίο απέναντι ο μεγάλος δρόμος ήταν η ακτή Μιαούλη. Η χρυσή περιοχή του λιμανιού του Πειραιά που είχε ιστορία γραμμένη με χρυσό και πετρέλαιο. Που στα πολυώροφα κτίρια από γιαλί και τσιμέντο λειτουργούσαν χιλιάδες ναυτιλιακές εταιρείες με γραφεία πνιγμένα στην πολυτέλεια και
που απασχολούσαν χιλιάδες υπαλλήλους. Εκεί θα ρωτούσα, εκεί θα εύρισκα δουλειά στα πλοία, δεν ήταν δύσκολο μου είχαν πει. Ήμουν καθησυχασμένος με όσα ήξερα, γιατί άλλως πως, αλλοίμονο, ήμουν απένταρος, δεν θα ήξερα τι θα απογινόμουν μέσα στα άγνωστα μέρη και στους άγνωστους ανθρώπους.
Παρ όλα αυτά σκεφτόμουν, ότι και να συνέβαινε, αφου η γλώσσα ήταν κοινή, η Ελληνική εδώ στα ξένα, θα το πάλιωνα, ήμουν αποφασισμένος…
Έστεκα και κοίταζα τον ήλιο προσπαθώντας να προσανατολιστώ, να καταλάβω σε ποια μεριά έπεφτε η Αθήνα και ο Παρθενώνας, όταν ξάφνου άκουσα παραδίπλα μου κουβέντες με Κυπριακή λαλιά. Ήταν ένας νέος που κουβέντιαζε με ένα παπά. Με είδε που έστεκα και τον κοίταζα, με ρώτησε, γνωριστήκαμε, βρεθήκαμε κοντοχωριανοί. Ήταν ένας φοιτητής από την Κάτω Πάφο, ο Ανδρέας Παπάζωσιμας που σπούδαζε Οικονομικά στο πανεπιστήμιο Αθηνών. Ήρθε στο λιμάνι για να παραλάβει έναν δικό του άνθρωπο. Με προσκάλεσε για καφέ σε ένα καφενείο δίπλα στην ακτή Μιαούλη. Ήταν ένα μέρος που είχα ακούσει από την Κύπρο ότι σύχναζαν ναυτικοί, κυρίως Κύπριοι. Όταν είπαμε πολλά και γνωριστήκαμε καλά, ο Ανδρέας αποδείχτηκε ένας νέος με πολλή ευγένεια που με προσκάλεσε για οτιδήποτε δύσκολο να μην διστάσω να του γυρέψω βοήθεια. Ήταν μια πρόσκληση που εκ των υστέρων αποδείχτηκε πολύ βοηθητική και σωτήρια για μένα, διότι η εξεύρεση εργασίας στα καράβια δεν ήταν όπως περίμενα. Όταν άρχισα να ρωτώ για δουλειά απο γραφείο σε γραφείο, με απογοήτευση διαπίστωσα ότι υπήρχε μεγαλη κρίση στο επάγγελμα του ναυτικού. Ξεποδαριάστηκα ανεβοκατεβαίνοντας σκάλες από πολυκατοικία σε πολυκατοικία προσπαθώντας να βρω μπάρκο. Η μέρα πέρασε όλη, ήρθε το δείλι, δεν είχα καταφέρει τίποτα. Έλπιζα ότι θα έβρισκα αμέσως δουλειά γιατί ήμουν απένταρος, δεν είχα χρήματα ούτε για φαγητό, ούτε για ξενοδοχείο.
Απελπισία με κυρίευσε, άλλως πως μου τα είπαν, άλλως πως τα βρήκα. Όμως μες την απελπισία μου, δόξασα το Θεό που βοήθησε και γνώρισα τον Ανδρέα, ήταν μια παρηγοριά μες τη πολλή σκοτούρα μου, έλπιζα να με φιλοξενούσε, εξ άλλου ο ίδιος από μόνος του είχε την καλοσύνη να μου προτείνει τη βοήθεια του. Μπήκα σε ένα τηλεφωνικό θάλαμο και του τηλεφώνησα. Με ανακούφιση τον άκουσα στην άλλη γραμμή να λέει εμπρός. Του εξήγησα την δύσκολη κατάσταση στην οποία ευρισκόμουν, και αμέσως πρόθυμα, μου απάντησε να τον περιμένω στο καφενείο της Βοσκοπούλας, και σε μια ώρα περίπου, θα ερχόταν να με βρεί.
Πράγματι ήρθε, με είδε κατσουφιασμένο και στενοχωρημένο, και με ένα πλατύ χαμόγελο μου είπε να μην στενοχωριέμαι και όλα θα πάνε καλά.
Μπήκαμε στο ηλεκτρικό τρένο και ανεβήκαμε στην πλατεία Ομόνοιας. Περπατήσαμε κάμποση απόσταση ως την πλατεία Συντάγματος και μπήκαμε σε ένα λεωφορείο με κατεύθυνση του Ζωγράφου που ήταν το σπίτι του καινούργιου μου φίλου του Ανδρέα Παπάζωσιμα.
Με φιλοξένησε, με βοήθησε, με ταΐσε, με ξενάγησε, αν δεν ήταν αυτός δεν ξέρω τι θα απογινόμουν. Κάθε μέρα κατέβαινα στον Πειραιά ψάχνοντας για δουλειά, όμως χωρίς αποτελεσμα. Στις πολλές μέρες, με μεγάλη δυσκολία και ένα φτηνό μεροκάματο σαράντα πέντε λιρών της Αγγλίας, κατάφερα να βρω μπάρκο. Ήταν ένα μικρό καράβι δυόμιση χιλιάδων τόνων, ήταν το "San Denis" της εταιρείας Φραγκίστας. Ήταν Παρασκευή 16 Νοεμβρίου σούρουπο, υπόγραψα συμβόλαιο εργασίας με τη πλοιοκτήτρια εταιρεία και πήρα το ηλεκτρικό να επιστρέψω στην Αθήνα.
Βγαίνοντας από τον υπόγειο σταθμό της Ομόνοιας έπεσα πανω σε ένα μεγάλο πλήθος κόσμου που φώναζε και διαδήλωνε για ελευθερία. Ήταν ουρές φοιτητών που είχαν συναχτεί έξω από το Πολυτεχνείο, που μεγάλωσαν και κατέκλυσαν όλη την κεντρική Αθήνα. Μαζί τους εργάτες τραγούδαγαν «πότε θα κάνει ξαστεριά».
Ήταν η εξέγερση του Πολυτεχνείου, η εξέγερση των φοιτητών, της νεολαίας και ολόκληρου του ελληνικού λαού κατά της χουντικής τυραννίας. Εκείνη τη μέρα παραμονή του Σαββάτου 17 Νοέμβρη, άρχισαν οι συγκρούσεις με την αστυνομία. Όταν η μεγαλη διαδήλωση που σχηματίστηκε κατευθύνθηκε προς το Πολυτεχνείο, η αστυνομία άρχισε να κτυπά. Τεθωρακισμένα εμφανίστηκαν και ένα τανκ έριξε κάτω την πύλη παραβιάζοντας το πανεπιστημιακό άσυλο και καταλαμβάνοντας το Πολυτεχνείο. Πυροβολισμοί έπεφταν και μάχες γίνονταν σώμα με σώμα. Τα δακρυγόνα γέμισαν την ατμόσφαιρα κάνοντας τα πλήθη να τρέχουν να γλυτώσουν.
Εγκλωβισμένος μέσα στο ανώνυμο πλήθος που επαναστατούσε και πολεμούσε για την Ελευθερία του, βρέθηκα εκείνο το βράδυ να παρακολουθώ τη βαναυσότητα των αστυνομικών και των στρατιωτών ενάντια στον Ελληνικό λαό που ζητούσε μόνο Δημοκρατία.
Με τίμημα μόνο την εισπνοή δακρυγόνων, κατάφερα απο τοίχο σε τοίχο και ξέφυγα από το πλήθος πρώτα τρέχοντας και ύστερα περπατώντας με γοργό βάδισμα στις σκιές των κτιρίων. Διάνυσα περπατητός την μακρινή απόσταση ως του Ζωγράφου ξεφεύγοντας από τον κίνδυνο της επανάστασης στην οποία όπως μάθαμε την άλλη μέρα από φοιτητές, οι αστυνομικοί πυροβολούσαν στα τυφλά στο ανώνυμο πλήθος που διαδήλωνε.
Εκείνη τη μέρα αποχαιρέτησα το φίλο μου, πήρα το λεωφορείο για την Ελευσίνα που στο λιμάνι της ήταν αγκυροβολημένο το φορτηγό πλοίο "San Denis". Θα ήταν το σπίτι μου για ολόκληρο σχεδόν τον επόμενο χρόνο. Ήταν ένα μικρό πλοίο που όταν σαλπάραμε το ένιωσα έρμαιο σε κάθε τρικυμία και κύμα κάνοντας τα σωθικά να βγαίνουν από το ανάποδο του ταρακούνημα, που όμως εκ των υστέρων είδα ότι όλη η ταλαιπωρία ήταν άξια κόπου, καθώς διαπίστωσα πως να είναι κάποιος ταξιδευτής και να βλέπει καινούργιες χώρες και μέρη εξωτικά, μα και ωραία πραγματα παράξενα, είναι μεγάλο ζήτημα.
Ήμουν δεκαεννιά χρονών και έφυγα από τον τόπο μου,πήγα σε ξένα μέρη. Εγκατέλειψα τη χιλιοβασανισένη μικρή μου πατρίδα που ο θεός της έταξε από τα βάθη των αιώνων να έχει πάντα την ίδια ιστορία, σκλαβιά και κατατρεγμό. Έφυγα λίγους μήνες πριν το Χουντικό πραξικόπημα και την Τούρκικη εισβολή, γλυτώνοντας από τον εμφύλιο σπαραγμό και τη βία του Αττίλα.
Ξεκίνησα για μια καλύτερη μοίρα, για μια δουλειά και για ένα κομμάτι ψωμί. Το ταξίδι μου με το πλοίο ΚΝΩΣΟΣ, ήταν ένα ήρεμο ταξίδι σε μια γαλήνια θάλασσα, αλλά με φουρτούνα στην καρδιά μου, καθώς πρώτη φορά έφευγα για άγνωστους τόπους και μέρη μακρινά που γνώριζα μόνο από γεωγραφικούς χάρτες.
Με μύριες σκέψεις βασανιστικές που έκαναν το μυαλό μου ανήσυχο, την πρώτη μέρα έστεκα όλη μέρα στη πρύμη παρακολουθώντας το νησί μου να μένει πίσω μακριά μου, να χάνεται και να σβήνει στην άκρη εκεί που έγερνε η θάλασσα σχηματίζοντας έναν άλλο ορίζοντα.
Νύχτωσε και ξημέρωσε, και η αυγή με βρήκε στο πλαϊνό του πλοίου, γερμένο στα ρέλια να παρακολουθώ τις μακρινές ακτές της Ρόδου που φάνηκαν στον ορίζοντα να ζυγώνουν, και σιγά να ξεχωρίζουν τα κάστρα της περίκλειστης πόλεως με τα εντυπωσιακά μεσαιωνικά τείχη που κατά τους αρχαίους καιρούς πριν το μεσαίωνα, αποτελούσαν την οχύρωση της.
Ήταν σπουδαία οχυρωματικά έργα της περιόδου των Ιπποτών του Αγίου Ιωάννου, και σπουδαία αξιοθέατα περίσσιας αίγλης και ομορφιάς στους σημερινούς καιρούς. Το πλοίο της γραμμής έδεσε στο μακρύ βραχίονα του λιμανιού, και τα μεγάφωνα από τη γέφυρα μας ενημέρωσαν πως είχαμε λίγες ώρες στη διάθεση μας για να περιδιαβουμε την πόλη της Ρόδου.
Η κεντρική πλατεία της πόλεως δίπλα στο λιμάνι ήταν κτισμένη κυριολεχτικά με αρχαία ή και ελάχιστα καινούργια κτίσματα που έδεναν μεταξύ τους, δημιουργώντας ένα θαυμαστό θέαμα χάρμα οφθαλμών και αισθήσεων. Μικροπωλητές με καροτσάκια, και μικρομαγαζάτορες τουριστικών ειδών, ταβερνάκια κτισμένα μέσα στα χοντρά τείχη της πόλεως, και στενά ανηφορικά δρομάκια και σκαλοπάτια που οδηγούσαν στις πολεμίστρες, ένα συνονθύλευμα όλα μαζί, έφτιαχναν τη ξεχωριστή και ξακουστή Ελληνική μεσαιωνική τουριστική πόλη της Ρόδου.
Εκείνη η ημερομηνία θυμάμαι, ήταν περίπου η δωδεκάτη μέρα του μηνός Νοεμβρίου 1973.
Τη δεύτερη φορά που επισκέφθηκα τη Ρόδο το ημερολόγιο έδειχνε 19 του Νοέμβρη, μια εβδομάδα αργότερα από την πρώτη. Θυμάμαι καλά την ημερομηνία γιατι είχα κλείσει συμβόλαιο για ναμπαρκάρω με την εφοπλιστική εταιρεία Φραγκίστας στις 17 Νοέμβρη 1973, ημέρα των μεγάλων γεγονότων που αρχίνησε η αντίστροφη πτώση της Χουντικής κυβέρνησης στην Ελλάδα μετά την εξέγερση των φοιτητών και την κατάληψη του πολυτεχνείου. Εκείνη τη μέρα επέστρεψα από τον Πειραιά με το ηλεκτρικό τρένο, και βγαίνοντας από την υπόγεια στάση στην πλατεία Ομονοίας, βρέθηκα ανάμεσα σε πλήθος διαδηλωτών που φώναζαν για ελευθερία, ενώ στρατιές αστυνομικών και στρατιωτών με τη συνοδεία τεθωρακισμένων αρμάτων, τους χτυπούσαν στο ψαχνό με πλαστικές σφαίρες και δακρυγόνα.
Την επόμενη εκείνης της μέρας αναχώρησα με λεωφορείο για την Ελευσίνα, όπου στο λιμάνι ένα φορτηγό πλοίο ξεφόρτωνε. Ήταν το πλοίο ‘‘San Denis” που κουβαλούσε ξυλεία από τα λιμάνια της Οδησσού και του Νοβοροσίσκ, με συνήθη προορισμό την Ελλάδα. Παρουσιάστηκα στον καπετάνιο ο οποίος με ναυτολόγησε ως πλήρωμα του πλοίου, και ακολούθως με παρέπεμψε να παρουσιαστώ στον πρώτο μηχανικό για να μου αναθέσει καθήκοντα.
Στο λιμάνι της Ελευσίνας παραμείναμε λίγες ώρες ακόμη όσο χρειάστηκε για να ξεφορτώσουμε, και αποπλεύσαμε για το Ναύπλιο και ακολούθως για τη Ρόδο, όπου και στους δυο προορισμούς, διανέμαμε φορτίο.
Φτάσαμε ενωρίς το βράδυ, και μόλις δέσαμε αμέσως οι γερανοί άρχισαν ξεφόρτωμα. Ήταν οκτώ η ώρα, και μόλις τέλειωσα τη βάρδια μου στη μηχανή που ήταν από τις τέσσερις ως τις οκτώ. Βγήκα στη κουβέρτα κα είδα το λιμάνι με την πόλη φαντασμαγορική από τα φώτα, με λάμπες νέον που έκαναν την νύχτα μέρα. Αντίκρυσα ξανά τα μεσαιωνικά τείχη με τους ψηλούς πύργους, και για δεύτερη φορά η αίγλη και το μυστήριο που ανάδιδαν εκ της όψεως τους, με ταξίδευσαν σε καιρούς παλαιούς και ιστορικούς.
Χρειαζόμασταν λίγες ώρες για το ξεφόρτωμα, και ακολούθως θα αναχωρούσαμε για άλλο κοντινό νησιωτικό λιμάνι του Αιγαίου. Ήξερα πως είχα στη διάθεση μου λίγες ώρες για να σεργιανήσω στην πόλη, αλλά καθώς δεν είχα χρήματα αφού ήταν η δεύτερη μου μέρα στο πλοίο, αποφάσισα περπατητός να την περιδιαβώ και να περιηγηθώ τη μεσαιωνική πόλη με τα αρχαία τείχη και τους πύργους που την περιέκλειαν.
Από την είσοδο του λιμανιού πέρασα την ψηλή πόρτα και εισηλθα εντός των τειχών, όπου αντίκρυσα το εσωτερικό της πόλεως που σχεδόν ολόκληρη ήταν πολεοδομικά και αρχιτεκτονικά σε ίδια κατάσταση όπως τον καιρό που κτίστηκε πριν πολλούς αιώνες. Τουρίστες πηγαινοέρχονταν πάνω κάτω, και εγώ ανάμεσα τους χάζευα τις βιτρινες στα καταστήματα τα βαρυφορτωμένα με σουβενίρ από κεραμικά τέλεια αντίτυπα αρχαίων Ελληνικών αμφορέων και άλλων αντικειμένων, καθώς και τουριστικών οδηγών και περιοδικών.
Στην άκρια μιας βιτρινας εκεί που τέλειωνε το κτίριο, μια γυναίκα εστεκε, και από μακριά την παρακολούθησα να σταματά κάποιους περαστικούς και κάτι να τους λέει, αλλά αυτοί έφευγαν μακριά της. Στάθηκα λίγο και κοίταζα, καθώς πρόσεξα πως απευθυνόταν σε περαστικούς μοναχικούς άνδρες. Υποψιάστηκα πως ήταν κάποια πόρνη εν ώρα επαγγέλματος.
Με είδε που την παρακολουθούσα, και με νωχελικό λικνιστό βήμα προχώρησε προς το μέρος μου. Με κάρφωσε στα μάτια με κάτι μάτια πανέμορφα και κατάμαυρα σχηματισμένα γύρω με μαύρο μολύβι σε σχήμα ψαριού, μεγάλα και μπιρμπιλωτά που πιο όμορφα δεν είχα αντικρύσει και με έκαναν να λαχταρίσω. Ήταν λυγερόκορμη με μικρό κορμί, αλλα μεγάλη στην ηλικία. Την λογάριασα κοντά στα πενήντα, καθώς είδα το πρόσωπο της σκαμμένο με ρυτίδες και πρόωρα γερασμένο. Σκέφτηκα πως ίσως ήταν μικρότερη, αλλά το επάγγελμα της ήταν πολύ σκληρό για να μπορέσει να διατηρηθεί νέα και όμορφη. Τα ρούχα της δεν ήταν επιτηδευμένα, και εκτός από τα μάτια της με το έντονο σκιάδι, ήταν ατημέλητη, άβαφη κι αστόλιστη. Ποτέ μου δεν θα φανταζόμουν πως ήταν μια κοινή γυναίκα αν δεν έβλεπα την συμπεριφορά της. Έμοιαζε με μια καημένη γυναίκα συνηθισμένη και απλοϊκή που μέσα στο πλήθος περνάει απαρατήρητη, ώσπου κάποιος να πρόσεχε τα πανέμορφα μάτια της. Δυο όμορφα μάτια φεγγοβόλα, που ανέδιναν λάμψη και φως.
Σκέφτηκα πως δεν είχα χρήματα να την αγοράσω, εξ άλλου δεν με τραβούσε σαν γυναίκα. Είχε δυόμισι φορές τα χρόνια μου, και δεν μπορούσα να φανταστώ τον εαυτό μου να έχω οποιοδήποτε Οιδιπόδειο σύμπλεγμα. Εξ άλλου σε λίγες μέρες θα πιάναμε Ρωσία όπου οι γυναίκες εκεί, αγαπούσαν πολύ τους ναυτικούς και ήσαν άφθονες, εξ όσων κάποιος ναύτης μου είχε πει.
-Για σου παλικάρι, είσαι για παρέα;
μου είπε, με μια προφορά που έμοιαζε Κυπριακή.
Πιάσαμε ψιλή κουβέντα και της είπα πως ήμουν πρωτόμπαρκος και δεν είχα χρήματα. Πως ήρθα από την Κυπρο απένταρος, και στο πλοίο είχα μόλις μιάμιση μέρα. Αυτή όμως κοιτάζοντας με σταθερά κατάματα με τα ωραία της μάτια που σίγουρα ήξερε την ομορφιά τους και τη δύναμη τους, με έπεισε πως την ήθελα. Μου είπε πως ήταν Τουρκοκρητηκιά, και πως στον έρωτα ήταν δασκάλα. Μου είπε πως με γούσταρε πολύ, και πως με τραβούσε η όρεξη της.
Αν και καταλάβαινα πως με δούλευε για να με πείσει, εντούτοις μια στεναχώρια με κυρίεψε καθώς σκέφτηκα πως πράγματι την επιθυμούσα, και πως έτσι μεγάλη και επαγγελματίας θα με μάθαινε καλά τον έρωτα.
Ήμουν δεκανιά χρονών, και ήμουν άβγαλτος με τις γυναίκες. Όλη μου τη ζωή την έζησα στην ύπαιθρο σε μια κοινωνία που κάποιος για να κάνει σεξ, έπρεπε να αρραβωνιαστεί, ή να πάει στα λιγοστά πορνεία. Πράγματα και τα δυο απαγορευμένα για μένα καθώς ήμουν φτωχός και απένταρος. Έτσι την έβγαζα με τον εαυτό μου, αλλά κάθε φορά σκεφτόμουν πόσο μεγαλύτερη θα ήταν η ηδονή και η ευχαρίστηση όταν θα έκανα έρωτα πραγματικό. Είχα πάντα μεγάλες προσδοκίες για την πρώτη φορά, γι αυτό τώρα που μου την έπεσε πρώτη φορά στη ζωή μια γυναίκα, έστω και πόρνη, στεναχωρεθηκα που δεν είχα χρήματα να την αγοράσω.
Είχε ένα γλυκό τρόπο συμπεριφοράς και μιλούσε με μια αθωότητα παιδική, που ενώ έλεγε λόγια για σεξ και ηδονή, για σαρκικό έρωτα και για απολαύσεις επί πληρωμή, εντούτοις δεν έμοιαζε με τις εταίρες εκείνες τις συνηθισμένες των πεζοδρομίων και των κόκκινων φαναριών με το σκληρό ύφος και τη χυδαία εμφάνιση και συμπεριφορά. Έδειχνε μια ευγενική μορφή με θλιμμένο πρόσωπο που κοιτάζοντας με κατάματα με τα θεόρατα της μάτια, με έκανε να σκέφτομαι πως έμοιαζε ίδια με άγια γυναίκα.
Της είπα ότι δεν έμοιαζε πουτάνα, και αντίκρισα στο πρόσωπο της μια ικανοποίηση. Δεν μου απάντησε, παρά μόνο συνέχισε να με ψαρεύει. Μου είπε πως μπορούσα να δανειστώ χρήματα από συναδέλφους μου, πως μπορούσα να ζητήσω έναντι από τον καπετάνιο, πως ακόμα μπορούσα να την πληρώσω σε είδος. Σκέφτηκα πως ήταν πλήρως καταρτισμένη για τους ναυτικούς, πως ήξερε πολλά γι αυτούς και τον τρόπο διαβίωσης τους. Ήταν φυσικό όμως αυτό, κατέληξα με τη σκέψη μου, αν το επάγγελμα της το εξασκούσε στο λιμάνι, σίγουρα έμαθε πολλά από τους ναυτικούς.
Κουβέντα στη κουβέντα, με έπεισε και συμφωνήσαμε αντί πληρωμής, να της δώσω δυο κούτες τσιγάρα μάρκας ΚΕΝΤ. Ήταν ακριβά τσιγάρα πολυτελείας της εποχής με ελαφρύ χαρμάνι, που τα προτιμούσαν οι αριστοκράτισσες γυναίκες ή όσες ήθελαν να τις παριστάνουν.
Καθώς μου έδωσε να καταλάβω πως όλα τα ήξερε, τη ρώτησα αν μπορούσα να την πάρω πάνω στο πλοίο, στην καμπίνα μου. Μου απάντησε πως βεβαίως μπορούσα, η Ρόδος ήταν free transit νησί.
Η καμπίνα μου ήταν στο δεύτερο deck του καταστρώματος δίπλα από τη τσιμινιέρα. Ήταν ευρύχωρη και άνετη. Είχε στις δυο μεριές από ένα φινιστρίνι, αλλά τα είχα πάντα κλειστά γιατί από το φουγάρο πολλές φορές έπεφτε καπνιά και σταχτιά. Δούλευα στη μηχανή στα έγκατα του πλοίου, και αναπαυόμουν στο ψηλότερο του σημείο, ελάχιστα χαμηλώτερα από το πιλοτήριο της γέφυρας. Οι υπόλοιπες καμπίνες του πληρώματος ήταν στο εσωτερικό του πλοίου. Για να πάω στη δική μου, έβγαινα στην κουβέρτα και ανέβαινα μια σιδερένια σκάλα που ήταν στην άκρη της κουβέρτας. Όταν είχε τρικυμία τα κύματα την έλουζαν, και όταν είχε μπότζι χρειαζόταν πολλή προσοχή να την ανέβει κάποιος. Ήταν επικίνδυνη, και όταν έβρεχε και όταν η θάλασσα ήταν ταραγμένη, δεν μπορούσα να πάω να κοιμηθώ εκεί, παρά περίμενα να κοπάσει η βροχή και η θάλασσα. Ήταν λοιπόν γι αυτούς τους λόγους που έδωσαν σε μένα ένα πρωτόμπαρκο, μια τόσο ευρύχωρη καμπίνα και όχι σε κάποιον παλιό ή κάποιον αξιωματικό.
Ανεβήκαμε στο κατάστρωμα και οδήγησα την Τουρκάλα στη καμπίνα μου. Περάσαμε από τη μια μεριά του πλοίου στην άλλη χωρίς να συναπαντήσουμε κάποιον του πληρώματος, και μέσα στο μισοσκόταδο τη βοήθησα ν ανεβεί τη σκάλα. Μπήκαμε μέσα, και χωρίς να χάσει καιρό άρχισε να γδύνεται.
Έβγαλε τα παπούτσια, το φουστάνι, έμεινε με το μεσοφόρι. Ήταν διάφανο και φαίνονταν τα εσώρουχα της μεταξωτά, λεπτά και όμορφα. Έσκυψε να βγάλει τις νάιλον κάλτσες που ανέβαιναν ψηλά πάνω στους μηρούς της, και με κοίταξε ενθαρρυντικά, καθώς αμήχανος εστεκα ακίνητος και την παρακολουθούσα. Σηκώθηκε και με πλησίασε. Σταθηκε μπροστά μου και αγγίζοντας ελαφριά το κορμί μου με το κορμί της, άρχισε να μου ξεκουμπώνει το πουκάμισο αργά και νωχελικά.
Όταν κατάλαβε την αναστάτωση μου από το άγγιγμα της, με ναζιάρικο τρόπο μου ζήτησε να της δώσω τα τσιγάρα που συμφωνήσαμε.
Πολύ μου κακοφάνηκε η συμπεριφορά της, και ένιωσα τη λίμπιντο μου να πέφτει καθώς πλήγωσε τον αντρικό εγωισμό μου, αλλά αμέσως σκέφτηκα ότι δεν ήρθε μαζί μου επειδή με αγάπησε ή με γουστάρισε, αλλά γιατι ήταν πουτάνα επί πληρωμή, γιατί είχαμε συμφωνήσει να την πληρώσω με δυο κούτες τσιγάρα μάρκας ΚΕΝΤ.
Άνοιξα το συρτάρι στην κουκέτα μου, και της έδωσα τις δυο κουτες. Τις πήρε και γυρνώντας από την άλλη, τις έβαλε σε μια άκρη. Άπλωσε ύστερα τα δυο της χέρια, και πιάνοντας το μεσοφόρι της σταυρωτά, το τράβηξε και το έβγαλε. Έμεινε ημίγυμνη με τα εσώρουχα της.
Ήταν μια γλυκιά πρωτόγνωρη εμπειρία η πρώτη μου φορά, μια ευχάριστη σεξουαλική πράξη που τελείωσε με επιτυχία, και όχι με προβλήματα όπως συνήθως ένεκα φοβίας συμβαίνει στους περισσότερους αρσενικούς στην πρώτη τους φορά κατά πως λέγουν οι σεξολόγοι επιστήμονες.
Γύραμε ανάσκελα και κοίταξα το χαμηλό ταβάνι της καμπίνας, με ένα αίσθημα ευφορίας να με διακατέχει. Ήταν καλή δασκάλα, και με τον γλυκό της τρόπο, δεν μου άφησε περιθώρια να σκεφτώ φοβικά ή αρνητικά σ αυτό το λεπτό ζήτημα της πρώτης μου φοράς. Ευχαριστημένος, τη ρώτησα αν ήθελε τσιγάρο. Αυτή μου έγνεψε καταφατικά, και εγώ γυρνώντας στο πλάι άπλωσα το χέρι μου στο κομοδίνο να πάρω το πακέτο. Με το γύρισμα μου στο πλευρό, μου φάνηκε πως το βλέμμα μου πήρε μια κίνηση από το φινιστρίνι, μέσα στο μισοσκόταδο της νύχτας που απλωνόταν έξω.
Αλαφιασμένος και αναστατωμένος, σκέφτηκα πως μας πιάσανε επ αυτοφώρω. Στα γρήγορα έβαλα το παντελόνι, και στα γρήγορα άνοιξα την πόρτα για να πιάσω στα πράσα τους ανάγωγους που κρυφοκοίταζαν από ξένα παραθύρια.
Ανοίγοντας την πόρτα δεν το έβαλαν στα πόδια οι ένοχοι ματάκιδες, παρά εν χωρώ άρχισαν να με ζητωκραυγάζουν. Σαστισμένος άκουγα τα πειράγματα τους και τα συγχαρητήρια τους για το ωραίο θέαμα που τους πρόσφερα. Κοίταξα ανήσυχα μέσα στην καμπίνα μου για να δω αν ενοχλήθηκε η σύντροφος μου, και είδα την γυναίκα με ένα τσιγάρο στο στόμα να κάθεται στο κρεβάτι με το σεντόνι να της μισοσκεπάζει τα πόδια και τη λεκάνη, ενώ τα στήθη της κρέμμονταν χαλαρά καθώς ήταν προς τα κάτω, χωρίς τσίπα ντροπής να υπάρχει στο πρόσωπο της.
Πιέζοντας τη ντροπή μέσα μου, έκανα και εγώ ότι και οι άλλοι, με μια στωική φιλοσοφία άφησα να παρασυρθώ στην ίδια χυδαία συμπεριφορά με τη δική τους. Ήταν μαζεμένοι σχεδόν όλοι οι συνάδελφοι μου, δηλαδή όλοι κι όλοι λιγότεροι από δέκα, αφού το πλοίο ήταν μικρό, το ίδιο μικρό ήταν και το πλήρωμα.
Όλη την ιστορία μετά που πέρασαν πολλά χρόνια όταν την θυμάμαι, σκέφτομαι μέσα μου πόσο τυχερή ήταν εκείνη τη βραδιά η φτωχή γριά πουτάνα με τα μεγάλα και ωραία μαύρα μάτια. Εκείνη τη φορά έκανε βίζιτες στη σειρά με όλο το πλήρωμα, αφού μετά το ωραίο θέαμα όλοι ήθελαν να κάνουν μια σεξουαλική πράξη μαζί της, πληρώνοντας φυσικά το αντίτιμο.
ΟΙ ΠΡΩΤΟΜΠΑΡΚΟΙ, Η ΜΑΥΡΗ ΘΑΛΑΣΣΑ
ΟΙ ΠΡΩΤΟΜΠΑΡΚΟΙ, Η ΜΑΥΡΗ ΘΑΛΑΣΣΑ
Οι Νηρηίδες ήταν θεϊκές μορφές εγγονές του Ωκεανού που ζούσαν στο βυθό της θάλασσας έχοντας μια δύναμη όποτε ήθελαν να την αγριεύουν αλλά και να την ημερεύουν. Μπορούσαν να μεταμορφώνονται και να γίνονται θυμωμένα θεριά και να αναταράσσουν τα άπλετα νερά της, μπορούσαν όμως και να γίνονται ωραιότατες νύμφες και γοργόνες που αφήνονταν να πλέουν στα γαληνεμένα ύδατα τραγουδώντας σαν τις σειρήνες του Οδυσσεα. Ήταν ανεράδες που στις παραδόσεις των Ελλήνων υπάρχουν μέχρι και σήμερα με παραφθορά του ονόματος ως νύμφες Νεράιδες.
Περιχαρείς λοιπόν, για τη θεϊκότητα, την αθανασία και την ομορφιά που ως χάρισμα είχαν, περνούσαν το καιρό τους άλλοτε αγριεύοντας την, άλλοτε ημερεύοντας την και άλλοτε χορεύοντας και κολυμπώντας παρέα με δελφίνια. Έπλεαν παράλληλα ή και ακολουθώντας τα πλοία που μοναχικά μέσα στις μεγάλες θάλασσες ταξίδευαν για μέρες πολλές, συντρόφευαν έτσι με την παρουσία τους όσους μοναξιασμένους ναυτικούς ταξίδευαν νοσταλγώντας τους άλλους ανθρώπους πέρα στη στεριά.
Πολλές φορές στα γαλανά νερά της Μεσογείου μας συντρόφεψαν. Πολλές φορές νιώσαμε την αόρατη παρουσία τους παρέα με δελφίνια που μας ακολουθούσαν. Αναπηδώντας στον αέρα και τραγουδώντας με φωνές χαρούμενες σαν μικρά παιδιά σε παιδική χαρά, μετέδιδαν τη χαρούμενη διάθεση τους και σε μας όταν η αποθυμιά μας κυρίευε και οι στεναχώριες μας έθλιβαν.
Άλλοτε πάλι όμως όταν είχαν τις κακίες τους, μας παίδευαν και μας ταλαιπωρούσαν. Σε ένα ταξίδι μας από την Οδησσό που γι αυτό σήμερα γράφω, πρεπει να ήταν πολύ θυμωμένες γιατι πολύ αγρίεψαν και πολύ φουρτούνιασαν τη θάλασσα μετατρέποντας το μικρό μας πλοίο ίδιο καρυδότσουφλο, που κάθε όταν ανέβαινε στη κορφή των κυμάτων έγερνε έτοιμο να καταποντιστεί στα βαθιά και σκοτεινά νερά της Μαύρης θάλασσας. Τα κύματα ατελείωτα και δυσθεώρητα όμοια με ψηλά βουνά, μας χτυπούσαν ανελέητα. Ο κίνδυνος να βυθιστούμε ήταν μεγάλος, και ανησυχία φώλιαζε στις καρδιές μας και μαύρες σκέψεις μας κατέθλιβαν. Όμως τρικυμίες μεγάλες είχαμε πολλές φορές συναντήσει και παλιώσει μαζί τους εμείς οι ναυτικοί, γι αυτό με υπομονή και καρτερία και αυτή τη φορά, με πίστη στο Θεό και ελπίδα στη σκέψη αντέχαμε το φόβο που τον είχαμε πλέον κάνει βίωμα και σύντροφο μας.
Η Μαύρη Θάλασσα αντιπροσώπευε το σταυροδρόμι του αρχαίου κόσμου, και αυτό φαίνεται από πρόσφατες καταδύσεις οι οποίες απεκάλυψαν πολλά ναυάγια αρχαίων Ελληνικών κυρίως πλοίων σε μια περιοχή που συνδέεται με τα χρόνια δόξας της αρχαίας Ελλάδας.
Τα περισσότερα ναυάγια γενικά σε τούτη τα νερά, οφείλονται μόνο στην βιαιότητα των υπόγειων ρευμάτων και των μεγάλων κυμάτων που με μεγάλη ευκολία βουλιάζουν τα πλοία.
Η Μαύρη θάλασσα στο όνομα και στο χρώμα είναι πολύ επικίνδυνη και οι περισσότεροι που ναυάγησαν δεν ξαναβρέθηκαν, γιατι λένε πως οι νηρηίδες τους παίρνουν στα απύθμενα σκοτεινά βάθη που ζουν για να τους έχουν συντροφιά. Και όταν τους βαριούνται υσηχάζουν τη θάλασσα και βγαίνουν στην επιφάνεια για να κολυμπήσουν και να παιχνιδίσουν μαζί με τα δελφίνια. Και στο παιχνίδι τους δημιουργούν αφρούς που σκεπάζουν τη θάλασσα, και είναι οι μόνες φορές που φωτίζεται το σκοτεινό της χρώμα και από μαύρη γίνεται ασπρόμαυρη.
Το μπότσι ήταν δυνατό και εγώ κάτω στο μηχανοστάσιο με τα πόδια ανοιχτά ξέπλενα με πετρέλαιο τους δίσκους του ντελαβαλ από τα καμένα λάδια. Είχα τα πόδια ανοιχτά για να ισορροπώ, και τη ράχη δυνατά ακουμπισμένη στο φίλτρο του λαδιού για να έχω κόντρα στο μποτσάρισμα. Όμως δύσκολα τα κατάφερνα, και ο τρίτος από την άλλη άκρη με παρακολουθούσε χαμογελαστός. Ήταν παλιά καραβάνα και άντεχε τις φουρτούνες. Ήταν μαθημένος και σκληραγωγημένος. Καταγόταν από το Σουφλί μια μικρή πολιτεία του Έβρου φημισμένη για τα μετάξια της. Ονομάζετουν Θόδωρας Δαουτίδης και σήμερα ενώ πέρασαν δεκαετίες, το όνομα του μου έμεινε χαραγμένο αξέχαστο στο νου, γιατι πραγματικά ήταν ένας καλός άνθρωπος, ο μόνος που μου συμπαραστάθηκε, με βοήθησε, με συμβούλευσε και με δίδαξε τις πρώτες γνώσεις περί μηχανικής των πλοίων. Ίσως γιατί καταγόταν από ακριτική περιοχή και γνώριζε τον πόνο της απομόνωσης και επειδή και η Κύπρος ήταν νησί απομακρυσμένο από τον υπόλοιπο Ελληνισμό, ίσως αυτό να του μετέδωσε κάποιο αίσθημα αλληλεγγύης προς εμένα ως Κύπριος. Ίσως όμως απλά να έπιανε εύκολα φιλίες, και καθώς βγάζαμε την ίδια βάρδια αυτός ως τρίτος και εγώ ως δόκιμος, να ήταν αιτία μόνο αυτός ο λόγος. Μου είπε για τα δύσκολα και πως να τα αντιπαρέρχομαι, μου ορμήνεψε για τους καλούς και τους κακούς εκ του πληρώματος, και πως με εγκράτεια και πονηρία να τους διαχειρίζομαι.
ΟΙ ΠΡΩΤΟΜΠΑΡΚΟΙ, ΟΙ ΠΑΛΑΙΟΙ
Εκείνο τον καιρό στην Ελλάδα ήταν δικτατορία και ο καθένας που ήταν υποστηριχτής του καθεστώτος συμπεριφερόταν φασιστικά, ενώ όποιος ήταν αντίθετος ή κομμουνιστής, συμπεριφερόταν επαναστατικά. Οι γειτονιές και τα στενά του Πειραιά ήταν γεμάτα παράνομους μετανάστες και το έγκλημα ανθούσε σε μεγάλο βαθμό. Ενώ η χούντα με σκληρότητα εναντίον του λαού αγωνιζόταν υπέρ των Ελληνοχριστιανικών ιδεωδών, υπόγεια και αφανέρωτα οι ίδιοι φασίστες και οι υποστηριχτές τους χωρίς να είναι υπόλογοι σε νόμους, κυριαρχούσαν επί των φατριών των κλεπτών και των παρανόμων.
Η ανομία λοιπόν στη στεριά κυριαρχούσε σε μεγάλο βαθμό, το ίδιο και στα καράβια, αλλά σε χειρότερο βαθμό. Οι ναυτικοί δεν είχαν αγάπη και σεβασμό πραγματικό ο ένας στον άλλο, παρά η υποκρισία ήταν συνήθηςσυμπεριφορά τους. Πίσω από από κλειστές πόρτες τα λόγια ήταν βαριά και υποσκαπτικά, και με παραφρασμένες κουβέντες προσπαθούσαν να δημιουργούν προβλήματα και ίντριγκες. Και ανάμεσα τους οι χαφιέδες. Είχαν συνήθειο οι καπετάνιοι και οι δεύτεροι, να έχουν εναν δικό τους άνθρωπο που τους ενημέρωνε για το καθετί και για τον καθένα, που με φιλικές διαθέσεις τάχατες πλησίαζαν τους συναδέλφους τους στην προσπάθεια τους να εκμαιεύσουν πληροφορίες.
Ο νους μου δύσκολα χωρούσε αυτή την κατάσταση και αναρωτιόμουν γιατί να μην συμβαίνει το αντίθετο και τοιουτοτρόπως όλοι αγαπημένοι να διαβιούν ευκολότερα τις δυσκολίες των αμέτρητων ημερών της μεγάλης τους μοναξιάς και της σκληρής θαλασσινής εργασίας εν μέσω των αντίξοων καιρικών συνθηκών που συνήθως αντιμετώπιζαν. Έφερνα στο νου μου για σύγκριση άλλους χώρους αναγκαστικής συγκέντρωσης ανθρώπων, και έβρισκα πως το ίδιο συμβαίνει. Στο στρατό, στις φυλακές, στα καράβια, σε τόπους όπου άνθρωποι ξένοι χωρίς από πριν κάτι να τους συνδέει όπως συγγένεια ή φιλία, πάντα υπάρχουν κακές συμπεριφορές. Η κακία είναι ενδόμυχη στις φλέβες των περισσοτέρων, και αυθόρμητα βγαίνει προς τους άλλους. Είναι δηλαδή στο χαρακτήρα και στη φύση των ανθρώπων που αν αφεθούν χωρίς έλεγχο από αρχές και νόμους στη δίνη του υποσυνείδητου ζωώδους ενστίκτου τους, χωρίς λόγο ή αφορμή, διαχέουν τη κακία τους και προκαλούν τη καταστροφή.
Ίδια τα ανθρώπινα ένστικτα με του ζώου λοιπόν, που το καθοδηγούν στην ανεύρεση της τροφής και της αναπαραγωγής, με μόνη διαφορά να τους ξεχωρίζει η βάσανος της λογικής.
Αυτά τα ζωώδη ένστικτα οδηγούσαν ορισμένους κακούς ναυτικούς κάποτε σε χυδαίες συμπεριφορές και επέσχηντες πράξεις. Για να ικανοποιήσουν την υποσυνείδητη κακία τους αλλά και τη σεξουαλική τους ανώμαλη επιθυμία, κολλούσαν στους νεαρούς του πληρώματος και ιδιαίτερα στους πρωτόμπαρκους. Όπως και στο στρατό το κόλλημα από τους παλιούς στους νέους που τους ονόμαζαν «ψάρια», το ίδιο συνέβαινε και στα πλοία, αλλά σε υπέρμετρο βαθμό τόσο, που οι περισσότεροι νέοι δεν άντεχαν και εγκατέλειπαν το επάγγελμα του ναυτικού. Είναι χαρακτηριστικό αυτής της κατάστασης η λέξη «ψάρια», με την οποία χαρακτήριζαν τους νέους στρατιώτες, θέλοντας να τους παρομοιάσουν με τους πρωτόμπαρκους που έως να παλιώσουν έμοιαζαν ψάρια έξω από τη θάλασσα καθώς ήταν πολύ δύσκολη η ομαλή επιβίωση τους.
Κάποιοι εκ των παλαιοτέρων ναυτικών του πληρώματος, χωρίς ηθικούς ενδοιασμούς και αναστολές, με θρασύτητα και χυδαιότητα, κολλούσαν πιεστικά στους νέους, ειδικά όταν ήσαν εύμορφοι και ευπαρουσίαστοι. Μερικοί υπέκυπταν στις ορέξεις τους από φόβο, ή και για να έχουν την προστασία τους, ενώ όσοι άντεχαν και δεν ενέδιδαν, το πετύχαιναν με σκληρό τρόπο πολεμώντας παντοιοτρόπως και υπερνικόντας την αφόρητη πίεση τους εξασκούσαν. Όσοι δεν άντεχαν ούτε το σκληρό τρόπο, στο επόμενο λιμάνι εγκατέλειπαν το πλοίο φεύγοντας αγαναχτισμένοι και αηδιασμένοι με τη ζωή πάνω στα καράβια.
Αυτή η σκληρή διαβίωση των πρωτόμπαρκων με ανθρώπους στερημένους της συναναστροφής με το αντίθετο φύλο αφού πολλές φορές τα ταξίδια διαρκούσαν πολλές μέρες, τους έκανε ευάλωτους στις σεξουαλικές τους ορέξεις καθώς η στέρηση τους οδηγούσε στην αναζήτηση ομόφυλων σχέσεων. Πολλές φορές ακόμη, ορισμένοι που είχαν τη διαστροφή μέσα τους, όταν είχαν τη δυνατότητα προέβαιναν σε άνομες και αποτρόπαιες πράξεις που προκαλούσαν στα θύματα τους αφόρητη δυστυχία καταστρέφοντας τον ψυχισμό και την προσωπικότητα τους.
Αυτές οι καταστάσεις μαζί και η επικινδυνότητα του επαγγέλματος, ανάγκασαν πολλούς να εγκαταλείψουν τη θάλασσα. Και ένεκα όλων αυτών των πανταχόθεν κινδύνων, υπάρχει από αρχαιοτάτων χρόνων η λαϊκή ρήση πως όποιος ναυτικός καταφέρει να την αντέξει έως τρία χρόνια,μετα του γίνεται βίμα, μάν μοία κι΄ αγαπητικιά.
ΟΙ ΠΡΩΤΟΜΠΑΡΚΟΙ, ΟΙ ΠΡΩΤΑΡΗΔΕΣ
Ήμουν πρωτόμπαρκος και οι παλαιοί με θεωρούσαν ψαρωμένο. Όπως συνήθιζαν με όλους τους πρωτάρηδες στη προσπάθεια τους να επιβάλουν την ανωτερότητα τους ως παλαιότεροι που είχαν ένα τέτοιο άγραφο δικαίωμα, με αντίκριζαν και μου συμπεριφέρονταν σαν στραβάδι. Με αρνητική διάθεση μου συμπεριφέρονταν με τσαμπουκά και μαγγιλίκι. Ήταν ένας άγραφος νόμος των ναυτικών, πως έπρεπε οι καινούργιοι να περάσουν τη βάσανο του καψονιού της αγγαρείας και της διαπόμπευσης, για να αποχτήσουν το δικαίωμα της ισοτιμίας με τους αρχαιότερους.
Ήταν μια κατάσταση όμως που δεν θα μπορούσα να ανεχτώ, και ήμουν αποφασισμένος να την αντιμετωπίσω δυναμικά έως εσχάτων. Ήξερα τις αντιστάσεις και τις αντοχές μου, αλλά περισσότερο το πείσμα μου σε ότι δεν επιθυμούσα. Από πολύ νεαρής ηλικίας ήμουν υπερήφανος και δεν ανεχόμουν τις προσβολές. Αυτού του είδους άτομα που έτειναν να ειρωνεύονται ή να επιβάλλονται, τους αντιγύριζα την ίδια συμπεριφορά.
Ανάμεσα τους ήταν ένας ναύτης ψηλός ξανθός όμοιος εκ σποράς Γερμανικής, ισχυριζόταν πως ήταν Πόντιος πρόσφυγας. Τσαμπουκάς και ξινός, με δέρμα άσπρο σαν γυναίκας και μαλλιά σχεδόν ίδια άσπρα, είχε ένα λεπτό και λιγοστό μουστάκι, είχε και μια αντιπαθητική όξινη φάτσα. Το κορμί του χοντροκόκκαλο, μονοκόμματο και τεράστιο, τον έκαναν να δείχνει σαν οδοστρωτήρας. Ήταν δυνατός και χρησιμοποιούσε αυτή την ισχύ για να επιβάλλεται . Ενώ οι καμπίνες του πληρώματος ήσαν στο πρυμναίο ντεκ, αυτουνού ήταν στο μεσαίο ψηλό της γέφυρας όπου διέμεναν μόνο οι αξιωματικοί της κουβέρτας. Φανερά δήλωνε πως ήταν το πρωτοπαλίκαρο του καπετάνιου, και ολοφάνερη ήταν η αλαζονεία του. Ήταν απλός ναύτης, αλλά διέδιδε πως σύντομα θα προαγόταν σε ανθυποπλοίαρχο. Ήταν μοναχικός αφού όλοι τον απέφευγαν ένεκα του κακού ποιού του. Εργαζόταν σκληρά από μόνος του, χωρίς ο δεύτερος και ο λοστρόμος να τον διατάσσουν. Απέναντι του η συμπεριφορά τους έδειχνε χαλαρή και ήταν ολοφάνερο πως δεν ήθελαν να έρθουν κόντρα μαζί του.
Δεν ήθελαν λοιπόν να έρθουν σε αντιπαράθεση με τον ρουφιάνο του καπετάνιου, οι οποίοι ρουφιανοι δεν έχουν μπέσα ως κακοήθη ανθρωπάκια που αρέσκονται να καρφώνουν τους συνανθρώπους τους στις αρχές και οι οποίες τους έχουν καλά γιατι τους χρειάζονται, γιατι από αυτή τους τη δράση επωφελούνται και διευκολύνονται στην άσκηση της εξουσίας τους.
Η ψυχολογία των ρουφιάνων συναρτάται ως απόρροια των καταπιεσμένων επιθυμιών τους οι οποίες έχουν μετατοπιστεί στο υποσυνείδητο τους εκ της μικροψυχίας τους. Έχοντας αποθυμένα οδηγούνται στην τακτική της ρουφιανιάς για να ξεφύγουν από τη μιζέρια της περιθωριοποίησης τους, και με την οποία αισθάνονται ανώτεροι από τη μίζερη λειψή τους προσωπικότητα και νιώθουν μια ικανοποίηση που αργά τους οδηγά στο ρουφιάνεμα από αδικαιολόγητη εκδίκηση κατά παντός διπλανού τους.
Αυτός κατά τη γνώμη μου ήταν ο ψηλός ναύτης, ένας τιποτένιος καταδότης που όλο το πλήρωμα τον αντιπαθούσε, αλλά από το φόβο των Ιουδαίων, όλοι με προσποίηση καλόπιαναν. Ήταν μια φανερή κατάσταση που ο ίδιος καταλάβαινε και απολάμβανε από τη θέση ισχύος που κατείχε ως πληροφοριοδότης του καπετάνιου.
Με αυτόν θα είχα την κορυφαία μου σύγκρουση ως πρωτόμπαρκος αλλά και για άλλους λόγους που εν τω μεταξύ επεσυνέβησαν κατά τη διάρκεια του πρώτου καιρού της διαβίωσης μου σε τούτο το πλοίο.
ΟΙ ΠΡΩΤΟΜΠΑΡΚΟΙ, ΤΟ ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΟ ΦΟΡΤΙΟ
Σκυφτός με προσοχή να μην παρασυρθώ από το δυνατό μποτσι, έτριβα τους λεπτούς δίσκους του ντελαβάλ με στουπί για να καθαρίσουν. Ο βρυχηθμός της μηχανής ντίζελ άλλαζε, μια δυνάμωνε και μια μούγγωνε, ανάλογα με το σκαμπανέβασμα του πλοίου καθώς τα κύματα σήκωναν την πρύμνη έξω από τα νερά και η προπέλα γύριζε χωρίς αντίσταση, και ύστερα τανα πάλαι στα βαθιά. Ο τρίτος σε έτοιμη κατάσταση standby είχε το νου του μετα μεγάλης προσοχής σε όποια διαταγή από τη γέφυρα, καθώς ήταν απαραίτητος ο κατάλληλος χειρισμός της μηχανής και η κατάλληλη ρότα στα θεόρατα κύματα και τα δυνατά ρεύματα που μπορούσαν να κρατήσουν το πλοίο να μην βουλιάξει. Ήταν μεγάλη η θαλασσοταραχή και η ετοιμότητα του πληρώματος στη γέφυρα και στη μηχανή επίσης το ίδιο. Κάθε λιγάκι ο πρώτος μηχανικός κατέβαινε στη μηχανή για να ενημερωθεί αν όλα πήγαιναν καλά. Ήταν πολλά χρόνια στα καράβια και πολύ έμπειρος, γι αυτό καταλαβαίνοντας πόσο επικίνδυνη ήταν αυτή η τρικυμία, με ανησυχια έβγαζε και αυτός βάρδια μαζί μας. Πηγαινοερχόταν πάνω κάτω τις σκάλες και η αγωνία του έσκιαζε το πρόσωπο. Τα κύματα ήταν μεγάλα περισσότερο από δώδεκα μέτρα και τα ρεύματα πολύ ισχυρά. Το πλοίο έγερνε επικίνδυνα και το φορτίο από ξυλεία που μεταφέραμε πολύ μεγαλύτερο από συνήθως. Αφού είχαν γεμίσει τα αμπάρια, πάνω από αυτά τοποθέτησαν μεγάλους σωρούς που έφταναν στο ύψους της τσιμινιέρας. Οι ναύτες τα έδεσαν σφικτά για να μην φύγουν στη θάλασσα αν μας έπιανε τρικυμία, αλλά με αυτό το επιπρόσθετο ύψος που προστέθηκε στο κατάστρωμα, το κέντρο βάρος του πλοίου άλλαξε, και πολύ ευκολότερα θα μπορούσε να βουλιάξει καθώς τα κύματα το έγερναν στο πλάι ίσα φιλώντας τη θάλασσα.
Ο καπετάνιος δυστηχώς ρισκάροντας την ασφάλεια του πλοίου κατόπιν διαταγής της εφοπλιστικής ιδιοκτήτριας εταιρείας, υπερφόρτωσε το πλοίο με την ελπιδα πως δεν θα συναντούσαμε μεγάλη τρικυμία. Παίζοντας σε ρουλέτα την ασφάλεια των ναυτικών για περισσότερο κέρδος, τοποθέτησαν παράνομα σε ύψους πολύ μεγαλύτερο φορτίο ώστε η εταιρεία να κερδίσει περισσότερα και ο καπετάνιος ίσως κάποιο μπόνους ή και περισσότερη εύνοια από τους εργοδότες του.
Αναβρασμός και δυσαρέσκεια δημιουργήθηκε στο πλήρωμα με το υπέρβαρο και ψηλό φορτίο από της αρχής, αφού συχνά τρικύμιαζε η Μαύρη θάλασσα και εύκολα μπορούσε να μας βουλιάξει. Αλλά κανείς δεν μπορούσε να κάνει κάτι, γιατι η πειθαρχία στα πλοία είναι απόλυτη και οι διαταγές του καπετάνιου νόμος.
Αποπλεύσαμε από το λιμάνι της Οδησσού με τη θάλασσα ήσυχη και με ελπίδα πως ίδια θα παρέμενε ώστε νά μην κινδυνεύσουμε. Το δρομολόγιο ήταν μικρό, το πολύ σε πέντε μέρες θα φτάναμε στον προορισμό μας, στην Πρέβεζα της Ελλάδας.
Όμως οι Νηρηίδες της θάλασσας είχαν άλλα σχέδια. Ίσως βαριεστημένες από την απραξία και την υσηχια της θάλασσας, στα καλά καθούμενα άνοιξαν το στόμα τους, φύσηξαν βοριάδες και τα κύματα δυσθεορατα ψήλωσαν ως τον ουρανό. Τα ρεύματα από τα βαθιά βγήκαν στην επιφάνεια και χέρι χέρι με τους αέρηδες και τα κύματα δημιούργησαν θαλασσοταραχή και άρπαξαν το πλοίο μας, το σήκωσαν πολύ ψηλά και αρχίνησαν ένα πάλιωμα μαζί του πεισματικό θέλωντας ίσως να το βουλιάξουν.
Είδαμε το χάρο τέσσερα, τον νιώσαμε πολύ κοντά μας καθώς βλέπαμε τη φουρτούνα να δυναμώνει και ώρα με την ώρα όλο να μεγαλώνει. Ο καπετάνιος μετά που πληροφορήθηκε από το Μαρκόνη ότι ο καιρός θα επιδεινωνόταν περισσότερο, κάλεσε σύσκεψη τους αξιωματικούς για να σκεφτούν πώς να τη γλυτώσουμε αφού καλά γνώριζαν την επικινδυνότητα του ψηλού φορτίου ένεκα του τρόπου που ήταν στοιβαγμένο. Ήταν Σουηδική ξυλεία απλωμένη σε όλο το κατάστρωμα σχηματίζοντας πυραμίδα ξεκινώντας από χαμηλά και στοιβαγμένη έως πολύ ψηλά. Η διέλευση από την πρύμνη στην πλώρη ήταν αδύνατη, και όποιος θα τολμούσε να περάσει πάνω από το φορτίο, σίγουρα θα παρασερνόταν από τα κύματα.
Κατέληξαν στο συμπέρασμα πως δεν μπορούσαν να στείλουν τους ναύτες στο κατάστρωμα για να ξεδέσουν τα ξύλα ώστε να πέσουν στη θάλασσα απελευθερώνοντας το πλοίο από το επικίνδυνο φορτίο. Αποφάσισαν πως ήταν εντελώς αδύνατο, γιατι η θαλασσοταραχή ήταν μεγάλη και θα πνίγονταν. Αποφάσισαν πως μόνο με τύχη θα γλυτώναμε και κατάλληλους χειρισμούς στη πλεύση του πλοίου. Έλαβε διαταγή ο ασυρματιστής να στείλει μήνυμα πως το πλοίο κινδυνεύει, και εμείς σαν πλήρωμα λάβαμε διαταγή να είμαστε standby και τα σωσίβια έτοιμα.
Στη πολλή ώρα ο τρίτος με έστειλε πάνω στο ντεκ να φτιάξω καφέ. Μπορεί να κινδυνεύαμε, αλλά αυτό δεν σήμαινε πως είχε έρθει το τέλος. Εξ άλλου ένας δυνατός πικρός καφές θα μας τόνωνε τον οργανισμό, ίσως και το ηθικό.
Με ανοιχτά τα πόδια για να δίνω το βάρος του κορμιού μου στην άλλη μεριά που έγερνε το πλοίο και βαστώντας γερά από τα ρέλια της σκάλας και ύστερα του διαδρόμου, ξεκίνησα για το κουζινάκι. Βρήκα το πλήρωμα ναύτες και μηχανικούς να κάθονται όλοι εκεί βουβοί και σκυθρωποί με ανήσυχο βλέμμα, αλλά όλοι έτοιμοι για ότι αν χρειαζόταν. Η βουβαμάρα ήταν βαριά, και το κλίμα πιο βαρύ.
Τα μπρίκια, τα φλιτζάνια και τα ποτήρια πεσμένα χάμω σπασμένα, δεν μπόρεσαν να αντέξουν στα ράφια όσο καλά στερεωμένα και αν ήταν. Τους ρώτησα αν υπάρχει κάποιο νεότερο, και ο λοστρόμος μου κούνησε αρνητικά το κεφάλι. Βλέποντας πως δεν μπορούσα να φτιάξω καφέ, και μη θέλοντας να βλέπω τα φοβισμένα τους πρόσωπα, γύρισα να φύγω να πάω πίσω στη δουλειά μου στο μηχανοστάσιο.
Εκείνη την ώρα ένα μεγαλύτερο κύμα χτύπησε το πλοίο που έγειρε πολύ και μη μπορώντας εγώ να σταθώ στα πόδια μου, με φόρα και δύναμη με άρπαξε η βαρύτητα και με έριξε για καλή μου τύχη πάνω σε ένα συνάδελφο που καλά κρατιόταν καθισμένος στην καρέκλα του την καλά βιδωμένη στο πάτωμα. Ταυτόχρονα ένα ανατριχιαστικό τρίξιμο ακούστηκε, και ένας δυνατός θόρυβος ακολούθησε όπως μετεωρίτες να έπεφταν και να χτυπούσαν τη σκεπή του πρυμναίου ντεκ που μέσα ήμασταν εμείς. Ο θόρυβος ήταν ανατριχιαστικός και υπόκωφος, προς στιγμή σκέφτηκα μήπως βουλιάζαμε, μήπως πέσαμε στις συμπληγάδες πέτρες και αυτές μας συνέθλιβαν, ή μήπως το φορτίο των ξύλων λύθηκε και μας κατέκλυζαν πέφτοντας στο νερό.
ΟΙ ΠΡΩΤΟΜΠΑΡΚΟΙ, ΔΟΑΞΑΣΙ Ο ΘΕΟΣ
Ήμασταν στο ντεκ πάνω από το μηχανοστάσιο, στο κομοθέσιο του πληρώματος. Στα δεξιά και αριστερά ήταν οι καμπίνες, και στο κέντρο η κουζίνα και η τραπεζαρία με δυο διαδρομους δεξια και αριστερα. Έξω στην η πρύμη κάτω από τη χοντρή λαμαρίνα του καταστρώματος, ήταν το μικρό τιμονάκι που κρατούσε σταθερή την πορεία μας. Όποτε η θάλασσα ήταν τρικυμισμένη, ο συριχτός ήχος που δημιουργούσε στη πάλη του με τα ρεύματα και τα φουρτουνιασμένα κύματα για να κρατήσει τη πορεία σταθερή, ακουγόταν οξύς και διαπεραστικός. Ήταν η συμπίεση των λαδιών που με τη τεράστια δύναμη του μηχανισμού της υδραυλικής πίεσης, υπερνικούσε την αντίσταση της θάλασσας και κρατούσε σταθερή την πορεία.
Τα κομοθέσια, δηλαδή οι στεγασμένοι χώροι που διαμένουν τα πληρώματα, είναι κατασκευασμένα από χοντρή λαμαρίνα ώστε να αντέχουν στις υγρασίες και τα οξειδωματα της θαλασσινής αλμύρας. Στα μεγάλα πλοία αποτελούνται από τρεις ορόφους κάποτε και περισσότερους, το δικό μας πλοίο όμως ήταν μικρό και το δικό μας κομοθέσιο ήταν μόνο ένας όροφος. Ήταν ένα σφραγισμένο κουτί από χοντρούς μπουλμέδες με στρογγυλά φινιστρίνια από διπλό γυαλί και με σιδερένιες πόρτες που έκλειναν στεγανά, ώστε τις δύσκολες ώρες στις μεγάλες τρικυμίες μας προστάτευε από τη μανία της θάλασσας. Μέσα κλεισμένοι στις καμπίνες μας νιώθαμε το ταρακούνημα από τα κύματα που πολλές φορές μας έριχνε από τις κουκέτες μας, και ακούγαμε το θυμό της θάλασσας που σαν υποχθόνιος βρυχηθμός ήθελε να μας φοβερίσει.
Εμείς όμως πίσω από τις χοντρές λαμαρίνες νιώθαμε ασφαλισμένοι, γιατι πλέον είχαμε συνηθίσει τους κινδύνους από τις μεγάλες θαλασσοταραχές καθώς προηγουμένως πολλές φορές τις είχαμε συναντήσει.
Αυτή τη φορά όμως τα τεράστια κύματα που έγερναν το πλοίο επικίνδυνα ζερβά και δεξιά κάνοντας τα νεύρα να τεντώνουν από αγωνία, σε μια στιγμή μας έγειραν τόσο πολύ ίσα με τη θάλασσα. Η ανάσα μας κόπηκε, το στομάχι μας δέθηκε κόμπος και ο πανικός μας κυρίευσε. Ήταν πολύ μεγάλη η κλίση που πήρε το πλοίο, σχεδόν έγειρε ενενήντα μοίρες. Τίποτα δεν έμεινε στη θέση του, κανένας που δεν βασταζόταν από κάπου δεν μπόρεσε να σταθεί στα πόδια του. Πως ήταν δυνατό να μπορέσει να ισιώσει το πλοίο; Αν είχαμε καιρό να το σκεφτούμε, σίγουρα θα λέγαμε πως όχι, δεν ήταν δυνατό.
Μα πριν κατανοήσουμε πως βουλιάζαμε, πως σίγουρα ήρθε το τέλος μας, ακούσαμε δυνατούς ήχους υπόκωφους από χτυπήματα και νιώσαμε το πλοίο να ισιώνει. Το μεγάλο ταρακούνημα ημέρεψε και έγινε ομαλότερο. Τα δυνατά χτυπήματα σταμάτησαν και έγινε ένα βουητό σιωπής. Ακούγονταν μόνο οι αέρηδες και τα κύματα του άγριου καιρού έξω που λυσσομανούσαν σε μια αρμονία οι δυνάμεις του ενωμένες χαλώντας την ηρεμία της φύσης και αναστατώνοντας την πλάση του Θεού. Ήταν στιγμές απερίγραπτες που όμως δεν προλάβαμε να συνειδητοποιήσουμε φόβο, γιατι έγιναν όλα σε απειροελάχιστο χρόνο χωρίς η σκέψη μας να προφτάσει να ολοκληρώσει τον κύκλο της και να εμπεδώσει στις καρδιές μας τον τρόμο.
Όμως τι είχε συμβεί;
Ευτυχώς δεν πέσαμε στις συμπληγάδες πέτρες που κατά τη μυθολογία στέκουν σαν διαχωριστική πύλη ανάμεσα στη Μαύρη θάλασσα και τα στενά του Βοσπόρου χτυπώντας και κόβοντας στα δύο τα καράβια στο ανοιγόκλημα τους, ούτε κόπηκε το πλοίο στα δυο από τη μεγάλη θαλασσοταραχή, αλλά ούτε και μας έγειρε μέσα στα νερά το ψηλό και επικίνδυνο φορτίο που μεταφέραμε. Εκείνη τη μέρα οι Άγγελοι του ουρανού μας πρόσεχαν και μας φύλαγαν και δεν άφησαν τους διαβόλους του βυθού και τις κακές Νηριήδες να μας τραβήξουν και να μας πνίξουν.
Εκείνη τη μέρα ο Άγιος Νικόλαος ο προστάτης όλων εμάς των ναυτικών, μας γλύτωσε την τελευταία στιγμή. Είχαμε την εικόνα του κρεμασμένη στη γέφυρα και όπως εμείς, όλα τα Χριστιανικά πλεούμενα μικρά ή μεγάλα έχουν την εικόνα του για να τους προστατεύει.
Σε τέτοιες δύσκολες στιγμές η χαμένη πίστη των ανθρώπων επανέρχεται στις καρδιές τους και από αρχής ξαναπιστευουν στο Θεό. Που όταν όλα τελειώνουν και παντελώς εκλείπει η ελπίδα, οι Άγιοι και οι Άγγελοι από θεία πρόνοια εφορμούν και αποτρέπουν ναυάγια, ή σώζουν αβοήθητους ναυτικούς που πνίγονται στα πελάγη.
Είχε συμβεί από χάρη Θεϊκή αυτό που θέλησε εξ αρχής ο καπετάνιος να κάμει, αλλά ένεκα της μεγάλης θαλασσοταραχής ήταν αδύνατο. Στην απόφαση του για τη σωτηρία του πλοίου να ξεδέσει το φορτίο και να ξαποληθεί στη θάλασσα, δεν κατέστη δυνατή η υλοποίηση της, γιατί όποιοι ναύτες το επιχειρούσαν, μόλις βγαίνοντας στο κατάστρωμα τα κύματα αμέσως θα τους έπαιρναν και θα τους έπνιγαν.
Από το δυνατό μπότσι λοιπόν, και το ψηλό φορτίο που έγειρε το πλοίο ίσα με την επιφάνεια της θάλασσας, τα δεσίματα έσπασαν, τα σχοινιά κόπηκαν και το φορτίο των ξύλων που υπερείχε πάνω από τα αμπάρια παρασύρθηκε στη θάλασσα πολλά εκ των οποίων πέφτοντας με δύναμη χτύπησαν στην οροφή του ακκομοθεσίου προκαλώντας τα υπόκωφα χτυπήματα που είχαμε ακούσει τις ύστατες εκείνες στιγμές του μεγάλου κινδύνου που διατρέξαμε να βυθιστούμε.
Έτσι μ αυτό τον τρόπο σωθήκαμε, η ανακούφιση μας πλημμύρισε τις καρδιές, και μεμιάς όλοι πιστοί και άπιστοι, ευχαριστήσαμε και δοξάσαμε το θεό.
ΟΙ ΠΡΩΤΟΜΠΑΡΚΟΙ, Η ΟΜΟΡΦΗ ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ
Η τρικυμία καταλάγιασε και ο άνεμος σταμάτησε το απαίσιο σφύριγμα του. Όλοι αποκαμωμένοι από τη μεγάλη τρικυμία και το δυνατό μπότζι που μας ταλαιπώρησε ώρες, αλλά περισσότερο από την αγωνία για εκείνες τις δύσκολες στιγμές που παρ ολίγο η θάλασσα να μας επνιγε μες τα βαθιά νερά της, ανακουφισμένοι τώρα και με ευχαρίστηση στην καρδιά πως τη σκαπουλάραμε, όσοι τελειώσαμε τις βάρδιες μας πήγαμε για ύπνο. Ξάπλωσα ντυμένος με τα λερωμένα ρούχα της δουλειάς, και με τις σκέψεις σε κείνες τις τραγικές στιγμές, αποκοιμήθηκα κουρασμένος και καταπονημένος καθώς ήμουν.
Η άλλη μέρα αργά πριν το μεσημέρι, με βρήκε ακόμα ξαπλωμένο, με τις αχτίδες του ήλιου να περνούν από το φινιστρίνι και να με χτυπούν στα μάτια. Οι κουρτίνες ήταν ανοιχτές και έξω ο ουρανός γαλάζιος και ασυννέφιαστος. Γλάροι πετούσαν σημάδι πως ήμασταν κοντά σε στεριά, ενώ το μποτσαρισμα του πλοίου είχε παύσει εντελώς. Σκέφτηκα πως μπήκαμε στα στενά, και πως αφήσαμε πίσω μας την φουρτουνιασμένη μαύρη θάλασσα που ήθελε να μας πνίξει.
Τα Στενά του Βοσπόρου και των Δαρδανελίων είναι δύο στενοί και επιμήκεις πορθμοί μέσω των οποίων επικοινωνεί ο Εύξεινος Πόντος με τη Μεσόγειο, την Ευρώπη και την Ασία.
Είναι δυο ονομαστά στενά που αποτελούν το ένα συνέχεια του άλλου και ενώνουν τη Μαύρη θάλασσα με τη Θάλασσα του Μαρμαρά, και ακολούθως με το Αιγαίο Πέλαγος. Είναι από τα πιο επικίνδυνα στενά για τη ναυσιπλοΐα, γι αυτό πάντα τα πλοία που τα διαπλεουν, δια νόμου πρεπει να τα κατευθύνει πιλότος της περιοχής.
Πιλότοι εκ του Αγγλικού όρου ή Πλοηγοί εκ του Ελληνικού, είναι υπάλληλοι με γνώσεις της θαλάσσιας περιοχής, των συνήθων καιρικών συνθηκών, των ρευμάτων, της παλίρροιας, των βαθών και του είδους βυθού, και τυχόν ναυτικών κινδύνων τηε συγκεκριμένης περιοχής στην οποία αναλαμβάνουν την πλοήγηση των πλοίων. Κάθε φορά που περνούσαμε τα στενά, οι Τουρκικές Ναυτικές υπηρεσίες με την άδεια για τη διέλευση μας, μας παραχωρούσαν και πλοηγό πιλότο.
Μαστουρωμένος από τον ύπνο πριν πάω στο κουζινάκι για καφέ, δρασκέλισα τη ψηλή πόρτα και βγήκα στο κατάστρωμα να ανασάνω την γεμάτη ιώδιο αλμυρή ατμόσφαιρα. Σαλπάραμε πριν δυο μέρες με το δείλι να γεμίζει πορφυρά χρώματα τον ουρανό, και τώρα εδώ, κοντά μεσημέρι είχαμε τον ήλιο ολόλαμπρο από πάνω να αντανακλάται στα υσηχασμένα νερά δημιουργώντας φωτεινές ίριδες. Εδώ στην τέλειωση της Μαύρης θάλασσας, στήθηκα πρύμα κι αγνάντεψα τις στεριές δεξιά και αριστερά μου. Ένα θέαμα πανέμορφο που όποτε περνούσαμε τα στενά, στεκόμουν κι αποθαύμαζα όσα όμορφα χωρεί ο νους, όλα αραγμένα εμπρός μου εύμορφα και θαυμαστά. Με τις βάρδιες και τα ξενύχτια μέσα στις λαμαρίνες, και στην αφόρητη μοναξιά μας, αυτή η θεα ήταν η μεγάλη πληρωμή μας, γιατι τέτοιες ομορφιές σπάνια συναντά ανθρώπου μάτι. Οι ακτές πυκνοκατοικημένες με υπέροχα αρχοντικά και παλιά κτίρια, πύργους, παλάτια και μικρά νησάκια με πανέμορφα κτίσματα πάνω στημένα αθάνατα στο χρόνο, και ένα ατελείωτο πράσινο βλαστημένο στη μεριά της Ασίας πυκνόφυτο που φιλούσε τη θάλασσα.
Η κουβέρτα ήταν ξεπλυμένη και πεντακάθαρη από τα μεγάλα κύματα της χτεσινής τρικυμίας και οι μπουκαπόρτες ερμητικά έκλειναν τα αμπάρια. Το φορτίο από σανίδια μέσα καλά προφυλαγμένο, ενώ όσο φορτίο είχε πάνω στο κατάστρωμα προηγουμένως στιβαστεί, τώρα παρασυρμένο και χαμένο στη θάλασσα.
Ο δεύτερος καπετάνιος με το λοστρόμο επιθεωρούσαν της ζημιές από την τρικυμία, ενώ η γυναίκα του καπετάνιου που ταξίδευε μαζί μας, ακουμπισμένη στα ρέλια αγνάντευε κι αυτή τις όμορφες ακτές της στεριάς. Ήταν κοντούλα, αλλά αυτό περνούσε απαρατήρητο γιατι είχε ένα τέλειο σώμα που τονιζόταν περισσότερο καθώς ήταν ντυμένη με μπλουτζίν και εφαρμοστή φανέλλα που τόνιζε δυο στητά υπέροχα στήθη που αντανακλούσαν θυλικότητα και ερωτισμό.
Η θυλικότητα είναι η αληθινή μορφή του σώματος και δεν υπάρχει κόσμημα σπανιοτερο από αυτήν. Ίσως γνωρίζοντας το η όμορφη καπετάνισσα και καταλαβαίνοντας την πεθυμιά που εξέπεμπε στους αρσενικούς, ντυνόταν με ρούχα εφαρμοστά που τόνιζαν τις όμορφες καμπύλες της. Σπάνια έφευγε από το πλωριό ντεκ της γέφυρας, αλλά όταν αυτό συνέβαινε, αναστατωμένο το πλήρωμα σύσσωμο προσπαθούσε να την αντικρύσει και να την αποθαυμάσει.
Και αυτή γνωρίζοντας την αναστάτωση που προκαλούσε, κάθε φορά όταν έβγαινε περίπατο στην κουβέρτα, ντυνόταν με ρούχα που επιδύκνειαν το σφριγηλό της στήθος το οποίον της προσέδιδε υπέρτατο αισθησιασμό και σεξουαλισμό.
Γύρισε προς εμένα και βάδισε προς το μέρος μου. Έμεινα εκστατικός να παρακολουθώ το λικνιστό της βήμα και τα μηνίγγια μου ήθελαν να σπάσουν από ταραχή. Μια φορά την είχα δεί από μακριά προηγουμένως, και ξανά τώρα εδώ, δίπλα μου ακριβώς, όπου στάθηκε και με χαιρέτησε.
-Για σου Κύπριε, σε λένε Κυριάκο;
Και πλησιάζοντας με σχεδόν εξ επαφής, άπλωσε το ένα της χέρι και ακούμπησε το δείχτη του χεριού της πάνω στο γυμνό μου στήθος καθώς είχα ξεκούμπωτο το πουκάμισο και με μια αργή κίνηση όπως ένα γλυκό χάϊδεμα το έσυρε αργά προς τα κάτω. Είδε την αναστάτωση που μου προκάλεσε, και μάλλον ευχαριστημένη συνέχισε να με αγγίζει με το δείχτη του χεριού της. Ήταν ένα άγγιγμα φαινομενικά αθώο, μπορεί χάϊδεμα απαλό ή άγγιγμα φιλικό, μπορεί και προσποιητό. Και εγώ ο άμοιρος με σκέψεις οργιαστικές και το σώμα μου να αναριγά, σκέφτηκα πως αν με ένα απλό άγγιγμα του χεριού της μου προκαλούσε τόση αναστάτωση, με το άγγιγμα του κορμιού της μπορεί να με σκότωνε.
Όμως μέσα μου δεν έτρεφα ψευδαισθήσεις. Πίστευα πως έπαιζε μαζί μου όπως η γάτα με το ποντίκι. Ίσως γνωρίζοντας την σεξουαλική αύρα που εξέπεμπε με την αισθησιακή της έκφραση, της άρεσε να παιδεύει τους αρσενικούς. Διότι δεν ήταν δυνατό, μια καπετάνισσα να έδινε σημασία σε μένα, ένα παιδαρέλι άσημο και πρωτόμπαρκο που κανείς δεν λογάριαζε, εκτός αν είχε βίτσιο, ή καπρίτσιο από υπέρμετρη αυταρέσκεια.
Μετά από χρόνια πολλά που πέρασαν, όταν τη φέρνω στο νου μου θυμάμαι την γλυκιά αντίθεση ανάμεσα στο αγγελικό της πρόσωπο και στο κολασμένο καλλίγραμμο κορμί της. Θυμάμαι τα μάτια της που όταν με κοίταξαν, αναγνώρισα μέσα τους προστυχιά και ερωτισμό.
Πολλές ήταν οι φορές αργότερα στα διάφορα λιμάνια που όταν αγκάλιαζα γυναίκες, έσβηνα το φως και φανταζόμουν πως αγκάλιαζα αυτήν. Τη φέρω ακόμα στο νου μου ως γλυκεία ανάμνηση κάθε τόσο καιρό, όποτε νοσταλγικά θυμάμαι εκείνους τους καλούς καιρούς στα άλμπουρα της νεότης μου ως ναυτικός και ταξιδευτής της γης και της θαλάσσης.
ΟΙ ΠΡΩΤΟΜΠΑΡΚΟΙ, ΤΟ ΕΡΩΤΙΚΟ ΤΡΙΓΩΝΟ
Τα κουτσομπολιά στο πλοίο έπαιρναν και έφερναν. Στα μουλωχτά και στα κρυφά μεταξύ του πληρώματος τάχατες εμπιστευτικά για να μην τους ακούσει κάποιος χαφιές, κυριαρχούσε η κουβέντα για τη καπετάνισσα.
Ήταν έλεγαν, μια γυναίκα με ακόρεστες σεξουαλικές ορέξεις που χωρίς αναστολές έριχνε τα δίχτυα της σε όποιον γουστάριζε υπό την ανοχή του συζύγου της που έκλεινε τα μάτια μη θέλοντας ίσως να δει κατάματα την οδυνηρή πραγματικότητα, αποφεύγοντας τοιουτοτρόπως συνέπειες που δεν επιθυμούσε.
Ίσως υπέθεταν, να τα είχε με το χαφιέ του καπετάνιου εκείνον τον ξανθό ναύτη με τους πολλούς μύες ίδιον με ντουβάρι, ίσως γι’ αυτό του επέτρεπαν να διαμένει στο πλωριό κομμοθέσιο μαζί τους. Ίσως ακόμα, να είχαν δημιουργήσει ερωτικό τρίγωνο, ένα φαινόμενο αρχέτυπο από καταβολής κόσμου, ανεξαρτήτως κοινωνικών και μορφωτικών στάτους, μιας σεξουαλικής διαστροφής πορωμένων και ζωώδων ενσίκτων χωρίς ηθικές αναστολές.
Της καταλογούσαν ακόλαστες ορέξεις που για να τις ικανοποιήσει δεν δίσταζε να προβαίνει σε πράξεις που πίσω άφηναν στάχτες και αποκαΐδια. Συμπεριφορές χωρίς ηθικούς και κοινωνικούς κανόνες, μια στάση ζωής πολύ απελευθερωμένης από οποιαδήποτε σεξουαλική κουλτούρα.
Οι φήμες μεταξύ του πληρώματος οργίαζαν, ο καθένας πρόσθετε κάτι δικό του, και πόσα ήταν αληθινά μόνο ο θεός ήξερε. Ακόλαστους τους έλεγαν, και ανάλγητους βιτσιόζους της προστυχιάς τους κατονόμαζαν.
Βαριές κουβέντες, συνηθισμένες μεταξύ των αθκιασερών. Κουβέντες αληθινές και ψεύτικες, μια αγαπημένη ενασχόληση και ένα θλιβερό χόμπι των υποκριτών ανθρώπων που αγαπώντας τις ίντριγκες και τις δόλιες μηχανορραφίες, χωρίς άλλο λόγο εκτός της προσωπικής ευχαρίστησης, προσπαθούσαν από ζηλοφθονία, με μανία να προκαλέσουν βλάβη στους άλλους.
Η απιστία είναι ένα οδυνηρό γεγονός που κλονίζει τη σχέση του αντρογύνου. Οι λόγοι είναι διαφορετικοί, κάποτε αυστηρά προσωπικοί και μοναδικοί καθώς άλλο είναι το σεξ, άλλο η αγάπη. Συνήθως ότι μένει κρυφό δεν πληγώνει, αλλά αν αυτό φανερωθεί, τότε προκύπτουν οι συνέπειες. Πολλές φορές όμως, σε κάποια ζευγάρια μοντέρνα και προχωρημένα, υπάρχουν διαφορετικές αντιλήψεις, ώστε να μπορούν να μειώνουν τις ενοχές. Κάποιοι μεταξύ τους συμβιβάζονται και συνεργάζονται σε σχέσεις καθαρά απόλαυσης και ηδονής, χωρίς δεσμεύσεις ή οικείες σχέσεις που θα μπορούσαν να επιφέρουν διασάλευση και ρήξη αναμεταξύ του αντρογύνου. Τοιουτοτρόπως δεν χρειάζεται από καμιά πλευρά να ειπωθούν ψέματα και δικαιολογίες, καθώς υπάρχει η συνενοχή ή και η συμμετοχή. Ενεργώντας δι αυτού του τρόπου οι άνθρωποι, δεν υπόκεινται στη βάσανο ενός οδυνηρού χωρισμού, ούτε διακατέχονται από συναισθήματα που φθείρουν τη ψυχή, όπως ζήλεια, θυμό και θλίψη.
Αυτά αποφάνθηκε ο δεύτερος μηχανικός που θέλοντας να παραστήσει τον φιλόσοφο, έδωσε μια λογική εξήγηση και βρήκε ένα δίκαιο στους ανθρώπους που έπρατταν ομοίως. Όμως σε όλους μας ήταν γνωστή και η δική του ιστορία, πως και αυτουνού η μοίρα τον ήθελε ένα δυστυχή άνθρωπο που η σύζυγος του μια χοντρή και καθόλου συμπαθητική γυναίκα, του είχε κάνει το βίο δύσκολο. Μπροστά στα μάτια του φλερτάριζε με τον καθένα, στην προσπάθεια της επί σκοπού να τον μειώσει και να τον ρεζιλέψει. Ήταν φανερό πως ήταν μοχθηρή και του είχε επιβληθεί με φανερά τα αποτελέσματα. Αυτή ευτραφής και στρουμπουλή, αυτός ισχνός, πετσί και κόκαλο, τον είχε ρέψει με την κακία της. Ερχόταν και έμενε μαζί του κατά καιρούς όποτε βαριόταν τη στεριανή ζωή και επιθυμούσε μια αλλαγή. Ήταν φανερό πως θέλοντας να δικαιολογήσει τη δική του ανοχή έναντι της, και νιώθοντας ενοχή για τη χαλαρή συμπεριφορά του, προσπαθούσε μέσα από φιλοσοφικές σοφιστείες να δικαιολογήσει τα αδικαιολόγητα των άλλων.
Έτσι λοιπόν τα λόγια έπαιρναν και έφερναν, είχε δι αυτού του τρόπου το πλήρωμα κουβέντες να λέει και να συζητά περνώντας έτσι ευχάριστα τις ατελείωτες ώρες πάνω στο πλοίο.
Πολλές ιστορίες πραγματικές υπάρχουν που όπλισαν χέρια και τα έκαμαν δολοφονικά αδίκως, μόνο και μόνο από λόγια συκοφαντών, ψεύτικα και παραπλανητικά που έκαμαν κάποιους να πιστέψουν πως συνομωσίες υφαίνονταν εναντίον τους στα σκοτεινά.
Θέλω να πω πως όλα έμοιαζαν λόγια αληθινά, αλλά ήταν λόγια που κακοί ναυτικοί τα χρησιμοποίησαν για να βλάψουν ανθρώπους. Προσπάθησαν να δημιουργήσουν προβλήματα σε μένα και να με εκφοβίσουν παίρνοντας και φέρνοντας κουβέντες και κουτσομπολιά.
Άρχισαν τις διαβολές πως έτσι είπε αυτός, ή πως έτσι είπα εγώ. Ξεκίνησε την κουβέντα ο λοστρόμος λέγοντας μου πως βλέποντας τη καπετάνισσα να έχει γούστο σε μένα, ο ξανθός ναύτης ζήλεψε και θύμωσε, γι αυτό έπρεπε εγώ να προσέχω γιατι ήταν μοχθηρός και για να με κάνει να τον πιστέψω, μου εξιστόρησε ένα παλαιότερο γεγονός, πως σε μια ίδια ιστορία πριν λίγο καιρό με την ίδια υποψία, κάθε μέρα έδερνε ένα καημένο νέο ώσπου τον ανάγκασε να εγκαταλείψει το πλοίο στο επόμενο λιμάνι.
Δεν έδωσα πολλή σημασία, γιατί σκέφτηκα πως δεν θα έδινα λόγο για δημιουργία παρεξηγήσεων, ούτε θα αφηνόμουν να παρασυρθώ σε ερωτικά παιχνίδια επικίνδυνα εν μέσω πελάγου όπου κάποιον εύκολα μπορούσε να τον παρασύρει και να τον πνίξει κάποιο τρικυμισμένο κύμα, άρα τοιουτοτρόπως θα καταλάγιαζαν οι τυχόν υποψίες και ζήλειες του υποτιθέμενου αγαπητικού των καπεταναίων.
ΟΙ ΠΡΩΤΟΜΠΑΡΚΟΙ, Η ΤΕΛΙΚΗ ΣΥΓΚΡΟΥΣΗ
Καθημερινά στις 12 η ώρα μαζευόμασταν στη μικρή τραπεζαρία για το μεσημεριανό φαγητό. Ο μάγειρας ένας μικρούτσικος ανθρωπάκος που όσο μπόι του έλειπε τόση μαεστρία είχε στην τέχνη του, έφτιαχνε καταπληχτικά φαγητά που όλοι περιμέναμε με αδημονία να γευτούμε. Είχε ένα έμφυτο ταλέντο που ότι άγγιζε το μαγείρευε εξαιρετικά, φαγητά και λιχουδιές που προσμέναμε όχι μόνο για να θρεψουμε την πείνα μας, αλλά και να απολαύσουμε γεύσεις εξαιρετικές που πολύ καλά ήξερε να δημιουργεί.
Παρ’ όλη όμως την ευχαρίστηση των σπουδαίων γεύσεων που με αγαλλίαση πρόσμενα, εκείνες τις ώρες πάντα ένιωθα μια ανησυχία. Ήταν οι μοναδικές στιγμές που συναπαντιόμασταν με τον μαντράχαλο σπιούνο του καπετάνιου. Ερχόταν από τους πρώτους και αφού έτρωγε βιαστικά, κουβαλούσε στο πλωριό ντεκ ένα δίσκο με φαγητό που ετοίμαζε ο μάγειρας για τον καπετάνιο και την καπετάνισσα οι οποίοι συνήθως έτρωγαν στην καμπίνα τους.
Ανάμεσα μας είχε δημιουργηθεί μια μεγάλη ένταση, και ένιωθα το βλέμμα του πάντα απειλητικό στραμμένο σε μένα, καταλαβαίνοντας πως η στιγμή της σύγκρουσης μας ήταν αναπόφευκτη. Κάποιοι ναύτες από το πλήρωμα σπιούνοι κυρίως μαέστροι του κουτσομπολιού, έπαιρναν και έφερναν κουβέντες που όξυναν τα πνεύματα ανάμεσα μας. Εκμεταλλευόμενοι τη μεγάλη του προσκόλληση και την ιδιαίτερη Ιψενική σχέση που ίσως είχε με τον καπετάνιο και τη καπετάνισσα, και μετά το θλιβερό όπως αποδείχτηκε επεισόδιο της φιλάρεσκης συμπεριφοράς της καπετάνισσας προς εμένα, κουτσομπολεύοντας κατασκεύασαν σενάρια και δημιούργησαν ίντριγκες, δολοπλοκίες και ραδιουργίες εκ του μηδενός. Έφτιαξαν μια τεχνητή κατάσταση αντιπαράθεσης με αιτία την υποθετική αισθηματική προτίμηση της καπετάνισσας που έκανε τον δυστηχή νάυτη να πιστεύει πως ήμασταν μεγάλοι αντίζηλοι και αδυσώπητοι εχθροί. Απύθμενο μίσος μέσα του μαζεύτηκε με τον καιρό, έτοιμο να ξεχειλίσει και να ξεκινήσει ίσως ένα καυγά μέχρι εσχάτων εκεί στα άγνωστα μέρη, μέσα σε θάλασσες αχανείς και έρημες που πολλούς ναυτικούς είχε καταπιεί το μαύρο της σκοτάδι μέσα σε νύχτες σκοτεινές και ασέληνες.
Έσπειραν και καλλιέργησαν στη ψυχή του μεγάλη ζήλια και υποψία πως ήμουν αντίζηλος του, ενώ στη δική μου αντίληψη μια βεβαιότητα με τον καιρό επικράτησε, πως το απλό αθώο επεισόδιο με την καπετάνισσα, μόνο αυτό, αρκούσε για να τον στρέψει σφόδρα εναντίον μου σαν ένα θηρίο άγριο και αιμοβόρο.
Και γω ο άμοιρος γνωρίζοντας την ανεπάρκεια μου απέναντι του καθώς ήταν πολύ μεγαλόσωμος, φρόντιζα να πηγαίνω καθυστερημένος για φαγητό όταν όλο το πλήρωμα ήταν μαζεμένο, ένας τρόπος που αποδείχτηκε αποτρεπτικός παράγοντας και για αρκετό καιρό τον κράτησε μακριά μου.
Ο φόβος όμως φώλιασε στη ψυχή μου, ένας τρόμος που όσο με κουτσομπολιά και λόγια συντηρείτο από τους καλούς μου συναδέλφους, με τον καιρό μεγάλωνε και γινόταν πανικός και εφιάλτης, ένα αδυσώπητο βάσανο στη σκέψη και στο είναι μου που όσο ο καιρός περνούσε, ένιωθα την αντιπαράθεση υπόγεια να υποβόσκει, και έβλεπα το μίσος ξεκάθαρα ζωγραφισμένο την όψη του να μεγαλώνει.
Όλοι μας καταλαβαίναμε πως το κακό πολύ σύντομα θα ξεσπούσε. Οι περισσότεροι με αδημονία και χαιρεκακία περίμεναν να παρακολουθήσουν ένα τρικούβερτο καυγά να συμβαίνει ώστε σαν θεατές καλά να απολαύσουν και ύστερα τις επόμενες μέρες να έχουν τροφή για συζήτηση σπάζοντας τοιουτοτρόπως τη μονότονη και απέραντη μοναξιά τους πάνω στο πλοίο.
Και εγώ στις μαύρες σκέψεις μου πίστεψα τελικά πως δεν υπήρχε άλλη λύση, ή θα με σακάτευε αυτός, ή πρώτος εγώ έπρεπε κάποια νύχτα σκοτεινή να τον σκότωνα στον ύπνο του και ύστερα κρυφά να τον έριχνα να τον φαν τα ψάρια. Όσο οι μέρες περνούσαν πιο πολύ σκεφτόμουν αυτή τη λυση, ώσπου με τον καιρό μου έγινε βίωμα πως δεν υπήρχε άλλος τρόπος. Με τις ώρες στις βάρδιες μου σκεφτόμουν τρόπους πως θα ενεργούσα, παρακολουθούσα τις κινήσεις του και κατασκεύαζα σενάρια. Κατέστρωσα ένα σχέδιο, αλλά μια μεγάλη δυσκολία υπήρχε που με κατέτρωγε, αν θα έβρισκα το θάρρος να προβώ στην αποτρόπαιη πράξη, καθώς δεν είχα στο αίμα μου δολοφονικές τάσεις. Αυτή η τρομερή αμφιβολία δεν με άφηνε να προχωρήσω στο σχέδιο μου που θα με απάλλασσε από τον καθημερινό μου εφιάλτη που βασανιστικά μέσα μου φωλιασμένος ο τρόμος ταλαιπωρούσε το νου μου.
Ήταν μια μέρα δεν είχε τρικυμία, αλλά είχε μεγάλα υπόγεια ρεύματα που έκαναν το πλοίο να μποτσάρει ενοχλητικά. Είχαμε ξεπλύνει και καθαρίσει τη μηχανή και το πετρέλαιο που χρησιμοποιήσαμε γέμισε στις σεντίνες. Σεντίνες είναι το κάτω μέρος του μηχανοστασίου όπου συγκεντρώνονται τα απόνερα. Από το μεγάλο μπατάρισμα όμως τα απόνερα κινδύνευαν να υπερχειλίσουν καθώς πολύ έγερνε το πλοίο, και να λερώσουν το πάτωμα. Είχα λάβει λοιπόν ειδοποίηση από τον δεύτερο μηχανικό να βιαστώ να φάω για μεσημέρι και γρήγορα να κατεβώ στη μηχανή να ξεκινήσω την αντλία να αδειάσω τα απόνερα.
Έβαλα τις φόρμες εργασίας και πήγα στην κουζίνα όπου εξήγησα στον καλό μας μάγειρα τα πράγματα. Αυτός, άνθρωπος πάντα με ένα χαμόγελο και ένα αστείο στα χείλη, με πολλή ευχαρίστηση μου είπε να πάω στην τραπεζαρία να καθίσω, και αυτός ο ίδιος χωρίς να περιμένει τον καμαρότο, θα μου έφερνε το φαγητό μου.
Ευχαριστημένος γιατί θα έτρωγα πριν την κανονική ώρα και τοιουτοτρόπως θα γλύτωνα το κακό συναπαντημα με τον κακό ναύτη, κάθισα σε μια καρέκλα που ήταν βιδωμένη στο πάτωμα για να μην κουνιέται καθώς κουνιόταν το πλοίο, και ακούμπησα τα χέρια στο τραπέζι προσμένοντας με λαχτάρα τα καλούδια φαγητά του καλού μας μάγειρα. Έγειρα τη ράχη πίσω, και η ματιά μου έμεινε να κοιτάζει την πόρτα προσμένιντας το μάγειρα με τα καλύτερα φαγητά…
Είδα πρώτα τη σκιά του να μπαίνει στην πόρτα, και κάτι δεν μου άρεσε καθώς μου φάνηκε διαφορετική. Αμέσως συνειδητοποίησα πως δεν ήταν ο μάγειρας, αλλά ο αδυσώπητος εχθρός μου, ο ιδαίτερος ναύτης του καπετάνιου.
Μεγάλος φόβος με έζωσε, αλλά μηχανικά όπως πολλές φορές είχα σκεφτεί πως θα αντιδρούσα στην περίπτωση όταν θα προέκυπτε, σηκώθηκα και αμέσως όρμησα σκυφτός και τον άρπαξα από τα μεγάλα πόδια. Με όλη μου τη δύναμη τον σήκωσα, μια δύναμη που είχε πολλαπλασιαστεί από το φόβο που είχα μέσα μου, και το σώμα του έγειρε και έπεσε κάτω και εγώ πάνω του. Ένας βαρύς γδούπος ακούστηκε, καθώς το κεφάλι του με περισσή δύναμη από τη φόρα που τον έσπρωξα, χτύπησε στον μπουλμέ του τοίχου. Μονομιάς σηκώθηκα έτοιμος να τον κλωτσήσω, αλλά ξαφνιασμένος τον είδα να μένει χάμω καθιστός με απλανές βλέμμα.
Έμεινε κάτω λίγη ώρα, και ύστερα σηκώθηκε ζαλισμένος και έσυρε τα βήματα του στο διάδρομο που οδηγούσε έξω στην κουβέρτα, στη μεριά της πλώρης.
Πιο πέρα ο μάγειρας έστεκε ξαφνιασμένος παρακολουθώντας και μη πιστεύοντας πως όσα συνέβηκαν ήταν πραγματικά, πως ο μεγαλόσωμος ναύτης έφευγε με την ουρά στα σκέλια.
Πολύ θα ήθελα ο άμοιρος να είχα ξεμπερδέψει και το θηρίο να ημερέψει, να του περάσει το άχτι. Μου ήταν πολύ δύσκολο να πιστέψω πως φοβήθηκε, πως έτσι απλά τα παράτησε. Δεν πίστευα πως έστω λίγο φοβήθηκε.
Ήταν γεγονός πως εγώ έδειξα μεγάλη αφοβιά, πως κατάφερα να τον ρίξω κάτω, όμως δεν πίστεψα πως φοβήθηκε, πώς η μάχη είχε τελειώσει. Ήταν η πρώτη μας σύγκρουση και είχα την πρώτη ρεβάνς. Αλλά δέν μπορούσα στη σύγκριση να μου δώσω υπεροχή, καθώς τα μεγέθη μας ήταν ανυπέρβλητα. Εγώ νεαρός, αδύνατος και κοντός, αυτός τριαντάρης ψηλός ίσα με δύο μέτρα, και ένα κορμί ντουβάρι μόνο μύες και χοντρά μούσκουλα.
Πραγματικώς την ώρα του φευγιού του ένιωσα μεγάλη ανακούφιση, είχα γλυτώσει έστω προσωρινά από μια δύσκολη κατάσταση. Ήξερα πως δεν είχε τελειώσει η ιστορία, σκέφτηκα πως απλά είχε πονέσει πολύ, και υποχώρησε προσωρινά.
Όλοι με θαύμασαν, όλοι με παίνεψαν, και όλοι κατηγόρησαν τον ψηλό ναύτη πώς ήταν δειλός.
Χαιρόμουν ιδιαίτερα που εύκολα γλύτωσα από τα χέρια του, και το μυαλό μου ημέρεψε λίγο που για μέρες πολλές τώρα ήταν σε ένταση από την αγωνιώδη προσμονή της σύγκρουσης μας.
Σκέφτηκα πως από τώρα και εξής, η ζωή μου ως πρωτόμπαρκου ναυτικού τουλάχιζτον είχε μπει σε μια καλύτερη διάσταση, και δεν θα είχα πλέον εχθρικές συμπεριφορές από τους παλιότερους που υποτιμητικά συνήθιζαν να συμπεριφέρονται στους καινούργιους…
Και πραγματικώς η συμπεριφορά τους άλλαξε, μου φέρονταν με σεβασμό και εκτίμηση, και με έβλεπαν από άλλη σκοπιά καθώς στη σύγκρουση μου, έδειξα πρωτόγνωρη τόλμη.
Οι μέρες περνούσαν και ήταν όλα καλά, εξόν από την παράξενη απουσία του ναύτη που έπαψε να κυκλοφορεί στο επίστεγο κομοθέσιο του πληρώματος. Έμενε στο πρόστεγο της γέφυρας με τον Καπετάνιο και τη καπετάνισσα. Ούτε στο κατάστρωμα για εργασία δεν παρουσιαζόταν. Σταμάτησε να μεταφέρει όπως πριν το φαγητό στον καπετάνιο, και τη μεταφορά ανέλαβε ο καμαρότος. Ήταν μια παράξενη συμπεριφορά που κανείς στο πλήρωμα δεν μπορούσε να εννοήσει, έτσι και πάλιν άρχισαν οι υποθέσεις και τα κουτσομπολιά να παίρνουν και να φέρνουν. Άλλος το μακρύ κι άλλος το κοντό, δημιουργήθηκε μια παραφιλολογία που με ευχαρίστηση συζητούσαν στ σχόλη τους, σπάζοντας δι αυτού του τρόπου τη μονοτονία της καθημερινότητας τους.
Και συνέχιζαν να συζητούν, και με συμπόνοια αναφέρονταν σε μένα τον καημένο πρωτόμπαρκο Κύπριο που για ένα καρβέλι ψωμί ήμουν στα ξένα μέρη μέσα στα βαθιά πελάγη και στους ωκεανούς. Που έφυγα από την πατρίδα μου εκείνους τους καιρούς του πολέμου, που γλύτωσα από τους Τούρκους, αλλά που κινδύνευα να με φαν τα σκυλόψαρα κάποια σκοτεινή βραδυά ένεκα μιας αδικαιολόγητης παράλογης ζήλειας που καρφώθηκε μέσα στο ξερό κεφάλι κάποιο τρελλού ναυτικού.
Περνούσαν οι μλερες, περνούσαν οι εβδομάδες, και η ζωή στο πλοίο κυλούσε τον συνηθισμένο ρυθμό της. Σκληρή εργασία και απέραντη μοναξιά, η Μαύρη θάλασσα και το Αιγαίο πάντα πανέμορφες θάλασσες, πότε αγριεμένες και πότε γαλήνιες, μας περιέκλειαν με τα μυστήρια τους. Και την ώρα της σχόλης μας εμείς οι ναυτικοί, λέγαμε ιστορίες θαλασσινές για να περνά η ώρα.
Τα κουτσομπολιά αραίωσαν σιγά, και με τον καιρό σταμάτησαν. Που και που ο κακός ναύτης κυκλοφορούσε ανάμεσα στο άλλο πλήρωμα, όμως ήταν απόμακρος και σιωπηλός. Είχε αλλάξει συμπεριφορά, κοίταγε όλους με βλέμμα μοιαστό επικίνδυνου φοβισμένου θηρίου, ενώ όταν συναντούσε έμενα με προσπερνούσε χωρίς να με κοιτάσει στα ίσια.
Κάποιοι είπαν πως σαλτάρισε, και άλλοι πως του έμεινε ζημιά από το δυνατό χτύπημα πάνω στον μπουλμέ.
Μα στο δικό μου μυαλό υπήρχε η έγνοια, γι αυτό ήμουν πάντα προσεκτικό. Το ένστικτο μου με προειδοποιούσε πως κάτι κακό εν τελει θα συνέβαινε. Καταλάβαινα πως καθώς ήταν νοητικά διαφορετικός, ίσως κάποια στιγμή το θολωμένο του μυαλό να αντιδρούσε επίσης διαφορετικα, καθώς οι σκέψεις των τρελλών πολύ από την κοινή λογική απέχουν.
Πολλές φορές στις ατελείωτες βάρδιες μου κάτω στη μηχανή είχα σκεφτεί την κατάσταση, και για ώρες προσπαθούσα να την αναλύσω. Καταλάβαινα πως η συμπεριφορά του έκρυβε ένα σιωπηλό κίνδυνο, και αλλοίμονο την ώρα που η οργή του θα ξεσπούσε. Πάντα προσεκτικός χωρίς να επαναπαυτώ επειδή πέρασε καιρός, απέφευγα όσο μπορούσα να συναπαντηθώ μαζί του, και όταν σπάνια συνέβαινε, ήμουν standby και σε εγρήγορση.
Στο εργαστήριο του μηχανοστασίου έφτιαξα ένα γατζόκλειδο σε διαστάσεις μετρημένες ώστε να είναι ευκολόχρηστο στα χέρια μου, όχι ως εργαλείο για τα βάλβς, αλλά ως όπλο για να αντισταθώ αν χρειαζόταν.
Σαν δόκιμος μηχανικός λοιπόν, κυκλοφορούσα με το γατζοκλειδο ανά χείρας ως μέρος της δουλειάς μου, αλλά θέλοντας ταυτοχρονως να επιδείξω και μια δύναμη αντίστασης. Ίσως να είχε αποτέλεσμα η πράξη μου, καθώς πέρασαν πολλές μέρες, εβδομάδες και μήνες, χωρίς τίποτα να συμβεί. Άρχισα να αναθεωρώ τις σκέψεις μου, και με ανακούφιση στο τέλος συμπαίρανα πώς όλα ήταν της σκέψης μου, και πως είχα είχαν τελέψει.
ΟΙ ΠΡΩΤΟΜΠΑΡΚΟΙ, ΤΙ ΕΙΝΑΙ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ
Πέρασαν έξι μήνες και όλα ήταν καλά. Ένα δυο φορές δοκίμασα να σπάσω τον πάγο απευθύνοντας του το λόγο, αλλά έμενε σιωπηλός. Δεν το θεώρησα παράλογο, γιατί την ίδια συμπεριφορά είχε και με το υπόλοιπο πλήρωμα. Πίστεψα πως του έφυγε η κακία, και πως δεν ήταν τόσο άγριος και επικίνδυνος όσο φαινόταν. Πως η προηγούμενη επιθετικότητα έναντι μου ήταν της στιγμής, γιατί ίσως τον έβαλαν επιτήδειοι και συκοφάντες εκ του πληρώματος. Έτσι ενώ είχε περάσει στη σκέψη μου να ξεμπαρκάρω ένεκα της προκληθείσης κατάστασης, τώρα αναθεώρησα και ήθελα να παραμείνω στο πλοίο περισσότερο καιρό. Ήταν μικρό και καλοτάξιδο σκαρί που έκανε κοντινά δρομολόγια στη Μεσόγειο και που κάθε τόσες μέρες έπιανε Ελληνικό λιμάνι. Σε τέτοια πλοία σπάνια αδειάζουν θέσεις, γιατί οι ναυτικοί πολύ τις επιθυμούν, καθώς τοιουτοτρόπως δεν ευρίσκονται επί μακρόν μακριά από την πατρίδα και την οικογένεια τους.
Η καμπίνα μου ήταν μοναχική ξέχωρη από τις άλλες, πάνω στο πρυμναίο ντεκ, δίπλα στη τσιμινιέρα του πλοίου. Η καπνιά από το φουγάρο άφηνε πίσω μια μακριά ουρά, ενώ όταν ο άνεμος φυσούσε ανακατωμένα, τη διασκόρπιζε και την έριχνε στο κατάστρωμα και ιδιαιτέρα έλουζε την καμπίνα μου που το άστρο χρώμα της έγινε γκριζωπό, όσο και άν τα ψηλά κύματα πολύ τακτικά την ξέπλεναν. Πολλές φορές τούφες άκαης καπνιάς έπεφταν πάνω μου σαν αραιή βροχή, όταν μπαινόβγαινα στην καμπίνα μου.
Όμως, στο φουγάρο δίπλα πολλές ώρες του ελεύθερου μου χρόνου άραζα ρεμβάζοντας και παρακολουθώντας τα τερτίπια της θάλασσας. Μετρούσα τα κύματα και παρακολουθούσα τα δελφίνια χαρούμενα να πλέουν πάνω από το νερό, ενώ ο βαθύς ορίζοντας μας έγνεφε να τον ακολουθήσουμε στα πέρατα του κόσμου. Μου άρεσε ιδιαίτερα να κάθομαι και να αποθαυμάζω τις πανέμορφες στεριές του Βοσπόρου. Πολλές φορές διασχίσαμε τον Ελλήσποντο, και όλες τις φορές, πάνω ψηλά στη τσιμινιέρα στεκόμουν και αγνάντευα τα πανέμορφα παράλια που απλώνονταν γύρω μου.
Τη καμπίνα μου από τη μηχανή χώριζαν δυο σκάλες. Η πρώτη μικρή ισα με δυο μέτρα οδηγούσε στο κατάστρωμα, και η δεύτερη αρκετά μεγάλη, οδηγούσε στο μηχανοστάσιο. Ενδιάμεσα τους ήσαν οι καμπίνες του πληρώματος και η κουζίνα με την τραπεζαρία. Στην αρχή μετρούσα τα σκαλοπάτια κάθε φορά που τα ανεβοκατέβαινα, αλλά σιγά με τον καιρό ξεπέρασα τη συνηθεια. Όλο μου το δρομολόγιο ήταν αυτό, και όσο καιρό ήμουν μπαρκαρισμένος στο πλοίο, μόνο ελάχιστες φορές είχα περπατήσει ως την πλώρη. Ήταν ένας τρόπος να αποφεύγω τις κακές συναπαντήσεις.
Καθώς ο καιρός όμως πέρασε χωρίς να συμβεί τίποτα, έγινα απρόσεκτος. Άρχισα ελεύθερα να κυκλοφορώ πάνω στο πλοίο ή έξω στα λιμάνια, χωρίς ιδιαίτερα να προσέχω.
Εκεί λοιπόν που όλα ξεχάστηκαν, κάποια μέρα ένα δείλη που άρχισε να σκοτεινιάζει, βγαίνοντας από την ζέστη του μηχανοστασίου, δεν ανέβηκα τα σκαλοπάτια που με οδηγούσαν στην καμπίνα μου, παρά τα βήματα μου με οδήγησαν προς την πλώρη θέλοντας να απολαύσω το θαλασσινό αεράκι που ήρεμα φυσούσε και τον ήλιο που έγερνε και χανόταν πέρα στον ορίζοντα της θάλασσας. Δεν είχα σκοπό να πάω ως πέρα, είχα σκοπό μόνο να περπατήσω λίγο.
Σε λίγα μέτρα πίσω από το υπερυψωμένο πρώτο αμπάρι, πετάχτηκε άξαφνα εμπρός μου και απρόσμενα σαν τον Φάντη μπαστούνι ο ναύτης. Ήταν κρυμμένος πίσω από τις μπουκαπόρτες και μου την είχε στήσει. Αιφνιδιάζοντας με χωρίς να προλάβω να αντιδράσω, με άρπαξε από το λαιμό, και ένιωσα τα χέρια του σαν μέγγενη να με σφίγγουν και να με σηκώνουν ψηλά. Χωρίς αναπνοή, άρχισα να τον γρονθοκοπώ με δύναμη όσο μπορούσα, αλλά αυτός ακίνητος χωρίς καθόλου να νιώθει τα χτυπήματα, με έσφιγγε περισσότερο. Σαν ντουβάρι βράχου, με την τεράστια δύναμη που είχε, με σήκωσε ψηλά στο ύψος του προσώπου του και αντικριστά είδα τα μάτια του ανέκφραστα να με κοιτάζουν ατάραχα, όπως να έκανε μια συνηθισμένη εργασία, και όχι ένα φόνο.
Τα δευτερόλεπτα έγιναν αιώνες σε μια επιθανάτια μου στιγμή όταν κατάλαβα πως έφευγε η ζωή, όταν πλέον δεν είχα άλλη αναπνοή. Ένιωσα τα χέρια μου να κρεμιούνται κάτω, και τη σκέψη μου να αποδέχεται το τέλος, και να παραδίδεται στο θάνατο.
Έβλεπα το θάνατο με σιγουριά να έρχεται και το μυαλό μου το κυριεύτηκε από τρόμο.
Πονούσα αφάνταστα από το δυνατό σφίξιμο, αλλά ο τρόμος και η αγωνία του θανάτου υπερίσχυαν του πόνου και η αίσθηση πως δεν είχα δύναμη να αντιδράσω και να αντισταθώ, μάγγωνε απελπιστικά τον εγκέφαλο μου…
Και ξαφνικά δεν υπήρχε τίποτα, δεν υπήρχε ζωή. Μια ήρεμη αίσθηση με κυριάρχησε και η αποδοχή στην ανημποριά της αντίδρασης μου με έκαναν τελεσίδικα να αποφασίσω πως ήρθε το τέλος, και γαλήνια παραδόθηκα στην ανυπαρξία, νιώθοντας μια ηρεμία να με κατακλύζει.
Τι είναι ο θάνατος; Οποία η αίσθηση την ώρα του θανάτου, διερωτούνται πολλοί. Πρόκειται ίσως για το μεγαλύτερο ερώτημα της ζωής. Τι νιώθουμε την ώρα που ξεψυχούμε; Αυτό που αποκαλούμε συνείδηση και σκέψη παθαίνει μαζί με το σώμα;
Εγώ που τον βίωσα και τον αισθάνθηκα, ένα λέγω, πως είναι απλά ένα μαύρο κενό. Δεν είχα σκέψεις, ούτε συνείδηση, τίποτα. Ένιωθα πως δεν ήμουν εκεί. Ένιωθα πως έπεφτα σε ένα μαύρο ύπνο-λήθαργο χωρίς όνειρα, και όταν ξύπνησα αισθάνθηκα πως είχα κοιμηθεί για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα, ενώ στην πραγματικότητα έλειψα από τη ζωή μέσα στη λιποθυμία του θανάτου μου, μόλις λίγα λεπτά ή δευτερόλεπτα. Ένιωσα να ξυπνώ και ένιωθα να πονάω, ένιωθα να δυσκολεύομαι πολύ στην αναπνοή. Ήμουν παρατημένος στο κατάστρωμα πεσμένος κάτω μέσα στο σκοτάδι χωρίς να έχω γίνει αντιληπτός από κανένα…
Με δυσκολία σήκωσα το κορμί μου και ο έγειρα πάνω στη ράχη της μπουκαπόρτας που έκλεινε το αμπάρι. Έμεινα εκεί γερμένος με τες ώρες κοιτάζοντας ψηλά τα άστρα, προσπαθώντας να συνέλθω αλλά και να συνηδειτοποιησω πως όλα όσα συνέβησαν ήσαν αληθινά.
Βίωσα λοιπόν, κάτι. Βίωσα την αίσθηση και τη αγωνία του θανάτου μου. Ήταν στην αρχή ο μεγάλος φόβος του θανάτου όταν τον συνειδητοποίησα με σιγουριά, αλλά ύστερα ήταν η ηρεμία του τέλους που όλα γίνονται διαφορετικά, που η ζωή φεύγοντας παραδίνει την ψυχή στην απόλυτη ηρεμία και γαλήνη που ο θάνατος επιφέρει στο σώμα.
Και αυτό το κάτι ένιωσα πως ήταν τίποτα. Από εκείνο τον καιρό, δεν με φοβίζει ο θάνατος. Δεν τον επιθυμώ γιατί αγαπώ τη ζωή, αλλά και όταν είναι νάρθει, ας έρθει με έναν καλύτερο τρόπο.
Μόλις το πλοίο έδεσε στο λιμάνι του Νοβορωσίσκ, ο Κατσιβάκης ένας ναύτης με τα καλά του ντυμένος έτοιμος, πήδηξε στο μόλο και με βιαστικό βήμα προχώρησε προς την έξοδο του λιμανιού γνέφοντας με δυνατές κινήσεις του σε ένα ταξί που ήταν σταματημένο σε μια άκρη.
Το Νοβορωσίσκ είναι το μεγαλύτερο λιμάνι στη Μαύρη θάλασσα. Δεν είναι τουριστική αλλα βιομηχανική πόλη παραγωγής μετάλλων και τροφίμων. Παλαιότερα έως την Οκτωβριανή επανάσταση, στην πόλη υπήρχε πανίσχυρη ελληνική ομογένεια.
Αυτό που τώρα έκανε την πόλη πανέμορφη, ήταν το απέραντο πράσινο που με τον καιρό τώρα της Άνοιξης και τα χιόνια που σχεδόν είχαν λιώσει, η βλάστηση οργίαζε και τα χαμηλά τριόροφα κτίρια ομοιόμορφα κτισμένα, ήταν χωσμένα πίσω από φραγμούς και δένδρα. Όπου το μάτι πλανιώταν, υπήρχε παντού πράσινο. Ήταν ένα ωραιότατο θέαμα, χάρμα οφθαλμών.
Το ίδιο ωραίος και ο ναύτης ντυμένος με την καλή του φορεσιά, σε εκείνο το ταξίδι θα νυμφευόταν την αγαπημένη του Ρωσίδα που για πολύ καιρό τώρα, τον είχε μαγέψει με την ομορφιά της. Την γνώρισε από την πρώτη μέρα στο πρώτο του ταξίδι πριν καιρό, και την έκαμε αγαπητικιά του για μια νύχτα, προσφέροντας της μια μπλούζα της τελευταίας μόδας που έφερε από την Ελλάδα. Από εκείνη τη φορά του έμεινε καταδική του, και κάθε φορά τον περίμενε στην άκρη του μόλου, και αυτός πάντα σε κάθε επίσκεψη της έφερνε δώρα, κυρίως φορέματα και λεπτά εσώρουχα της μόδας που στην πάλαι Σοβιετική Ένωση ήταν πολύ ακριβά και δυσέβρετα, καθώς δεν ήταν είδη πρώτης ανάγκης και το καθεστώς απέτρεπε την εισαγωγή τους επιβάλλοντας υψηλούς δασμούς.
Είχαν ξεκινήσει μια απλή σεξουαλική σχέση όταν την ψώνισε στο ντόκο που έκανε τσάρκα, που στο χρόνο όμως φούντωσε σε σχέση έρωτος και αγάπης, που να τώρα, κατέληγε σε γάμο. Εκείνους τους καιρούς που οι πολίτες ένιωθαν την καταπίεση του Κομμουνιστικού καθεστώτος, σίγουρα τέτοια καλή ευκαιρία πολλές κοπέλες την γύρευαν. Γι αυτό, αν τον αγαπούσε ή όχι εκείνη μόνο ήξερε, πάντως η απάντηση της ήταν ότι δεχόταν να τον παντρευτεί και να φύγει μαζί του στην Ελλάδα.
Ήταν μια κούκλα αληθινή, πολύ επιθυμητή, με ένα κορμί θεσπέσιο που ανάσταινε πεθαμένους. Ήταν ψηλή και καλλίγραμμη, είχε πρόσωπο τέλειο, άσπρο, αφράτο και ττορφαντό. Είχε μια άγρια ομορφιά και ένα ύφος ατίθασο, που μας έκανε να διερωτόμαστε αν θα μπορούσε να την τιθασεύσει. Τα είχε όλα για να επιτύχει στο Αμερικάνικο σινεμά. Είχε όμως την κακή τύχη να ζει στη Ρωσία αντί στην Αμερική. Δεν γνωρίζαμε λοιπόν, ποιος έκανε χάρη σε ποιον. Ο Κατσιβάκης που έπαιρνε μια λιμανίσια γυναίκα να την κάνει κυρά προκομμένη, ή η όμορφη Ρωσίδα Λιούπα την έλεγαν, που του χάριζε τον θεσπέσιο εαυτό της με το καλλίγραμμο κορμί και τη σπάνια ομορφιά.
Πιστεύω πως και οι δυο ήταν κερδισμένοι. Αυτός θα παντρευόταν μια κουκλάρα που ούτε στο όνειρο του ίσως θα μπορούσε να φανταστεί, και αυτή θα μπορούσε να ξεφύγει από τη μιζέρια και το στενό περιορισμό στην ίδια της τη χώρα.
Θα μπορούσε να πάρει χαρτί εξόδου μόνο με αυτό τον τρόπο. Οι κανονισμοί ήσαν αυστηροί και δεν επέτρεπαν εύκολα σε πολίτες να εγκαταλείψουν τη χώρα, γιατί ήταν γνωστό, όσοι έφευγαν, δεν ξαναγύριζαν. Προτιμούσαν τις χώρες της Δύσης που η ελευθερία ήταν κεκτημένο αγαθό σε σχέση με τον τόπο τους που τα πάντα ήταν υπό τη σκέπη του κράτους.
Πόσο θα άντεχε ένας τέτοιος γάμος κανείς μας στο πλήρωμα δεν ήξερε, αλλά οι περισσότεροι του δίναμε ημερομηνία λήξης. Ήταν εξόφθαλμο πως δεν θα μπορούσε να κουμαντάρει το εκρηχτικό της ταπεραμέντο, ήταν φανερό πως στην Ελλάδα, στη χώρα της ελευθερίας, κάποιος επιτήδειος με πολλά χρήματα θα του την έπαιρνε. Η γυναίκα έμοιαζε με Θεά, και είχε όλα τα φόντα να γίνει σταρ. Στο κάτω κάτω, από λιμάνι την ψώνισε, τι άλλο να περίμενε;
Όλοι μας από ζήλεια ίσως, αυτά σκεφτόμασταν, αλλα ο ίδιος τυφλός στον έρωτα του, έλαμπε ολόκληρος και είχε τον κόσμο δικό του.
Με μεγάλες δρασκελιές έφευγε λοιπόν βιαστικός, ανυπομονώντας να πάει στην καλή του, και εμείς από το κατάστρωμα τον κατευοδώναμε, αλλα ναι, μέσα μας βαθιά τον ζηλεύαμε για την όμορφη γυναίκα που είχε.
Η Λιούπα ήταν γυναίκα πολύ όμορφη, σε σημείο που μας έκανε να φθονούμε τον τυχερό μας συνάδελφο που του έλαχε η καλή τύχη, που την όριζε όλως δική του. Στο πλοίο υπηρετούσε συνέχεια δυο χρόνια χωρίς να ξεμπαρκάρει, μόνο για τη χάρη της. Κάθε μήνα τουλάχιστον μια φορά, το πλοίο έπιανε στο λιμάνι του Νωβοροσίσκ για να ξεφορτώσει κυρίως δημητριακά, και να φορτώσει ξυλεία. Και αυτή πάντα τον καρτερούσε έξω στο μόλο με αγωνία και με χαρά, καθώς κάθε φορά της έφερνε μαζί με την πολλή αγάπη του και πολλά δώρα.
Έτσι αφού ο ένας αγαπούσε πολύ τον άλλο, αποφάσισαν να παντρευτούν. Ο γάμος θα γινόταν σήμερα, εδώ στη μακρινή χώρα. Ήταν όλα κανονισμένα, ο παπάς στην εκκλησία περίμενε, το σόι της νύφης έτοιμοι ντυμένοι με τα καλά τους ρούχα. Σίγουρα η νύφη θα ήταν πανέμορφη.
Ήμασταν όλοι καλεσμένοι, όμως εγώ δεν θα έβλεπα τη νύφη με το νυφικό, καθώς είχα βάρδια απογευματινή και δεν θα παρευρισκόμουν στη θρησκευτική τελετή. Όμως το βράδυ στο πάρτι θα ήμουν οπωσδήποτε.
Δεν είχα μπει ακόμα στα είκοσι, και οι εμπειρίες μου περί έρωτος ήταν λιγοστές. Στα λιμάνια που πιάναμε στα μπαρς και στους δρόμους οι γυναίκες όμορφες και άσχημες μπόλικες μας ανέμεναν όταν δέναμε, γι αυτό και πίστευα πως γρήγορα καλά θα μάθαινα ώστε με υπερηφάνια αργότερα στις επίσημες αγαπημένες με εμπειρία να ξέρω να συμπεριφερθώ. Ήταν το πρώτο μου πλοίο και καθώς ήταν φορτηγό, μέναμε αρκετές μέρες σε λιμάνια, οπότε είχαμε καιρό στη διάθεση μας να περάσουμε -πώς αλοιώς-, παρέα με πόρνες, ποτό και διασκέδαση. Σιγά με τον καιρό λοιπόν, πολλές εμπειρίες θα αποκτούσα.
Στο πλοίο αυτό όμως που ήταν το πρώτο μου μπάρκο και έχοντας ελάχιστες ερωτικές εμπειρίες, η ιστορία που μου συνέβηκε σ αυτό το ταξίδι, δεν κατάλαβα αν ήταν όμορφη εμπειρία, γιατί ήμουν μεθυσμένος και δεν κατάλαβα καλά πως συνέβηκε ακριβώς.
Είχαμε συναχτεί πυκνωμένοι και στριμωγμένοι μέσα στο μικρό Χωλ όπου το κασετόφωνο έπαιζε μουσική στη διαπασών, και εμείς πίναμε και χορεύαμε. Παρών σχεδόν όλο το πλήρωμα εκτός από τους βαρδιάνους, καθώς γιορτάζαμε τη χαρά του συναδέλφου μας που σήμερα νωρίς το απόγευμα παντρεύτηκε την καλή του.
Εμείς και οι συγγενείς της νύφης στο μικρό Χωλ που δεν μας χωρούσε, στριμωχτά στεκόμασταν και σφιγγόμασταν ο ένας πλάι στον άλλο. Ακούγαμε ρώσικη μουσική, και όλοι έπιναν αβέρτα ρώσικη βότκα, και χόρευαν στους μουσικούς ρυθμούς. Εγώ δεν ήμουν μαθημένος στο ποτό, καθώς προηγουμένως στη ζωή μου ποτέ δεν είχα πιει. Γιατί αφενός στο φτωχό μας σπίτι ποτέ δεν υπήρχε έστω ένα μπουκάλι ποτό αφού ούτε κάν ψωμί δεν είχαμε από την μεγάλη φτώχεια που μάστιζε τον περισσότερο πληθυσμό στην Κύπρο εκείνη την εποχή, αφετέρου δεν μου άρεσε η γεύση γενικά του ποτού. Εκείνη τη μέρα όμως στη χαρά του συναδέλφου και με την παρότρυνση της άλλης ομήγυρης, ήπια λίγα ποτηράκια. Σταμάτησα όμως έγκαιρα, γιατί ένιωθα πως το ποτό θα με πείραζε.
Και τότε η καλή πεθερά που νοιαζόταν για όλους τους καλεσμένους, ήρθε κοντά μου για να φροντίσει οπωσδήποτε να συνεχίσω και εγώ με τους άλλους να πίνω και να γιορτάζω τη χαρά της κόρης της.
Ήταν πενηντάρα στην τρίχα βαμμένη και στολισμένη, και φαινόταν πολύ όμορφη. Δεν χρειαζόταν σκέφτηκα από μέσα μου τα λούσα που στολίστηκε για να είναι όμορφη. Η φύση της χάρισε ένα τέλειο σώμα καλλίγραμμο και συμμετρικό, από αυτήν οπωσδήποτε είχε πάρει και η κόρη της. Το πρόσωπο της ήταν λίγο ρυτιδιασμένο ίσως από τα βάσανα της σκληρής διαβίωσης στην τότε Σοβιετική Ένωση που ο περισσότερος λαός διαβιούσε φτωχικά, ίσως όμως και λογω της ηλικίας της.
Με σπασμένα Ελληνικά με έπιασε κουβέντα και βάζοντας στο ποτήρι μου βότκα και χυμό πορτοκαλιού, αρχίσαμε να πίνουμε εις υγείαν. Μαζί με το χυμό η βότκα κυλούσε όμορφα στο λαρύγγι μου, αφήνοντας στο στόμα μου μια ευχάριστη γεύση. Πόσο ήπια εκείνη τη νύχτα δεν μπόρεσα την άλλη μέρα να θυμηθώ όσο και αν προσπάθησα.
Στο πρώτο ποτό την βρήκα θελκτική, στο δεύτερο μου έφυγαν οι αναστολές, και πρόσεξα το μεγάλο στήθος και τα ατελείωτα πόδια που είχε.
Στο τρίτο πρόσεξα την γυμνή της πλάτη και μέσα στο τεράστιο ντεκολτέ της τα μεγάλα βυζιά της.
Και αποχαυνωμένος από το ποτό την κοίταγα με λαχτάρα, χωρίς όμως καθόλου να τολμήσω οτιδήποτε, καθώς από ντροπή και σεβασμό στο ξένο σπίτι, οπωσδήποτε δεν θα επιχειρούσα έστω ένα ευγενικό φλερτ.
Έτσι συνεχίσαμε παρέα να πίνουμε. Σε κάποια στιγμή με θυμάμαι μαζί χορεύαμε ένα κολλητό μπλουζ, και μετά μόνο θύμισες σε αναλαμπές μου έρχονταν. .Ημουν ανάσκελα ξαπλωμένος πάνω στο ντιβάνι, και αυτή πάνω μου καθόταν και με χάιδευε. Θυμάμαι πως μια ξυπνούσα και μια χανόμουν στο λήθαργο του μεθυσιού.
Ναι, είχα μεθύσει για καλά. Ίσως κι αυτή να είχε μεθύσει δεν ξέρω, θυμάμαι μόνο πως όταν συνερχόμουν, την ένιωθα πάνω μου να κουνιέται, και από ντροπή κοίταγα γύρω μου και έβλεπα τους άλλους να μιλούν, να χορεύουν και να πίνουν, αλλά κανείς δεν έδινε σημασία σε μας, όπως να μην υπήρχαμε, ή όπως να κάναμε κάτι φυσικό.
Υπάρχουν ορισμένες θάλασσες επικίνδυνες στις οποίες συμβαίνουν ανεξήγητα φαινόμενα και αρκετά πλοία που έπλευσαν τα νερά τους, ποτέ τους δεν κατάφεραν να φτάσουν σε λιμάνι.
Η Μαύρη Θάλασσα μια από αυτές, αποτελεί ανεξιχνίαστη περιοχή με ιστορίες και μύθους παγωμένες στο χρόνο, που οι άνθρωποι αδυνατούν να ανακαλύψουν το μεγάλο μυστήριο που κρύβεται στα θανατηφόρα νερά της.
Γράφουν κάποιες γραφές πως εκεί προσάραξε η κιβωτός του Νώε, λένε κάποιοι άνθρωποι πως στα βάθη της δεν υπάρχει οξυγόνο γι αυτό υπάρχουν ναυάγια και ναυτικοί πνιγμένοι στην ίδια μορφή πριν βουλιάξουν, δηλαδή ανέπαφα σκαριά πλοίων και ανέπαφα σώματα νεκρών πνιγμένων ναυτικών.
Η Μαύρη θάλασσα ονομάζεται και Εύξεινος Πόντος μια σύνθετη λέξη από το εύ και ξένος, που σε παραφθορά υπονοεί αφιλόξενη θάλασσα. Στις γραφές υπάρχουν αναφορές πως ο απύθμενος βυθός της καθώς και τα παράλια της, αποτελούν νεκρή φύση χωρίς ζωή κατά το πλείστον. Οι επιστήμονες εξηγούν το φαινόμενο επιστημονικά, αλλά κάποιοι είπαν πως οφείλεται σε πυρηνική έκρηξη που συνέβηκε κατά την αρχαιότητα, διότι καθώς υποστηρίζουν, στο άγνωστο παρελθόν η επιστήμη ήταν πολύ ενεπτυγμένη περισσότερο από σήμερα, και εξ υπαιτιότητας της η γη καταστράφηκε ολοσχερώς.
Κάποιοι άλλοι επιστήμονες ισχυρίζονται πως πριν χιλιάδες χρόνια τα νερά της Μεσογείου στο Μαρμαρά
ανυψώθηκαν ένεκα μεγάλου κατακλυσμού και υπερχείλισαν σε λίμνη γλυκού νερού απέναντι, σχηματίζοντας τη Μαύρη θάλασσα.
Κατά τη μυθολογία τις δυο θάλασσες που δημιουργήθηκαν, χώριζαν οι συμπληγάδες πέτρες που ήσαν τεράστιοι κινούμενοι βράχοι και συνέθλιβαν κάθε πλοίο που περνούσε το Βόσπορο, μέχρι που ο ήρωας Ιάσωνας κατάφερε να περάσει, οπότε οι βράχοι σταθεροποιήθηκαν και ανοίχτηκε η πρόσβαση στη Μαύρη Θάλασσα.
Το αρχαιοελληνικό όνομα Βόσπορος αναλύεται ως βους και πόρος, καθώς από το πέρασμα (πόρος) των στενών διέφυγε η Ιώ μεταμορφωμένη σε αγελάδα (βους).
Η Ιώ ήταν ιέρεια της Ήρας και ερωμένη του Δία ο οποίος θέλωντας να την προστατεύσει από το μένος της συζήγου του όταν ανάκαλυψε την παράνομη σχέση, την μεταμόρφωσε σε αγελάδα. Αλλά η Ήρα για να την τιμωρήσει της έστειλε έναν οίστρο μυγών των βοδιών να την κατατρέχει και η Ιώ βασανισμένη από το μαρτύριο, άρχισε να περιπλανάται σε όλη την Ελλάδα ώσπου διήλθε τον Βόσπορο και διέφυγε.
Στη πρόσφατη ιστορία μετά το Χριστό, Βυζαντινοί ονόμαζαν το Βόσπορο Στενόν, και ένεκα της στρατηγικής σημασίας του πορθμού, ο Ρωμαίος αυτοκράτορας Κωνσταντίνος έκτισε εκεί την πρωτεύουσα του κράτους, την Κωνσταντινούπολη.
Οι ακτές των στενών είναι πυκνοκατοικημένες από πανέμορφα κτίρια της πόλεως, ενώ τους λόφους γυρω κοσμούν Οθωμανικά ανάκτορα όπως το Τοπ Καπί, καθώς και αξιοθέατα μνημεία και κτίρια, όπως η Αγία Σοφία και το Μπλε Τζαμί.
Την θαυμαστή αυτή θάλασσα την πιο όμορφη που αρμενίστηκε μυριάδες φορές, αυτήν που γέννησε ήρωες και στα νερά της γράφτηκε η ιστορία του κόσμου, έπλευσα και εγώ ο τυχερός μερικές φορές, όταν πρωτόμπαρκος εργάστηκα στα καράβια. Από νεαρής ηλικίας μου έλαχε η τύχη να την ταξιδεύσω και να γνωρίσω την ομορφιά της, να γευτώ την αλμύρα της, και να νανουριστώ στα κύματα της.
Ήμουν μπαρκαρισμένος στο “San Denis” ένα μικρό φορτηγό πλοίο δυόμισι χιλιάδων τόνων, που δεν έκανε ταξίδια μακρινά, καθώς ήταν πολύ μικρό για τους μεγάλους ωκεανούς. Έπλεε τη Μαύρη θάλασσα μεταφέροντας από τη Ρωσία φορτία ξυλείας προς τα Ελληνικά νησιά, και εσπεριδοειδή φρούτα από την ελλάδα στη Ρωσία.
Ήταν κοντινά δρομολόγια, γι αυτό πολλοί ναυτικοί προτιμούσαν να ναυτολογηθουν σ αυτό ώστε να είναι κοντά στις οικογένειες τους, αφού το ταξίδι διαρκούσε μόλις πέντες μέρες πηγαιμό, και πέντε μέρες γυρισμό.
Ένεκα της μεγάλης ζήτησης για εργασία οι μισθολογικές απολαβές ήταν χαμηλές, και ένεκα αυτού, πολλοί εξ ημών του πληρώματος απο την ανάγκη μεγαλύτερου εισοδήματος, ασχολούμασταν με την εμπορία ορισμένων προϊόντων που αγοράζαμε από την Ελλάδα και τα πωλούσαμε στη Ρωσία. Ήταν προϊόντα υψηλής ραπτικής γυναικείας ενδύσεως και τσίχλες Χίου, προϊόντα δυσεύρετα στη Σοβιετική Ένωση, καθώς οι εισαγωγές ήταν πολύ αυστηρές στην αχανή Κουμμουνιστική χώρα. Ως εκ τούτου, αυτή η εμπορία ήταν λαθρεμπόριο και αδίκημα που ετιμωρείτο αυστηρώς εάν κάποιος συλλαμβανόταν να το διαπράττει. Τοποθετούσαμε τα προϊόντα σε καλές κρυψώνες που πολύ δύσκολα μπορούσαν οι τελωνειακοί να ανακαλύψουν, και στις εξόδους μας τα βγάζαμε στη στεριά με τη βοήθεια των φρουρών τους οποίους λαδώναμε της μετρητοίς με λίγα ρούβλια. Ρούβλια ήταν το Εθνικό νόμισμα της χώρας, και τα κέρδη που αποκομίζαμε από το μικρό μας εμπόριο ήταν πολλαπλάσιο απ’ όσο αγοράζαμε. Ήταν χρήματα όμως που δεν είχαν πέραση σε άλλη χώρα, έτσι όσα κερδίζαμε τα ξοδεύαμε σε ψώνια και διασκέδαση.
Σε εκείνο το ταξίδι, ένας απρόσεχτος ναύτης δοκίμασε να πουλήσει λαθραία προϊόντα σε μυστικό αστυνομικό. Αμέσως συνεληφθηκε, αλλά ευτυχώς ύστερα από διαμεσολαβηση του καπετάνιου αφέθηκε ελεύθερος, αφού πρώτα του έγινε αυστηρή παρατήρηση. Ήταν ένα από τα προνόμια που είχαμε ως Έλληνες ναυτικοί, σχεδόν σε όλες τις χώρες, οι πολίτες αλλά και οι τελωνειακοί, ήταν φίλα προσκείμενοι σε εμάς.
Εκείνη τη φορά από το φόβο μας όπως ήταν φυσικό εξάλλου, κανείς μας δεν τόλμησε να κάνει με τους μικροεμπόρους πλασιέ της πιάτσας κοντραπάτζα με λαθραία προϊόντα.
Ανοιχτή θάλασσα ονομάζεται η θάλασσα που κανένα κράτος δεν μπορεί να θέση κυριαρχία σε αυτή, και είναι ελεύθερη για όλους. Σε αυτές τις θάλασσες που καλούνται διεθνή ύδατα, το μόνο κράτος που μπορεί να ασκήσει έλεγχο σε ένα πλοίο είναι αυτό του οποίου τη σημαία φέρει και στο οποίο εν πλω, αντιπρόσωπος και απόλυτος διοικητής, είναι ο καπετάνιος.
Ο καπετάνιος του πλοίου ως ο επικεφαλής, έχει τεράστιες νομικές δυνάμεις και εξουσίες επί του πληρώματος σε κάθε πρόσωπο που επιβαίνει σ’ αυτό. Είναι επίσης υπεύθυνος για την ασφάλεια και την ευταξία με απεριόριστες εξουσίες τέτοιες, που σε σκάφος εν πλω εις διεθνή ύδατα, δικαιούται να χρησιμοποιήσει μέχρι θανάσιμη δύναμη εάν παρασιτεί ανάγκη.
Αναχωρώντας λοιπόν, από το λιμάνι του Νοβοροσίσκ και πλέοντας στην ανοιχτή θάλασσα, μια μεγάλη έκπληξη μας περίμενε. Ο καπετάνιος ασκώντας την εξουσία του, μας διέταξε και παραδώσαμε όλα τα μικροεμπορεύματα που είχαμε στην κατοχή μας και τα οποία εμπορευόμασταν στη Σοβιετική Ένωση διενεργώντας ένα μικρό λαθρεμπόριο ειδών πολυτελείας όπως τσιχλών και κομψών ενδυμάτων, καθώς η εισαγωγή από άλλες χώρες απαγορευόταν, και ως εκ τούτου, είχαν μεγάλη ζήτηση.
Ήταν θυμωμένος ένεκα της συλλήψεως από τελωνειακο στο λιμάνι του Νοβοροσίσκ, ο ναύτης που παράνομα πουλούσε τσίχλες σε Ρώσους πολίτες.. Δεν είχε κατηγορηθεί, παρά μόνο του έγινε αυστηρή προειδοποίηση. Ήταν ένα έιδος μικρολαθρεμπορίου που όλοι διενεργούσαμε ακόμα και ο ίδιος ο καπετάνιος σε συνεργασία με τους τελωνειακούς. Γι αυτό, όλοι παραξενευτήκαμε με την απόφαση του, και την θεωρήσαμε παράλογη, καθώς είχαμε το δικαίωμα να αγοράζουμε νόμιμα προϊόντα απ όλες τις χώρες, το μόνο που χρειαζόταν ήταν σε κάθε λιμάνι να κάνουμε δήλωση κατοχής ώστε να μην μπορούμε παράνομα να τα εμπορευτούμε.
Τα παραδώσαμε λοιπόν, και κανένας μας δεν τόλμησε να κρύψει έστω μέρος τους, γιατι όλοι μεταξύ μας ξέραμε τις κρυψώνες του καθενός, ξέραμε επίσης πως ο καπετάνιος είχε το ρουφιάνο του ανάμεσα μας, και όσοι αποκρύβαμε το παραμικρό, σίγουρα θα το μάθαινε.
Στιβάστηκαν λοιπόν όλα τα λαθραία πάνω στο μεγάλο τραπέζι της τραπεζαρίας των αξιωματικών δημιουργώντας ένα μεγάλο γουνάρι. Ήταν μια ποικιλία προϊόντων από μικρά πακέτα τσιχλών, άλλα μεγαλύτερα με είδη ρουχισμού, και άλλα πολλά με νάιλον κάλτσες, καθώς είχαν πολλή ζήτηση στη Ρωσία.
Όλοι με περιέργεια αναρωτιόμασταν γιατι προέβηκε σ αυτή την πράξη έστω και αν ήταν θυμωμένος. Η αξία τους σε τιμές άλλων χωρών δεν ήταν μεγάλη, έτσι καταλήγαμε στο συμπέρασμα πως μόνη αιτία θα ήταν η κακή ψυχολογία του. Το αφήσαμε να περάσει, πιστεύοντας πως στις επόμενες μέρες πριν φτάσουμε στον επόμενο προορισμό μας θα μαθαίναμε τις προθέσεις του.
ΤΟ ΛΑΘΡΕΜΠΟΡΙΟ, ΣΤΗΝ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑ
Επόμενος προορισμός μας ήταν η Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, η πόλη που ίδρυσε ο Μέγας Αλέξανδρος, τα παλιό λίκνο του Ελληνικού πνεύματος. Το σπουδαιότερο λιμάνι και η πρωτεύουσα της χώρας κατά την αρχαιότητα, που στην ακμή της αποτέλεσε μια από τις επιφανέστερες εστίες πολιτισμού, διαθέτωντας τη μεγαλύτερη και διασημότερη βιβλιοθήκη του κόσμου πριν τη καταστροφή της από πυρκαγιά, και που συγκέντρωνε τους αξιότερους πνευματικούς και σοφούς του κόσμου.
Επόμενος προορισμός μας ήταν η Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, η πόλη που ίδρυσε ο Μέγας Αλέξανδρος, τα παλιό λίκνο του Ελληνικού πνεύματος. Το σπουδαιότερο λιμάνι και η πρωτεύουσα της χώρας κατά την αρχαιότητα, που στην ακμή της αποτέλεσε μια από τις επιφανέστερες εστίες πολιτισμού, διαθέτωντας τη μεγαλύτερη και διασημότερη βιβλιοθήκη του κόσμου πριν τη καταστροφή της από πυρκαγιά, και που συγκέντρωνε τους αξιότερους πνευματικούς και σοφούς του κόσμου.
Είναι η πόλη επίσης ταυτισμένη ιστορικά με τον μεγαλύτερο φάρο που εθεωρείτο ένα από τα Επτά θαύματα του αρχαίου κόσμου. Ήταν πύργος ύψους εκατόν σαράντα μέτρων, και αποτελούσε το πιο ψηλό κτίριο εκείνης της εποχής. Κατασκευασμένο περίτεχνα, επί της κορυφής του ήταν στημένο το άγαλμα του Ποσειδώνα. Σχεδιάστηκε επί Πτολεμαίου Α΄ κατά τον τρίτο αιώνα π.Χ. και παρέμεινε εν λειτουργία έως τον δέκατο τέταρτο μ.Χ. αιώνα που χάλασε από σεισμό. Ήταν κτισμένος στη νησίδα Φάρος, και από αυτήν πήρε το όνομα, το οποίον και χρησιμοποιήθηκε αργότερα ως ονοματολογία εις ολόκληρο τον κόσμο.
Περάσαμε δίπλα από τα χαλάσματα του φάρου και πλεύσαμε παράλληλα στην προέκταση του βραχίονα που ένωνε τη νησίδα με τη στεριά, δημιουργώντας έτσι το σπουδαίο απάνεμο λιμάνι της Αλεξάνδρειας.
Μπήκαμε σιγά στο βαθύ λιμάνι με τη βοήθεια του Άραβα πιλότου που μας εστάλη από τα λιμεναρχείο για να μας οδηγήσει, και δέσαμε στο ντόκο δίπλα από ένα Ρωσικό υποβρύχιο που στάθμευε αναδυόμενο για ανεφοδιασμό υπό τη φρούρηση πολεμικών πλοίων γύρω του.
Μόλις αράξαμε, μπήκαν με μιας τελωνειακοί για το νενομισμένο έλεγχο, και κάμποσοι μικροπωλητές που προσπαθούσαν να μας πουλήσουν σουβενίρ και ψεύτικα χρυσαφικά σε μια προσπάθεια τους ντε και σώνει να μας ξεγελάσουν. Εγώ ως φαίνεται φαινόμουν πως ήμουν νιόμπαρκος, γιατί μου την πέσανε πρώτα, προσπαθώντας με γλώσσα μισοαγγλιστί και μισοελληνιστί, να με πείσουν να αγοράσω κάλπικα χρυσαφικά.
Τα κοντραμπάζα διακόπηκαν από αυξημένη κίνηση τελωνειακών που παρατηρήσαμε να ανεβαίνουν βιαστικοί στο πλοίο. Καταλάβαμε πως κάτι συνεβαινε, αλλά ο νους μας δεν μπορούσε να μαντέψει. Τους είδαμε να κατευθύνονται στο μεσαίο Deck της γέφυρας, όπου εκεί ήταν το γραφείο του καπετάνιου…
Έως την ώρα που αναχωρήσαμε την επόμενη μέρα, δεν μάθαμε τι είχε συμβεί, κανένας εκ των αξιωματικών της γέφυρας δεν μας ενημέρωσε. Ή δεν ήταν κάτι σοβαρό, η αν ήταν, ίσως έλαβαν διαταγή από τον καπετάνιο να μην μας ενημερώσουν.
Δεν κάτσαμε πολύ στο λιμάνι. Ξεφορτώσαμε όλη μέρα και νύχτα, και την επόμενη αναχωρήσαμε. Μόλις προλάβαμε να κάνουμε ένα γύρο στη μεγάλη πόλη και να επισκεφτούμε τα κυριότερα αξιοθέατα. Μπαρς με γυναίκες δεν υπήρχαν καθώς εκείνους τους καιρούς η Αίγυπος ήταν αυστηρή Μουσουλμανική χώρα, γι αυτό υπό συνοδεία οδηγού επί πληρωμή, επισκεφθήκαμε κρυφές γυναίκες ανοχής, που κατοικούσαν πολύ μακριά από το λιμάνι για να μην δίνουν στόχο στις διωκτικές αρχές.
Εντύπωση μεγάλη κατά το σεριάνημα μας στην Αλεξάνδρεια απ όσα είδαμε, ήταν η ίδια η πόλη ολόκληρη και ο σχεδιασμός της που έμοιαζε Ελληνική, με αρχαϊστικά στοιχεία, με Ορθόδοξες εκκλησίες και Ελληνικές επιγραφές σε πολλά κτίρια. Ήταν η Αλεξάνδρεια των παλιών Ελλήνων που δυστυχώς επί διακυβερνήσεως Νάσερ λίγα χρόνια πρωτύτερα, οι αρχές κατάσχεσαν τις περιουσίες τους και τους εκδίωξαν από τη χώρα, διαμοιράζοντας τον Ελληνικό πλούτο σε πτωχούς Αλεξανδρινούς Αιγυπτίους. Ήταν η γνωστή μοίρα των Ελλήνων, ο αιώνιος κατατρεγμός τους.
Την επόμενη μέρα αποπλεύσαμε με θλιμμένη την καρδιά, έχοντας μέσα μας μια πίκρα για τη μοίρα των Ελλήνων προσφύγων που από τον καιρό των Τουρκοαιγυπτίων μέχρι των Νεοτούρκων και των Αιγυπτίων πρόσφατα, πολλά δεινά γνώρισαν και μεγάλο κατατρεγμό δέχτηκαν…
Μόλις ανοιχτήκαμε στα βαθιά, ηρθε το μήνυμα, τα κακά χαμπάρια. Μάθαμε τι συνέβηκε με τις τελωνειακες αρχές στην Αλεξάνδρεια. Ο καπετάνιος ξέχασε να δηλώσει τα εμπορεύματα που είχε κατασχέσει από εμάς. Ενώ ήταν απλωμένα στο μεγάλο τραπέζι φανερά μπροστά στα μάτια των τελωνειακών, αυτοί δεν τα βρήκαν στη λίστα εμπορευμάτων που τους δήλωσε ο καπετάνιος καθώς είχε ξεχάσει να τα συμπεριλάβει ως αφορολόγητα. Όπως όριζε ο νόμος, κατάσχεσαν τα προϊόντα και επέβαλαν στο πλοίο ένα τεράστιο πρόστιμο μερικών χιλάδων λιρών Αγγλίας για αδήλωτα προϊόντα, ποσό το οποίο η Ναυτιλιακή εταιρεία το πλήρωσε δια του ατζέντη της, αλλά θα το απέκοπτε από το μισθολόγιο του καπετάνιου ως του κύριου υπαίτιου για ότι συνέβηκε εκ της αμελείας του.
Είναι παραδεχτό από πολλούς πως η καλοσύνη αμείβεται και η κακία τιμωρείται. Ο καπετάνιος που χωρίς ιδιαίτερο λογο μας πήρε όσα προϊόντα είχαμε θέλοντας άδικα να μας τιμωρήσει για το μικρό μας λαθρεμπόριο στη Σοβιετική Ένωση, ένα εμπόριο λαθραίο που και ο ίδιος διενεργούσε, τώρα ο ίδιος τιμωρήθηκε, ίσως από το χέρι του Θεού που δεν άντεξε την κακία του. Καθώς ήταν υπόχρεος να πληρώσει, σε μια προσπάθεια του να το αποφύγει, μας κάλεσε και μας ζήτησε να μοιραστούμε το χρέος, γιατί όπως ισχυρίστηκε, όλοι είχαμε μερίδιο στα λαθραία προϊόντα.
Όταν όμως περί χρημάτων και προστίμων καλείται τις να πληρώσει, και όταν εξ υπαιτιότητας άλλου συμβαίνει, δεν είναι δυνατόν να το αποδεχτεί. Εκ μέρους όλων μας λοιπόν, ο λοστρόμος εξήγησε στον καπετάνιο πως δεν αποδεχόμαστε τον διακανονισμό, καθώς αυτός πήρε τα προϊόντα μας παράνομα, και σωστότερο θα ήταν να μας αποζημίωνε για την απώλεια, παρά να ζητά να επωμιστούμε μαζί του το πρόστιμο που επιβλήθηκε για καταδικό του και μόνον λάθος.
Ο πάγος δημιουργείται όταν η θερμοκρασία υπό το μηδέν επιβραδύνει τη κίνηση των μορίων του νερού με αποτέλεσμα ένεκα αυτής της ακινησίας να δένουν μεταξύ τους και το νερό να γίνεται στερεός πάγος. Το αλμυρό νερό της θάλασσας όμως δύσκολα παγώνει κάτω από τους μηδέν βαθμούς, γιατι το αλάτι που εμπεριέχει συντελεί ώστε δια των δικών του κρυστάλλων, να μην επιτρέπει την πολύ αργή κίνηση των μορίων του νερού σε τόσο μεγάλο βαθμό που να επιτρέπει στο δέσιμο μεταξύ τους και να δημιουργείται εύκολα ο πάγος.
Όταν το νερό παγώνει ο όγκος του αυξάνεται, γιατι διαστέλλεται σε αντίθεση με άλλα υλικά που στην ίδια περίπτωση συστέλλονται. Αυτό συμβαίνει γιατι όταν το νερό βρίσκεται σε υγρή κατάσταση τα µόρια του γλιστρούν το ένα πάνω στο άλλο, και οι ελκτικές τους δυνάμεις χαλαρώνουν και όταν το νερό γίνεται πάγος, μένει κενό μεταξύ των παγωμένων μορίων με αποτέλεσμα να αραιώνει η πυκνότητα του. Με αυτό τον τρόπο ο πάγος γίνεται ελαφρύτερος από το νερό, με αποτέλεσμα να επιπλέει επί αυτού. Όμως το θαλασσινό νερό παγώνει αν υποπέσει σε θερμοκρασία πέραν των είκοσι βαθμών Κελσίου υπό το μηδέν. Στις βόρειες παραλίες της Μαύρης Θάλασσας όταν οι θερμοκρασίες χαμηλώνουν επικίνδυνα, το νερό κοντά στις ακτές μετατρέπεται σε πάγο με αποτέλεσμα τα λιμάνια πολλές φορές να κλείνουν. Τέτοια καιρικά φαινόμενα είχαν συμβεί το 1974 όταν η Μαύρη Θάλασσα κοντά στις ακτές της Οδησσού είχε παγώσει τελείως, και ήταν ένα φαινόμενο που σπάνια θα μπορούσε να συμβεί, ένα φαινόμενο που ξανασυνέβηκε το 2012.
Εκείνη τη χρονιά του 1974, δούλευα ως δόκιμος μηχανικός στο πλοίο “SAN DANIS”, ένα μικρό φορτηγό που συνήθως ταξίδευε από Ελλάδα- Ρωσία. Εκείνη τη φορά φορτώσαμε πορτοκάλια από το Κιάτο της Πελοποννήσου με προορισμό το λιμάνι της Οδησσού. Όταν μπήκαμε στη Μαύρη θάλασσα και φτάσαμε κοντά στο λιμάνι της Ουκρανίας, στη πορεία μας συναντήσαμε τη θάλασσα αργά να μετατρέπεται σε πάγο, που όσο πλέαμε προς τη στεριά πάγωνε περισσότερο. Στην αρχή πάγος υπήρχε στην επιφάνεια, αλλά σιγά, αυξανόταν και βάθαινε.
Κάποτε αναγκαστήκαμε να σταματήσουμε, καθώς η θάλασσα πάγωσε πολύ και η πλώρη του πλοίου δεν μπορούσε να σπάσει άλλο τον πάγο. Βάλαμε τη μηχανή στο ρελαντί περιμένοντας τον πιλότο και το παγοθραυστικό για να μας οδηγήσουν να δέσουμε στο λιμάνι.
Από τα φινιστρίνια όσοι δεν άντεχαν το κρύο, και από την κουβέρτα οι πιο σκληραγωγημένοι, βλέπαμε τη θάλασσα παγωμένη με τα κύματα ανασηκωμένα στον αέρα ήσαν και αυτά παγωμένα. Ήταν ένα θέαμα καταπληκτικό που δεν μπορούσε κάποιου ο νους να χωρέσει, όσα και αν γνώριζε προηγουμένως από βιβλία, εφημερίδες και τηλεοράσεις. Μπορεί πολλοί να έχουν δει στη ζωή τους παγωμένες λίμνες, παγόβουνα και παγετώνες, αλλά όταν παγώνει η θάλασσα με τα κύματα της εν δράσει, γίνεται πρωτοφανές και ασύλληπτης ομορφιάς θέαμα.
Ο χειμώνας στη Μαύρη θάλασσα είναι μια δύσκολη εποχή αλλά πολύ εντυπωσιακή, καθώς η παγωνιά και οι χαμηλές θερμοκρασίες αλλάζουν τη φύση δημιουργώντας φαινόμενα σπάνια και εκπληκτικά συνάμα. Το νερό δημιουργούσε καταπληχτικούς σχεδιασμούς καθώς ανασηκωνόταν από την κίνηση των κυμάτων, και στην ώρα τη δράσης του πάγωνε. Η θάλασσα έδειχνε στη φυσιολογική της μορφή, αλλά σε χρώμα άσπρο και ολόλευκο στο χρώμα του χιονιού, και έμοιαζε ακίνητη σαν ζωγραφισμένη από σπουδαίο ζωγράφο στον καμβά, ή από σπουδαίο φωτογράφο αποτυπωμένη στο χαρτί.
Έφτασε ο πιλότος με τη λάντζα, ήρθε το παγοθραυστικό, και μπροστά αυτό και πίσω εμείς, βάλαμε πλώρη να μπούμε στο λιμάνι να δέσουμε.
Το Παγοθραυστικό είναι πλοίο ιδιαιτέρου τύπου με οξεία πλώρη πολύ ενισχυμένη και οδοντωτή, ώστε υπό την ισχυρή πρόωση του πλοίου το παγόστρωμα να σπάζει και στη συνέχεια από το βάρος του πλοίου να διανοίγεται πλατυτέρα οδός στην οποία πλέει ελεύθερα το πλοίο που ακολουθεί.
Η πόλη της Οδησσού ξεχώριζε λίγο πιο πέρα από το λιμάνι και αυτή κάτασπρη από τα χιόνια και τον παγετό, ενώ τα νεοκλασικά Ελληνικά κτίρια που γέμιζαν ολόκληρη την πόλη έδιναν μια νότα ομορφιάς στη κρύα παγωμενη ατμόσφαιρα της παλιάς πόλης των Ελλήνων μεταναστών. Η ιστορία της Οδησσού ως ένα σπουδαιότατο λιμάνι στον Εύξεινο Πόντο, αρχίζει από τα αρχαία χρόνια που ως αποικία των Μιλησίων είχε στενές επαφές με την Ελλάδα. Εδώ, επί Τουρκοκρατίας είχε καταφύγει τεράστιος αριθμός Ελλήνων κυνηγημένων πολλοί από τους οποίους ασχολήθηκαν με το εμπόριο και έκαναν μεγάλες περιουσίες, βοηθώντας έτσι οικονομικά τον απελευθερωτικό αγώνα που είχε αποτέλεσμα την μεγάλη απελευθέρωση.
Είναι μια πόλη πλημμυρισμένη από ιστορικές μνήμες και νοσταλγικές εικόνες ενός Ελληνικού παρελθόντος με μεγάλη πολιτισμική και πνευματική παράδοση, που οφείλει την ίδρυσή της στους αρχαίους Έλληνες, κάτι το οποίο μαρτυρούν τα αρχαιολογικά ευρήματα, αλλά και η μετέπειτα ιστορία της που είναι στενά συνδεδεμένη με τους Έλληνες μετανάστες που οραματίστηκαν την απελευθέρωση της πατρίδας τους από τους Τούρκους, ιδρύοντας εδώ την Φιλική Εταιρεία.
Ξέροντας πολλά για την ιστορία αυτής της πόλεως, χωρίς να νοιαστώ για το κρύο, είχα σκοπό οπωσδήποτε να την περιδιαβώ και να την γνωρίσω από κοντά αφού είχα την ευκαιρία να ταξιδεύσω ώς εκεί. Μόλις δέσαμε λοιπόν, και αφού οι Τελωνειακοί επιθεώρησαν τα χαρτιά μας, μαζί με άλλους κατεβήκαμε τη σκάλα και περπατητοί ξεκινήσαμε για την πόλη που απείχε μόνο λίγες εκατοντάδες μέτρα από εμάς.
Σίγουρα οι περισσότεροι άνθρωποι αδυνατούν να φανταστούν πως μοιάζει το κρύο σε μεγάλους βαθμούς υπό το μηδέν. Αυτό συναντήσαμε, μόλις πατήσαμε στεριά νιώσαμε το τσουχτερό κρύο να περονιάζει τα κόκαλα μας και μόλις διανύσαμε λίγα μέτρα, τα μέλη μας πάγωσαν και έγιναν δύσκαμπτα. Ήταν τόσο αφόρητο το κρύο που το νιώθαμε να μας γρατσουνίζει δυνατά τα πρόσωπα ίδιο με μαστίγιο που μας χτυπούσε κατάμουτρα ανελέητα.
Εκείνη την ημέρα ολόκληρη η πόλη της Οδησσού ήταν ένας καταψύκτης και όλοι οι κάτοικοι έμειναν περιορισμένοι στα σπίτια τους, με αποτέλεσμα όλες οι εργασίες να έχουν ανασταλεί, να έχουν παγώσει και αυτές, αφού όλη η χώρα τη χρονιά εκείνη του ΄74 είχε πληγεί από ένα πρωτοφανές κύμα πολικού ψύχους τόσο μεγάλο που πάγωσε ακόμα και τη θάλασσα.
Με τις σκέψεις αυτές, και νιώθοντας τα άκρα μου να παγώνουν σε σημείο που να μου προκαλούν δυνατό πόνο, αποφάσισα να γυρίσω πίσω στη ζεστασιά του πλοίου. Με γοργό βήμα πήρα το δρόμο του γυρισμού που δεν ήταν πολύ μακριά, αλλά ήδη από το κρύο όσο προχωρούσα ένιωθα τα πόδια μου τόσο παγωμένα που δυσκολευόμουν να κουνήσω. Προσπάθησα να τρέξω για να ζεσταθώ αλλά και να φτάσω νωρίτερα και να ξεφύγω από την απόλυτη παγωνιά, όμως ήταν δύσκολο καθώς όλο και περισσότερο ένιωθα να κρυώνει και να παγώνει ολόκληρο το κορμί μου.
Ήμουν ντυμένος πολύ βαριά θέλοντας να προστατευθώ από το κρύο, αλλά παρ όλα αυτά ένιωθα το κορμί μου κατεψυγμένο και τον πόνο αφόρητο κυρίως στα άκρα των ποδιών και των χεριών, καθώς το αίμα πάγωνε από το κρύο.
Ήταν τόσο οδυνηρός και ανυπόφορος ο πόνος καθώς είχε παγώσει το κορμί του, ώστε δεν μπορούσα να τον ανεχτώ, ούτε να τον αντέξω.
Με πολλή δυσκολία κατάφερα και ανέβηκα στο πλοίο νιώθοντας τον πόνο να έχει γίνει τόσο οξύς που ήθελα να φωνάξω δυνατά, αλλά χωρίς να τα καταφέρνω αφού είχε παγώσει το πρόσωπο μου, είχαν παγώσει και οι φωνητικές μου χορδές.
Όταν ανέβηκα στο πλοίο, χωρίς χρονοτριβή κατέβηκα στο μηχανοστάσιο και πλησίασα την ηλοκτρογενήτρια. Ήταν η μόνη μηχανή που δούλευε για την παραγωγή ρεύματος, και την αγκάλιασα όσο μπορούσα, μεταδίδοντας με αυτό τον τρόπο τη θερμοκρασία της στο ξυλιασμένο κορμί μου. Έμεινα ώρα πολλή, δεν ξέρω πόσο, όσο να νιώσω πάλι το αίμα μου να κυκλοφορά, το σώμα μου να ξεπαγώνει και τα μέλη του κορμιού μου να μπορούν να κινούνται και πάλιν, και σιγα-σιγά, να απαλήνει ο αφόρητος πόνος.
Την επόμενη μέρα από το ζεστό κρεβάτι κοίταξα από το φινιστρίνι, και είδα τη θάλασσα να έχει ξεπαγώσει. Ο καιρός ήταν καλύτερος, η πολική κακοκαιρία είχε υποχωρήσει. Σηκώθηκα νιώθοντας ακόμα πόνους και μούδιασμα στο κορμί μου. Είδα κίνηση ανθρώπων στο ντοκ του λιμανιού και εργάτες στο κατάστρωμα του πλοίου να ξεφορτώνουν το εμπόρευμα. Η ζωή στην ξένη χώρα ξαναβρήκε το ρυθμό της και η ατμόσφαιρα γέμισε από τον πολύβουο συνήθη ρυθμό της μεγάλης πόλης.
Λαμβάνοντας καλά υπ’ όψη τη προηγούμενη τσουχτερή μέρα, για την επόμενη μου έξοδο, έλαβα τα μέτρα μου. Κανόνισα με ένα συνάδελφο ώστε να έρθει ένα ταξί ακριβώς κάτω από τη σκάλα του πλοίου. Μας γύρισε όλη την πόλη, σε όλα τα αξιοθέατα, στα μνημεία, στα μουσεία, στα μεγάλα καταστήματα και στα ωραία εστιατόρια. Μέσα από την ασφάλεια της ζεστασιάς, περιοδεύσαμε την όμορφη πόλη και γνωρίσαμε από κοντά την μεγάλη της ιστορία, αλλά και την μεγάλη της σύνδεση από αμνημονεύτων χρόνων με τη χώρα της Ελλάδας.
Το Νοβοροσσίσκ μεγαλη πόλη της Ρωσίας, ανηκει στην επαρχια Νοβορώσια και διαθέτει το μεγαλύτερο λιμάνι στη Μαύρη Θάλασσα. Είναι βιομηχανική πόλη σπουδαία στην παραγωγή χάλυβα και μεταλλικών προϊόντων.
Πριν την Οκτωβριανή επανάσταση, η ελληνική ομογένεια ήταν πανίσχυρη, καθώς εκεί ήταν συγκεντρωμένοι σπουδαίοι Έλληνες έμποροι της εποχής που ακολούθως διέφυγαν στην Κωνσταντινούπολη.
Το 1942, όταν η πόλη καταλήφθηκε από τους Γερμανούς, μια μικρή μονάδα Σοβιετικών ναυτών υπερασπίστηκε ένα τμήμα της για 225 μέρες εμποδίζοντας τους Γερμανούς να χρησιμοποιήσουν το λιμάνι για πλοία ανεφοδιασμού, μέχρι που απελευθερώθηκε από τον Κόκκινο στρατό. Γι αυτό το μεγαλούργημα, η πόλη τιμήθηκε με τον τίτλο της Ηρωικής Πόλης το 1973, τη χρονιά εκείνη κατά την οποία είχα πραγματοποιήσει το πρώτο μου ταξίδι με το πλοίο «Άγιος Διονύσης». Για τη δόξα της πόλεως, ο συγγραφεύς Ντμίτρι Σοστακόβιτς τη μνημόνευσε με το έργο του «Καμπάνες του Νοβορωσίσκ, η Φλόγα της Αιώνιας Δόξας».
Έφευγε ο Χειμώνας εκείνο τον καιρό, και η Ανοιξιάτικη βλάστηση οργίαζε, ενώ ολόκληρη η πλάση που ήταν φυτεμένη και πράσινη, ήταν κάλλος περίσσιο που ομόρφαινε την πόλη. Με λύπη αποχαιρετήσαμε τους εύμορφους τόπους και τις όμορφες γυναίκες, με περισσότερη λύπη αποχαιρέτησαν αυτές εμάς. Δεν είχαμε γι αυτές μεγάλη στεναχώρια, γιατι σε όλα τα λιμάνια γυναίκες πολλές περίμεναν τα πλοία να γυρίσουν με ανοιχτές αγκάλες. Είναι συνηθισμένοι οι περισσότεροι ναυτικοί να θεωρουν τις λιμενίσιες αγάπες ως πρόσκαιρα παιχνίδια έρωτος και φλέρτ, χωρίς δεσμεύσεις και χωρίς να πιάνονται σε παγίδες αγάπης ή σε σχέσεις εφήμερες και επικίνδυνες.
Είχαμε ξεφορτώσει το φορτίο πορτοκαλιών που είχαμε στα αμπάρια, και φορτώσαμε ξυλεία. Γεμίσαμε τα αμπάρια, και πάνω από αυτά, επίσης τοποθετήσαμε τεράστιους σωρούς μέχρι τρία μέτρα ύψους. Το πλοίο από το περισσό βάρος κάθισε στη θάλασσα και η κουβέρτα ήταν ίσα με την επιφάνεια της. Όλοι ελπίζαμε να μην συναντήσουμε μεγάλες τρικυμίες, γιατι υπήρχε κίνδυνος να βυθιστούμε καθώς ήμασταν υπερφορτωμένοι κατά πολύ περισσότερο από το κανονικό.
Με προορισμό την Αίγυπτο τη χώρα των Φαραώ και την Αλεξάνδρεια την πόλη των Ελληνικών γραμμάτων, αφήσαμε πίσω το Νοβοροσίσκ και βάλαμε πλώρη για την ξακουστή πόλη που ο Μεγας Αλέξανδρος ίδρυσε κατά το πέρασμα του για να κατακτήσει τον κόσμο.
Όλα τα παράλια από το Αιγαίο έως τον Εύξεινο ήταν απείρου κάλλους τοπία σπαρμένα στις ακτές, που έκαναν το νου μας να χασκιάζει από την ωραιότητα και την ομορφιά τους. Είναι έως σήμερα τόποι εύμορφοι και ξακουστοί με μεγάλη ιστορία να τους συνοδεύει. Ιστορία γραμμένη από πραγματικά γεγονότα, από μύθους και από παραμύθια που συνθέτουν λαϊκούς θρύλους αλλόκοτους και παράδοξους, ιστορίες που έχουν συνθέσει με τη φαντασία τους οι άνθρωποι από αφηγήσεις άλλων, και από εικασίες δικές τους.
Ιστορίες που και εγώ γνώριζα, γι αυτό κάθε φορά που διαπλέαμε το Βόσπορο οι σκέψεις μου ταξίδευαν δίνοντας υπόσταση στις φανταστικές άϋλες δοξασίες σαν να ήταν πραγματικές, σαν να συμβαίνανε εμπρός μου. Ειδικά τις νύχτες τις πανσέληνες που λένε ότι βγαίνουν οι σειρήνες από τα νερά, κοίταζα με προσοχή στα βάθη των οριζόντων μήπως βλέψω κάποιαν ανεράδα να αναδύεται μέσα στο φως του φεγγαριού.
Λέγανε πως από τη μαύρη θάλασσα βγαίνανε γοργόνες μαύρες με μαύρη καρδιά, και τραβούσαν τους ναύτες κάτω στο βυθό για να χαριεντιστούν μαζί τους.
Λέγανε πως έβγαιναν στοιχειά και νεράιδες καλές που τραγουδούσαν στους ναύτες για παρηγοριά, βάλσαμο στην καρδιά καθώς ήσαν στα ξένα μέρη, και όποιος τυχερός τις έβλεπε η τύχη τον συνόδευε στην υπόλοιπη ζωή του.
Με αυτή την ελπίδα μέσα στην ονειροπόληση μου μια νύχτα που είχα τελειώσει την νυχτερινή βάρδια στη μηχανή και στεκόμουν στη πρύμνη, από μακριά στο βάθος του ορίζοντα, μου φάνηκε να αναδύεται μέσα από τη θάλασσα μια μεγάλη μάζα νερού και να σχηματίζει μια οπτασία γιγαντιαίου ανθρώπινου προσώπου που με ορμή ερχόταν προς εμάς…
Ήταν ο καιρός που γέμωνε και σήκωνε αέρα και φουρτούνα. Ήταν ο Ποσειδώνας από τα βαθιά νερά που αναδύθηκε θυμωμένος και όρμησε με άγριες διαθέσεις. Αγρίεψε τη θάλασσα και πρόσταξε τα κύματά να μας χτυπήσουν με μανία. Να μας ταρακουνήσουν ανελέητα και να μας βασανίσουν. Να μας παιδέψουν και να μας φοβερίσουν.
Το πλοίο έγερνε σε κάθε κύμα επικίνδυνα, και ο φόβος απερίγραπτος πως ίσως βουλιάζαμε, κυρίευε τις καρδιές μας. Ξέραμε πως ήταν η θάλασσα επικίνδυνη και πως ο μύθος για τις μαύρες γοργόνες ήταν αληθινός. Λέγανε οι παλιοί ναυτικοί, πως ήταν κόρες του Πωσειδωνα που βγαίνανε από το σκοτεινό νερό κατά διαταγην του και παρέσερναν τα πλοία στο βυθό.
Με μόνη ελπίδα το Θεό, στρέψαμε τα πρόσωπα και προσευχηθήκαμε να μας γλυτώσει. Τέτοιες ώρες κινδύνου που έχει ο άνθρωπος ανάγκη ενός θαύματος, όλοι πιστοί και άπιστοι, παρακαλούν τον ίδιο Θεο να τους προστατεύσει.
Παλέψαμε με τη μεγάλη τρικυμία για πολλές ώρες. Αμπαρωμένοι πίσω από πόρτες σφραγισμένες για να μην μπαίνει μέσα το νερό που σκέπαζε το πλοίο, με τα πρόσωπα σκυθρωπά από την αγωνία, νιώθαμε τις στιγμές ατελείωτες ώρες, και τις ώρες ολόκληρους αιώνες.
Ώσπου με τη βοήθεια του Θεού επιτέλους, μπήκαμε στα στενά και ήρεμα νερά της θάλασσας του Βοσπόρου. Με τους χτύπους της καρδιάς μου σιγά να ημερεύουν, σκέφτηκα πως φτηνά τη γλυτώσαμε τούτη τη φορά. Σκέφτηκα πόσο πραγματικά επικίνδυνο είναι το επάγγελμα του ναυτικού, και διερωτήθηκα αν θα μπορούσα να το αντέξω. Όμως έφερα στο νου μου όσα λέγανε οι παλιότεροι ναυτικοί, πως αν και δεν υπάρχει τρικυμία ή καταιγίδα που να φοβάται ένας ναυτικός περισσότερο από τα στοιχειά της Μαύρης θάλασσας, εν τέλει αν κάποιος τυχερός δει ένα από αυτά, η υπόλοιπη του ζωή ακολουθείται από καλοτυχία.
Μ’ αυτό το σκεπτικό πως εγώ συναντήθηκα με το στοιχειό του Ποσειδώνια έστω στη μορφή μιας μεγάλης καταιγίδας, ίσως έλαχε σε μένα η μοίρα τούτης της τύχης, κατά πως έλεγε ο θαλασσινός θρύλος.
Υ.Γ.
Από εκείνο τον καιρό, πρόσεξα ότι στα δύσκολα της ζωής μου, συνήθως είχα το Θεό μαζί μου που με βοηθούσε, είχα μια τύχη καλή που με ακολούθησε ως την τωρινή ζωή μου.
ΣΤΗ ΝΙΚΟΜΗΔΕΙΑ ΤΟ ΣΗΜΕΡΙΝΟ ΙΖΜΙΤ
Το 1920 αμέτρητοι Τούρκοι κάτοικοι των περιχώρων επιτέθηκαν στους Έλληνες κάτοικους των γύρω χωριών της Νικομήδειας. Λεηλάτησαν τα σπίτια τους και έσφαξαν τα γυναικόπαιδα. Παράδωσαν τα Ελληνικά σπίτια στις φλόγες, και ύστερα οδήγησαν τους γέρους και τα μικρά παιδιά άνω των 14 χρόνων, στην εκκλησία τού χωριού. Εκεί, ο Τούρκος διοικητής βασάνισε με απερίγραπτη βαρβαρότητα τον εβδομηντάχρονο ιερέα. Τού πέρασε καπίστρι με χαλινάρι στο λαιμό, του έβγαλε με μαχαίρι το ένα μάτι, τον έσυρε στο ιερό, κι εκεί τον κατακρεούργησε σαν αρνί πάνω στην Αγία Τράπεζα. Έπειτα έσυραν το σώμα του έξω με το κεφάλι να κρέμεται, τον έδεσαν πίσω από ένα άλογο, το έσυραν στους δρόμους του χωριού και στη συνέχεια το πέταξαν σε μια χαράδρα. Τούς άλλους μέσα στο ναό τούς έκαψαν εκεί μέσα. Όσοι σπάζοντας την πόρτα βγήκαν από την πύρινη κόλαση, βρήκαν οικτρό θάνατο στο προαύλιο από πυροβολισμούς και μαχαιρώματα. Όσοι γλίτωσαν έτρεχαν τρομαγμένοι στα βουνά γυμνοί, ξυπόλητοι και πεινασμένοι. Νέες γυναίκες πέταγαν τα μωρά τους στις γύρω χαράδρες και αλλόφρονες σαν αγρίμια έτρεχαν στα δάση για να γλιτώσουν το κυνηγητό του Τούρκικου όχλου και των ατάκτων, ενώ άλλες, ωσάν Σουλιώτισσες, πήδηξαν με τα μωρά τους στο γκρεμό κι ελευθερώθηκαν με τον τίμιο θάνατό τους. Έτσι μ αυτό τον τρόπο ως συνήθως με το μένος και το μίσος που εχουν οι βάρβαροι εναντίον των Ρωμιών, ξεκλήρισαν άλλη μια περιοχή Ελλήνων για να την εποικίσουν Τούρκοι.
Το Ιζμίτ ήταν ένα από τα πρώτα λιμάνια που γνώρισα και όπως όλα, είχε και αυτό τις ιδιαιτερότητες του που προκαλούσαν το ενδιαφέρον και κέντριζαν τη φαντασία. Η πάλε ποτέ Νικομήδεια της Βιθυνίας, το σημερινό Ιζμίτ, βρίσκεται επί των ακτών του Βοσπόρου, στην έξοδο της Μαύρης Θάλασσας και σε απόσταση πολύ μικρή από την Κωνσταντινούπολη. Ήταν από τις μεγαλύτερες Ρωμαϊκές και ύστερα Βυζαντινές πόλεις παγκοσμίως μετά την Ρώμη, την Αντιόχεια και την Αλεξάνδρεια. Ήταν κτισμένη στο δρόμο που ένωνε την Ευρώπη με την Ανατολή, πράγμα που την κατέστησε σπουδαίο εμπορικό κέντρο.
Στα χρόνια τους Ρωμαίους ο Έπαρχος της Νικομήδειας διέταξε τον αποκεφαλισμό της Αγίας Βαρβάρας, και όρισε την ποινή να εκτελέσει ο ίδιος ο πατέρας της που ήταν και επιθυμία του γιατί η πανέμορφη κόρη του αγάπησε και ασπάστηκε το Χριστιανισμό, οπότε αυτός την αποκεφάλισε ως "πατρικαίς χερσί τω πατρικώ ξίφει την τελείωσιν δέχεται". Την στιγμή όμως που είχε αποτελειώσει το έγκλημά του, έπεσε νεκρός χτυπημένος από κεραυνό κατά θεία δίκη.
Ήμουν μπαρκαρισμένος σ ένα μικρό καράβι που ταξίδευε Ελλάδα-Ρωσία, αλλά ανάμεσα σ αυτά τα δρομολόγια, μια και μοναδική φορά πιάσαμε τούτο το λιμάνι το Τούρκικο να φορτώσουμε παλιοσίδερα να τα μεταφέρουμε στην πάλε ποτέ Γιουγκοσλαβία του Τίτο.
Ήταν το πρώτο μου μπάρκο, το πλοίο ένα μικρό καράβι δυόμιση χιλιάδων τόνων που ηταν βαφτισμένο "San Denis" και ήταν τόσο μικρό που καταντούσε έρμαιο σε κάθε τρικυμία και κύμα. Σε όλους στο πλήρωμα μας έβγαιναν τα σωθικά απο το μεγάλο ταρακούνημα, αλλά άξιζε τον κόπο της μεγάλης ταλαιπωρίας, γιατί ήμασταν ταξιδευτές του κόσμου, και αυτό μονο, ήταν μεγάλο ζήτημα που αναπλήρωνε όσα υποφέραμε.
Όλος ο Βόσπορος είναι ονομαστός για την ομορφιά του. Υπάρχουν μεγαλόπρεπα κάστρα και παλάτια κτισμένα πανω και μέσα στην θάλασσα. Είναι περιοχή που από την αρχαιότητα έως σήμερα είναι από τα σημαντικότερα θαλάσσια περάσματα. Τον πέρασαν άνθρωποι σε ιστορικές στιγμές, από την Αργοναυτική Εκστρατεία, μέχρι στα γεγονότα του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Το χειμώνα ο καιρός είναι ομιχλώδης και έχει πολλη κρυώτη, έχει και αντίθετα ρεύματα τα οποία συγκρούονται και ανακυκλώνονται δημιουργώντας κόντρα αντίθετα κύματα με αποτελεσμα ο πλούς των πλοίων να είναι δύσκολος και γι αυτό να χρειάζεται Πλοηγός να τα κατευθύνει.
Στα παράλια του Βοσπόρου κείτονται πανάρχαιοι πολιτισμοί, λιμάνια και σύγχρονες πόλεις. Είναι η Κωνσταντινούπολη η όμορφη και απ όλες η πιο ωραία, η πόλη που ανέδειξε βασιλείς και λόγιους και ανέπτυξε τα γράμματα και τον πολιτισμό, που έχει την σκεπαστή αγορά, την ξεχασμένη συνοικία των Φαναριωτών, αλλά κυρίως την Αγιά Σοφιά που συγκεντρώνει όλο το ενδιαφέρον και αναγκάζει τον Έλληνα επισκέπτη να μαραζώνει βλέποντας την ενθυμούμενος τα "περασμένα της μεγαλεία και διηγώντας τα να κλαίει".
Δίπλα της Βασιλεύουσας βρισκεται το Ιζμίτ ίσως το πιο μεγάλο φυσικό απάνεμο λιμάνι με τους μαχαλάδες αραδιασμένους στους απέναντι χαμηλούς λόφους, λίγο πίσω από την κάτω πολιτεία, αφου οι Τούρκοι συνήθιζαν να κατοικούν στα ψηλώματα για να εχουν θέαμα, αλλά και δροσιά του αέρα. Ήταν το Ισμίτ η ξακουστή αρχαία Βυζαντινή Νικομήδεια που τώρα της αλλάξαν όνομα, με την ήρεμη θάλασσα να ακουμπά σχεδόν πάνω στα αραδιασμένα σπίτια γύρω της ακτής, ένα θέαμα πανέμορφο που θύμιζε Ελληνικά μέρη όπου η θάλασσα ήταν των Θεών και των ανθρώπων, όπως σε αρχαία Ελληνική τέχνη.
Και έξω απο τα χαμηλά κτίρια οπως σε παράταξη οι στρατιώτες, να κάθονται σε σειρά πάνω στα καλντερίμια δεκάδες μεσόκοποι άνδρες. Με τα κομπολόγια, τα τσιγάρα και τους ναργιλέδες, να ρεμβάζουν ως αργόσχολοι και να παρατηρούν την θάλασσα και εμάς. Να μιλούν τη γλώσσα την Ελληνική και να ρωτούν τι γίνεται στα μέρη της Ελλάς.
Έμεινα άφωνος, έβλεπα ανθρώπους με χαρακτηριστικά απαράλλαχτα σαν εμάς, να μιλούν την ίδια γλώσσα με εμάς, καλύτερα από εμάς, απταίστως όπως τα Κυπριακά. Βρισκόμουν σε Τούρκικο έδαφος, μόλις είχαν περάσει λίγοι μήνες από την Τούρκικη εισβολή στην Κύπρο, είχα έγνοια να μην συλλάβουν και εμένα οι άπιστοι, αφου τόσους άλλους πολλούς είχαν συλλάβει και μεταφέρει στην Τουρκία. Μετά την επιστροφή των αιχμαλώτων, παρέμεναν 1619 Έλληνες που συνελήφθησαν από τις τουρκικές δυνάμεις εισβολής κατά τους μήνες Ιούλιο και Αύγουστο του 1974, ήταν εξαφανισμένοι, θεωρούνταν αγνοούμενοι. Αλλά υπήρχαν φήμες ότι ορισμένους τούς είχαν απομονωμένους σε διάφορα Τουρκικά μέρη για να τους εξισλαμίσουν, να τους κάμουν να προσχωρήσουν στη θρησκεία του Ισλάμ με αποκήρυξη της χριστιανικής τους πίστης είτε με την πειθώ ή με τη βία. Μονομιάς ο νους μου πήγε στους Κύπριους αγνοούμενους, και η καρδιά μου λαχτάρησε και είπα μέσα μου,
-Θεέ μου, ίσως συνάντησα τους αγνοούμενους μας που ψάχναμε αγωνιωδώς οι Κύπριοι… Από την άλλη, ήξερα, δεν ταίριαζε να εχουν όλοι μεσόκοπη ηλικία, και βλέποντας τη φιλικότητα τους απέναντι μας, αναθάρρεψα, τους κόντεψα και τους ρώτησα.
Μου είπαν την ιστορία τους, ήσαν Τούρκοι Κρήτες που μετεφέρθησαν στην πολιτεία του Ιζμίτ ύστερα απο την ανταλλαγή των πληθυσμών εξ αιτίας της συμφωνίας της Λωζάνης το 1924. Μου ομολόγησαν πως ένιωθαν Έλληνες, γιατί ήσαν Έλληνες που τους εξισλάμισαν, και που μέσα τους προσκυνούσαν μαζί με τον Μωάμεθ το Χριστό και την Παναγία. Ήταν μια λυπητερή ιστορία μεταναστών που τους σήκωσαν βίαια από τον τόπο τους και τους έκαμαν πρόσφυγες. Που ύστερα από την ήττα της Ελλάδας, οι Τούρκοι επέβαλαν τη συνθήκη της ανταλλαγής των πληθυσμών, που με πρόσχημα την ανταλλαγή, έδιωξαν σχεδόν όλους τους Έλληνες κατοίκους από τη Μικρά Ασία.
ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΗ ΛΙΒΥΗ, Η ΜΕΓΑΛΗ ΑΝΑΜΟΝΗ
Το μικρό μας πλοίο ο Άγιος Διονύσης που κατά γράμμα είχε στην πλώρη ”SUN DENIS”, ήταν βαρυφορτωμένο με μπάζα από παλιοσίδερα.
Ξεκινήσαμε από την Νικομήδεια της Τουρκίας το σημερινό Ιζμίτ ένα απάνεμο λιμάνι δίπλα στην Κωνσταντινούπολη απ όπου φορτώσαμε για ένα κοντινό ταξίδι στη Γιουγκοσλαβία. Βγαίνοντας από την περίκλειστη θάλασσα του Μαρμαρά περάσαμε τα Δαρδανέλια την πόλη που βρίσκεται κοντά στην αρχαία Τροία και τα περιβόητα στενά των Δαρδανελιών που μερικές φορές ονομάζονται Τσανάκαλέ.
Μπήκαμε στο Ανατολικό Αιγαίο εκεί που τελειώνει η Ασία κι αρχίζει η Ευρώπη. Περάσαμε το Αρχιπέλαγος και πλέοντας στα ύσηχα καταγάλανα νερά των Κυκλάδων, μπήκαμε στα πανέμορφα στενά του ισθμού της Κορίνθου. Στέκοντας στην πρύμη όσοι δεν είχαμε βάρδια και παρακολουθώντας τις παράκτιες όμορφες Ελληνικές ακρογιαλιές, περάσαμε την τεχνητή στενή λωρίδα της θάλασσας που ενώνει το Σαρωνικό με τον Κορινθιακό κόλπο. Προσπεράσαμε τα Επτάνησα και το Ιόνιον πέλαγος, περάσαμε δίπλα από την Κέρκυρα και την Αλβανία και μπήκαμε στην Αδριατική θάλασσα.
Βάλαμε πλώρη για την Γιουγκοσλαβία την νότια χώρα των Σλάβων, μια χώρα που δημιουργήθηκε ως κράτος βασίλειο το 1918 μετά την ήττα των δυνάμεων του άξονα και την κατάρρευση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Εκείνο τον καιρό που εμείς πηγαίναμε στο λιμάνι του Μπάρ να ξεφορτώσουμε, η Γιουγκοσλαβία ήταν μια μεγάλη ανεξάρτητη χώρα που την επανύδρησε ο στρατάρχης Τίτο μετά την διάλυση της από τις δυνάμεις του άξονα κατά τον 2ο παγκόσμιο πόλεμο.
Το λιμάνι του Μπάρ που είναι η μοναδική διέξοδος της χώρας προς τη θάλασσα, βρίσκεται στο νότιο μέρος της Αδριατικής, σε μια περιοχή που η θάλασσα και η εσωτερική κυκλοφορία ενώνονται ώστε δια μέσου αυτού του κυκλοφοριακού διχτύου να ταξιδεύουν τα προϊόντα προς τις μεταλλαχτικές μεταλλουργίες της χώρας.
Ύστερα από ένα ύσηχο ταξίδι μέσα στην ήρεμη Αδριατική θάλασσα, φτάσαμε στο λιμάνι και όσο οι εργάτες ξεφόρτωναν το εμπόρευμα, βγήκαμε βόλτα στην πόλη. Χωριζόταν από τη θάλασσα από ένα δρόμο. Ήταν μακρύς και ευθύς, γεμάτος στις δυό του μεριές με μαγαζιά και καφετέριες σε μονώροφα κτίρια. Από όλους αυτούς τους χώρους έβγαινε μια γλυκιά Ελληνική μουσική που την τραγουδούσε ο Ντέμης Ρούσος, ενώ στις πόρτες έστεκαν φιλόξενοι οι μαγαζάτορες που μας χαμογελούσαν και μας καλούσαν να κοπιάσουμε στα μαγαζιά τους.
Σκέφτηκα ότι ήταν φιλέλληνες που αγαπούσαν την Ελληνική μουσική και εμάς τους Έλληνες, σκέφτηκα ακόμα ότι ίσως να ήταν ένα σχέδιο τους να μας καλοπιάσουν για να μας πιάσουν πελάτες ώστε να αγοράσουμε από τα προϊόντα τους.
Όπως και νάτανε, περάσαμε λίγες ευχάριστες ώρες σ αυτό το λιμάνι, αφού το ξεφόρτωμα δεν κράτησε πολύ. Ένα άλλο φορτίο τσιμέντο σε σακιά έτοιμο σε παλάγκα που μας περίμενε στο ντόκο, φορτώθηκε γρήγορα στ αμπάρια του πλοίου από τους μεγάλους γερανούς του λιμανιού. Ήταν ένα χαμηλό φορτίο πολύ βαρύ, τοποθετημένο στον πυθμένα. Ήταν ένα επικίνδυνο φορτίο γιατι είχε μεγάλο βάρος στον πάτο, και άφηνε το υπόλοιπο μέρος του πλοίου ελαφρύ και έρμαιο σε τυχών τρικυμία ή ρεύματα. Ήταν ότι χειρότερο φορτίο θα ήθελε ένας καπετάνιος να φορτώσει το πλοίο του…
Βάλαμε Ρότα για τη χώρα της Λιβύης με τις μηχανές να γυρίζουν εύκολα την προπέλα χωρίς να αναταράσσει τα γαλήνια νερά και χωρίς να δημιουργεί κυματισμούς. Έμοιαζε η θάλασσα ακίνητη όπως να κοιμόταν, έμοιαζε γαληνεμένη όπως να ξεκουραζόταν.
Πηγαίναμε με οικονομική ταχύτητα και υπολογίζαμε να είναι ένα εύκολο σύντομο ταξίδι που θα διαρκούσε λίγες μέρες.
Κάτω στο μηχανοστάσιο την ώρα της βάρδιας μου, ένιωθα τη μηχανή να δουλεύει χωρίς να δυσκολεύεται από αντίθετα ρεύματα και κύματα. Η πρόωση του πλοίου ήταν εύκολη, σκέφτηκα, σίγουρα θα είχαμε ένα εύκολο ταξίδι. Τσεκάρισα τα λάδια του υδραυλικού της λαγουδέρας και το διάκι -το κοντάρι με το οποίο στρίβει το πτερύγιο του τιμονιού-, και ύστερα ξεκίνησα την αντλία για να αδειάσουν οι σεντίνες από τα απόνερα και τα λάδια.
Κοίταξα το ρολόι στο ταμπλώ της μηχανής, ήταν τέσσερις. Τέλειωσε η βάρδια μου και παρέδωσα στον αντικαταστάτη μου που κατέβηκε ακριβώς στην ώρα της σκάντζας. Αφού του εξήγησα να έχει την προσοχή του στο πέκο του όγδοου πιστονιού γιατί έχανε πετρέλαιο, ανέβηκα προσεχτικά τις γλιστερές λαδωμένες σκάλες βγαίνοντας στην κουβέρτα. Ανάπνευσα με αυχαρίστηση τον φρέσκο θαλασσινό αέρα αφήνοντας πίσω μου την καταχνιά της ατμόσφαιρας του μηχανοστασίου που δημιουργούσε το ασταμάτητο δούλεμα της μηχανής. Μπήκα στο μικρό κουζινάκι και έφτιαξα ένα σκέτο δυνατό και πικρό ανατολίτικο καφέ ακριβώς όπως μου άρεσε, και ύστερα βγήκα και κάθισα στην πρύμη, χάμω στη χοντρή λαμαρίνα της κουβέρτας και γέρνοντας τη ράχη μου στην κουπαστή, η σκέψη μου έτρεξε στα βάθη της ιστορίας προσπαθώντας να φρεσκάρω στο νου μου το παρελθόν της χώρας που είχαμε για προορισμό…
Της χώρας που κατά την μυθολογία είχε το όνομα μιας κόρης, της Λιβύης εγγονής του Νείλου και του Δία που προς τιμήν της έδωκαν το όνομα της στην περιοχή που γειτνίαζε δυτικά με την χώρα της Αιγύπτου.
Μιας χώρας της Βορείου Αφρικής που τη βόρεια πλευρά της βρέχει η Μεσόγειος, ενώ την υπόλοιπη σκεπάζει σχεδόν εξ ολοκλήρου άμμος καυτερή και άνεδρη. Μια απέραντη στεγνή και άγονη έρημος που σμίγει με την ήρεμη θολή και κίτρινη στο χρώμα της άμμου θάλασσα, ίδιο με το χρώμα της ερημικής ξηράς. Ένα χρώμα που στην άχνα της ζεστής ατμόσφαιρας δείχνει ένα θέαμα γης και θάλασσας να σμίγουν και να μην ξεχωρίζουν, να φαίνονται να είναι μια συνέχεια, η στεριά και η θάλασσα.
Πέρασαν οι μέρες, και φτάνοντας στον προορισμό μας μείναμε ράδα περιμένοντας το τελωνείο για τον τυπικό έλεγχο.
Ήρθαν και έφυγαν, αφήνοντας μας διαταχτικό να περιμένουμε φουνταρισμένοι μέχρι νεωτέρων οδηγιών.
Ρίξαμε λοιπόν τις άγκυρες στα θολά νερά, και τις είδαμε να κατεβαίνουν και τελειωμό να μην έχουν. Έμοιαζε το βάθος της θάλασσας χωρίς τελειωμό, ο νους μου πήγε στη μυθολογία που κατά αρχαίες θεωρίες και μεταφυσικές δοξασίες αναφέρεται σε θάλασσες άπατες που κάτω τους υπάρχει άβυσσος, σκοτάδι και μυστήριο. ΄΄Οπου υπάρχουν κουφάρια από πετρωμένα καράβια γεμάτα θησαυρούς και απολιθωμένες γοργόνες με χρυσά στεφάνια στα πέτρινα μαλια τους, αλλά και δράκοι τέρατα της θάλασσας που τις φυλάνε.
Η θάλασσα γύρω μας ήταν λάδι, αλλά μόλις βράδιασε νιώσαμε το πλοίο να κουνιέται σαν εκκρεμές μέσα στο νερό, αισθανόμασταν το κέντρο βάρους του κάτω στο αμπάρι ακίνητο από το βάρος του φορτίου των τσιμέντων, ενώ το υπόλοιπο μέρος του σκαριού τάρασσε και κουνιόταν μποτσάροντας δυνατά και απότομα. Ήταν ένα ταρακούνημα άγριο που μας σκότωνε, βαστάζαμε όλοι τα ρέλια ή όπου βρίσκαμε για να μην μας παρασύρει η φορά από το δυνατό μπότζι. Ήταν ένα παράξενο φαινόμενο αυτό που συνεβαινε, η επιφάνεια της θάλασσας παρέμενε τελείως ακίνητη χωρίς να επηρεάζεται από τα δυνατά ρεύματα που πάλιωναν κάτω στα έγκατα της.
Οι μέρες περνούσαν, τα στόρια μας τέλειωσαν, το νερό από τα τάγκια έβγαινε θολό και σκουριασμένο σημάδι ότι τελείωνε κι αυτό, τα ρεύματα δεν κόπαζαν παρά μόνο ανελέητα μας ταρακουνούσαν κάνοντας τη ζωή μας δύσκολη και ανυπόφορη.
Οι αρχές της Λυβύης δεν έδειχναν διάθεση να μας ελλιμενίσουν, μας άφησαν να παραδέρνουμε στα δυνατά ρεύματα της Λιβυκής θάλασσας. Ήμασταν σε μια χώρα άναρχη και δικτατορική, οι Λίβυοι δεν υπολόγιζαν ούτε λογάριαζαν τους ξένους. Ηγέτης της χώρας ήταν ο Συνταγματάρχης Μουαμάρ Καντάφι, ένας πραξικοπηματίας και επαναστάτης που κατέστησε τον εαυτό του ντε φάκτο ηγέτη της χώρας από το 1969. Ήταν ένας σκληρός δικτάτορας που βρισκόταν συχνά σε αντιπαράθεση με τις άλλες χώρες και κυρίως τη Δύση, ήταν ίσως γι αυτό που μας άφησαν στη ράδα πολλές μέρες χωρίς να μας εφοδιάσουν στόρια και νερό. Ήταν ένας ισόβιος δικτάτορας που το χλιδάτο παλάτι του δέσποζε επιβλητικό στην πόλη της Τρίπολης, μιας πολιτισμικής αρχαίας πόλης που στο έμπα της φάνταζε η γραφική παλιά αγορά περικλυσμένη από τα τείχη της Μεντίνας, ενώ παραδίπλα της ξάνοιγε η μεγάλη κεντρική πλατεία, η λεγόμενη Πράσινη πλατεία που συνέχιζε μέχρι τη θάλασσα που τα νερά της στην επιφάνεια ήταν ήσυχα και ακίνητα, ενώ στα βάθη της τα μεγάλα και ανακυκλωμένα ρεύματα ανατάρασσαν τον πυθμένα της κάνοντας την άμμο να διασκορπίζεται στο νερό και να το χρωματίζει με ένα θολό κίτρινο χρώμα ίδιο με την έρημο που σκέπαζε όλη τη χώρα…
Οι μέρες περνούσαν, έδειχνε να μας ξέχασαν. Ήταν ίδιο να μην υπήρχαμε, μάταια περιμέναμε κάποια ειδοποίηση από το τελωνείο του λιμανιού. Τα τρόφιμα μας τέλειωναν, αναγκαστήκαμε κατόπιν διαταγής του καπετάνιου, όλο το πλήρωμα να ψαρεύουμε για την εξασφάλιση της τροφής μας. Κουτσά στραβά τα καταφέρναμε, το πρόβλημα ήταν ότι και το πόσιμο νερό μας τελείωνε. Όσο κατέβαινε η στάθμη στα παμπάλαια τάνκγια που ήταν αποθηκεμένο, τόσο θόλωνε από τη σκουριά, και κάθε που πίναμε μας παίδευε το στομάχι. Ο καιρός ήταν καλοκαιρινός, δεν είχαμε ελπίδα για βροχή, οι Λιβυκές αρχές μας ξέχασαν, ώστε οι οιωνοί ήταν κακοί.
Από την εφοπλιστική εταιρεία είχαμε διαταγή να μην ζητήσουμε βοήθεια από της αρχές, αλλά να περιμένουμε πότε αυτές θα απεφάσιζαν. Ήταν ρητή η διαταγή, γιατι οι δικτατορικές αρχές της Λιβυης συμπεριφέρονταν με απάνθρωπο τρόπο, χωρίς λόγο συνελάμβαναν τους ξένους και τους φυλάκιζαν σε φυλακές που μέσα χάνονταν και δεν ξαναφαίνονταν. Είχαν μια εχθρότητα που την επιδείκνυαν στην πράξη χωρίς να λογαριάζουν κανένα.
Απο φόβο να τούς παρενοχλήσουμε και να θυμώσουν, να μην τους δώσουμε λόγο κι αφορμή να κάνουν επίδειξη της δύναμης τους και της σκληρότητας τους, σιωπούσαμε χωρίς να ζητούμε τη βοήθεια τους. Η ζωή μας κατάντησε ανυπόφορη με μόνη τροφή μας τα ψάρια που ψαρεύαμε, και που τα ποκάρουμε. Ήταν ψάρια μεγάλα και άγευστα που ζούσαν μέσα σε θάλασσα χωρίς βλάστηση και χλωρίδα, μέσα σε θολά νερά από την άμμο που ήταν απλωμένη σε όλο το βυθό, ψάρια χωρίς γευστική ουσία και που χρησιμοποιούσαμε ως τροφή μόνο από ανάγκη.
Μεγαλύτερο πρόβλημα όμως, ήταν το νερό. Για την καθαριότητα μας χρησιμοποιούσαμε το θαλασσινό, ενώ για πόσιμο ανέλαβε ο καπετάνιος να μας το προμηθεύει λιγοστό και μετρημένο, ώστε να μας αρκέσει περισσότερο καιρό. Το βράζαμε για να το πιούμε, είχε καταντήσει επικίνδυνο για την υγεία μας καθ ότι ήταν όσο απέμεινε στον πάτο γεμάτο ιζήματα, πέτρα, λάσπη και σκουριά.
Όσο και να προσέχαμε δυστηχώς, ο Γραμματικός και ένας δόκιμος της μηχανής, αρρώστησαν βαριά, είχαν ρίγη, ψηλό πυρετό και πόνους αφόρητους σε όλο το σώμα τους. Ήμασταν σίγουροι ότι κόλλησαν τη νόσο της λαγιονέλλας. Παρακαλούσαμε το Θεό να αντέξουν και ελπίζαμε για τον εαυτό μας να μην πάθουμε το ίδιο.
Με μεγάλη ανησυχία, διψασμένοι, φοβισμένοι και καταπονημένοι, εναποθέσαμε τις ελπίδες μας στο Θεό.
Βλέπαμε τη στεριά λίγα χιλιόμετρα μακριά μας, αλλά μας ήταν αδύνατο να βγούμε έξω να αναζητήσουμε νερό που το είχαμε απόλυτη ανάγκη. Η απανθρωπιά του δικτατορικού καθεστώτος ήταν δεδομένη, αναμέναμε και ελπίζαμε σε ένα θαύμα, ελπίζαμε να δεήσει ο θεός τους να τους φωτίσει να μας ελλιμενίσουν γρήγορα ώστε να πάψουν τα βάσανα μας.
Αλλά ο Θεός τους ίσως να μην ήταν τόσο καλός όσο ο δικός μας που αποδείχτηκε συμπονετικός και φιλεύσπλαχνος. Ίσως στο πλήρωμα ανάμεσα μας, να υπήρχαν άνθρωποι δίκαιοι που εισακούστηκαν οι προσευχές τους. Όταν σχεδόν δεν είχαμε ελπίδα, ξαφνικά είδαμε τον καιρό μέσα στο κατακαλόκαιρο να σκοτεινιάζει. Τα σύννεφα μαζεύτηκαν γρήγορα και πύκνωσαν ώσπου σκέπασαν τον ήλιο που κρύφτηκε και άφησε τη μέρα με πενιχρό το φως και εμάς μέσα στο μισοσκόταδο.
Ταυτόχρονα άρχισε να πνέει ένας αγέρας που δυνάμωνε, ενώ αστραπές έσκισαν τον ουρανό. Από μακριά η θάλασσα έδειχνε να υδρατμοποιείται και να ανεβαίνει στον ουρανό γεμίζοντας τον με γκρίζα σύννεφα, ενώ νιώθαμε την ατμόσφαιρα να βαραίνει. Ήταν ένα απότομο μπουρίνι, μια απότομη μεταβολή του καιρού που μας ήρθε απρόσμενα.
Χαρούμενοι με τις ελπίδες μας δικαιωμένες και αναπτερωμένες, όλοι μαζί υπό τις διαταγές του καπετάνιου και του πρώτου μηχανικού, στρώσαμε πανιά έτοιμοι να μαζέψουμε το νερό της βροχής. Τα απλώσαμε με τρόπο να σχηματίζουν αυλάκια, και από κάτω βάλαμε άδεια δοχεία να το περισυλλέξουμε.
Σκοτείνιασε κι άλλο ο ουρανός, ενώ μια βροχή ασταμάτητη που άρχισε να πέφτει, όλο δυνάμωνε ώσπου πύκνωσε πολύ και δεν βλέπαμε ο ένας τον άλλο. Στην αρχή ήταν κίτρινη από τη λερωμένη ατμόσφαιρα, αλλά ύστερα καθάρισε και έπεφτε καθαρή και καταρρακτώδης.
Μας χτυπούσε αλύπητα, μα εμείς, όλοι μας, στεκομασταν κάτω από αυτήν με τα πρόσωπα στραμμένα ψηλά, και με ένα αίσθημα μαζοχιστικό θα έλεγε κανείς, και με πολλή ευχαρίστηση δεχόμασταν το μαστίγωμα της, ενώ ανοίγαμε τις χούφτες μας και πίναμε το βρόχινο νερό με απόλυτη ευχαρίστηση.
Όπως απότομα άρχισε, το ίδιο σταμάτησε. Ο ουρανός καταγάλανος φανερώθηκε, ενώ η ατμόσφαιρα καθάρια από τη σκόνη μύριζε φρεσκάδα, θάλασσα και ιώδιο.
Ο ήλιος φάνηκε ολοκάθαρος πίσω από τη βροχή ξεπλυμένος κι αυτός από τη σκόνη της ερήμου, λαμπερός και καυτός άρχισε να ξαναζεσταίνει τον καιρό που δρόσισε ύστερα που ξεπλύθηκε από τη βροχή.
Μέσα μου ένιωθα ευχαρίστηση και ανακούφιση, ήμουν σίγουρος ότι ο Θεός έκαμε το θαύμα του και μας βοήθησε. Φώλιασε μέσα μου ακόμα μια σιγουριά, ότι γρήγορα θα φαινόταν να έρχεται από το λιμάνι η λάντζα με τον πιλότο για να μας οδηγήσει στο ντοκ.
Περπατώντας με τα πόδια ανοιχτά για να ισορροπώ από το μπότζι που κουνούσε ασταμάτητα το πλοίο, προχώρησα στο μικρό κουζινάκι του πληρώματος για να φτιάξω ένα καφέ τώρα που είχαμε επιτέλους νερό, φρέσκο και δροσερό. Τον άφησα να ψηθεί καλά αναπνέοντας τη μυρωδιά του αχόρταγα, αφού είχε μέρες πολλές να έχω την πολυτέλεια ενός καλοψημένου Τούρκικου καφέ. Γέμισα ένα ποτήρι ξέχειλα κρατώντας το με το ένα χέρι για να μην πέσει χάμω από το μποτσάρισμα του πλοίου, αφού ότι αφηνώταν απροστάτευτο στο τραπέζι, έπεφτε και έσπαγε. Ήταν ένα πολύ ενοχλητικό ταρακούνημα που δεν μας άφηνε σε ησυχία, παρά μόνο μας ταλαιπωρούσε αφάνταστα. Ήταν ένα συνεχές ανώμαλο μποτσάρισμα που δεν σταμάτησε κάθ όλη τη διάρκεια που ήμασταν φουνταρισμένοι, ενώ τα ρεύματα στα υπόγεια της θάλασσας συνέχιζαν χωρίς αναπαμό την ανώμαλη ροή τους, ταρακουνώντας το ίδιο και εμάς, ανώμαλα. Τα έπιπλα ήταν στερεωμένα βιδωμένα ή κολλημένα για να μην έχουν φόβο από τις τρικυμίες. Κάθισα στον καναπέ βάζοντας τα πόδια μου σφήνα στα πόδια του τραπεζιού για να μην πέσω χάμω, και με πολλή ευχαρίστηση ήπια γουλιά γουλιά τον δυνατό καφέ.
Ξεδιψασμένος ύστερα από πολλές μέρες και με την πικρή γεύση του καφέ στο στόμα μου, άφησα τη σκέψη μου να ταξιδέψει, αλλά αυτή με οδήγησε στους τελωνειακούς της χώρας και με έκανε να διερωτώμαι γιατι οι άνθρωποι να είναι σκληροί όταν δεν χρειαζόταν. Το λιμάνι ήταν άδειο από πλοία, αλλά για άγνωστους τους λόγους, δεν μας επέτρεπαν να δέσουμε στο λιμάνι, ούτε καν νερό δεν μας έδωσαν. Μας άφησαν να υποφέρουμε από δίψα και πείνα, μας άφησαν να πίνουμε ακάθαρτο νερό με αποτέλεσμα δυο από το πλήρωμα να υποφέρουν από λοιμώδη νόσο, ίσως από τύφο και να κινδυνεύουν οι ζωές τους.
Βυθισμένος στις σκέψεις μου, δεν είδα τον ναύτη της βάρδιας που μπήκε μέσα και στήθηκε δίπλα μου. Με σκούντησε να του κάμω τόπο να κάτσει, και φλύαρα άρχισε να μου λέγει ότι τα βάσανα μας τέλειωσαν, η γέφυρα επικοινώνησε με το τελωνείο, και μας ειδοποίησαν να είμαστε έτοιμοι να μπούμε στο λιμάνι να δέσουμε και να ξεφορτώσουμε. Σε λίγη ώρα, όχι πολλή, θα ερχόταν η λάντζα μαζί με τον πιλότο που θα οδηγούσε το πλοίο, μαζί θα είχε και ένα γιατρό να εξετάσει τον Γραμματικό και τον δόκιμο μηχανικό που ήταν βαριά άρρωστοι.
ΣΤΗ ΛΙΒΥΗ, ΤΟ ΑΓΡΙΟ ΦΟΝΙΚΟ
Η Λιβύη με τις αρχαίες Ελληνικές πόλεις, μια χαμένη Ελλάδα με αρχαία απομειναρια που διέδωσε τον πολιτισμό σε όλη την οικουμένη ακόμα και σ αυτή την παντέρμη από το Θεό χώρα, έχει πρωτεύουσα τη Τρίπολη, μια πόλη κέντρο αρχαίου πολιτισμού που ιδρύθηκε από τους αρχαίους Καρχηδόνιους με το όνομα Οία και που οι αρχαίοι Έλληνες 600 χρόνια πριν το Χριστό μετονόμασαν με το όνομα που φέρει έως σήμερα.
Στη σκέψη μου πριν την γνωρίσω, η χώρα φάνταζε μια ξερή γη με αερόσπαρτα κίτρινα κάστρα από πλιθάρια και κίτρινο κατάστεγνο χώμα της ερήμου που χάρη στη γεωγραφική της θέση και τον υπόγειο ορυκτό πλούτο της, κατοικείτο καί από ανθρώπους, όχι μόνο από φίδια και άλλα ερπετά της ερήμου.
Διάβαζα ότι διοικείτο με σιδηρά πυγμή από τον Καντάφι και ότι ήταν από τις πλέον ασφαλείς χώρες χωρίς κλοπές, ληστείες και τρομοκράτες. Ότι μπορούσε κάποιος να κυκλοφορά ελεύθερα στους δρόμους, στα σοκάκια και στις αγορές χωρίς να διατρέχει το παραμικρό κίνδυνο και ότι οι Λίβυοι ως λαός ήταν περήφανος και φιλόξενος.
Κατεβαίνοντας από το πλοίο, απέναντι μου κολλημένη στο λιμάνι προεκτεινόταν η Τρίπολη μια συνέχεια του λιμανιού που χωριζόταν μόνο από ένα πλατύ δρόμο. Διασχίζοντας τον, κινδύνεψα από τα τροχοφόρα τα οποία άλλα ήταν αριστεροτίμονα και άλλα δεξιοτίμονα, και οι άνθρωποι μέσα οδηγούσαν και από τες δυο πλευρές του δρόμου, δεν σταματούσαν στα φανάρια και έτρεχαν χωρίς να προσέχουν τον δίπλα τους. Ήταν φρενήρεις οδηγοί που χρησιμοποιούσαν το δρόμο χωρίς κανονισμούς και κάθε λιγάκι ακουγόταν ένα μεγάλο γκρατς από τρακάρισμα.
Η Λιβύη ήταν τελικά όπως την είχα στη σκέψη μου πριν την γνωρίσω, μια χώρα με ξερή γη γεμάτη κίτρινα χαμηλοώροφα κτίρια και κίτρινο κατάστεγνο χώμα από άμμο. Δεν υπήρχαν κέντρα διασκεδάσεως παρά μόνο καφενεία ή εστιατόρια που έμεναν ανοικτά έως τα μεσάνυχτα, ενώ οι λίγοι άνθρωποι -μόνο άνδρες- που πηγαινοέρχονταν στους δρόμους ήταν ντυμένοι με άσπρες λερωμένες κελεμπίες. Ήταν Λίβυοι Μουσουλμάνοι Σουνίτες που γίνονταν εχθρικοί -είχα διαβάσει σε κάποιο έντυπο-, και επικίνδυνοι αν κάποιος ξένος έδειχνε να μην σέβεται τις τοπικές παραδόσεις τους, τα ήθη και έθιμα τους και αν δεν φρόντιζε να δείχνει σεβασμό με τις πράξεις του ιδιαίτερα την περίοδο του Ραμαζανιού που θα έπρεπε να μην προκαλεί π.χ. πίνοντας αλκοόλ σε δημόσιους χώρους αφού το ποτό απαγορεύεται αυστηρά για τους Μουσουλμάνους, και οι γυναίκες επισκέπτριες θα έπρεπε να ντύνονται σεμνά.
Μια τεράστια πλατεία που ανοιγόταν προς τη θάλασσα με μια σειρά φοινικόδεντρων να την στολίζουν, απλωνόταν μπροστά μου μετά τη λεωφόρο που χώριζε την πόλη από το λιμάνι, ενώ στο βάθος της έστεκαν μεγαλόπρεπα τα τείχη της Μεντίνας και το κάστρο της Τρίπολης που μέσα στεγαζόταν ένα μουσείο με εκθέματα από το ιστορικό πέρασμα των αρχαίων καιρών μέχρι τις τωρινές εποχές.
Η αγοράς της Μεντίνας ήταν σε ένα μικρό δρομάκι και ήταν μια μικρή παράπλευρη πλατεία που την έλεγαν σκεπαστή αγορά, γιατι ήταν καλυμμένη με στέγες που έστεκαν σε μεγαλόπρεπες κολώνες, παλιά κτίσματα με περίσσια μαστοριά και τεχνοτροπία. Χτύποι από μέταλλα ακούγονταν, μαρτυρώντας την έντονη δραστηριότητα των χαλκομανών και των μεταλλουργών που έφτιαχναν κυρίως τουριστικά είδη που κρέμαγαν στους τοίχους για να τα πουλήσουν. Την ονόμαζαν αγορά του χαλκού, αν και υπήρχαν σιδερένια και άλλα μεταλλικά και ασημικά αντικείμενα που σφυρηλατούσαν εκεί.
Μπήκα στη σκεπαστή αγορά, όπου μέσα δεκάδες μικρέμποροι ήταν στιβαγμένοι έχοντας τις πραμάτειες τους απλωμένες στο χώμα ή σε μικρούς πάγκους. Οι μυρωδιές από τους χουρμάδες έσμιγε με τα ψάρια πάνω στους χαμηλούς πάγκους και οι μύγες σαν σύννεφα πετούσαν σε όλη την ατμόσφαιρα, ενώ οι έμποροι χαλιών ανέμιζαν ρούχα και τις έδιωχναν.
Μέσα σε αυτή την ανυπόφορη μπόχα σεργιάνισα όλο το παζάρι της Τρίπολης χωρίς να βρώ κάτι να με ενδιαφέρει για να ψωνίσω, έστω ένα μικρό σουβενίρ. Αγόρασα μόνο μια βεντάλια για να διώχνω τις ανεπιθύμητες μύγες και την καυτή λαύρα της ατμόσφαιρα των 45 βαθμών Κελσίου που έψηνε κυριολεκτικά τη χώρα και τους ανθρώπους της. Απομακρύνθηκα από τους πάγκους με τα ψάρια και τις έντονες μυρωδιές, και κάθισα σε ένα μικρό τραπεζάκι πίσω από ένα ξύλινο πάγκο που πάνω του ένας αεικίνητος ανθρωπάκος με τα μανίκια της κελεμπίας του ανεβασμένα, έστεκε πάνω απο ένα μαγκάλι γεμάτο φωτιά και έψηνε κρέας μέσα σε ένα τηγάνι. Κάθισα και έτρεξε αμέσως κοντά μου. Μιλούσε σπαστά Ελληνικά και έτσι συνεννοηθήκαμε χωρίς δυσκολία. Του είπα ότι θέλω να δοκιμάσω κάποιο αράπικο φαγητό, και αυτός μου είπε ότι θα μου τηγάνιζε κρέας που σίγουρα θα μου άρεσε. Σε λίγο μου έφερε ένα πιάτο που μέσα είχε ένα μεγάλο κομμάτι κρέας, μια τεράστια μπριζόλα. Δοκιμάζοντας την πρώτα, μου άρεσε καταπληχτικά. Την έφαγα λαίμαργα και την ευχαριστήθηκα. Ήταν γεύσεις για μένα πρωτόγνωρες που τις γεύτηκα και τις ευφράνθηκα με ικανοποίηση. Τον ρώτησα και μου είπε ότι ήταν κρέας καμήλας. Μου εξήγησε ότι οι νομάδες στις ερήμους πίνουν το γάλα της καμήλας γιατί είναι πολύ θρεπτικό και αρέσκονται σε βρώση των μεριών της, των παϊδων της, και κυρίως της καμπούρας της που θεωρείται εξαιρετική λιχουδιά.
Ότι όσο πιο ηλικιωμένη η καμήλα, τόσο πιο πολύ μαγείρεμα χρειάζεται το κρέας της γιατί είναι σκληρό. Ότι είναι κρέας που προτιμάται στις χώρες της Ανατολής, αλλά τα τελευταια χρόνια προτιμάται και στη δύση όπου εκεί εξάγονται μεγάλες ποσότητες διαφόρων σαλαμιών και παστουρμάδων που κατασκευασμένα από το κρέας της, έχει ως αποτέλεσμα να έχουν απίθανες γεύσεις. Το δικό μου φιλέτο ήταν ένα παϊδίσιο κομμάτι το οποίο μου άρεσε καταπληχτικά, και από εκείνο τον καιρό από όσες Αραβικές χώρες τύχαινε να περάσω, ζητούσα πάντα το ίδιο φαγητό, ζητούσα καμηλίσιο κρέας.
Τελειώνοντας την διήγηση του, μου προσέφερε ένα αράπικο καφέ πικρό και βαρύ που και αυτόν τον ευχαρίστησα, που πίνοντας τον γερμένος στην αναπαυτική παλιά τόνενη καρέκλα και ρεμβάζοντας, παρατηρούσα τους μικροεμπόρους που διαλαλούσαν την πραμάτεια τους.
Ο αρχαίος ιστορικός Διόδωρος Σικελιώτης αναφέρει ότι οι γοργόνες ήταν Ελληνικό μυθικό έθνος γυναικών, που κατοικούσε στη Λιβύη κοντά στη λίμνη Τριπωνίδα και πολεμούσαν συνεχώς με τις γειτονικές φυλές των Αμαζόνων.
Η Ελληνική ιστορία λέει ότι στην αρχαιότητα ένας χρησμός του μαντείου των Δελφών, ώθησε αποίκους από τη Σαντορίνη να μεταναστεύσουν στην βόρεια Αφρική, ιδρύοντας το 631 π.Χ., την πόλη Κυρήνη.
Κοντα στο λιμάνι της Κυρήνης είναι η Απολλώνια, όπου το 1897, την περίοδο του ελληνοτουρκικού πολέμου στην Κρήτη, μια από τις ομάδες μουσουλμάνων Κρητικών που εγκατέλειψαν το νησί, βρήκε καταφύγιο δίπλα από τα ερείπια της αρχαίας πόλης και έκτισε το χωριό Σούσα.
Ακόμα και σήμερα, οι μεγαλύτεροι μιλούν σχεδόν απταίστως την ελληνική γλώσσα και μάλιστα με κρητικό ιδίωμα και ονειρεύονται την Κρήτη που άκουσαν α πό τους παππούδες τους.
Ακόμα κατά την οθωμανική περίοδο αρκετοί Έλληνες είχαν καταφύγει στη Λιβύη, κυρίως στην Τρίπολη την οποία και ανέπτυξαν , καθώς οι περισσότεροι Έλληνες ασχολούνταν με το εμπόριο, τη ναυτιλία, και την σπογγαλιεία.
Στην Μεντίνα το ομορφότερο αρχιτεκτονικά κομμάτι της παλιάς πόλης της Τρίπολης δίπλα από την Πράσινη Πλατεία σε ένα τμήμα της, υπάρχει ελληνική συνοικία με σπίτια και ένα κομμάτι της αγοράς γύρω από τον ορθόδοξο ναό του Αγίου Γεωργίου.
Όλη την παλιά αγορά της Τρίπολης την περικλυσμένη στα τείχη της Μεντίνας, αποτελούσαν στενά δρομάκια και στοές, μικρές πλατείες γεμάτες με υπαίθρια και στεγασμένα μικρά μαγαζάκια με τους μικροπωλητές αλλά και τους μεγαλέμπορους που προσπαθώντας να επισκιάζουν με τις φωνές τους ο ένας τον άλλο, διαλαλούσαν τις πραμάτειες τους.
Πολλά μαγαζιά με χρυσά και ασημένια κοσμήματα, χάλκινα και κεραμικά αντικείμενα, δερμάτινα, χαλιά και υφάσματα, αποτελούσαν τη σκεπαστή αγορά της Τρίπολης, ενώ στη δυτική είσοδο της, κάτω από ένα πύργο που πάνω του ένα παλιό ρολόι έδειχνε την ώρα, ήταν το μικρό καφενεδάκι που καθόμουν.
Ο εξυπηρετικός αεικίνητος ανθρωπάκος ο μαγαζάτορας, με ρώτησε αν επιθυμούσα για την απόλαυση μου ένα ναργιλέ, καθώς όπως μου είπε, σπάνια περνούσε Ευρωπαίος και να μην καπνίσει ναργιλέ.
Μόλις είχα αρχίσει το κάπνισμα, ήταν ένα κακό συνήθειο που το ξεκίνησα για να σπάζω τις μονότονες ώρες της βάρδιας μου στο μηχανοστάσιο του πλοίου και να έχω συντροφιά και απασχόληση τις ατελείωτες ώρες της μοναξιάς μου που μόνη παρέα είχα το ντούκου-ντούκου της μηχανής Ντίζελ που καθώς γυρίζοντας την προπέλα με πολλή δύναμη, με άλλη τόση δύναμη βρυχόταν και αγκομαχούσε νικώντας την αντίσταση της θάλασσας σπρώχνοντας το πλοίο να ταξιδεύει.
Δέχτηκα με ευχαρίστηση, και γερμένος στην αναπαυτική παλιά τόνενη καρέκλα άρχισα να τραβώ ρουφηξιές ενώ απολαμβάνοντας τον, παρακολουθούσα τον συρφετό του ετερόκλητου πλήθους από εμπόρους και πελάτες κάθε λογής που γέμιζε το χώρο της σκεπαστής αγοράς.
Ο αεικίνητος ανθρωπάκος, αρχίνησε με σπαστά Ελληνικά να μου εξηγά την ιστορία του ναργιλέ.
Ο Ναργιλές, μου είπε, είναι Περσική επινόηση για απαλό και ευχάριστο κάπνισμα, και η ονομασία του προέρχεται από την επίσης Περσική λέξη ναργκιούλ που σημαίνει καρύδα, την οποία χρησιμοποιούσαν αντί της σημερινής γυάλινης σφαίρας. Στη γυάλινη αυτή φιάλη που περιέχει καθαρό νερό μέχρι τη μέση, πάνω της με αεροστεγή σύνδεση υπάρχει ένας κατακόρυφος σωλήνας που ονομάζεται λουλάς, και πάνω του τοποθετείται χαρμάνι, ενώ πάνω σε εαυτό τοποθετούνται κομματάκια από αναμμένο κάρβουνο. Μόλις ο καπνιστής αρχίζει να ρουφά, αραιώνεται ο αέρας μέσα στη φιάλη, δημιουργείται υποπίεση και ο καπνός από τον καιόμενο καπνό μαζί με αέρα εισέρχεται δια του κατακόρυφου σωλήνα στη φιάλη προκαλώντας φυσαλίδες και αναταραχή στο νερό με υπόκωφο θόρυβο. Το πέρασμα αυτό του καπνού μέσα από το νερό που τον φιλτράρει, τον ψύχει και αποτελεί το βασικό χαρακτηριστικό, το οποίο διαφοροποιεί τον ναργιλέ από άλλα είδη καπνίσματος.
Ρουφώντας τον ελαφρύ καπνό και γεμίζοντας τα πνεμόνια μου, ασυναίσθητα άρχισα να σιγοτραγουδώ «όταν καπνίζει ο Λουλάς». Αναλύοντας στη σκέψη μου πως μου ηρθε αυτό το τραγούδι, κατέληξα στο συμπέρασμα ότι ήταν επειδή το κάπνισμα του ναργιλέ έχει περάσει στην ελληνική κουλτούρα και παράδοση μέσα από τα ρεμπέτικα τραγούδια που καθημερινά ακούγαμε τα ράδια να παίζουν.
Τελειώνοντας και πληρώνοντας τον, του άφησα ένα δηνάριο για μπακσίσι, και αυτος θέλοντας να με ευχαριστήσει, μου ευχήθηκε να με έχει καλά ο Αλλάχ.
Κατάλαβα ότι οι Λιβυοι πρέπει να αγαπούσαν την Ελλάδα και τους Έλληνες όπως είχα ακούσει, αφού στη συμπεριφορά του καλού ανθρωπάκου είδα μια θερμή εκτίμηση και φιλοξενία απέναντι μου, πρώτο σημάδι και ένδειξη κατά τη γνώμη μου περί του λόγου του αληθές.
Η πόλη εκτεινόταν άπλετη πέρα από την πλατιά πλατεία, ενώ στα δεξιά της ήταν κτισμένα χαμηλόροφα μοντέρνα κτίρια απλωμένα κατά μήκος του παράλληλου δρόμου που ήταν κολλημένος πάνω της.
Ήταν κτίρια κτισμένα με Ευρωπαϊκές προδιαγραφές, που στέγαζαν καταστήματα με βιτρίνες γεμάτες Ευρωπαϊκά προϊόντα.
Πήρα εκείνη τη στράτα, και περπατώντας νωχελικά, περιεργαζόμουν τις βιτρίνες με τα Ιαπωνικά ρολόγια μάρκας Σέϊκο, που όπως μου είχαν πει συνάδελφοι μου ναυτικοί, εδώ σ αυτή τη χώρα ήταν πολύ φτηνά. Είχα σκοπό να αγοράσω ένα Σέϊκο, θα ήταν το πρώτο ρολόι που θα αποχτούσα στη ζωή μου, γι αυτό το ήθελα και φτηνό, και καλό.
Περπατώντας και χαζεύοντας τις βιτρίνες, ο ήλιος με χτυπούσε κατακούτελα και αλύπητα, ενώ οι κάθετες αχτίνες του με έκαναν να ιδρώνω και μου έφερναν φοβερό πονοκέφαλο. Η ξερή και αραιή ατμόσφαιρα συνέπεια της αφόρητης ζέστης έκανε τον ορίζοντα στο βάθος να τρεμουλιάζει και να δημιουργεί κυματιστές πολύχρωμες γραμμές δημιουργώντας ένα πούσι που σκέπαζε την ορατότητα. Κουνώντας αδιάκοπα την βεντάλια που κρατούσα στο χέρι, προσπαθούσα να δροσιστώ, μάταια όμως, αφού το ρεύμα αέρα που δημιουργούσα ήταν και αυτό ζεστή αύρα ένεκα της καυτερής ατμόσφαιρας που ερχόταν από τα βάθη της ερήμου.
Στο νου μου έφερα τους συναδέλφους μου, τον Γραμματικό και τον δόκιμο της μηχανής που αρρώστησαν βαριά, ίσως από λαγιονέλλα και κινδύνευε άμεσα η ζωή τους. Τους είχαμε άρρωστους μέρες πολλές πάνω στο πλοίο χωρίς περίθαλψη, αλλά τώρα ευτυχώς ευρίσκονταν στο νοσοκομείο της Τρίπολης όπου τους είχαν μεταφέρει οι Λιβυκές Τελωνειακές αρχές. Έλπιζα τουλάχιστον εκεί να υπήρχε κλιματισμός και οι καλοί συνάδελφοι να ήταν μέσα σε δροσερό περιβάλλον ώστε να μπορέσουν να αντέξουν, να γιάνουν, να επιζήσουν.
Όλο το πλήρωμα στο πλοίο είχαμε φόβο για την τύχη τους, αφού ξέραμε τις κακές προθέσεις του ηγέτη της Λιβύης και το μίσος που είχε διασπείρει στους φανατικούς οπαδούς του για όσους προερχόμασταν από χώρες με δυτικό πολιτισμό. Με καταγωγή απο Βεδουίνους νομάδες, ο Καντάφι ήταν ένας σκληρός και απάνθρωπος δικτάτορας που συνέδεσε το όνομά του με τη νεότερη ιστορία της Λιβύης . Το 1969 ηγήθηκε μιας επανάστασης και ανέβηκε στην εξουσία εκδιώκοντας τον βασιλιά Ίντρις, διαμορφώνοντας ένα καθεστώς απολυταρχικό και στρατοκρατικό. Στην Αμερική τον ονόμαζαν λυσσασμένο σκυλί της Μέσης Ανατολής, αφού ήταν μέγας πολέμιος της Δύσης. Είχε συνδέσει το όνομά του με αεροπειρατείες, και με φλογερούς λόγους που με αυτούς πάντα στοχοποιούσε τον δυτικό ιμπεριαλισμό ο οποίος καταλήστευε τις πλουτοπαραγωγικές πρώτες ύλες του Τρίτου Κόσμου, καθώς έλεγε.
Οι πληροφορίες γι αυτό τον άνθρωπο ήταν διφορούμενες, στην Ελλάδα οι αριστεροί τον επαινούσαν ενώ οι δεξιοί τον κατηγορούσαν. Γεγονός όμως, ήταν ότι στη δεκαετία του΄70 ενώ στον υπόλοιπο κόσμο η ζωή ακρίβαινε και μεγάλο μέρος των πληθυσμών ακόμα και σε ανεπτυγμένες χώρες δεν είχαν εύκολη πρόσβαση στο κυριότερο αγαθό την τροφή, η κυβέρνηση στη Λιβυη είχε καταργήσει όλους τους φόρους στα τρόφιμα. Αποτέλεσμα επίσης της διακυβέρνησης του, ήταν ότι η χώρα είχε το μεγαλύτερο κατά κεφαλή εισόδημα στην Αφρική και οι Λίβυοι ήσαν πλουσιότεροι από τους άλλους γειτονικούς λαούς. Αυτό συνεβαινε γιατι ο Κανταφι δεν επέτρεψε την εκμετάλλευση του ορυκτού πλούτου από ξένες εταιρείες και χώρες.
Μπορεί να υπέφερε ο λαός από μια στυγνή δικτατορία, αυτό όμως συνεβαινε για όσους δεν υμνούσαν τον ηγέτη Μουαμάρ Καντάφι, τουλάχιστον όμως, αυτός ο δικτάτορας είχε θεσπίσει νόμους, με τους οποίους πολλά από τα έσοδα από το πετρέλαιο διανέμονταν στο λαό.
Οι ΗΠΑ ήταν εναντίον του γιατί ήταν η κύρια απειλή για την ηγεμονία των ΗΠΑ στην Αφρική, αφού είχε εκ διαμέτρου αντίθετες απόψεις ενάντιες στα συμφέροντα τους, και γιατι προσπαθούσε να ενώσει τις Αραβικές χώρες και να τις φέρει σε αντίθεση μαζι τους.
Οι ΗΠΑ και το Ισραήλ που δεν είχαν κανένα συμφέρον για την δημιουργία ενός ισχυρού αραβικού κόσμου, προσπαθούσαν να εξαναγκάσουν την Λιβύη με την αναρχία και το χάος να γονατίσει. Γι αυτούς τους λόγους η διαμάχη μεταξύ Κανταφι και Δύσης ήταν στο αποκορύφωμα της εκείνους τους καιρούς, και οι φανατικοί υποστηριχτές του έβλεπαν όσους προέρχονταν εκ δυσμών, σαν εχθρούς του ηγέτη τους και τους συμπεριφέρονταν εχθρικά. Αυτό συνέβαινε και για όσους Λιβυους δεν δήλωναν αγάπη, σεβασμό και υποταγή στον εθνικό ηγέτη.
Υπό αυτές τις συνθήκες που γνωρίζαμε όλοι στο πλοίο ότι επικρατούσαν και κυριαρχούσαν σ αυτή τη χώρα, είχαμε λάβει διαταγές από τον καπετάνιο να είμαστε προσεχτικοί στη συμπεριφορά μας, ενώ μεγάλη ανησυχία μας βασάνιζε για την τύχη των συναδέλφων μας φοβούμενοι για την τύχη τους. Θα τους περιέθαλπαν και θα τους φρόντιζαν, ή θα τους άφηναν αβοήθητους σαν σκυλιά στην αρρώστια τους και στο ψυχορράγημα τους.
Με αυτές τις ανυσηχες σκέψεις και κουνώντας αδιάκοπα την βεντάλια μου κάνοντας αέρα στο πρόσωπο μου, στάθηκα σε μια βιτρίνα που πουλούσε ωρολόγια μάρκας Ρόλλεξ και άρχισα να περιεργάζομαι τις μικρές ταπελλίτσες που πάνω αναγράφονταν οι τιμές πώλησης, προσπαθώντας και καταφέρνοντας έτσι να διώξω τις δυσάρεστες σκέψεις που είχαν φωλιάσει στο μυαλό μου. Οι τιμές ήταν αστρονομικές, αλλά δεν ήταν άδικες, αφού ήταν χρυσά ρολόγια και μάρκα πολυτελείας περιζήτητα σε όλο τον κόσμο.
Ήταν νέος, λεπτός, ψηλός και όμορφος. Φορούσε μια άσπρη κάτασπρη από καθαριότητα κελεμπία και οι κινήσεις του είχαν αέρα εξουσίας. Φάνηκε από απέναντι και περπατούσε αγέρωχα εκπέμποντας αυταρχικότητα και ανωτερότητα, ενώ το γενικό του παρουσιαστικό δημιουργούσε δέος και θύμιζε πρίγκιπα ανατολίτικου παραμυθιού.
Οι λίγοι διαβάτες στο δρόμο καθώς και εγώ, τον κοιτάξαμε με περιέργεια, αφού η δείξη του προκαλούσε ενδιαφέρον. Προχώρησε και στάθηκε στην διπλανή μου βιτρινα και γνέφοντας μου με μιαν σχεδόν αδιόρατη κίνηση του κεφαλιού έναν ανεπαίσθητο χαιρετισμό.
Του αντιγύρισα το χαιρετισμό κουνώντας και εγώ το κεφάλι μου, και τη στιγμή που το βλέμμα μου έφευγε από αυτόν, η ματιά μου έπιασε λίγο μακρύτερα στον πεζόδρομο έναν Άραβα με μικρό κορμί που φορούσε μια ξεθωριασμένη κελεμπία και είχε το πρόσωπο τυλιγμένο σε ένα τουρμπάνι που είχε πάνω στην κεφαλή, ενώ βάδιζε γρήγορα προς τη μεριά μου με ένα τρόπο που μου κίνησε την περιέργεια. Ίσως μου παρακίνησε το ενδιαφέρον το σκληρό του βλέμμα που κοίταζε έντονα τον διπλανό μου άνθρωπο στη διπλανή μου βοτρίνα, ή ήταν κάποιο κακό προαίσθημα μου.
Έδειχνε να κατευθύνεται ίσια πάνω του, και χωρίς ιδιαίτερο λόγο, απλά και μόνο από τη σκληρή ματιά του μάλλον, διαισθάνθηκα το κακό που προμηνυώταν.
Είχε στο δεξί του χέρι μια τεράστια τσοπάνικη μαγκούρα που κρατούσε σφικτά και που η άκρη της σχημάτιζε ένα θεόρατο ρόπαλο από σκληρό ρόζο. Ήταν ολοφάνερη η αντίθεση στα μεγέθη, μια τεράστια σε μέγεθος μαγκούρα, και μια μικρή ανθρώπινη φιγούρα μέσα σε μια άσπρη λερωμένη κελεμπία σαν άδειο σακί με ξυπόλυτα πόδια και μάτια που πετούσαν σπίθες. Ήταν μάτια ίδια αγριμιού αγριεμένου γεμάτα αποφασιστικότητα και σκληράδα, που όσο πλησίαζε τα έβλεπα καθαρότερα, μάτια σκοτεινά κόκκινα και αιμοβόρα ίδια δαιμονικά, γεμάτα μίσος και ήταν στραμμένα κολλημένα στον άνθρωπο που έδειχνε να στέκει μεγαλόπρεπος και φανταχτερός μπροστά στη βιτρινα με τα ρόλλεξ.
Ήμουν σίγουρος ότι ο νεαρός μπροστά μου, κάτι θα πάθαινε. Σκέφτηκα να του βάλω μια φωνή να τον προειδοποιήσω, μου ηρθαν όμως στο νου οι οδηγίες του καπετάνιου να μην μπλέκουμε σε ξένες υποθέσεις και να μην προκαλούμε σ αυτή τη χώρα.
Με γοργό περπάτημα έφτασε στα ίσα που στεκόταν και σταματώντας απότομα από πίσω του, με μια γρήγορη κίνηση σήκωσε ψηλά τη μαγκούρα. Με την απότομη κίνηση, του έφυγε το τσεμπέρι και φανερώθηκε το πρόσωπο του, ένα νεανικό αμούστακο αλλά καθόλου αθώο πρόσωπο, αφού η σκληράδα, του ρυτίδιαζε την όψη κάνοντας τον να φαίνεται αδυσώπητο σκυλί έτοιμο να ορμήσει.
Πριν ο άλλος προλάβει να διαισθανθεί την παρουσία του ώστε να αντιδράσει, με περισσή δύναμη κατέβασε το χοντρό ραβδί ίσα στη κεφαλή του, που σαν να τον χτύπησε κεραυνός, σωριάστηκε κατάχαμα άψυχος, χωρίς να προλάβει να σπαρταρήσει. Το κεφάλι του έγινε λιώμα, μυαλά και αίματα γέμισαν τον τόπο, και εγώ ένιωσα πολύ τυχερός, που δεν έπεσαν πάνω μου.
Ύστερα παίρνοντας το ραβδί στο ένα του χέρι, με το άλλο πήρε το τσεμπέρι και με τα μάτια του γυρισμένα πάνω μου, το τύλιξε γύρω στο πρόσωπο και με προσπέρασε με γρήγορο βάδισμα και χάθηκε κατά τη μεριά του λιμανιού.
Οι άλλοι άνθρωποι που περιδιάβαιναν στον ίδιο δρόμο και πήγαιναν πάνω κάτω, δεν εδειξαν να εχουν δωσει σημασία στο όλο συμβάν. Κανείς δεν έδειχνε να ενοχλείται, κανείς δεν έσκυψε πάνω στο άψυχο κορμί να δει αν είχε ζωή ή αν χρειαζόταν βοήθεια. Όπως που να μην συνέβηκε τίποτα, ή όπως να ήταν κάτι συνηθισμένο και καθημερινό, όπως κάποιος να πέταγε μια σακούλα σκουπίδια και δεν ήθελε να τη μαζέψει κανείς, αφού σε λίγο ίσως να περνούσε το σκουπιδιάρικο να καθαρίσει.
Σαστισμένος στάθηκα λίγη ώρα να κοιτάζω την άσπρη κελεμπία του πεθαμένου που με γρήγορο ρυθμό κοκκίνιζε από το χυμένο αίμα κάτω στο δρόμο, και δεν ήξερα αν περισσότερο φοβήθηκα ή ξαφνιάστηκα από το όλο περιστατικό. Θυμάμαι μόνο ότι αποφάσισα να γυρίσω στο πλοίο, να κρυφτώ στο καβούκι μου και στην ασφάλεια μου, γιατί έβλεπα ότι η χώρα της Λιβύης δεν ήταν μια χώρα φιλική και ασφαλής όπως είχα διαβάσει σε ένα περιοδικό.
Με γοργό βήμα σχεδόν τροχάδην, πήρα το γυρισμό κοιτάζοντας δεξιά κι αριστερά έτοιμος να αμυνθώ αν μου ορμούσε ο δολοφόνος, αφού ήξερε ότι είδα το πρόσωπο του. Με σκέψεις ανήσυχες και τη φαντασία μου να οργιάζει και να πλάθει σενάρια για κάποια τυχών επίθεση του, ήμουν έτοιμος αν χρειαζόταν να παλέψω για τη ζωή μου με γυμνά χέρια.
Τελείωσα τη διαδρομή σε λίγη ώρα που μου φάνηκε αιώνας, και φτάνοντας στο μώλο που ήταν δεμένο το πλοίο, ανέβηκα τη σκάλα πατώντας δυο δυο τα σκαλιά, και αφού πάτησα στην κουβέρτα, γύρισα και κατόπτευσα όλο το λιμάνι και τον παραπέρα δρόμο. Δεν είδα τίποτα, ο νεαρός ανθρωπάκος δεν φαινόταν πουθενά.
Ένιωσα ανακούφιση, και είπα μέσα μου ότι αυτά συμβαίνουν σε μια χώρα δικτατορική όπου οι νόμοι δεν ισχύουν το ίδιο για όλους τους ανθρώπους. Σκέφτηκα ότι ίσως το θύμα να ήταν κάποιος αντιστασιακός, και ο θύτης κάποιος μυστικός αστυνομικός του καθεστώτος που κυβερνούσε τη χώρα. Δεν παραξενεύτηκα, σχεδόν ήμουν σίγουρος ότι έτσι είχαν τα πράγματα, αφού πριν λίγους μήνες είδα παρόμοια περιστατικά να συμβαίνουν και στην Ελλάδα που κυβερνιόταν από τη Χούντα του Ιωαννίδη ένα δικτατορικό καθεστώς το οποίο στις 25 Νοεμβρίου 1973 με επίσης πραξικοπηματικό τρόπο, διαδέχθηκε τη Χούντα των Συνταγματαρχών η οποία κυβερνούσε την Ελλάδα από το 1967. Ο ταξίαρχος Δημήτριος Ιωαννίδης, ένας δυσαρεστημένος αδιάλλακτος χουντικός, χρησιμοποίησε την εξέγερση του πολυτεχνείου ως πρόφαση για να αποκαταστήσει τη δημόσια τάξη, και με πρόσχημα ότι ο δικτάτορας Παπαδόπουλος παρεξέκλινε από τις Αρχές της Επαναστάσεως της 21ης Απριλίου, οργάνωσε πραξικόπημα με το οποίο ανέτρεψε την κυβέρνηση στις 25 Νοεμβρίου 1973.
Έτσι ξέροντας από πρώτο χέρι, αφού την παραμονή πριν μπαρκάρω στο πλοίο, έτυχε να εγκλωβιστώ στην Ομόνοια την κεντρική πλατεία των Αθηνών την αποφράδα εκείνη μέρα της εξέγερσης του πολυτεχνείου, και είδα σε αυτή την πλατεία τους εν ψυχρώ πολυβολισμούς του πλήθους των φοιτητών που διαδήλωναν για ελευθερία και δημοκρατία, είδα σε όλες τις διαστάσεις την άγρια συμπεριφορά των χουντικών στρατιωτικών ενάντια στον ελληνικό λαό.
Ίσως αυτή μου η πρόσφατη εμπειρία να ήταν η αιτία που θεώρησα σαν φυσικό γεγονός το επεισόδιο, αφού και σ αυτή τη χώρα κυβερνούσε μια επίσης στρατιωτική χούντα. Και εδώ, ενας Λίβυος στρατιωτικός, ο Μουαμάρ Καντάφι ένας πραξικοπηματίας και επαναστάτης, το 1969 με μια μικρή ομάδα από αξιωματικούς του στρατού υπό την ηγεσία του έκανε πραξικόπημα και ανέτρεψε τον βασιλιά Ίντρις ενώ παραθέριζε στην Ελλάδα.
Σκέφτηκα ότι τις μη δημοκρατικές χώρες, κάποιος θα έπρεπε να τις αποφεύγει.
Με αυτές τις σκέψεις γύρισα και προχώρησα προς το μικρό κουζινακι του πλοίου να φτιάξω ένα καφέ πικρό, το ίδιο πικρό με το προ ολίγων λεπτών περιστατικό που συνέβηκε και ήμουν αυτόπτης μάρτυς, ένα επεισόδιο τραγικό κατά το οποίο ένας ανύποπτος άνθρωπος έπεσε νεκρός, σκοτωμένος, δολοφονημένος, μάλλον για πολιτικούς λόγους.
ΣΤΗ ΛΙΒΥΗ, Ο ΛΑΘΡΕΠΙΒΑΤΗΣ
Κόντευε η ώρα της βάρδιας μου και καθόμουν στο μικρό κουζινακι του πλοίου περιμένοντας τα λίγα λεπτά που απέμειναν να σηκωθώ και να κατεβώ τις σκάλες του μηχανοστασίου. Εκείνη την ώρα άνοιξε η πόρτα και μπήκε μέσα ο Α΄ Μηχανικός,
-Ετοιμάσου Κυριάκο, είμαστε STAND -BΥ σε λίγο ξεκινάμε, φεύγουμε απ αυτό τον καταραμένο τόπο, μου είπε.
Τον ρώτησα με αγωνία τι θα γίνει με τον Δεύτερο και το Δόκιμο που ήσαν άρρωστοι στο νοσοκομείο της Τρίπολης, και αυτός μου απάντησε με έκφραση στεναχώριας στο πρόσωπο, ότι δυστυχώς καμία ενημέρωση δεν είχαμε από τις Λιβυκές τελωνειακός αρχές. Θα ξεκινούσαμε για την πατρίδα, με ελπίδα όταν θα γιατρεύονταν να τους έστελναν με αεροπλάνο στην Αθήνα.
Στεναχωρημένος και εγώ για τα κακά μαντάτα αφού γνώριζα την κακοπιστία και την κακοδαιμονία που διέκρινε τη συμπεριφορά των Λιβυκών αρχών εναντίον εμάς των Δυτικών Χριστιανών, σκέφτηκα ότι μπορούσε να συνέβαινε το χειρότερο, ίσως οι συνάδελφοι μου να εξαφανίζονταν και να χάνονταν για πάντα όπως και τόσοι άλλοι σ αυτή τη χώρα.
Σηκώθηκα με σφιγμένη την καρδιά και κατεβηκα στο μηχανοστάσιο. Εκεί βρήκα τον τρίτο μηχανικό, και μαζί κάναμε ένα τελευταίο έλεγχο στη μηχανή καθώς και στα βοηθητικά μηχανήματα.
Ξεκινήσαμε την αντλία για να φορτώσουμε θαλάσσερμα, δηλαδή να γεμίσουμε τις δεξαμενές έρματος σαβούρα θαλασσινού νερού με σκοπό να αυξήσουμε το βάρος του πλοίου για να βυθιστεί και να πατήσει περισσότερο στο νερό. Ο ερματισμος ή σαβούρωμα γίνεται όταν το πλοίο ταξιδεύει χωρίς φορτίο με σκοπό να βαρύνει ώστε η έλικα και το πηδάλιο να αποδίδουν καλύτερα.
Σαβουρώσαμε λοιπόν, δηλαδή γεμίσαμε με θαλασσινό νερό τα βοηθητικά τάνγκια ώστε το πλοίο ταυτόχρονα με την καλύτερη πλεύση να μπορεί να έχει το απαιτούμενο βύθισμα στη θάλασσα για να μην παλαντζάρει όταν θα αποπλέαμε, καθώς πλέον είχε ξεφορτώσει και αδειάσει από φορτίο.
Σε λίγο κατέβητε και ο Α΄ Μηχανικός, και την ίδια στιγμή λάβαμε διαταγή από τον καπετανιο να ετοιμαστούμε. Ξεκινήσαμε τη μηχανή, και σε λίγο όταν η λάντζα που τραβούσε το πλοίο το ξεκόλλησε από το ντόκο, με οδηγίες από τη Γέφυρα δώσαμε στροφές και σιγά – σιγά μια μπρος, μια πίσω, βγήκαμε στα ανοιχτά. Σταματήσαμε για να φύγει ο πιλότος από το πλοίο, και συνεχίσαμε με full speed με πρόσω την πατρίδα.
Η μηχανή δούλευε σαν ρολόι, η θάλασσα είχε ημερέψει και τα ρεύματα είχαν καταλαγιάσει, έτσι το πλοίο έσχιζε τα γαλήνια νερά χωρίς κόπο και δυσκολία.
Ο Α΄ μηχανικός έμεινε για λίγο κάτω στη μηχανή και αφού μας ορμήνεψε όπως πάντα να έχουμε τα μάτια μας ανοιχτά, πιάσαμε για λίγο την κουβέντα και μάθαμε ότι πηγαίναμε στο Νοβορωσίσκι της Ρωσίας να φορτώσουμε ξυλεία. Από εκεί θα επιστρέφαμε στη Ελλάδα για να παραδώσουμε το φορτίο σε διάφορα νησιά.
Σκέφτηκα αμέσως ότι θα ήταν ένα από τα ωραιότερα μου ταξίδια καθώς θα περνούσαμε το Βόσπορο τον στενό πορθμό που χωρίζει την Ευρωπαϊκή Τουρκία από την Ασιατική συνδέοντας τη θάλασσα του Μαρμαρά με τον Εύξεινο Πόντο. Εύξεινος Πόντος είναι όνομα που προήρθε κατ ευφημισμό αντικαθιστώντας τον πρότερο όρο Άξεινος Πόντος που δηλεί αφιλόξενη θάλασσα, μια λαϊκή ετυμολογία παραφθορά της Φρυγικής λέξης αξαίνας που σημαίνει σκοτεινός, μαύρος, εξ ού και η ύστερη επωνυμία «Μαύρη Θάλασσα» καθώς τα νερά εκεί είναι σε χρώμα ασυνήθιστα σκοτεινότερα και μαύρα σε σύγκριση με αυτά της Μεσογείου.
Το όνομα Βόσπορος σημαίνει πέρασμα βοδιού, δηλαδή βούς και πόρος, και προέρχεται από τον Ελληνικό μύθο της Ιούς και του ταξιδιού της μετά τη μετατροπή της σε βόδι από το Δία για την προστασία της. Λέγεται ακόμα στη μυθολογία ότι εκεί ευρίσκονταν οι συμπληγάδες πέτρες που συνέτριβαν κάθε πλοίο που προσπαθούσε να διαβεί το Βόσπορο, έως ότου ο Ιάσωνας τις πέρασε και από τότες οι βράχοι σταθεροποιήθηκαν. Η ομορφιά και η στρατηγική σπουδαιότητα των στενών αυτών, οδήγησαν τον Ρωμαίο Αυτοκράτορα Κωνσταντίνο να ιδρύσει εκεί τη Κωνσταντινούπολη. Για πάντα η περιοχή του Βοσπόρου ήταν και είναι ονομαστή για την ομορφιά της, με τα ατελείωτα όμορφα παράλια που στον κόσμο ομορφότερα δεν υπάρχουν.
Θα περνούσαμε λοιπόν την μυθική Μαύρη θάλασσα που κανείς Αρχαίος θεός δεν μπόρεσε να ημερέψει, και θα καταλήγαμε στο Νοβορωσίσκ, όπου εκεί μας περίμεναν κοπέλες στημένες στο λιμάνι με μαντήλια και δώρα στα χέρια να μας καλωσορίσουν. Και ύστερα τανά πάλι το πέρασμα από τον Ευξεινο πόντο, τη θάλασσα και τα στενά του Μαρμαρά. Και κατώπιν μπροστά μας θα απλωνόταν το Αρχιπέλαγος ή Αιγαίο πέλαγος, δηλαδή το πρώτο πέλαγος κοιτίδα αρχαίου Αιγαιακού πολιτισμού που σύμφωνα με τη μυθολογία το όνομά του προήρθε από τον Αιγαία βασιλιά της Αθήνας και πατέρα του Θησέα ο οποίος έπεσε και πνίγηκε στα νερά του πελάγους όταν ο πολυαγαπημένος γιός του στην επιστροφή μετά που σκότωσε τον Μινώταυρο, ξέχασε να κατεβάσει τα μαύρα πανιά και να ανεβάσει τα άσπρα εις ένδειξη της νίκης του καθώς είχαν συμφωνήσει πριν την αναχώρηση του για τη δύσκολη αποστολή.
Και τέλος τα νησιά σπαρμένα μέσα στα καταγάλανα νερά των Κυκλάδων ένα κυκλικό σύμπλεγμα, δύο παράλληλες ευθείες που το όνομα τους δόθηκε εξαιτίας της κυκλικής τους διάταξης γύρω από την ιερή νήσο γενέτειρα της θεάς Άρτεμης Δήλο. Ένα σύμπλεγμα βράχων και νησίδων με μακραίωνη ιστορία, ένα δημιούργημα του Ποσειδώνα που καθώς λέει ο μύθος, ο Θεός της θάλασσας μεταμόρφωσε τις Νύμφες Κυκλάδες σε νησίδες όταν αυτές προκάλεσαν την οργή του.Ένα σύμπλεγμα με λιτή και απέριττη ομορφιά των τοπίων που με τα απόλυτα ελληνικά χρώματα, το λευκό των οικισμών και το γαλάζιο του Αιγαίου να κυριαρχούν και να δημιουργούν πανέμορφα τοπία της φύσης, καθώς οι θεοί αποφάσισαν και τα έντυσαν με αξεπέραστη γοητεία δίνοντας τους μια ιδιαίτερη φυσιογνωμία και παγκόσμια φήμη.
Οι μηχανικοί στα βαπόρια είναι υπεύθυνοι για τη συντήρηση και την καλή λειτουργία των μηχανών του πλοίου.
Εργάζονται κυρίως στο μηχανοστάσιο και ελέγχουν την καλή λειτουργία της μηχανής και των άλλων μηχανημάτων όπως ηλεκτρογεννήτριες και άλλα βοηθητικά μηχανήματα. Ο γενικός έλεγχος γίνεται κυρίως μέσω της κονσόλας ελέγχου, και με την βοήθεια του προσωπικού της μηχανής εκτελούνται οι εργασίες συντήρησης και επιδιόρθωσης ώστε το πλοίο να συνεχίζει τη λειτουργία του χωρίς προβλήματα.
Το επάγγελμα του μηχανικού πλοίων, είναι δύσκολο και σκληρό. Συνοδεύεται από πολλές ευθύνες και απαιτεί χειρωνακτικές εργασίες, ορθοστασία και νυχτερινές βάρδιες. Η εργασία γίνεται σε συνεργασία με άλλους εργαζόμενους διαφόρων εθνικοτήτων με διαφορετικές συνήθειες και έθιμα καθώς οι πλοιοκτήτες τους προτιμούν ένεκα χαμηλού κόστους εργασίας, γεγονός που δημιουργεί προβλήματα στη καθημερινή διαβίωση, καθώς η συνεργασία και η ομαδική δουλειά είναι απαραίτητη στον περιορισμένο χώρο του πλοίου. Οι συνθήκες εργασίας της δουλειάς είναι ιδιαίτερα δύσκολες και ανθυγιεινές, περιλαμβάνει επίσης όλες τις δυσκολίες και τα προβλήματα που συνεπάγεται η ζωή του ναυτικού και τους επιπλέον κινδύνους ατυχήματος που εγκυμονεί η απασχόλησή του στο χώρο του μηχανοστασίου. Είναι ένα επάγγελμα που αφορά ανθρώπους που αγαπούν τη θάλασσα και τα ταξίδια, και διαθέτουν ιδιαίτερες δεξιότητες στις μηχανές, απαιτεί υπευθυνότητα και ιδιαίτερη προσοχή καθώς από τις ενέργειες του μηχανικού εξασφαλίζεται ο σωστός και ασφαλής πλους του πλοίου μέσα στη θάλασσα.
Η εξυπνάδα και οι μεγάλες ικανότητες που πρεπει να έχουν οι μηχανικοί είναι απαραίτητες ώστε να εκτελούν με ακρίβεια υπολογισμούς κατανάλωσης και προμήθειας καυσίμων, λιπαντικών και άλλων ανταλλακτικών. Μέσα σε αυτά τα πλαίσια της δουλειάς τους οι τρίτοι και οι δόκιμοι μηχανικοί κάθε τέσσερις ώρες που διαρκεί η βάρδια τους, προβαίνουν σε έλεγχο και ακριβή καταμέτρηση της ποσότητας που περιέχουν οι δεξαμενές αποθήκευσης αυτών των υλών. Τσεκάρουν τους μετρητές αν λειτουργούν σωστά, πόσο δείχνουν, ελέγχουν τις αντλίες υγιεινής και υδροδότησης, τους συμπιεστές αέρος και τις μπουκαλες αποθήκευσης με τους αυτόματους μηχανισμούς τους, ελέγχουν δηλαδή όλα τα μηχανήματα ώστε να αποδίδουν πλήρεις υπηρεσίες για να υπάρχουν οι απαραίτητες διευκολύνσεις για καλή διαβίωση του πληρώματος.
Η εξυπνάδα και οι μεγάλες ικανότητες που πρεπει να έχουν οι μηχανικοί είναι απαραίτητες ώστε να εκτελούν με ακρίβεια υπολογισμούς κατανάλωσης και προμήθειας καυσίμων, λιπαντικών και άλλων ανταλλακτικών. Μέσα σε αυτά τα πλαίσια της δουλειάς τους οι τρίτοι και οι δόκιμοι μηχανικοί κάθε τέσσερις ώρες που διαρκεί η βάρδια τους, προβαίνουν σε έλεγχο και ακριβή καταμέτρηση της ποσότητας που περιέχουν οι δεξαμενές αποθήκευσης αυτών των υλών. Τσεκάρουν τους μετρητές αν λειτουργούν σωστά, πόσο δείχνουν, ελέγχουν τις αντλίες υγιεινής και υδροδότησης, τους συμπιεστές αέρος και τις μπουκαλες αποθήκευσης με τους αυτόματους μηχανισμούς τους, ελέγχουν δηλαδή όλα τα μηχανήματα ώστε να αποδίδουν πλήρεις υπηρεσίες για να υπάρχουν οι απαραίτητες διευκολύνσεις για καλή διαβίωση του πληρώματος.
Η βάρδια μου ήταν 12-4 το μεσημέρι και 12-4 τα μεσάνυχτα. Είχε νυχτώσει, δεν είχα πάει για ύπνο, καθόμουν στη καμπίνα μου με το κασετόφωνο να παίζει μουσική περιμένοντας να έρθει η ώρα να σκαντζάρω τον συνάδελφο μου. Άκουγα θυμάμαι, από το δίσκο του Μητροπάνου «Τα Κίθυρα ποτέ δεν θα τα βρούμε», ένα τραγούδι που μόλις είχε κυκλοφορήσει. Ήταν πολύ ωραίο τραγούδι, αλλά εκείνη τη νύχτα η πρώτη αφού είχαμε αποπλευσει από τη Λιβύη, δεν έδιδα προσοχή στη μουσική, γιατι η σκέψη μου ήταν δοσμένη στο περιστατικό που συνέβηκε μπροστά μου στην αγορά της Τρίπολης, της δολοφονίας ενός ανύποπτου Λίβυου από έναν άλλο ομόθρησκο του. Όσο και να ήθελα να ξεχάσω το άσχημο συμβάν, μου ήταν αδύνατο αφού ήταν πολύ πρόσφατο το γεγονός.
Έβαλα τη φόρμα της δουλειάς και ξεκίνησα για το μηχανοστάσιο ενώ στο νου μου ήταν χαραγμένο όπως να ήταν μπροστά μου το σκοτεινό και αποφασιστικό σκληρό βλέμμα του δολοφόνου με το μίσος που του αλλοίωνε τα χαρακτηριστικά δίνοντας στη μορφή του όψη τρομακτική και άγρια. Ήταν εικόνες που δεν τις ήθελα στη σκέψη μου, γι αυτό θέλοντας να τις διώξω, κούνησα με δύναμη το κεφάλι δεξιά και αριστερά, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Ήξερα με τον καιρό αυτές τις σκέψεις θα τις είχα μόνο σαν ανάμνηση, τώρα όμως μου τριβέλιζαν το νου και δεν έφευγαν από το μυαλό μου.
Κατεβηκα τις ψηλές σκάλες και σταθηκα μπροστά στο ταμπλώ, στην κονσόλα ελέγχου και λειτουργίας του μηχανοστασίου, που πάνω ήταν όλα τα όργανα ένδειξης και καταμέτρησης όπως πιεσόμετρα, θερμόμετρα, στάθμης νερού, καυσίμων, παρατηρώντας τα ένα ένα, θέλοντας να δω αν όλα ήταν καλά. Τα βρήκα όλα καλά, ενώ ταυτόχρονα άκουσα πίσω μου τον τρίτο μηχανικό να μου λέει,
-όλα καλά.
Γύρισα και είδα να ανεβαίνουν από τη σκάλα που οδηγούσε στο κάτω DECK τον τρίτο με το δόκιμο μηχανικό της βάρδιας που τέλειωνε. Αφού είπαμε λίγες κουβέντες, κατέβηκε δίπλα μας και ο άλλος τρίτος, αυτός με τον οποίο θα έβγαζα παρέα την επόμενη βάρδια.
Παραλάβαμε υπογράφοντας στο ημερολόγιο μηχανής, και μείναμε μόνοι μας. Ο τρίτος ήταν ένας συμπαθής άνθρωπος που του άρεσε να λέει πολλά ανέκδοτα. Είχαμε ένα καυγά γιατι γινόταν βαρετός, αλλά αυτός απτόητος δεν σταματούσε, πολλές φορές γινόταν ενοχλητικός, και εγώ με πρόσχημα ότι πήγαινα για έλεγχο των βοηθητικών μηχανημάτων στο κάτω DECK, μ αυτό τον τρόπο εύρισκα την υσηχια μου.
Και αυτή τη φορά πριν του δοθεί η ευκαιρία και αρχινήσει, ενώ έλεγχε την κονσόλα του κοντρόλ, εγώ πήρα ένα γαντζόκλειδο και κατέβηκα κάτω να τσεκάρω τις σεντίνες.
Ξεκίνησα να ελέγχω τα πάντα χωρίς βιασύνη, είχα μπροστά μου τέσσερις ολόκληρες ώρες βάρδιας να σκοτώσω, έτσι με προσοχή προέβαινα σε εξονυχιστικό έλεγχο, μετρώντας τα λεπτά που τα είχα εκατοντάδες φορές μετρημένα, για κάθε έλεγχο που έκανα.
Ήξερα ότι για να κάνω ένα πλήρη έλεγχο, χρειαζόμουν, σαρανταπέντε λεπτά. Χρειαζόμουν ακόμη δεκαπέντε λεπτά για να αδειάσω τις σεντινες, δηλαδή να ξεκινήσω την αντλία και να ρίξω τα απονερα στη θάλασσα, μετά ανέβαινα και έφτιαχνα δυο καφέδες ένα για μένα και ένα για τον τρίτο, εκείνη ήταν η ώρα που θέλοντας και μη, άκουγα το μονόλογο του που αρχή είχε, αλλά τελειωμό δεν είχε. Μπορεί να βαριόμουνα τα ανέκδοτα του, αλλά παραδέχομαι ότι ήταν έξυπνα και με χιούμορ. Πέρασαν από τότες τριανταπεντε χρόνια περίπου, ακόμα θυμάμαι το όνομα του τον έλεγαν Μιχάλη, θυμάμαι ακόμα μια φορά που δεν τον άντεχα, μου είπε το εξής τάχα σύντομο αστείο που έμεινε χαραγμένο στη μνήμη μου μέχρι σήμερα,
-Μια φορά ήταν ένας, έφυγε και αυτός, και δεν έμεινε κανένας.
Ήταν ένα ανεκδιείητο πνευματώδες σύντομο αστείο που το χιούμορ του κάποιος για να το συλλάβει θα έπρεπε να διαθέτει επίσης λεπτό χιούμορ.
Ήταν χαράματα κοντά στις τέσσερις, σχεδόν οι τέσσερις ώρες της βάρδιας μου τελείωναν, και όπως κάθε φορά ξεκίνησα για ένα τελευταίο έλεγχο.
Κατεβηκα στο κάτω ντεκ το κάτω μέρος της μηχανής, και ξεκινώντας τον έλεγχο μου από τις σεντίνες, πλησίασα στην άκρια εκεί που τέλειωναν αφήνοντας ένα στενό κενό ανάμεσα σ αυτές και στο μπουλμε του πλοίου, ώστε να κοιτάξω κάτω στον πάτο, στα ύφαλα, για να δω αν είχε μαζέψει νερά. Με αυτό τον έλεγχο βλέπαμε αν ανέβαινε πολύ η στάθμη χωρίς λογο, τότε θα σήμαινε ότι υπήρχε κάποια διαρροή.
Με τον όρο σεντίνες στην ναυτική ορολογία εννοούμε το μέρος εκείνο στο κατώτατο εσωτερικό τμήμα των υφάλων στο μηχανοστάσιο ενός πλοίου, όπου εκεί μαζεύονται όλα τα απόνερα, είναι δηλαδή ο υδροσυλλέκτης ή στην καθομιλουμένη ο υπόνομος τού πλοίου. Άναψα το φανάρι μου και έριξα τη δέσμη στο σκοτεινό άνοιγμα. Παρατήρησα τα απόνερα να αναταράσσουν, ενώ το πλοίο έπλεε σε μια απόλυτα γαληνεμένη θάλασσα χωρίς υπόγεια ρεύματα, κάτι που σήμαινε ότι μάλλον κάποια διαρροή ίσως να υπήρχε. Γεμάτος ανησυχία έσκυψα και σήκωσα το διπλανό καπάκι της σεντίνας για να ελέγξω τι συνέβαινε.
Αυτό που αντίκρισα ήταν κάτι που δεν θα μπορούσα να φανταστώ, που με ξάφνιασε, με ανησύχησε, με φόβισε, με έπιασε εξ απροόπτου.
Κάτω στα ύφανα, ανάμεσα στις σωληνώσεις του πλοίου και βουτηγμένη στα απονερα και στα λάδια ήταν κουρνιασμένη μια μικρή σκούρα ανθρώπινη φιγούρα που πέφτοντας η δέσμη του φωτός του φαναριού, αντίκρισα ένα πρόσωπο φοβισμένο με μάτια διεσταλμένα γεμάτα τρόμο, που αντικρίζοντας τα, ο στιγμιαίος φόβος μου εξανεμίστηκε, αφού κατάλαβα ότι ήταν κάποιος ακίνδυνος λαθρεπιβάτης.
Με το χέρι που βαστούσα το γαντζοκλειδο σηκωμένο και έτοιμο να το χρησιμοποιήσω αν χρειαζόταν, έσκυψα και τον παρατήρησα από πιο κοντά. Η έκπληξη μου μεγάλωσε όταν στο πρόσωπο του αναγνώρισα τον φονιά που σκότωσε εκείνον τον ανύποπτο πολίτη που έστεκε μπροστά στη βιτρίνα με τα ρόλλεξ στην πόλη της Τρίπολης.
-Γιατι είσαι εκεί,
του είπα με απειλητική φωνή, και αυτός με φόβο άνοιξε το στόμα και με σιγανή ξεψυχισμένη φωνή και επαναλαμβάνοντας την ίδια λέξη, μου έλεγε ‘please help’.
Καταλαβαίνοντας ότι δεν είχα φόβο από αυτόν, και βλέποντας ότι μιλούσε αγγλικά, έκατσα στα γόνατα μου και έχοντας αυτόν από κάτω μου άρχισα να τον ανακρίνω και να τον ρωτώ.
Η μικρή ιστορία που μου είπε ήταν συγκλονιστική, με συγκίνησε και με έφερε σε δίλημμα τι να έκανα. Να τον παρέδιδα στον καπετάνιο ως είχα υποχρέωση και αυτός ως όριζε ο νόμος να ειδοποιήσει όλα τα κοντινά λιμεναρχεία των χωρών περί του γεγονότος οπότε σίγουρα, εφ όσον είμαστε ακόμα στα Λιβυκά ύδατα θα έσπευδαν οι αρχές να τον παραλάβουν με όλες τες συνέπειες, ή να σώπαινα και να γινόμουν ένοχος απόκρυψης λαθρεπιβάτη.
Και μου διηγήθηκε την ιστορία του…
Η αδερφή του ήταν δώδεκα ετών και φοιτούσε στο γειτονικό σχολείο της γειτονιάς τους. Μια μέρα επισκέφτηκε το σχολείο ένας δήθεν επιθεωρητής της εκπαίδευσης, στην πραγματικότητα όμως, ένας μυστικός του Κανταφι. Τέτοιες περιπτώσεις όπως τη δική του υπήρχαν πολλές, όταν ο ηγέτης ήθελε μικρά κοριτσάκια για το κρεβάτι του, έστελνε τον άνθρωπο του και του τα έφερνε.
Πήρε την αδερφή του με το ζόρι ενώ αυτή έκλαιγε και χτυπιωταν, και έφυγαν μακριά. Τα ίχνη της χάθηκαν, όσο κι αν πάσκισε ο αδερφός και οι γονείς της, δεν κατάφεραν να την βρουν.
Όταν πέρασε καιρός, σταμάτησε ένα τζιπ έξω από το σπίτι τους, και κατέβασε την μικρή του αδερφή. Όλοι με χαρά έτρεξαν κοντά της, αλλά την είδαν αλλαγμένη, ήταν αγέλαστη, μαραζωμένη, θλιμμένη και αμίλητη.
Όλοι ήξεραν τι είχε συμβεί, ήταν ένα άλγος, υπέστηκε μια ατίμωση της πρωσοπικ’οτητας της που της άφησε μια βαθιά ψυχική πληγή και που θα κουβαλούσε βάρος σε όλη την υπόλοιπη ζωή της. Όμως αυτοί ήταν η οικογένεια της, ήλπιζαν με τον καιρό και με την αγάπη τους να την βοηθήσουν να το ξεπεράσει και να συνέλθει.
Όπως τους είπε τα γεγονότα, υπέστη πολλούς βιασμούς, εξευτελισμούς και ξυλοδαρμούς από τον Καντάφι, ο οποίος ήταν βιτσιόζος και σαδιστής, που απολάμβανε τις αποτρόπαιες του πράξεις σε κορίτσια και αγόρια που είχε στο προσωπικό του χαρέμι. Και όταν την βαρέθηκε, την έδωσε στον υπασπιστή του, αυτόν που την είχε πάρει από το σχολείο, που και αυτός όταν τη βαρέθηκε την έστειλε στο σπίτι της…
Ύστερα από λίγες μέρες ο καλός αδερφός την βρήκε κρεμασμένη από ένα βολίκι του σπιτιού τους. Δεν άντεξε την ντροπή και αυτοκτόνησε. Μαυρίλα πλάκωσε το σπίτι τους, μαυρίλα και τις καρδιές τους. Ο αδερφός που την είχε μονάκριβη αδερφή, ορκίστηκε να πάρει εκδίκηση, και αφού την έθαψε σκέφτηκε τον τρόπο δράσης που θα ενεργούσε. Ήξερε ότι τον δικτάτορα Καντάφι και πρώτο υπαίτιο δεν μπορούσε να τον πλησιάσει, έτσι πήρε απόφαση να σκοτώσει το τσιράκι του, τον εξ ίσου άρπαγμα, κλέφτη και βιαστή μικρών κοριτσιών.
Του έστησε καρτέρι πολλές μέρες, ώσπου βρήκε την ευκαιρία όταν στεκόταν μόνος του έξω από τη βιτρινα με τα ρόλλεξ και τον σκότωσε…
Όλα αυτά που μου μου διηγήθηκε με έπεισαν και με έκαναν να τον συμπαθήσω, γιατι σκέφτηκα αν το αυτό συνέβαινε και σε μένα, το ίδιο θα έκανα ή και περισσότερα. Έτσι χωρίς δεύτερη σκέψη αποφάσισα να μην τον μαρτυρήσω, να τον αφήσω στην κρυψώνα του ώσπου να πιάσουμε λιμάνι και να μπορέσει να διαφύγει. Ακόμα θα τον βοηθούσα, θα του έδιδα φαγητό και χρήματα αν χρειαζόταν.
Του είπα όλα αυτά, και τον άφησα καθησυχασμένο στην κρυψώνα του και ανέβηκα στο ντέκ όπου παρέδωσα βάρδια στον συνάδελφο μου και σχόλασα…
Στην επόμενη μου βάρδια κατεβηκα στις σεντινες και του φώναξα. Δεν πήρα όμως απάντηση, έσκυψα κάτω στις σεντινες, αλλά είχε εξαφανιστεί. Δεν παραξενεύτηκα, σίγουρα άλλαξε κρυψώνα για να προφυλαχτεί αν τυχών άλλαζα γνώμη και τον μαρτυρούσα. Ήξερα το πλοίο είχε καλές κρύπτες, μπορούσε να κρυφτεί και να μην τον αντιληφθει κανεις. Φαγητό μπορούσε να βρει στο μικρό κουζινακι που πάντα μέσα στο ψυγείο υπήρχαν διάφορες τροφές, φτάνει να κινιόταν με προσοχή και σε ώρες αργές όταν το πλήρωμα κοιμόταν.
ΣΤΗ ΛΙΒΥΗ, ΕΝΑΣ ΑΠΡΟΣΜΕΝΟΣ ΣΩΤΗΡΑΣ
Η οδός Τρούμπας στον Πειραιά ήταν μια κακόφημη συνοικία όπου εκεί καθώς και στις παρόδους της ήταν συγκεντρωμένοι οίκοι ανοχής και καμπαρέ.
Τα χρόνια από το 1950 έως το 1967 υπήρχαν περισσότερα από 100 σπίτια με κόκκινα φώτα και πολλά καμπαρέ με όλων των ειδών υπηρεσίες, καθώς και καφενεία τεκέδες, ενώ οι άνθρωποι που συνήθιζαν να κυκλοφορούν εκεί οι περισσότεροι ήσαν επικίνδυνοι. Η ζωή στην περιοχή επίσης ήταν επικίνδυνη καθώς συμμορίες και ληστές παραφύλαγαν σε στενά δρομάκια και καιροφυλακτούσαν, ενώ το ξεκαθάρισμα λογαριασμών και οι φόνοι ανάμεσα στις φατρίες, στους προστάτες και στους προαγωγούς ήταν καθημερινό φαινόμενο. Το 1967 η στρατιωτική χούντα που κυβερνούσε τη χώρα έκλεισε τα περισσότερα νυχτερινά κέντρα και καταγώγια, άλλαξε ακόμα το όνομα της οδού από Τρούμπα σε Νοταρά θέλοντας να δώσει ανάπτυξη στην περιοχή του λιμανιού, αφού αυτή η κακόφημη οδός ήταν η επόμενη παράλληλη της ακτής Μιαούλη όπου στα κτίρια της άρχισαν να εγκαθίστανται διάφορες ναυτιλιακές εταιρείες.
Όμως και στην περίοδο της δεκαετίας του 1970 έως 1980, η οδός Νοταρά και τα γύρω στενά είχαν αναβιώσει ξανά, με τα καμπαρέ να διαλαλούν την πραμάτεια τους μέσω γυμνών φωτογραφιών κοριτσιών που ήταν αναρτημένες στες βιτρίνες, ενώ στα στενά σοκάκια και στές πλατέες ενέδρευαν πάλιν κλέφτες, ενώ ομοφυλόφιλοι και τραβεστί έστησαν στέκια δικά τους ψάχνοντας και ψωνίζοντας πελάτες.
Στην κάθετη οδό επί της παλιάς Τρούμπας και της ακτής Μιαούλη υπήρχαν δυο κινηματογράφοι που από τις πρωινές ώρες και μέχρι τις αργές νυχτερινές, έπαιζαν παραστάσεις ταινιών έργων πορνό. Ήταν τα πρώτα χρόνια που επετράπηκε ελεύθερα η προβολή τους μετά την πτώση της Χούντας, και όλοι οι χασομέρηδες του λιμανιού και των γύρω περιοχών από το Χατζηκυριάκο και τη Δραπετσώνα μέχρι το Πασαλιμάνι, συνωστίζονταν μέσα σ αυτούς τους κινηματογράφους, ενώ οι καθώς πρεπει ομοφυλόφιλοι ντυμένοι με ρεπούμπλικες ήταν ταχτικοί θαμώνες ελπίζοντας μέσα στο σκοτάδι κατά τη διάρκεια των παραστάσεων όταν η λίμπιντος των θεατών ήταν ανεβασμένη, να ψώνιζαν ευκολότερα πελάτες.
Δίπλα από τους κινηματογράφους ήταν το καφενείο «η Βοσκοπούλλα», ένα μέρος που σύχναζαν Κύπριοι ναυτικοί. Σ αυτό το μέρος όποτε ξεμπαρκάριζα συνήθισα να πηγαίνω, εκεί πάντα εύρισκα κάποιο γνωστό από την Κυπρο, επίσης εκεί μάθαινα τα νέα της χιλιοτυραννησμένης μου πατρίδας που μετά τον πόλεμο και την εισβολή της Τουρκίας το 1974, πολλοί γνωστοί μου καταγράφηκαν ως θύματα, αγνοούμενοι και αιχμάλωτοι του πολέμου.
Μια μέρα που ευρισκόμουν στην ακτή Μιαούλη πέρασε η ώρα και σουρούπωσε, όταν αποφάσισα να φύγω. Είχα ξεμπαρκάρει από το πλοίο “SAN DENIS” και κατέβηκα στα ναυτιλιακά γραφεία της ιδιοκτήτριας εταιρείας Fraggistas για να εξοφληθώ. Εκείνη τη μέρα στη τσέπη μου είχα αρκετά λεφτά, αφού ήταν η πληρωμή μου σχεδόν ολόκληρη για εφτά μήνες κατά τους οποίους δούλεψα ως δόκιμος μηχανικός στο πλοίο.
Εκείνη τη μέρα μπήκα πρώτα στο καφενείο της Βοσκοπούλλας, και ύστερα σ έναν από τους δυο κινηματογράφους και παρακολούθησα δυο συνεχόμενες ταινίες, η μια ήταν πορνό και η άλλη καράτε, ήταν εκείνη μια εποχή που οι κινηματογραφικές ταινίες καράτε και πορνό ήταν πολύ της μόδας.
Έτσι πέρασε η ώρα, όταν βγήκα στο δρόμο είχε σουρουπώσει για καλά. Πεζός προχώρησα για να ανεβώ στη στάση του ηλεκτρικού ώστε να πάρω το τρένο να ανεβώ στα Πετράλωνα. Η απόσταση ήταν περίπου ένα χιλιόμετρο, και με την υσηχία μου διένυσα την απόσταση κωλυσιεργώντας και χαζεύοντας τις βιτρΊνες των καταστημάτων. Λίγο πριν το σταθμό υπήρχε η πλατεία Θεμιστοκλεους όπου εκεί τον τελευταίο καιρό έστησαν ένα μεγάλο χάλκινο άγαλμα του Θεμιστοκλή, και έκατσα να το περιεργασθώ. Έπιασα κουβέντα με δυο γυναίκες μάνα και κόρη που ήταν ιδιοκτήτριες του περιπτέρου της πλατείας και η ώρα πέρασε, νύχτωσε για καλά και το σκοτάδι έπεσε βαθύ. Σκέφτηκα αντί με το ηλεκτρικό να ταξιδεύσω με λεωφορείο, έτσι λοξοδρομώντας, διέσχισα την πλατεία και προσπερνώντας την εκκλησία της Αγίας Τριάδας που ήταν δίπλα, έχοντας σκοπό να πάω στη στάση του λεωφορείου στη λεωφόρο Βασιλέως Γεωργίου Α΄ που ήταν κάθετη της οδού Ακτής Μιαούλη.
Πίσω από την εκκλησία ο τόπος ήταν σκοτεινός χωρίς να φωτίζεται από ηλεκτρικά φανάρια, και ήταν έρημος από κόσμο. Άνοιξα το βήμα μου θέλοντας να προσπεράσω το σκοτάδι και να μπω σε φωτεινό μέρος, φέρνοντας στο νου μου κακές σκέψεις για αδέσποτες συμμορίες κακοποιών που καιροφυλακτούσαν για ξεμοναχιασμένα θύματα σε σκοταδιασμένα μέρη.
Λίγα μέτρα πριν μπω σε φωτεινό μέρος, ξαφνικά τέσσερις σιουλέτες ανθρώπων εμφανίστηκαν απότομα μπροστά μου και μου έκλεισαν το δρόμο. Στο σκοτάδι τους είδα να έχουν απλωμένα τα χέρια και να τα κραδαίνουν προς εμένα. Φαίνονταν στο πυκνό σκοτάδι ότι κρατούσαν φονικά όπλα από πιστόλια ίσως και μαχαίρια, ή σιδερολοστούς και ρόπαλα. Γύρισα προς τα πίσω έτοιμος να το βάλω στα πόδια, και διαπίστωσα ότι άλλες τρεις ανθρώπινες φιγούρες μου είχαν κλείσει κάθε διαφυγή. Κατάλαβα ότι θα με λήστευαν, και αποφάσισα να μην αντιδράσω παρά μόνο να τους δώσω όσα χρήματα είχα χωρίς αντίσταση, μήπως έτσι γλύτωνα τη ζωή μου.
Και ενώ βάδιζαν απειλητικά, σιγά και σταθερά προς το μέρος μου, ένας από αυτούς με μια ξαφνική σιγανή κοφτή φωνή όπως διαταγή σε μια ξένη γλώσσα που έμοιαζε Αραβική, τους έκανε όλους να σταματήσουν. Τους είπε ακόμα κάτι λίγα λόγια στη γλώσσα τους, και όλοι γύρισαν και έφυγαν και τους κατάπιε το σκοτάδι.
Ήταν ένα μικρόσωμο ανθρωπάκι, μια καχεκτική φιγούρα που πλησίασε προς το μέρος μου και τον είδα να μου απλώνει το χέρι θέλοντας να σφίξει το δικό μου. Του έδωσα το χέρι και τον ένιωσα να μου το σφίγγει με θέρμη. Χωρίς να καταλαβαίνω κατ αρχάς τίποτα, έστεκα και προσπαθούσα να δω το σκοτεινό του πρόσωπο που ήταν ένα με τη νύχτα. Αυτός μιλώντας μου στα Αγγλικά, τον άκουσα να με αποκαλεί my friend, και τραβώντας με ελαφρά από το χέρι με τράβηξε στο φωτεινό μέρος της πλατείας. Γεμάτος περιέργεια, αλλά με μια υποψία, προσπαθούσα να τρυπήσω με το βλέμμα μου το σκοτάδι και να δω το πρόσωπο του. Φτάνοντας στο φως, ξεχώρισα τον απρόσμενο σωτήρα μου.
Τώρα τον συνάντησα στην πλατεία θεμιστοκλέους να είναι αρχηγός συμμορίας που λήστευαν ίσως και σκότωναν ανύποπτους περαστούς και αθώους ανθρώπους.
Σκέφτηκα ότι ήμουν τυχερός που ήταν αυτός ο αρχηγός και έτσι εγώ γλύτωσα, αλλά ύστερα που αποχαιρετιστήκαμε και μπήκα στο λεωφορείο να φύγω από τον Πειραιά, σκέφτηκα ότι αν τον μαρτυρούσα, ίσως χωρίς να είναι ο αρχηγός τους η συμμορία του να μην εμφανιζόταν μπροστά μου, ίσως ακόμα να μην υπήρχε καθόλου συμμορία…
Η ΤΡΟΥΜΠΑ ΣΤΟΝ ΠΕΙΡΑΙΑ
Ο Πειραιάς της νύχτας με τα τα καταγώγια, τα καμπαρέ, τους οίκους ανοχής, τα καφενεία,τα χασισοποτεία, τους νταήδες, τους μάγκες, τους ρεμπέτες, τους αγαπητικούς, τους πορτοφολάδες και τους κλέφτες των λιμανιών. Όλα μαζί συγκεντωμένα σε μια γειτονια πλησίον του λιμανιού, στην οδό Τρούμπας και στα πέριξ αυτής.
Το 1832 με τη δημιουργία του ελληνικού κράτους και την ανακήρυξη της Αθήνας σε πρωτεύουσα, το λιμάνι αναστήθηκε και εξελίχθηκε στο μεγαλύτερο λιμάνι της χώρας. Για την εξυπηρέτηση των πλοίων και τον ανεφοδιασμό τους με νερό, το 1860 έσκαψαν πανω στο ντόκο ένα πηγάδι και τοποθέτησαν μια τρόμπα με την οποία τροφοδοτούσαν τα πλοία με νερό. Από αυτήν τη τρόμπα ονομάστηκε η περιοχή Τρούμπας.
Ήταν λοιπόν η Τρούμπα, η κακόφημη περιοχή του Πειραιά που παλιότερα την εποχή των Αμερικάνων γνώρισε μεγάλες δόξες εξ αιτίας της προστυχιάς και της ανομίας αφου ήταν γεμάτη καμπαρέ πουτάνες και μαστρωπούς. Κάθε που Αμερικάνικο πλοίο του έκτου στόλου έπλεε στο λιμάνι, οι κάτοικοι και οι περίοικοι της Τρούμπας συσκέφτονταν πως να τα πάρουν από τους Αμερικάνους.
Έτσι κατάντησε τόπος παράνομος με δικούς του άγραφους κανόνες σε εποχές φτώχειας, όταν οι άνθρωποι δεν είχαν στον ήλιο μοίρα.
Όταν ήμουν παιδί κάθε Τετάρτη, θυμάμαι στο σινεμά του Λεωνίδα στο χωριό μου, πλήρωνα μισό σελίνι και έβλεπα Ελληνικές ταινίες που έπαιζε. Μέσα από αυτές έμαθα για αυτή την κακόφημη περιοχή και την σκληρή ζωή της . Γνώρισα τον σκληρό χαρακτήρα των ανθρώπων μέσα από τη μορφή του Γιώργου Φούντα που ήταν ο τίμιος αλλά σκληρός των ταινιών, από τη μορφή του Στέφανου Στρατηγού του ύπουλου και αδίστακτου χαφιέ, και από το πρωτότυπο υποκριτικό ταλέντο της αθάνατης Έφης Οικονόμου για τις κακές πουτάνες και τις τίμιες γυναίκες που αναγκάζονταν να πέσουν χαμηλά παρασυρμένες ή αναγκασμένες από τη φτώχεια και τους νταήδες. Ήταν σκηνές που επηρέαζαν τους θεατές και τους παράσερναν να ζουν τις περιπέτειες οι ιδιοι με τη φαντασία τους. Ήταν ιστορίες αλλόκοτες για έναν περασμένο κόσμο που το Ελληνικό σινεμά τον πρόβαλε με μεγαλη επιτυχία. Που φανέρωσε την μεγαλη φτώχεια που επικρατούσε στην Ελλάδα μετά τον πόλεμο. Που οι φτωχές όμορφες γυναίκες κατέβαιναν στον Πειραιά με πρόσχημα να βρουν δουλειά, που ακόμα και οι παντρεμένες κατέφευγαν να πουλούν το κορμί τους. Ένας υπόγειος παράνομος κόσμος γεμάτος μυστήριο και φόβο που τρόμαζε τους νομοταγείς ήσυχους πολίτες.
Αφου ήμουν στην Ελλάδα, ήταν φυσικό να σκεφτώ να επισκεφτώ τη κακόφημη συνοικία. Της είχαν αλλάξει όνομα, προσπαθούσαν να της αλλάξουν και ιστορία. Ήταν το 1973-78, μα τίποτα δεν κατάφεραν. Ήταν ακόμα περιοχή γεμάτη νταβατζήδες, ομοφυλόφιλους, πορνεία και σινεμά ερωτικών ταινιών. Ένας κόσμος ηδονικός, που οι ναυτικοί και οι θαμώνες διασκέδαζαν παρέα με γυναικεία συντροφιά μέσα στα σινεμά, στα φαγάδικα και στα καφενεια όλη μέρα, ενώ όλη νύχτα μέσα στα καμπαρέ παρακολουθούσαν στριπτήζ με παρεα τους νταήδες και τους προαγωγούς που έστεκαν παράμερα και έλεγχαν διακριτικά έτοιμοι να επέμβουν όταν χρειαζόταν.
Στην αρχή δεν έμπαινα στα καμπαρέ επηρεασμένος από τις ταινίες που είδα στον κινηματογράφο και εξιστορούσαν την επικινδυνότητα που υπήρχε μέσα στο ημίθαμπο και τη σκοτεινιά των καταγωγίων. Την έβγαζα αραχτός στο καφενείον η Ελλάς, ή στο καφενείο της Βοσκοπούλας που ήταν στέκια ναυτικών, αλλά κυρίως όλων των Κυπρίων που περιδιάβαιναν την ακτή του Πειραιά ψάχνοντας για δουλειά να πάνε στα καράβια. Καλύτερα όμως την έβγαζα στα δυο σινεμά της παραλίας που έπαιζαν χωρίς διακοπή ακατάλληλες ταινίες. Ήταν μια εποχή που μόλις επετράπη η δημόσια προβολή πορνό, και είχε αποτέλεσμα μέρα νύχτα οι κινηματογράφοι να είναι ασφυκτικά γεμάτοι διψασμένους θεατές, ήταν κάτι το πρωτόγνωρο στην Ελλάδα ύστερα από την πτώση της στρατιωτικής Χούντας που κυβέρνησε την Ελλάδα για εφτά χρόνια.
Μόλις είχα ξεμπαρκάρει. Κατέβηκα στον Πειραιά θυμάμαι, όπου τυχαία στο καφενείον της Ελλάς, συνάντησα έναν παλιό μου φίλο χωριανό, που σπούδαζε σε μια αεροπορική σχολή μηχανικών.Ήταν ο κολλητός μου φίλος ο Ανδρέας που μαζί μεγαλώσαμε όλα τα χρόνια κάνοντας παρέα, μαζί σε όλα, σε καλά και σε κακά.
Παρέα τον φίλο μου και άλλους δυο φίλους του Καλαματιανούς, εκείνη τη μέρα αποφασίσαμε να το γιορτάσουμε. Και καθώς έρμοι και μόνοι μες στη ξενιτειά, αποφασίσαμε να αναζητήσουμε γυναικεία συντροφιά, γι αυτό μπήκαμε σε ένα καμπαρέ. Ήταν νωρίς το βράδυ, οι πελάτες λίγοι, αλλά οι πουτάνες πολλές. Στο μισοσκότεινο χώρο που μύριζε λιβάνι, είχε γυναίκες ημίγυμνες που φαίνονταν ωραίες και επιθυμητές. Μας υποδέχτηκαν και μας οδήγησαν σε μια άκρη, σε μια γωνιά πίσω στο τέλος της αίθουσας, ένας χώρος απομονωμένος και λίγο υπερυψωμένος από το άλλο πάτωμα. Κάτσαμε σε ευρύχωρους καναπέδες και μέσα σε μια χαλαρωτική ατμόσφαιρα παρακολουθήσαμε τις όμορφες κοπέλες να χορεύουν μόνο για μας. Παραγγείλαμε ποτά για μας και γι αυτές. Δεν μου άρεσε να πίνω ποτό, πάντα την έβγαζα με ένα δυο ποτηράκια. Εκείνη τη νύχτα ήθελα να έχω τον έλεγχο, δεν ήθελα να ζαλιστώ, αποφάσισα θα έπινα μονο μια μπύρα. Είχα μέσα μου μια ανησυχία, φοβούμουνα για κακά ξεμπερδέματα με τους μαστροπούς, τους παράνομους κλέφτες και ληστές, ίσως να ήταν που επηρεάστηκα από τις ταινίες του Φούντα και του Κούρκουλου.
Εκείνη τη νύχτα δεν θυμάμαι να παρήγγειλα δεύτερο ποτό ή τρίτο, δεν θυμάμαι πολλά πραγματα, παρά μόνο ότι πέρασα καλά, θυμόμουν στιγμές σε αναλαμπές ευχάριστες και ηδονικές με τις πανέμορφες κοπέλες να με αγγίζουν, να με χαϊδεύουν, να με γλυκοφιλούν.
Ύστερα χωρίς άλλη θύμηση ως την άλλη μέρα, ξύπνησα στο παλιό κρεβάτι στο παλιό ξενοδοχείο, μόνος. Πεσμένος ανάσκελα κοιτάζοντας το ταβάνι με ένα τσιγάρο στο χέρι προσπαθούσα να σκεφτώ τι συνέβη το περασμένο βράδυ. Θυμόμουν μονο στιγμές σε αναλαμπές ευχάριστες και ηδονικές με τα κορίτσια του μπάρ να εχουν τα στήθη έξω να με πασπατεύουν και να με χαϊδολογούν.
Άπλωσα το χέρι και τράβηξα τα ρούχα μου με ένα κακό προαίσθημα σίγουρος για το αποτέλεσμα, και έψαξα στις τσέπες. Ένα μεγάλο ποσό χρημάτων ανάληψης απο την προηγούμενη μέρα είχε ξοδευτεί, δεν έμεινε μία. Μου τα φάγαν όλα οι πουτάνες. Έπρεπε λοιπόν, να σηκωθώ νωρίς να πάω στην εταιρεία να πάρω προκαταβολή για το επόμενο μπάρκο. Δεν μπορούσα να συνεχίσω στη στεριά άλλες μέρες, είχα ξόδεψα όλα μου τα χρήματα σε ένα βράδυ. Είχαν τον τρόπο τους ως φαίνεται τα γκαρσόνια, οι γυναίκες και οι μαγαζάτορες, να χρησιμοποιούν λιβάνια και ουσίες, να χαλαρώνουν τους πελάτες, ώστε με ευκολία να σπαταλούν όλα τα λεφτά τους. Αυτό μάλλον συνέβηκε σε εμάς, δεν στεναχωρήθηκα πολύ όμως, ήταν για μένα μια πρωτόγνωρη χαλαρωτική εμπειρία.