ΤΙ ΕΙΝΑΙ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ (ΟΙ ΠΡΩΤΟΜΠΑΡΚΟΙ, ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9)

Πέρασαν έξι μήνες και όλα ήταν καλά. Ένα δυο φορές δοκίμασα να σπάσω τον πάγο απευθύνοντας του το λόγο, αλλά έμενε σιωπηλός. Δεν το θεώρησα παράλογο, γιατί την ίδια συμπεριφορά είχε και με το υπόλοιπο πλήρωμα. Πίστεψα πως του έφυγε η κακία, και πως δεν ήταν  τόσο άγριος και επικίνδυνος όσο φαινόταν. Πως η προηγούμενη επιθετικότητα  έναντι μου ήταν της στιγμής, γιατί ίσως τον έβαλαν επιτήδειοι και συκοφάντες εκ του πληρώματος. Έτσι ενώ είχε περάσει στη σκέψη μου να ξεμπαρκάρω ένεκα της προκληθείσης κατάστασης, τώρα αναθεώρησα και ήθελα να παραμείνω στο πλοίο περισσότερο καιρό. Ήταν μικρό και καλοτάξιδο σκαρί που έκανε κοντινά δρομολόγια στη Μεσόγειο και που κάθε τόσες μέρες έπιανε Ελληνικό λιμάνι. Σε τέτοια  πλοία σπάνια αδειάζουν θέσεις, γιατί οι ναυτικοί πολύ τις επιθυμούν, καθώς τοιουτοτρόπως δεν ευρίσκονται επί μακρόν μακριά από την πατρίδα και την οικογένεια τους.
Η καμπίνα μου ήταν μοναχική ξέχωρη από τις άλλες, πάνω στο πρυμναίο ντεκ, δίπλα στη τσιμινιέρα του πλοίου. Η καπνιά από το φουγάρο άφηνε πίσω μια μακριά ουρά, ενώ όταν ο άνεμος φυσούσε ανακατωμένα, τη διασκόρπιζε και την έριχνε στο κατάστρωμα και ιδιαιτέρα έλουζε την καμπίνα μου που το άστρο χρώμα της έγινε γκριζωπό, όσο και άν τα ψηλά κύματα πολύ τακτικά την ξέπλεναν. Πολλές φορές τούφες άκαης καπνιάς έπεφταν πάνω μου σαν αραιή βροχή, όταν μπαινόβγαινα στην καμπίνα μου.
Όμως, στο φουγάρο δίπλα πολλές ώρες του ελεύθερου μου χρόνου άραζα ρεμβάζοντας και παρακολουθώντας τα τερτίπια της θάλασσας. Μετρούσα τα κύματα και παρακολουθούσα τα δελφίνια χαρούμενα να πλέουν πάνω από το νερό, ενώ ο βαθύς ορίζοντας μας έγνεφε να τον ακολουθήσουμε στα πέρατα του κόσμου. Μου άρεσε ιδιαίτερα να κάθομαι και να αποθαυμάζω τις πανέμορφες στεριές του Βοσπόρου. Πολλές φορές διασχίσαμε τον Ελλήσποντο, και όλες τις φορές, πάνω ψηλά στη τσιμινιέρα στεκόμουν και αγνάντευα τα πανέμορφα παράλια που απλώνονταν γύρω μου.

Τη καμπίνα μου από τη μηχανή χώριζαν δυο σκάλες. Η πρώτη μικρή ισα με δυο μέτρα οδηγούσε στο κατάστρωμα, και η δεύτερη αρκετά μεγάλη, οδηγούσε στο μηχανοστάσιο. Ενδιάμεσα τους ήσαν οι καμπίνες του πληρώματος και η κουζίνα με την τραπεζαρία. Στην αρχή μετρούσα τα σκαλοπάτια κάθε φορά που τα ανεβοκατέβαινα, αλλά σιγά με τον καιρό ξεπέρασα τη συνηθεια. Όλο μου το δρομολόγιο ήταν αυτό, και όσο καιρό ήμουν μπαρκαρισμένος στο πλοίο, μόνο ελάχιστες φορές είχα περπατήσει ως την πλώρη. Ήταν ένας τρόπος να αποφεύγω τις κακές συναπαντήσεις.
Καθώς ο καιρός όμως πέρασε χωρίς να συμβεί τίποτα, έγινα απρόσεκτος. Άρχισα ελεύθερα να κυκλοφορώ πάνω στο πλοίο ή έξω στα λιμάνια, χωρίς ιδιαίτερα να προσέχω.
Εκεί λοιπόν που όλα ξεχάστηκαν, κάποια μέρα ένα δείλη που άρχισε να σκοτεινιάζει, βγαίνοντας από την ζέστη του μηχανοστασίου, δεν ανέβηκα τα σκαλοπάτια που με οδηγούσαν στην καμπίνα μου, παρά τα βήματα μου με οδήγησαν προς την πλώρη θέλοντας να απολαύσω το θαλασσινό αεράκι που ήρεμα φυσούσε και τον ήλιο που έγερνε και χανόταν πέρα στον ορίζοντα της θάλασσας. Δεν είχα σκοπό να πάω ως πέρα, είχα σκοπό μόνο να περπατήσω λίγο.
Σε λίγα μέτρα πίσω από το υπερυψωμένο πρώτο αμπάρι, πετάχτηκε άξαφνα εμπρός μου και απρόσμενα σαν τον Φάντη μπαστούνι ο ναύτης. Ήταν κρυμμένος πίσω από τις μπουκαπόρτες και μου την είχε στήσει. Αιφνιδιάζοντας με χωρίς να προλάβω να αντιδράσω, με άρπαξε από το λαιμό, και ένιωσα τα χέρια του σαν μέγγενη να με σφίγγουν και να με σηκώνουν ψηλά. Χωρίς αναπνοή, άρχισα να τον γρονθοκοπώ με δύναμη όσο μπορούσα, αλλά αυτός ακίνητος χωρίς καθόλου να νιώθει τα χτυπήματα, με έσφιγγε περισσότερο. Σαν ντουβάρι βράχου, με την τεράστια δύναμη που είχε, με σήκωσε ψηλά στο ύψος του προσώπου του και αντικριστά είδα τα μάτια του ανέκφραστα να με κοιτάζουν ατάραχα, όπως να έκανε μια συνηθισμένη εργασία, και όχι ένα φόνο. 
Τα δευτερόλεπτα έγιναν αιώνες σε μια επιθανάτια μου στιγμή όταν κατάλαβα πως έφευγε η ζωή, όταν πλέον δεν είχα άλλη αναπνοή. Ένιωσα τα χέρια μου να κρεμιούνται κάτω, και τη σκέψη μου να αποδέχεται το τέλος, και να παραδίδεται στο θάνατο.
Έβλεπα το θάνατο με σιγουριά να έρχεται και το μυαλό μου το κυριεύτηκε από τρόμο.
Πονούσα αφάνταστα από το δυνατό σφίξιμο, αλλά ο τρόμος και η αγωνία του θανάτου υπερίσχυαν του πόνου και η αίσθηση πως δεν είχα δύναμη να αντιδράσω και να αντισταθώ, μάγγωνε απελπιστικά τον εγκέφαλο μου…
Και ξαφνικά δεν υπήρχε τίποτα, δεν υπήρχε ζωή. Μια ήρεμη αίσθηση με κυριάρχησε και η αποδοχή στην ανημποριά της αντίδρασης μου με έκαναν τελεσίδικα να αποφασίσω πως ήρθε το τέλος, και γαλήνια παραδόθηκα στην ανυπαρξία, νιώθοντας μια ηρεμία να με κατακλύζει.

Τι είναι ο θάνατος; Οποία η αίσθηση την ώρα του θανάτου, διερωτούνται πολλοί. Πρόκειται ίσως για το μεγαλύτερο ερώτημα της ζωής. Τι νιώθουμε την ώρα που ξεψυχούμε; Αυτό που αποκαλούμε συνείδηση και σκέψη παθαίνει μαζί με το σώμα;
Εγώ που τον βίωσα και τον αισθάνθηκα, ένα λέγω, πως είναι απλά ένα μαύρο κενό. Δεν είχα σκέψεις, ούτε συνείδηση, τίποτα. Ένιωθα πως δεν ήμουν εκεί. Ένιωθα πως έπεφτα σε ένα μαύρο ύπνο-λήθαργο χωρίς όνειρα, και όταν ξύπνησα αισθάνθηκα πως είχα κοιμηθεί για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα, ενώ στην πραγματικότητα έλειψα από τη ζωή μέσα στη λιποθυμία του θανάτου μου, μόλις λίγα λεπτά ή δευτερόλεπτα.  Ένιωσα να ξυπνώ και ένιωθα να πονάω, ένιωθα να δυσκολεύομαι πολύ στην αναπνοή. Ήμουν παρατημένος στο κατάστρωμα πεσμένος κάτω μέσα στο σκοτάδι χωρίς να έχω γίνει αντιληπτός από κανένα…
Με δυσκολία σήκωσα το κορμί μου και ο έγειρα πάνω στη ράχη της μπουκαπόρτας που έκλεινε το αμπάρι. Έμεινα εκεί γερμένος με τες ώρες κοιτάζοντας ψηλά τα άστρα, προσπαθώντας να συνέλθω αλλά και να συνηδειτοποιησω  πως όλα όσα συνέβησαν ήσαν αληθινά.

Βίωσα λοιπόν, κάτι. Βίωσα την αίσθηση και τη αγωνία του θανάτου μου. Ήταν στην αρχή ο μεγάλος φόβος του θανάτου όταν τον συνειδητοποίησα με σιγουριά, αλλά ύστερα ήταν η ηρεμία του τέλους που όλα γίνονται διαφορετικά, που η ζωή φεύγοντας παραδίνει την ψυχή στην απόλυτη ηρεμία και γαλήνη που ο θάνατος επιφέρει στο σώμα.
 Και αυτό το κάτι ένιωσα πως ήταν τίποτα. Από εκείνο τον καιρό, δεν με φοβίζει ο θάνατος. Δεν τον επιθυμώ γιατί αγαπώ τη ζωή, αλλά και όταν είναι νάρθει, ας έρθει με έναν καλύτερο τρόπο.