ΜΙΣΙΣΣΙΠΗΣ, ΝΕΑ ΟΡΛΕΑΝΗ

Επισκέφτηκα αρκετές φορές τη Νέα Ορλεάνη τη χρονιάτου 1977. Εκείνη την εποχή υπήρχαν πολλά ελληνικά μαγαζιά ακόμη και μπουζουκτσίδικο, χάρη στους Έλληνες ναυτικούς που επισκέπτονταν το μεγάλο λιμάνι της.
Είναι μια όμορφη περιοχή με ήπιο κλίμα, πολύ πράσινο, και πολλά αξιοθέατα. Μια πόλη που ο επισκέπτης αμέσως αγαπά και από την πρώτη επαφή, επιθυμεί να κατοικήσει εκεί.
Απλώνεται στις όχθες του Μισσσιπή του μεγάλου ποταμού της χώρας, εκεί όπου για αμέτρητα χιλιόμετρα έως να εκβάλει στη θάλασσα, η άγρια φύση με τα αιωνόβια δέντρα, τα πολύχρωμα πουλιά, τους κάστορες, και τους απέραντους βάλτους, αποτελούν ένα τεράστιο υδροβιότοπο με εκατοντάδες διαφορετικά είδη ζωής, από αλιγάτορες, ερπετά, και άλλα αμφίβια.
Ο χειμώνας είναι γλυκός και δεν διαρκεί πολύ, ενώ τα καλοκαίρια είναι ζεστά και βροχερά.
Κατοικείται από κατοίκους πολλών φυλών, με τον περισσότερο πληθυσμό να αποτελείται από Αφρικανούς. Ιδρύθηκε ως αποικία της Γαλλίας κατά τον δέκατο έκτο αιώνα και το όνομα της συνδέθηκε απόλυτα με το δουλεμπόριο, τα ατμόπλοια, και την τζαζ. Στην πόλη της Νέας Ορλεανης βρίσκεται η πολύβουη Γαλλική αγορά, το μουσείο με τα κέρινα ομοιώματα σπουδαίων προσωπικοτήτων της Ιστορίας και η συνοικία Τρεμέ όπου γεννήθηκε και αναπτύχθηκε η μουσική τσαζ, καθώς και οι ξακουστοί δρόμοι Κουόρτερ και Μπούρμπους όπου ο πρώτος πλημμυρίζει από την κουλτούρα αυτής της μουσικής, και στο δεύτερο τα κακόφημα μαγαζιά και η εγκληματικότητα που επικρατεί παντού έξω στο δρόμο και πίσω από τα δυνατά φώτα, συνυπάρχουν αναπόσπαστα στοιχεία της ύποπτης νυχτερινής δράσης με τις σαρκικές ηδονές και άλλες απολαύσεις.
Μπούρμπους στρήτ, όνομα συνυφασμένο με την πορνεία και τα ναρκωτικά. Ο δρόμος με τα αμέτρητα μαγαζιά που φιλοξενούν πίσω από κλειστές πόρτες την κόλαση και τον παράδεισο, τη προστυχιά και την εκμετάλλευση, τις ύποπτες συναλλαγές και τα μεγάλα κοντραπαζα των παρανόμων.
Ένας πολύβουος δρόμος με τα χρώματα στις βιτρίνες των μαγαζιών έντονα και δυνατά, κίτρινα, πράσινα, μώβ.
Οι περαστικοί οι περισσότεροι μιγάδες, περπατούσαν χορεύοντας στο ρυθμό της τσαζ. Οι γυναίκες μεγαλόσωμες, ζουμερές, και καμαρωτές, επιδείκνυαν τα μεγάλα τους στήθια και τα προκλητικά τους οπίσθια. Ήσαν νέγρες, μιγάδες και κρεολές, όλες κούκλες και επιθυμητές με ένα δυνατό περπάτημα που έκανε τους σφιχτούς γλουτούς τους να τρεμουλιάζουν. Σκέφτηκα πως ο Παράδεισος ίσως είναι εδώ, σ αυτή την οδό, την ξακουστή και κακόφημη, Μπούρμπους στρήτ.

Το τάνκερ που μας ταξίδευε στην Νέα Ορλεάνη, ο ιδιοκτήτης εφοπλιστής Σταύρος Νιάρχος το ονόμασε «Eugenie»  χάριν της συζύγου του Ευγενίας. Για να φτάσουμε στον προορισμό μας πλεύσαμε τον ποταμό Μισισσιπή, τον μεγαλύτερο της Βορείου Αμερικής που κατά το παρελθόν θεωρείτο ως το σύνορο της «Άγριας Δύσης», και που διασχίζοντας τη χώρα διανύει απόσταση πέραν των έξι  χιλιάδων χιλιομέτρων, και εκβάλλει στον κόλπο του Μεξικού τη μεγαλύτερη Ωκεάνια λεκάνη στο κόσμο. Τον ονομάζουν «ο μεγάλος ποταμός» και αποτελεί σημαντική κυκλοφοριακή αρτηρία καθώς είναι πλωτός σχεδόν μέχρι τις πηγές του. Είναι άγριος ποταμός που ποτέ δεν κατάφεραν να δαμάσουν οι άνθρωποι. Οι πλημμύρες του σκεπάζουν πάντα μεγάλες εκτάσεις, ενώ τα διάφορα έργα που έχουν σκοπό να τον τιθασεύσουν, αποτυγχάνουν πάντα μπροστά στη δύναμη του.
Στο πλοίο εργαζόμουν ως Junior Engineer, και εκτελούσα χρέη τρίτου μηχανικού. Ήταν καθήκοντα που μου ανάθεσε ο πρώτος μηχανικός, καθώς στο πλοίο ο υπεύθυνος τρίτος μηχανικός δεν είχε ιδέα από μηχανική, γι αυτό έβγαζα βάρδια μαζί του ως ισότιμος του. Ήμουν καλός μηχανικός, και άξιζα την προαγωγή. Τρίτος μηχανικός ήταν ένας Χιώτης τον οποίο ναυτολόγησαν χωρίς να έχει δίπλωμα ή γνώσεις μηχανικής, απλά ήταν συγγενής του υπεύθυνου αρχιμηχανικού του ναυτικού στόλου της εταιρείας.
Ήταν Χιώτης και μας ήρθε παρέα με έναν ξάδερφο του Θερμαστή. Ήταν κολλητοί, μαζί μένανε στην ίδια καμπίνα, μαζί τρώγανε, μαζί έκαναν βάρδια, μαζί σε όλα ακριβώς όπως όλοι οι Χιώτες κατά πως λέει μια ιστορία, ότι «οι Χιώτες πηγαίνουν δυο-δυο», και όλα αυτά κατά παράβαση των κανονισμών γιατι στα πλοία υπάρχει διαχωρισμός των αξιωματικών με το απλό πλήρωμα. Ο τρίτος ήταν αξιωματικός, ενώ ο θερμαστής ανήκε στο απλό πλήρωμα. Στα πλοία υπάρχουν διαφορετικοί χώροι τραπεζαριών και συνεστίασης ανάμεσα στο κατώτερο και ανώτερο πλήρωμα, ώστε να υπάρχουν μ’ αυτό τον τρόπο οι δέουσες αποστάσεις που είναι βοηθητικές για την πειθαρχία. Στην περίπτωση τους όμως, υπήρχε εξαίρεση κατά διαταγών από τα ανώτατα δώματα της εταιρείας.
Στη Χίο οι νησιώτες κάτοικοι απασχολούνται κυρίως ως ψαράδες ένα επάγγελμα φτωχό, καθώς οικονομικά δεν εξαρτάται μόνο από την σκληρή και επικίνδυνη εργασία, αλλά και από τον καιρό που συνήθως έχει τη θάλασσα αγριεμένη και φουρτουνιασμένη. Γι αυτό έβλεπαν τους ναυτικούς ως πλούσιους και αριστοκράτες αφού είχαν σταθερό μισθό, και όλοι επιθυμούσαν να γίνουν ναυτικοί, και όσοι απ αυτούς μπορούσαν, μπαρκάριζαν στα καράβια.
Χιώτες λοιπόν ευρίσκονται σε πολλά καράβια, και κατά πως λέει η γνωστή ιστορία πάντα «οι Χιώτες πάνε δυο-δυο». Αυτό συμβαίνει για να συμπαραστέκεται ο ένας στον άλλο, μια ιστορία που για άλλους έχει δυστυχώς παρεξηγηθεί, ενώ για άλλους καταδεικνύει την εξυπνάδα τους. Αυτή η συμπαράσταση αναμεταξύ τους έμεινε ονομαστή, γιατι τον καιρό της Τουρκοκρατίας στην Χίο όταν ένας Τούρκος έβλεπε ένα Χιώτη στον δρόμο τον υποχρέωνε να τον σηκώνει στην πλάτη του, αλλά αυτοί γιατι δεν το ανέχονταν, φορτωνόντουσαν έναν συμπατριώτη τους, ώστε  έτσι δεν ήταν υποχρεωμένοι να κουβαλάνε τον Τούρκο.

Οι δύο Χιώτες ήσαν ευγενεις και πολύ συμπαθείς. Τους διέκρινε μια υπέρτατη καλοσύνη που ήταν ζωγραφισμένη στο πρόσωπο τους και κακός λόγος από το στόμα τους δεν έβγαινε. Για μέρες και νύχτες πολλές βγάζαμε ατελείωτες ώρες βάρδιας μαζί, και πραγματικά τα πηγαίναμε πολύ καλά. Πέρασαν πολλά χρόνια από τότε, αλλά είναι από τους λιγοστούς που ακόμα θυμάμαι τα ονόματα τους. Ήταν ο Μικές και ο Σταμάτης. Ο Μικές ήταν καλοκάγαθος και χοντροκομμένος σαν ένας γερός και χοντρός κορμός βελανιδιάς που τα δυνατά του μπράτσα ακόμα και σίδερο μπορούσαν να λυγίσουν.
Ο Σταμάτης ήταν μικροκαμωμένος και παρίστανε τον πονηρό χωρίς πραγματικά να είναι πολύ ξύπνιος, αλλά αυτό δεν ενοχλούσε κανέναν καθώς όλοι τον έβλεπαν από την αγαθή πλευρά, εξ άλλου κανείς δεν τολμούσε να τον πειράξει αφού πάντα δίπλα του έστεκε σαν ντουβάρι ο ξάδερφος του.
Αφού λοιπόν ταίριαζαν οι βάρδιες μας, κατά συνέπειαν ταίριαζαν και οι εξόδοι μας. Πριν από την πρώτη μας έξοδο στη Νέα Ορλεάνη, κουβεντιάσαμε κυρίως για την κακόφημη οδό της Μπούρμπους στρήτ που θα επισκεπτόμασταν, εκεί όπου υπήρχαν μαζεμένα όλα τα είδη μαγαζιών που ασχολούνταν με την πορνογραφία, τον αγοραίο έρωτα και τα παντός είδους παιχνίδια που τον αφορούσαν όπως βοηθιτικές ουσίες και κάθε είδους μυστικά σχετικά  για το σαρκικό ομαλό και ανώμαλο σεξ.  Εκεί όπου υπήρχαν τα κλάμπς με τα κόκγκο γκέρλς τα περήφημα γυμνά κορίτσια, που επί πληρωμή χόρευαν αισθησιακά και ηδονικά, ανεβάζοντας τη λίμπιντο των θεατών.
Την εποχή εκείνη ήταν η μόδα στα μπαρς να εμφανίζονται  αυτά τα περίφημα go go girls. Ήταν όμορφα νεαρά κορίτσια που χόρευαν με αδαμιαία περιβολή, λικνιστικά πάνω σε μπάρες και πίστες λίγο ψηλότερα από τους πελάτες προς τέρψην τους, αλλά χωρίς να επιτρέπεται να τις αγγίζουν. Χόρευαν σόλο αργούς χορούς που σαγήνευαν τον αντρικό πληθυσμό. Φορώντας ένα μικρό στριγγάκι το μόνο σημείο που οι πελάτες μπορούσαν να αγγίξουν, τους επέτρεπαν μόνο εκεί να αγγίζουν, για να κρεμάζουν δολάρια ως πληρωμή για το θαυμάσιο θέαμα που πρόσφερναν. Απαγορευόταν αυστηρά οποιοδήποτε άλλο άγγιγμα, γι αυτό διακριτικά αόρατα βλέμματα από μπράβους παρακολουθούσαν την κάθε κίνηση των πελατών, ώστε να μην επιτρέπουν σε κανένα να τις αγγίζει. Αλλοίμονο σε οποίον τολμούσε να αψηφήσει τους νόμους των μπαρς. Αμέτρητοι σωματοφύλακες μονομιάς εμφανίζονταν από το πουθενά και ξυλοκοπούσαν αγρίως όσους παράκουγαν τους νόμους τους.

Φτάσαμε στην κακόφημη οδό, και σε ένα από τα πολλά καλέσματα των κραχτών έξω από τα μαγαζιά, μπήκαμε σε ένα μικρό μπαρ αδειανό από πελάτες. Μια πανέμορφη μικρούλα χορεύτρια λικνιζόταν πάνω στην πίστα και μας έγνεφε κι αυτή να μπούμε μέσα. Το μάτι της μόλις έκοψε τον  θερμαστή, σταθηκε πάνω του, ίσως τον νόμισε για εύκολο θύμα έτσι μικρόσωμος και καλοκάγαθος που ήταν.
Ο Σταμάτης φορούσε ένα ολοκαίνουργιο κοστούμι που πήγαινε ασορτί με την γραβάτα του. Ήταν καλοξυρισμένος και φρεσκοπλυμένος φορτωμένος μυρωδάτες κολόνιες. Έμοιαζε να είναι ένας καλοπληρωμένος ναυτικός αξιωματικός, και εμείς δίπλα του με τα απλά μας ρούχα, μοιάζαμε κατώτεροι του.
Αυτόν λοιπόν τον καλοπληρωμένο αξιωματούχο κατά τη γνώμη της, κέντραρε για καλό πελάτη. Από αυτόν μάλλον πίστεψε πως θα έπαιρνε μπόλικο πουρμπουάρ.
Καθίσαμε κοντά στην πίστα και απολαμβάναμε το θέαμα που μας πρόσφερε με το χορό της, αλλά αυτή λικνιζόταν πάνω από τον θερμαστή όπως εμείς να μην υπήρχαμε, και δεν του ξεκολλούσε.
Τα λεπτά περνούσαν, μα ο θερμαστής δεν έδιδε μπουρμπουάρ. Η κοπέλα εκνευρισμένη του κολλούσε περισσότερο, ακουμπούσε τη λεκάνη της στο πρόσωπο του κάνοντας τον να ξεφυσά από πόθο. Εμείς νομίζαμε, το ίδιο ίσως και η στριπτηζέζ, πως ίσως το έκανε για να παραστησει το σκληρό αντράκι, και στο τέλος θα πλήρωνε. Είχε ακουμπήσει τα τσιγάρα του με το χρυσό αναπτήρα πάνω στην πίστα, και αφοσιώθηκε ολοκληρωτικά στην όμορφη γκόμενα. Αυτή χορεύοντας νευρικά πλέον, του έγνεφε πως έπρεπε να της κρεμάσει λεφτά στη λεπτή κλωστή που κρατούσε το μικροσκοπικό εσώρουχο της. Στο τέλος αφού δεν έβρισκε ανταπόκριση, σταμάτησε το χορό και με θυμωμένη φωνή του ζήτησε την πληρωμή της. Ο αφιλότιμος όμως θερμαστής, αποδείχτηκε σπαγγοραμένος και αρνιόταν, οπότε η μικρή άρπαξε τον ακριβό του αναπτήρα και έφυγε μακριά μας. Αυτός ήταν έτοιμος να της ορμήξει, αλλά εγώ που κατάλαβα πως θα είχαμε κακά ξεμπερδέματα τον άρπαξα από το χέρι και τον συγκράτησα. Του εξήγησα πως αν κάναμε φασαρία στα ξένα αυτά κακόφημα μέρη, θα μας εξαφάνιζαν χωρίς να αφήσουν ίχνος μας. Ο θερμαστής ήταν πολύ στεναχωρημένος γιατι ήταν ακριβός ο αναπτήρας του καθώς ήταν χρυσός, και μου είπε πως θα έκανε φασαρία να τον πάρει πίσω, και ας τον έδερναν.
Καταλαβαίνοντας πως δεν τη γλυτώναμε, του είπα να περιμένει έως ότου κάτι να σκεφτώ. Σκέφτηκα λοιπόν, πως έπρεπε να της αρπάξουμε τον αναπτήρα ξαφνικά εκεί που δεν το περίμενε αφού στη μικρή κάμαρα ήταν μονάχη, και αμέσως να το βάζαμε στα πόδια με γρήγορο τροχάδην να φύγουμε ώστε να μην μας φτάσουν οι μπράβοι του μαγαζιού που ήσαν πίσω στα παραβάν.
Ήταν μια δύσκολη στιγμή, μια μεγάλη απόφαση αυτό που κάναμε, αλλά ήμασταν αναγκασμένοι, γιατι ο θερμαστής θα δημιουργούσε φασαρία έτσι και αλοιώς. Ήξερα πως ήμασταν σε μέρος επικίνδυνο που προστατευόταν από σκληρούς και επικίνδυνους ανθρώπους του υποκόσμου που σίγουρα θα μας ορμούσαν με τη παραμικρή φασαρία.
Εφαρμόσαμε λοιπόν το σχέδιο, ο θερμαστής άρπαξε τον αναπτήρα από τα χέρια της κοπέλας και το βάλαμε στα πόδια. Ακόμα μου έρχονται στο νου οι φοβερές φωνές τους που κυνηγώντας μας μας έβριζαν.

Δεν ξέρω πόσοι ήταν, κανείς μας δεν κοίταξε πίσω, αλλά τρέχαμε με μεγάλη ορμή, πιστεύω πως αν τρέχαμε εκατό μέτρα θα ερχόμασταν πρώτοι.
Το τρέξιμο μας οδήγησε σε ένα δρομάκι, και είδαμε σε μια φωτεινή πόρτα να στέκει ο λοστρόμος του πλοίου με κάποιους ναύτες. Σταματήσαμε εκεί, νιώθοντας πως κοντά σε δικούς μας ανθρώπους δεν κινδυνεύαμε. Πραγματικά, δεν είδαμε άλλο να μας κυνηγούν, και η καρδιά μας πήγε στη θέση της.

Η φωτεινή πόρτα ήταν είσοδος νυχτερινού Ελληνικού κέντρου. Πάνω ψηλά έγραφε "ΑΘΗΝΑΙ, Ελληνικά μπουζούκια". Ανεβήκαμε τις σκάλες και βρήκαμε όλο το πλήρωμα που δεν είχε βάρδια να κάθεται να διασκεδάζει Ελληνικά στους ήχους των μπουζουκιών υπό τις νότες του τραγουδιού του Αγγελόπουλου «Εγώ είμαι πρόσφυγας ξεριζωμένος».