ΙΝΤΡΙΓΚΕΣ ΣΤΑ ΒΑΠΟΡΙΑ
Τα ένστικτα είναι τάσεις και ορμές των ανθρώπων για συγκεκριμένες συμπεριφορές και αντιδράσεις. Προϋπάρχουν της μνήμης και της μάθησης, και είναι εγγενή χαρακτηριστικά του βιολογικού είδους. Είναι εκ γενέσεως υποσυνείδητες διαταραχές του εγκεφάλου, που μέσω των νευρώνων κυριαρχούν και καθορίζουν τις διάφορες ανθρώπινες συμπεριφορές για την αντιμετώπιση ορισμένων καταστάσεων.
Όσα πάθη λοιπόν καλά ή κακά, είναι αποτέλεσμα των αρχέγονων ενστίκτων που κυριαρχούν στους βιολογικούς οργανισμούς, με αποτέλεσμα να μετατρέπουν την αντίδραση σε δράση.
Δυστυχώς πολλές φορές πολλοί άνθρωποι ορμώμενοι και καθοδηγούμενοι κυρίως από τα ζωώδη ένστικτα τους, συμπεριφέρονται με βλαπτικό τρόπο στους άλλους όχι μόνο χωρίς να αισχύνονται, αλλά με πλήρη επίγνωση ότι θα προκαλέσουν πόνο και βλάβη. Απλά γιατί νιώθουν μια αρρωστημένη ευχαρίστηση την οποίαν με αγαλλίαση απολαμβάνουν. Είναι άνθρωποι κακοί και βαριεστημένοι που δεν έχουν κάτι ενδιαφέρον να κάμουν, είναι ακόμα που θέλουν να σπάζουν πλάκα με τον ανθρώπινο πόνο. Για τους δικούς τους ιδιαίτερους λόγους, όλοι ορμώμενοι από τα κακά ένστικτα που τους διακατέχουν, αρέσκονται να απολαμβάνουν την ανθρώπινη δυστυχία.
Τέτοια δυσάρεστα γεγονότα συνάντησα κατ’ αρχάς στο στρατό, όπου οι παλαιότεροι στρατιώτες καταπίεζαν τους νεότερους εξασκώντας τους τεράστιο bulling, το ίδιο ακριβώς συνάντησα πάνω σε ποντοπόρα πλοία που ήμουν ναυτολογημένος στην εποχή της νεότης μου. Άνθρωποι μονάχοι στη μοναξιά των ατέλειωτων ταξιδιών τους στους απέραντους ωκεανούς που θέλοντας να την ξεπεράσουν, σκαρφίζονταν και δημιουργούσαν καταστάσεις, υπόσκαπταν τους πρωτόμπαρκους, ακόμα και όσους αδύνατοι φάνταζαν εκ της όψεως και της συμπεριφοράς τους με τρόπο που ανάγκαζαν κάποιες ομάδες αλλοδαπών ναυτικών, μετά την εργασία τους να απομονώνονται και να κλείνονται ερμητικά στις καμπίνες τους.
Ήμουν μπαρκαρισμένος στο πλοίο «Ευγενία» κάποιους μήνες. Φορτώναμε από τη Ραστανούρα της Σαουδικής Αραβίας και ταξιδεύαμε κυρίως προς Ευρωπαϊκές χώρες. Το ταξίδι διαρκούσε πολύ καιρό, καθώς η διώρυγα του Σουέζ ήταν κλειστή, και κάναμε το γύρο ολόκληρης της Αφρικής για να φτάσουμε στον προορισμό μας. Θυμάμαι, χρειαζόμασταν περίπου ένα μήνα για να διαπλεύσουμε τον ινδικό και τον Ατλαντικό ωκεανό μέχρι να φτάσουμε στον προορισμό μας.
Δεν ήταν μόνο το καθεαυτό ταξίδι που μας ανάγκαζε για αρκετό καιρό να έχουμε μόνη συντροφιά τη θάλασσα και τον ουρανό, αλλά και το ταξίδι προς τη Ραστανούρα και τανά πάλε, καθώς στο λιμάνι φορτώσεως μέναμε ράδα μέχρι και πολλές μέρες, χωρίς να έχουμε πρόσβαση στη στεριά.
Ήταν ατελείωτες οι ώρες λοιπόν της ναυτικής μας μοναξιάς, γι αυτό ο κάθε ναυτικός έψαχνε τρόπους να την διασκεδάσει, τρόπους να αισθανθεί ευχαρίστηση, οποιουσδήποτε τρόπους καμιά φορά. Άλλοι δουλεύοντας υπερωρίες, άλλοι διαβάζοντας και άλλοι γράφοντας. Πολλοί ακόμα ξεχνιόντουσαν στη παραζάλη και στη μέθη του ποτού, και άλλοι χρησιμοποιούσαν ουσίες που τους έκαναν να αισθάνονται κοντά στο Θεό, ουσίες ναρκωτικές ακόμα και χημικές που διατάρασσαν τη δομή του εγκεφάλου τους, νιώθοντας τοιουτοτρόπως υπερδιέγερση και ευχαρίστηση.
Δυστυχώς όμως καμιά φορά κάποιοι για αυτή τους την ευχαρίστηση, με σκληρό και απάνθρωπο τρόπο καθώς ίσως έχοντας κάποια αρρωστημένη ψυχική διαταραχή, σκέφτονταν και δημιουργούσαν ίντριγκες και συνωμοσίες. Σχεδίαζαν πλάνα εξαπάτησης και δημιουργούσαν εις βάρος συναδέλφων τους καταστάσεις επικίνδυνες, με μόνο λόγο να παρακολουθούν τις συνέπειες και να διασκεδάζουν τη βαρετή μοναξιά τους.
Υπό αυτές τις συνθήκες να συμβαίνουν στο συγκεκριμένο πλοίο, μια φορά σε ένα μακρινό ταξίδι δύο και πλέον μηνών, ο Πόμαν του πλοίου που δεν είχε δουλειά να κάμει καθώς η εργασία του ήταν κυρίως όταν πιάναμε λιμάνι, οργάνωσε ένα ολόκληρο σχέδιο ύπουλης δράσης εις βάρος μου, και με πονηρές ενέργειες προσπάθησε να το θέσει σε εφαρμογή.
Πόμαν ή Pumpman σε ναυτικούς όρους, καλείται ο Αντλιωρός, δηλαδή ο υπεύθυνος της αντλήσεως του πετρελαίου από τις δεξαμενές του πλοίου προς άλλους αποθηκευτικούς ή μεταφορικούς χώρους.
Επιβλέπει στη καλή λειτουργία του συστήματος, και είναι μόνος υπεύθυνος για την καλή λειτουργία των σωληνώσεων, των φίλτρων, και των βάλβς τα οποία επιτρέπουν την άντληση από τις ανάλογες δεξαμενές, καθώς επίσης υπεύθυνος για εξαρτήματα και μηχανήματα καταστρώματος που συνδέονται άμεσα με τη μεταφορά του υγρού φορτίου. Καθ΄ολη τη διάρκεια του ταξιδιού, η μόνη του απασχόληση είναι η παρακολούθηση των δεξαμενών και η διατήρηση κανονικής θερμοκρασίας του υγρού φορτίου ώστε να μη πήζει, για να είναι έτοιμο προς άντληση στο επόμενο λιμάνι. Σε τέτοια περίπτωση ζητά από το μηχανοστάσιο τη διοχέτευση ατμού τον οποίο επίσης χρησιμοποιεί για διάφορες άλλες εργασίες και μηχανήματα που αφορούν τις δεξαμενές του πλοίου. Όταν όμως το πλοίο πιάσει λιμάνι, είναι επί ποδός όλες όσες ώρες ή και μερόνυχτα χρειαστούν για την ολοκλήρωση της ομαλής εκφόρτωσης και ακολούθως του σαβουρώματος των δεξαμενών.
Απαιτεί μεγάλες αντοχές τις ώρες φορτώσεως καιν εκφορτώσεως, αλλά επίσης απαιτεί μεγάλες αντοχές κατά τη διάρκεια του ταξιδιού καθώς άπραγος υπομένει τη μεγάλη μοναξιά της μή πλήρους απασχόλησης καθώς δεν έχει σπουδαίες εργασίες να διεκπεραιώσει.
Ο Πόμαν είχε διπλάσια ηλικία από εμένα, και έδειχνε σοβαρός και βαρύς, λιγόλογος και μετριοπαθής. Όλο το πλήρωμα του έδειχνε σεβασμό, ακόμη και οι ανώτεροι καπετάνιος και δεύτερος, κατά τις προσταγές σ’ αυτόν, ήσαν ευγενικοί. Μιλούσε σεπτά, μεστά, τεκμηριωμένα, και με μια ευγένεια άξια τιμής. Ήταν με λίγα λόγια άνθρωπος με κύρος και προσωπικότητα.
Τον σεβόμουν και τον θαύμαζα, αλλά και αυτός έδειχνε το ίδιο απέναντι μου. Μέσα σε ένα συνονθύλευμα ανθρώπων στο πλήρωμα διαφόρων εθνικοτήτων και σκληροτράχηλων ναυτικών που οι περισσότεροι είχαν άξεστους και σκληρούς τρόπους συμπεριφοράς, ή και αδιαφορίας, ο Πώμαν έμοιαζε με ένα καλό δάσκαλο που τον αγαπούν οι μαθητές του.
Καθημερινά συναντιόμασταν στη καφετέρια και κουβεντιάζαμε. Ήταν απλοϊκός και προσιτός, και άνθρωπος που μπορούσες να τον εμπιστευτείς. Στον καιρό που πέρασε, είπαμε πολλά, περισσότερα έλεγα εγώ για την κατάσταση στην Κύπρο καθώς μόλις είχε περάσει λίγος καιρός από την εισβολή των Τούρκων στο νησί, και καθώς ήταν νωπή η τραγωδία, ενδιέφερε τον καθένα.
Του είπα για την πρότερη κατάσταση πριν την εισβολή, για την ΕΟΚΑ Β΄ και τους Μακαριακούς, τους τραμπουκισμούς και τις δολοφονίες αμφοτέρων των πλευρών, για τα τόσα τραγικά που συνέβησαν στο πολύπαθο νησί, και πώς ολόκληρος ο Ελληνικός πληθυσμός είχε εμπλακεί στη διαμάχη των δύο ανδρών. Είπαμε ακόμα και για την προηγούμενη κατάσταση και τον επικό αγώνα της πρώτης ΕΟΚΑ όπου σύσσωμος ο πληθυσμός με εξάρχοντες τη νεολαία και τα αμούστακα παιδιά έκαμαν ένα τεράστιο αγώνα και χωρίς να φοβούνται τα βασανιστήρια, κατάφεραν και έδιωξαν τους αποικιοκράτες Βρετανούς.
Είχε μεγάλο ενδιαφέρον να μάθει για τη Κύπρο, και εγώ πολύ ευχαρίστως του εξιστόρησα όλη την περί Κύπρου ιστορία και προϊστορία.
Όταν δύο άνθρωποι είναι σε επαφή επί μακρού καιρού, και όταν στις ατελείωτες συνομιλίες μεταξύ τους λέγονται πολλά πράγματα, κάποια από αυτά είναι ενδότερα κρυφά μυστικά, που δεν θα ειπωνονταν υπό άλλες συνθήκες. Έτσι και εγώ του εκμυστηρεύτηκα μερικά πράγματα στα οποία είχα ανάμειξη εκείνους τους πρόσφατους δύσκολους καιρούς στην Κύπρο, όπου ο αδελφός στρεφόταν εναντίον αδελφού, όταν η διχόνοια είχε καρπώσει στις ψυχές και φωλιάσει στις καρδιές των ανθρώπων ένεκα της προπαγάνδας για τη διαμάχη των δύο ανδρών, Αρχιεπισκόπου Μακαρίου και Γρίβα Διγενή.
Όντας πολύ νεαρός, έδειξα εμπιστοσύνη και θεώρησα τον Πόμαν φίλο μου και άνθρωπο που νοιαζόταν για μένα. Διότι, όταν κάποιος είναι στα ξένα, και ειδικά σε ένα πλοίο τάνκερ όπου η διαβίωση είναι πολύ σκληρή και δύσκολη, και που η μοίρα των ναυτικών είναι να κάνουν κουφοφιλίες καθώς μια κατάρα τους δέρνει να μην αγαπιούνται μεταξύ τους παρά να αγαπιούνται μόνο με τη θάλασσα, με ανακούφιση και χαρά θεώρησα τον Πόμαν ως φίλο, αδελφό, πατέρα. Ήταν μεγάλη χαρά να αισθάνομαι έναν άνθρωπο που θα μπορούσα να του εκμυστηρευτώ τη μοναξιά μου, την νοσταλγία μου, τις ανησυχίες μου, να τον νιώθω αποκούμπι για τις χαρές και τις λύπες.
Στα πολλά που λέγαμε και αναλύαμε, μου έδινε συμβουλές, αλλά με έκανε επίσης να διερωτώμαι για διάφορα πράγματα, συμπεριφορές, και κυρίως για τις συνέπειες εκ των ενεργειών μας. Κυρίως οι συζητήσεις του περιστρέφονταν στη δική μου δράση κατά την περίοδο της διχόνοιας στη Κύπρο, συζητήσεις που εκ των υστέρων όταν έφερνα στο νου μου, κατάλαβα ότι τεχνηέντως, κυρίως μου υπόβαλλε στο νου ότι οι Εγγλέζοι ήταν ανακατωμένοι σ΄ αυτή τη διχόνοια, και πολύ επιτυχημένα κατόρθωναν το διαίρει και βασίλευε, πώς ήσαν αισχροί κατακτητές και καταπιεστές των αδύναμων λαών, και τοιουτοτρόπως σιγά σιγά καθώς πολύ νέος εγώ, μου γέμισε την ψυχή μίσος γι αυτούς.
Στο πλοίο ο Μαρκόνης ήταν Βρετανός. Ήταν μεγαλόσωμος, γαλανομάτης και ξανθός με κοντά κατσαρά μαλλιά. Ήταν ασχημομούρης και αντιπαθής, μου θύμιζε αξιωματικούς Εγγλέζους πίσω από γραφεία που με ψυχρότητα έδιναν σκληρές διαταγές, μου θύμιζε τους κακάσχημους βασανιστές των αγωνιστών της ΕΟΚΑ, που χωρίς μάσκες και με πρόσωπα απαθή στον πόνο των θυμάτων τους, βασάνιζαν μέχρι θανάτου πολλές φορές, τα νεαρά παλληκάρια. Με λίγη παρότρυνση από τον φίλο μου τον Πόμαν, σιγα σιγα η ψυχή μου γέμιζε αντιπάθεια και μισος για τον «σιχαμερό» μαρκόνη.
Ο μαρκόνης δεν είχε πάρε δώσε με κανένα, ήταν κλεισμένος στον εαυτό του και στο στενάχωρο καμαράκι συντροφιά με τα μηχανήματα παρακολουθώντας όλο το εικοσιτετράωρο διάφορα μηνύματα, άγνωστες φωνές, άγνωστες γλώσσες, μηνύματα από άλλα βαπόρια και παράκτιους σταθμούς, χωρίς να τον σκαντζάρει κανείς καθώς δεν υπήρχε δεύτερος ασυρματιστής. Κατέβαινε στην τραπεζαρία και έπαιρνε το φαγητό του στην καμπίνα του. Σπάνια χαιρετούσε κάποιον, όταν συναπαντιόμασταν καμιά φορά στους στενούς διαδρόμους του πλοίου, νιώθαμε και οι δύο μια αποστροφή ο ένας έναντι του άλλου. Αυτό συνεχιζόταν για πολλές μέρες, και καταλάβαινα ότι κάθε που περνούσε ο καιρός, το αμοιβαίο μίσος μας μεγάλωνε και γινόταν επικίνδυνο.
Αυτή η κατάσταση βεβαίως με ανησυχούσε, και όπως ήταν φυσικό, την κουβέντιαζα με το φίλο μου τον Πόμαν. Αυτός με καθησύχασε και μου είπε πώς ήταν φυσικό να συμβαίνει αυτό, καθώς οι Βρετανοί ποτέ δεν ανέχτηκαν την ήττα τους από τους Κύπριους, αλλά με διαβεβαίωσε να μην ανησυχώ, διότι είχε φιλίες μαζί του, και θα του μιλούσε.
Ο καιρός περνούσε, αλλά κάθε που συναντιόμασταν, καταλάβαινα πως με αντίκριζε με ένα ύφος αλαφιασμένο, ύφος που εγώ το εξηγούσα ως επιθυμία του να μου ορμήσει.
Ο φίλος μου ο Πόμαν με συμβούλευσε να ειμαι προσεχτικός γιατί όσο και να μίλησε στον Μαρκόνη, αυτός ήταν ανένδοτος, ήταν κακός, είχε έμμονη ιδέα όπως ένας ψυχοπαθής, είχε πάρει το ζήτημα πατριωτικά, και ήταν αποφασισμένος να με βλάψει.
Αυτή η ιστορία διήρκησε αρκετό καιρό. Όπως αργότερα ανέλυσα τα πράγματα, με καθημερινά σούρτα φέρτα ο κακός Πόμαν που παρίστανε και στους δυο μας το φίλο, δημιούργησε ανάμεσα μας μίσος και αντιπάθεια, αλλά και ένα απέραντο φόβο πώς ο ένας θα έβλαπτε τον άλλο.
Μια μέρα μου φώναξε και μου είπε να είμαι διπλά προσεχτικός, γιατί καταλάβαινε πώς ο ασυρματιστής ήταν σχιζοφρενής και είχε τρελαθεί από το μίσος που έτρεφε για μένα, και από τα λεγόμενα του συμπέραινε πώς σχεδίαζε να μου παρακάτσει εντός των επόμενων σκοτεινών νυχτών, και να με ρίξει στη θάλασσα. Τον ρώτησα τι να έκανα, μήπως να πάω στον καπετάνιο, και αυτός μου απάντησε πώς στο πλοίο δεν υπάρχουν νόμοι της στεριά να με προστατεύσουν, και σίγουρα ο καπετάνιος θα το εκλάμβανε μάλλον ως αστείο. Και εγώ ο αφελής τον πίστεψα, γιατί ήταν παλαίμαχος στα καράβια, και τον θεωρούσα φίλο μου.
Τα πράματα είχαν δυσκολέψει πολύ. Σκέφτηκα να πάω στον καπετάνιο, αλλά έως ότου διέταζε έρευνα, ίσως το κακό να γινόταν. Πήρα την απόφαση πώς έπρεπε να ενεργήσω πρώτος. Έπρεπε το σχέδιο που είχε καταστρώσει για μένα, να το εφαρμόσω εγώ σε αυτόν. Ήξερα πώς κάθε βράδυ μετά τα μεσάνυχτα, συνήθιζε να κατεβαίνει στο μικρό κουζινάκι όπου γέμιζε ένα πιάτο με σαλάμια, τυριά και ψωμί, και τα έπαιρνε στην καμπίνα του να φάει καθώς μέρα και βράδυ, πολύ λίγο κοιμόταν. Για να πάει στο μικρό κουζινάκι, κατέβαινε από ένα ψηλότερο deck που ήταν η καμπίνα του, από μια εξωτερική σκάλα.
Θα παραφύλαγα λοιπόν κάτω από τις σκάλες εκείνη τη νύχτα, και με ένα μεγάλο γαντζόκλειδο που θα έπαιρνα από τη μηχανή, θα τον χτυπούσα στο κεφάλι, και ταυτόχρονα θα τον έσπρωχνα στη θάλασσα όπου θα χανόταν δια παντός.
Δεν είχα περιθώρια, με τρόμαζε η σκέψη αυτή, αλλά ο φόβος μέσα μου για τη ζωή μου ήταν τεράστιος, ήταν μια κόλαση, ήταν τόσος που με απέλπιζε και με έκανε αποφασισμένο οπωσδήποτε να υλοποιήσω την απόφαση μου, καθώς πίστευα πλέον ακράδαντα, πώς ήταν αυτός, ή εγώ.
Είχα σχολάσει από την βάρδια μου στη μηχανή 16:00-20:00, και αφού έκανα ένα ντους, έφτιαξα ένα φραπέ νεσκαφέ. Όπως κάθε μέρα στα μακρινά και ατελείωτα ταξίδια, μετά τη βάρδια άραζα στο καναπέ της καμπίνας μου και έχοντας ένα βίπερ μυθιστόρημα στο χέρι, ή την κιθάρα μου αγκαλιά, διασκέδαζα λίγο τη μοναξιά μου.
Εκείνη τη μέρα με το φραπέ στο χέρι καθιστός στον καναπέ, σκεφτόμουν τη δύσκολη απόφαση που πήρα και έπρεπε να υλοποιήσω. Γεμάτος δύσκολες σκέψεις, αφηρημένα πότε κοιτάζοντας στο πάτωμα πότε στο ταβάνι, ένιωθα το νου μου να τριβελίζει και να θέλει να σπάσει, σε μια προσπάθεια να εμπεδώσει στον εγκέφαλο μου τη μεγάλη απόφαση που πήρα. Περνούσε η ώρα, αλλά δεν ηρεμούσα, παρα μάλλον περισσότερο δυσανασχετούσα. Ήταν πολύ δύσκολη απόφαση, και μεγάλος ο προβληματισμός μου. Σκεφτόμουν, ξανασκεφτόμουν μήπως βρω άλλη λύση, αλλά το μυαλό μου κολλούσε και με πονούσε.
Σε μια στιγμή άκουσα θόρυβο και σηκώνοντας το κεφάλι είδα να στέκεται στην πόρτα που την είχα ανοιχτή, ο Μαρκόνης. Ξαφνιάστηκα και φοβήθηκα, αλλά μονομιάς από ένστικτο, πετάχτηκα ορθός και άρπαξα ένα γατζόκλειδο που το είχα κρεμασμένο στον τοίχο για προληπτικούς λόγους εδώ και μέρες, έτοιμος να του ορμήσω.
Αλλά εκεί που περίμενα να μου ορμήσει και αυτός, τον είδα να γονατίζει και κλαίγοντας γοερά να με ρωτά γιατί ήθελα να τον σκοτώσω. Αποσβολωμένος από την τροπή των γεγονότων, κατάλαβα αμέσως πώς ήταν όλα ένα άσχημο παιχνίδι στημένο από τον Πόμαν για να σπάσει πλάκα, και να διασκεδάσει τοιουτοτρόπως την μιζέρια και τα πωρωμένα του ένστικτα.
-Κύπριε
μου είπε ο Μαρκώνης γεμάτος φόβο και με τρεμάμενη φωνή,
-εγώ είμαι Ιρλανδός, αγαπώ τους Κύπριους γιατί έχουμε τον ίδιο αγώνα εναντίον των Βρεττανών. Δεν σου έφταιξα σε τίποτα, γιατί θέλεις να μου κάμεις κακό;
Αμέσως κατάλαβα. Ήταν μια παρεξήγηση που μας δημιούργησε ο Πώμαν, που μεταφέροντας ψέματα στον έναν και στον άλλο, κατάφερε να μας κάμει να πιστέψουμε πώς υπήρχε μέγα θέμα αναμεταξύ μας, και καθώς νομίζαμε πώς ήταν φίλος μας, δώσαμε βάση και πίστη στα λεγόμενα του.
Συνειδητοποιώντας λοιπόν, το άσχημο και ποταπό παιχνίδι στο οποίο μας ενέπλεξε χωρίς να έχουμε ιδέα, τώρα που όλα ξεκαθάρισαν, ένιωσα μια ανακούφιση και μια μεγάλη χαρά, αλλά και ένα μεγάλο θυμό εναντίον του.
Προσκάλεσα λοιπόν τον Μαρκόνη να καθίσει, και πιάσαμε κουβέντα και φιλία, και αρχίσαμε να δίνουμε εξηγήσεις και να σκεφτόμαστε πώς θα τιμωρούσαμε τον Πόμαν που μας έκαμε για μέρες να ζούμε μέσα σε φόβο και ανησυχία.
Ναι, οπωσδήποτε θα του το ανταποδίδαμε. Οφθαλμό αντί οφθαλμού, πόσον μάλλον τώρα που ήμασταν δύο και αυτός ένας. Θα τον αφήναμε κάμποσο καιρό να βράζει στο ζουμί του και στο φόβο του γνωρίζοντας οπωσδήποτε ότι θα τον τιμωρούσαμε. Ήταν καιρός να ζήσει και αυτός παρόμοιο φόβο όπως αυτόν που κατάφερε να ενσπείρει στις καρδιές τις δικές μας. Και σε ανύποπτο χρόνο όταν εμείς θα κρίναμε, θα του ανταποδίδαμε.
Οι έλξεις σε μονόζυγο είναι από τις λίγες ασκήσεις που μετράνε την καθαρή δύναμη του αθλουμένου. Είναι μια άσκηση ενταγμένη στην εκπαίδευση των γυμναστικών ακαδημιών, στρατιωτικών σχολών και σωμάτων ασφαλείας. Για να επιτύχει κάποιος να καταφέρνει τις ασκήσεις μονόζυγου, πρέπει να ξέρει ότι είναι σκληρός ο δρόμος, επίπονος και επίμονος, και χρειάζεται μεγάλο μόχθο και υπομονή.
Μια πολύ δύσκολή άσκηση που μπορεί ο ασκούμενος να καταφέρει μετά από πολλή εξάσκηση, είναι η ανύψωση του σώματος του πάνω από το μονόζυγο σε στάση όρθια με τα χέρια τεντωμένα προς τα κάτω ως στήριγμα. Είναι πολύ δύσκολη η άσκηση, και εκτός από την πολλή εξάσκηση, ο αθλητής χρειάζεται και τεράστια φυσική δύναμη. Αυτή την άσκηση παρακολούθησα πάνω στο πλοίο να την κάνει ένας νεοφερμένος δόκιμος μηχανικός ο Μάκης, ακόμα θυμάμαι καλά το όνομα του, και είδα πολλούς να τον μιμούνται, χωρίς όμως να τα καταφέρνουν. Ενώ εκ πρώτης όψεως, φαινόταν εύκολη καθώς έμοιαζε με άσκηση απλής ταλάντευσης και τεχνικής, εντούτοις χρειαζόταν τεράστια μυϊκή δύναμη και πολλή εξάσκηση για να την καταφέρει κάποιος.
Ο νέος δόκιμος μηχανικός ήταν περίπου 35 ετών με σκληρά χαρακτηριστικά και με σώμα καλογυμνασμένο, όμως με συμπεριφορές πράες και μειλίχιες. Έπιασε παρέα κυρίως με ναύτες της κουβέρτας, και σχεδόν καθημερινά, έξω από την καμπίνα του στο διάδρομο έπιναν ουίσκι μέχρι τελικής πτώσεως. Ήταν η διασκέδαση τους και η διέξοδος τους από την απόλυτη μοναξιά του πλοίου. Περισσότερη παρέα έκανε με ένα γεροδεμένο ναύτη που έλεγε πώς ήταν επαγγελματίας αρσιβαρίστας.
Έδειχνε λίγο ηλίθιος, αλλά το κορμί του ήταν τόσο γεροδεμένο, έτσι που τον φωνάζαμε Ντουβάρι. Όπως οι Χιώτες επί Τουρκοκρατίας πήγαιναν δυο - δυο, έτσι και αυτοί μυώδης και γεροδεμένοι, ήσαν πάντα μαζί. Μαζί και οι δύο, αποτελούσαν ένα σύνολο δύναμης, που με πρόσχημα τη θερμή και ξηρή ατμόσφαιρα του περιβάλλοντα χώρου στα deck πάνω από το μηχανοστάσιο ένεκα των καζανιών που παρήγαγαν ατμό, κυκλοφορούσαν ημίγυμνοι εκθέτοντας τα μυώδη μούσμουλα τους, σε μια φανερή συμπεριφορά επίδειξης δύναμης.
Με τον νέο δόκιμο καθώς ήμασταν συνάδελφοι, οι καμπίνες μας ήταν κοντινές. Παρ όλα αυτά δεν είχαμε ιδιαίτερες σχέσεις, και μου κρατούσε αποστάσεις. Όταν συχνά στο μηχανοστάσιο συναντιόμασταν, πήγαινε και κρεμιόταν σε ένα χοντρό ρέλι και έκανε δύσκολες ασκήσεις μονόζυγου, θέλοντας τοιουτοτρόπως να μου κάνει επίδειξη δύναμης και ισχύος. Εκλάμβανα ότι με αυτές τις κινήσεις του ήθελε να μου δώσει μήνυμα πώς ήταν φίλος με το ναύτη και εναντίον μου, και εάν καμιά φορά θα είχα ξανά προστριβές μαζί του καθώς λίγες εβδομάδες πρωτύτερα όταν είχαμε διαπληχτιστεί και του είπα βαρετές κουβέντες προσβάλλοντας τον, έτσι που μου κρατούσε άχτι.
Στο μηχανοστάσιο του πλοίου, δίπλα από την κονσόλα με τα idicators ελέγχου, υπήρχε ένα ρέλι ¾ της ίντζας σε σχήμα Γ, που ξεκινούσε από το πάτωμα του deck και τέλειωνε στη βάση
του evaporator (βραστήρα), σχηματίζοντας ένα τέλειο μονόζυγο. Εκεί, και εγώ ειδικά στις βραδινές μου βάρδιες που όλοι κοιμόντουσαν, από την πρώτη μέρα του μπάρκου μου εξασκούμουν με τις ώρες, και κατάφερα να γίνω πολύ καλός στις έλξεις, αλλά την καινούργια άσκηση που είδα, εν πρώτης δεν την κατάφερα. Όμως ένεκα της σιωπηλής διαμάχης που είχαμε, έπρεπε να την καταφέρω και εγώ. Ευτυχώς, δεν την επιχείρησα μπροστά σε άλλους, έτσι μόνο εγώ γνώριζα αυτή την αδυναμία μου. Σκέφτηκα λοιπόν, πώς έπρεπε οπωσδήποτε να την καταφέρω γιατί γνώριζα πώς μεταξύ αντιπάλων υπάρχει σεβασμός όταν αναγνωρίζουν την αξία ο ένας του άλλου. Με αυτό τον τρόπο πίστευα πώς αν κατάφερνα την δύσκολη άσκηση, θα τους απέτρεπα μελλοντικά να επιχειρήσουν οτιδήποτε εναντίον μου καθώς με τον νάυτη είχα παλαιότερη αντιπαράθεση.
Η επίδειξη δύναμης κάποτε αποτελεί στάση άμυνας ώστε να αποτρέπει οποιονδήποτε bullying, τις περισσότερες φορές όμως αποτελεί ένα νοσηρό φαινόμενο των νταήδων, λέξης που αρχικά ήταν συνώνυμος του δυναμικού άνδρα που θαύμαζαν όλοι, αλλά που στη συνέχεια ξέπεσε συμβολίζοντας τον υπερόπτη και τον παλικαρά που στερείτο παντός είδους σεβασμού. Οι νταήδες είναι συγκεκριμένοι τύποι ανθρώπων πρωταγωνιστές καταστάσεων που δεν αρκούνται μόνο στην επίδειξη δύναμης, αλλά γίνονται πρωταγωνιστές κυρίως ψυχολογικής και φοβικής τυραννίας, που με συστηματική και απρόκλητη καταπίεση ή και χρήση βίας οδηγούν τα θύματα τους που αδυνατούν να αντιδράσουν, σε μια αγχωτική κατάσταση φόβου που τους φθείρει ψυχολογικά. Και όλα αυτά γίνονται με απώτερο σκοπό ο θύτης να ανακτήσει τον έλεγχο, ακόμα κάποιες φορές απλά και μόνο για να νιώσει ισχυρός, να αυτοεπιβεβαιωθεί. Θέλοντας οι περισσότεροι άνθρωποι να υπερέχουν των άλλων, αλλά μη έχοντας τον τρόπο ή τα μέσα να το επιτύχουν, και θέλοντας να ξεχωρίζουν, συνειδητά ή ασυνείδητα, προσπαθούν τοιουτοτρόπως να επιδείξουν την αξία, τη δύναμη και την ικανότητα τους. Υπάρχουν όμως και κάποιοι που αρέσκονται στην επίδειξη, αλλά ως ευγενείς και κοινωνικά μορφωμένοι, μέσα από ευγενή άμιλλα αγωνίζονται και ξεχωρίζουν, και ως εκ του αποτελέσματος των πράξεων τους, αναδεικνύονται και αποδεικνύονται πρώτοι. Αυτοί είναι άνθρωποι υπερήφανοι που δεν καταδέχονται να υπερτερούν εις βάρος άλλων ασθενέστερων και αδύναμων. Είναι όσοι έχουν ξεπεράσει τα ένστικτα της βουλιμίας για δύναμη και εξουσία, είναι όσοι με την αξία τους και όχι την εξουσία τους, προκαλούν τον σεβασμό και τον θαυμασμό.
Τις επόμενες εβδομάδες κάθε βράδυ στη βάρδια μου εκτός της ώρας για τους τυπικούς ελέγχους της μηχανής και των βοηθητικών μηχανημάτων που δεν διαρκούσαν περισσότερο από 30 λεπτά, ασκούμουν σκληρά στο μονόζυγο θέλοντας να καταφέρω την άσκηση. Από την πολλή προσπάθεια, στην αρχή πιάστηκαν οι μύες μου και πονούσα αφόρητα, αλλά με πείσμα συνέχιζα να αθλούμαι εντατικά χωρίς αναπαμό.
Θέλοντας να αποκομίσω τα μέγιστα από την εξάσκηση μου, ασκούμουν σκληρά και συνεχώς πιέζοντας τον εαυτό μου θεωρώντας προφανές ότι όσο πιο σκληρά εξασκούμουν, τόσο καλύτερος θα γινόμουν. Δεν με ενδιέφερε να ασκηθώ κανονικά, το μόνο που με ένοιαζε ήταν να επιτύχω την δύσκολη άσκηση. Μετά από λίγες μέρες θυμάμαι σήμερα σαν να ήταν χτές, κατάφερα με δυσκολία να κάνω την πρώτη έλξη. Χάρηκα πάρα πολύ, αλλά στις επόμενες μέρες, μια τα κατάφερνα και άλλες όχι. Απτόητος συνέχιζα χωρίς να λογαριάζω τον τρίτο μηχανικό που βγάζαμε μαζί τις βάρδιες. Ο άνθρωπος ήθελε παρέα να περάσουν οι δύσκολες ώρες της νυχτερινής βάρδιας και συνεχώς μου άνοιγε κουβέντες, αλλά εγώ χωρίς να τον λογαριάζω και με πείσμα, συνέχιζα την εξάσκηση μου.
Πέρασαν κάποιες εβδομάδες, θυμάμαι κοντεύαμε να πιάσουμε Ρόττερνταμ, και πλέον σχεδόν ήμουν έτοιμος. Μπορούσα με πολλή προσπάθεια να κάνω μερικές έλξεις, αποδεικνύοντας έτσι ότι ήμουν πλέον ένας πολύ καλός αθλητής του μονόζυγου..
Εκείνη τη μέρα έβγαζα πρωινή βάρδια οκτώ – δώδεκα, και όλοι του πληρώματος μηχανής και κουβέρτας, ήσαν standby καθώς πιάναμε λιμάνι. Οι κινήσεις μας στη μηχανή τυπικές, απλά ο Πρώτος μηχανικός επέβλεπε τους χειρισμούς της μηχανής και ο θερμαστής δυνάμωνε ή λιγόστευε τη φωτιά στα καζάνια ανάλογα με τους ελιγμούς του πλοίου.
Είχαμε όλοι καλή διάθεση, γιατί μετά από ένα μήνα στη θάλασσα πιάναμε στεριά. Το Ρότερνταμ, μία από τις πλέον πολυπολιτισμικές ευρωπαϊκές πόλεις, εκτός από το λιμάνι που ήταν το μεγαλύτερο στον κόσμο, ήταν παγκοσμίως γνωστό για τους ναρκοτουρίστες και τους σεξοτουρίστες που επισκέπτονταν την πόλη, καθώς και τα δύο ήταν νόμιμα. Μέσα στους δρόμους της συνοικίας του Κάτεντρακ έβλεπες τους διαβάτες αμέριμνους να περπατούν με το τσιγαριλίκι στο χέρι, και μέσα σε βιτρίνες όπου οι άλλοι Ευρωπαίοι διαφήμιζαν τα προϊόντα τους, στην Ολλανδία διαφήμιζαν τις πουτάνες. Τις είχαν μέσα να φαίνονται και οι περαστοί να διαλέγουν και να αγοράζουν τις υπηρεσίες τους τις οποίες πρόσφερναν πίσω από τις βιτρίνες σε ειδικά διαμορφωμένους χώρους.
Μέσα σε αυτή τη χαρά της αναμονής λοιπόν, σε μια χαλαρή ατμόσφαιρα ευφορίας όλοι μας οι μηχανικοί καθαριστής, λαδάδες - δόκιμοι, ηλεκτρολόγος, τρίτοι, δεύτερος και πρώτος, αστειευόμενοι πειράζαμε ο ένας τον άλλο. Ένας κοντούτσικος νεαρός λαδάς ο Μήτσος, που μπάρκαρε στο προηγούμενο λιμάνι, περίμενε με αδημονία να βγει στη στεριά να αγοράσει από τα sexshop μια πλαστική κούκλα, κάποιοι άλλοι να αγοράσουν ουσίες, και ίσως κάποιοι απλά να σεργιανίσουν στα Ελληνικά ρεμπετάδικα που υπήρχαν στη πόλη και ήταν ξακουστά στους ναυτικούς.
Διάλεξα λοιπόν αυτή τη μέρα που ήμασταν όλοι συγκεντρωμένοι στο engine room, ένας χώρος ανοιχτός από όπου γινόταν ο χειρισμός της μηχανής, και με ένα σάλτο αρπάχτηκα στο μονόζυγο και αρχίνησα τις έλξεις. Μέσα σε λίγα λεπτά έκανα την επίδειξη μου, και με την άκρη του ματιού μου είδα τον συνάδελφο μου να με παρακολουθεί με ένα ξάφνιασμα στο πρόσωπο. Άλλοι με χειροκρότησαν, άλλοι με αστίεψαν χωρίς όμως να καταλαβαίνουν την αξία της δυσκολίας της άσκησης, σε αντίθεση με τον Μάκη που πολύ καλά κατάλαβε και με ξαφνιασμένο πρόσωπο με παρακολουθούσε.
Ευχαριστημένος και με ελπίδα να πήρε το μήνυμα μου, ακούμπησα στα ρέλια και βάλθηκα να παρακολουθώ στο κάτω deck την τουρμπίνα που σφύριζε στο δυνατό στροβίλισμα της μια δυνατά, μια αδύναμα, ανάλογα με τον ατμό που ο δεύτερος διοχέτευε στο στρόβιλο.
Δέσαμε στο λιμάνι και όσοι εκ του πληρώματος δεν είχαμε βάρδιες κατεβήκαμε από ο πλοίο, περπατήσαμε το μακρινό ντόκο, και μπήκαμε στη πολύβουη πόλη. Ήταν δειλινό και όσο να νυχτώσει ώστε να τριγυρίσουμε στα καταγώγια, γυρίσαμε την πόλη χαζεύοντας ή ψωνίζοντας, ή και βάζοντας σημάδια διαλέγοντας τα ύποπτα μέρη που θα επισκεπτόμασταν το βράδυ για να ξεδώσουμε και να ξεσκάσουμε.
Την επόμενη μέρα απόγευμα όταν είχαμε πλέον σαλπάρει, καθόμουν στη καμπίνα με ανοιχτή την πόρτα και άκουα την τρελλοπαρέα έξω από την καμπίνα του Μάκη να τσουγγρίζουν ποτήρια και να γελούν με αστεία πούλεγαν.
Είχα εν τω μεταξύ παρατηρήσει μια αλλαγή στη συμπεριφορά του προς εμένα. Δεν με απόφυγε προηγουμένως όταν συναντηθήκαμε, ακόμα έξω στη στεριά που καθίσαμε σε μια μπυραρία, αλλάξαμε και δυο κουβέντες. Με λίγα λόγια αυτό που ήθελα να επιτύχω με την επίδειξη δύναμης εκτελώντας τη δύσκολη άσκηση στο μονόζυγο, το πέτυχα διάνα.
Μου φώναξε να πάω στην παρέα τους να πιούμε κανένα ποτηράκι, αλλά αρνήθηκα καθώς δεν ήμουν πότης όπως του εξήγησα. Με κάλεσε αν ήθελα, αργότερα κατά τις οκτώ που θα τέλειωνε τη βάρδια του ο Μήτσος, να παραφυλάξουμε στην πόρτα του να σπάσουμε πλάκα όταν θα φούσκωνε τη κούκλα που αγόρασε για να τη χρησιμοποιήσει σαν σεξουαλικό αντικείμενο.
Μου άρεσε ιδέα, εξ άλλου με τον Μήτσο ήμασταν φίλοι και σπάγαμε χοντρές πλάκες, οπότε ήμουν σίγουρος πώς δεν θα του κακοφαινόταν.
Σχόλασε λοιπόν ο Μήτσος, και μπήκε στην καμπίνα του που ήταν ανάμεσα στη δική μου και στου Μάκη. Τον αφήσαμε λίγη ώρα όση υπολογίζαμε για να αρχίσει το έργο, και όλοι μαζί έξω από την πόρτα, παραφυλάγαμε κρυφοκοιτάζοντας από την κλειδαρότρυπα με τη σειρά, κρυφακούοντας τους θορύβους από μέσα. Τον ακούσαμε να φυσά δυνατά και να φουσκώνει την κούκλα. Ύστερα επικράτησε ησυχία ώσπου να πάρει μια αναπνοή, και σε λίγο ένα δυνατό μπάμ διέκοψε την απόλυτη σιωπή μας. Στην αρχή ξαφνιαστήκαμε, μη μπορώντας να καταλάβουμε τι συνέβηκε, και μείναμε όλοι σιωπηλοί, ώσπου ένας ναύτης φώναξε δυνατά,
-Έσπασε η κούκλα,
και όλοι ξεσπάσαμε στα γέλια.
Μέσα ο Μήτσος άρχισε να βρίζει και να φωνάζει, όχι γιατί έμεινε στη μέση της σεξουαλικής πράξης, αλλά γιατί τον ξεγέλασαν και του πούλησαν μια χαλασμένη κούκλα.
Το πλοίο της εταιρείας Σταύρου Νιάρχου «ΕΥΓΕΝΕΙΑ» ένα γερό καλοτάξιδο τάνκερ 70,000 τόνων, έπλεε τα τρικυμιώδη νερά του Ατλαντικού χωρίς μεγάλους κλυδωνισμούς καθώς το σαβούρωμα ήταν πλήρες και το πλοίο καθόταν βαθιά στα νερά χωρίς να είναι έρμαιο στα κύματα και στα ρεύματα. Θυμάμαι ήταν ένας χειμώνας βαρύς, λίγες ημέρες πριν τα Χριστούγεννα. Ταξιδεύαμε από το Βόρειο Ατλαντικό προς το Νότιο και ακολούθως για τον Ινδικό με προορισμό τον Περσικό κόλπο για να φορτώσουμε, κάνοντας το γύρο της Αφρικής καθώς η διώρυγα του Σουέζ ακόμα δεν είχε ανοίξει, όταν ξαφνικά λάβαμε διαταγή να πλεύσουμε προς τα ναυπηγεία του Σκαραμαγκά για κάποιες μικροδιορθώσεις κυρίως βάψιμο στα ύφαλα μέρη, καθώς η εταιρεία δεν είχε προς το παρόν ναύλο κλεισμένο.
Το πλήρωμα αποτελείτο από διάφορες φυλές, αλλά τα περισσότερα μέλη ήσαν Έλληνες εξ Ελλάδος. Ακούοντας λοιπόν την είδηση ότι πάμε Ελλάδα και θα μπορούσαν να περάσουν τις εορτές των Χριστουγέννων παρέα τις οικογένειες τους, η ευτυχία τους ήταν μεγάλη και η χαρά τους μεγαλύτερη. Με χαρούμενες φωνές και ζητωκραυγές δέχτηκαν την είδηση και τα πρόσωπα τους έλαμψαν και τα χαμόγελα απλώθηκαν στα πρόσωπα τους. Το απόγευμα μετά τη σχόλη, έστησαν γιορτή στη μεγάλη τραπεζαρία του πληρώματος, και με διαταγή του Καπετάνιου ο δεύτερος έβγαλε δωρεάν ποτά από το τράνζιτ, και ο στούαρτ ξηρούς καρπούς και ένα σωρό καλοφαγίες, δώρα χαράς και γιορτής. Το ποτό έρεε άφθονο, αλλά από την πολλή χαρά κανείς δεν μεθούσε, μόνο περισσότερο νοσταλγούσε την πατρίδα. Όλο το πλήρωμα αξιωματικοί και απλοί ένα συνονθύλευμα διασκέδασης, χαιρόντουσαν και γιόρταζαν την ευχάριστη είδηση του γυρισμού.
-Εις υγείαν,
έλεγε ο καπετάνιος,
-εις υγείαν,
απαντούσε ο μούτσος, και τσούγκριζαν τα ποτήρια.
Σε μια στιγμή ένας τρίτος μηχανικός Κρητικός, ο Μηνάς καθώς ακόμα θυμάμαι το όνομα του, ευγενής και διανοούμενος, σηκώθηκε και έκανε μια μακροσκελή πρόποση, που εν μέσω πολλών είπε,
-Ο Άγιος Βασίλης τα Χριστούγεννα φέρνει δώρα στα παιδιά, αλλά εφέτος έφερε και σε εμάς.
Ναι, σκέφτηκα εγώ, ήταν ένα υπέροχο χριστουγεννιάτικο θαύμα, που το ζούσαμε όλοι. Νοιώθαμε όμορφα, και όλα γύρω τα βλέπαμε λαμπερά, γιατί είναι μεγάλο πράγμα και πολύ υπέροχο, ο ναυτικός να ξυπνά Χριστούγεννα στο σπίτι του με την οικογένεια του. Είναι μια αφόρητη χαρά που την βιώνουν ιδιαίτερα όσοι είναι αναγκασμένοι να ζουν μακριά από τις οικογένειες τους, ειδικά οι Ναυτικοί που τους έταξε το επάγγελμα να διαβιούν πολλές γιορτές μακριά από τα αγαπημένα τους πρόσωπα.
Πλέαμε έχοντας δεξιά μας τον απέραντο Ατλαντικό ωκεανό, και αριστερά μας τα στενά του Γιβραλτάρ όταν λάβαμε το μήνυμα για τον νέο μας προορισμό. Κλώσαμε αριστερά και μπήκαμε στη Μεσόγειο, την μεγαλύτερη κλειστή θάλασσα του κόσμου που περιβάλλεται από τις τρεις ηπείρους της Ευρώπης, της Ασίας και της Αφρικής. Διασχίσαμε όλη τη μακρόστενη λωρίδα με τα καταγάλανα νερά, με δελφίνια να μας συνοδεύουν και γλάρους να μας συντροφεύουν. Προσπερνώντας και αφήνοντας πίσω μας τις χώρες του Μαρόκου, της Αλγερίας, της Λιβύης, της Τυνησίας και τέλος τη Μάλτας που πλέαμε σε απόσταση ορατότητας, μπήκαμε στο Ιόνιο Πέλαγος.
Τα ναυπηγεία του Σκαραμαγκά ήταν οι μεγαλύτερες και παλαιότερες σύγχρονες ναυπηγικές εγκαταστάσεις στην Ελλάδα και ιδρύθηκαν το 1958 από τον εφοπλιστή Σταύρο Νιάρχο δηλαδή τον μάστρο μας, για την κατασκευή και συντήρηση των πλοίων του, αλλά και τις μετασκευές των μεταχειρισμένων σκαφών που η ναυτιλιακή του εταιρία αγόραζε. Ήταν κοντά σε Αθήνα και Πειραιά, έτσι η πρόσβαση μας στις δύο μεγαλουπόλεις ήσαν πολύ εύκολες.
Μπήκαμε στο λιμάνι του Σκαραμαγκά και δέσαμε στο μόλο ώσπου να αδειάσει κάποια δεξαμενή για να εισέλθουμε εντός. Οι δεξαμενές είναι μεγάλες στενές λίμνες που μόλις χωρούν μέσα τα μεγάλα πλοία, και υποστηρίζονται από μεγάλους γερανούς. Όταν το πλεούμενο μπει μέσα, κλείνουν στεγανά και αδειάζουν από νερό. Έτσι το πλοίο μένει μετέωρο και στερεωμένο, ώστε οι μηχανικοί να μπορούν να δουλέψουν στα εξωτερικά του μέρη χωρίς να εμποδίζονται από το νερό.
Όλο το πλήρωμα με πολλή βιάση έβαλε τα καλά του και βιαστικά έσπευσαν όλοι να βγουν στη στεριά. Να τρέξουν να πάνε στις οικογένειες τους, άλλοι μακριά και άλλοι κοντά. Είχε κανονίσει ο Καπετάνιος την επόμενη μέρα να ερχόντουσαν πίσω μόνο όσοι ήσαν απαραίτητοι για να οδηγήσουμε το πλοίο στη δεξαμενή. Μετά θα κάναμε blackout, και θα εγκαταλείπαμε το πλοίο.
Εφ όσον χρειαζόταν ακόμη να κάνουμε κάποιες κινήσεις την επομένη για να ελλιμενίσουμε το πλοίο στη δεξαμενή, το μηχανοστάσιο έμεινε σε λειτουργία. Εγώ ως Κύπριος που το σπίτι μου ήταν μακριά, επιλέγηκα να κάνω τη νυχτερινή βάρδια χωρίς να διαμαρτυρηθώ, με ένα θερμαστή. Με τον ίδιο τρόπο επιλέγηκε και ένας ναύτης για να προσέχει στην κουβέρτα και στη γέφυρα. Οι υπόλοιποι βγήκαν έξω με συγγενείς κάποιων εξ αυτών να τους περιμένουν κάτω από την ψηλή σκάλα καθώς είχαν ειδοποιηθεί και είχαν προστρέξει να υποδεχτούν τους αγαπημένους τους.
Την άλλη μέρα το πρωί, ήρθε πίσω ο καπετάνιος, ο ύπαρχος, ο λοστρόμος, ο πρώτος και ο δεύτερος μηχανικός. Υπό την καθοδήγηση του πιλότου των ναυπηγείων και με τη βοήθεια λάντζας καθώς και κάποιων μικρών κινήσεων της μηχανής, βάλαμε το πλοίο στη δεξαμενή. Μετά ξεκινήσαμε να κάνουμε black out, δηλαδή σβήσαμε όλα τα μηχανήματα και την ηλεκτρογεννήτρια. Αφήσαμε το πλοίο ένα κουφάρι σκοτεινό χωρίς λειτουργία, και το εγκαταλείψαμε. Θα πηγαίναμε στα γραφεία της εταιρίας κάτω στην ακτή Μιαούλη στον Πειραιά, όπου θα εξοφλούμασταν, και όσοι από εμάς θα επιθυμούσαν να συνέχιζαν τη σύμβαση τους, θα στέλλονταν σε άλλα πλοία, ή μπορούσε να περιμένει το πέρας των εργασιών στο «ΕΥΓΕΝΕΙΑ» και να συνεχίσει το μπάρκο του.
Εφ’ όσον κανείς δεν με περίμενε, δεν βιάστηκα να εγκαταλείψω το μέρος. Ήθελα να παρακολουθήσω τη διαδικασία αδειάσματος του νερού από τη δεξαμενή, ήθελα το πλοίο που έζησα σε αυτό σχεδόν ένα χρόνο, να το δω έξω από το νερό, στις πραγματικές του διαστάσεις και σε όλο του το μεγαλείο.
Όταν το νερό άδειασε και φάνηκε ολόκληρο, το θέαμα ήταν εντυπωσιακό και λίγο φοβερό, αφού στέκοντας σχεδόν στη βάση και κοιτάζοντας προς τα πάνω το δυσθεώρατο του ύψος, το θέαμα προκαλούσε δέος. Ένα μεγαθήριο που άγγιζε τα όρια της μεγαλειότητας καθώς είχε μήκος περισσότερο από 300 μέτρα και ύψος περίπου10 έως τη κουβέρτα, και άλλα πολλά έως τη γέφυρα.
Έμεινα πολλή ώρα να το αποθαυμάζω, και παρακολούθησα τους εργάτες που άρχισαν με τα τελευταίας τεχνολογίας μηχανήματα να αρχίζουν να επιθεωρούν και να εργάζονται στις χοντρές λαμαρίνες που για χρόνια μέσα στο αλμυρό νερό, είχαν αρχίσει να σκουριάζουν και χρειάζονταν ματσαγκόνισμα και καινούργιο μπογιάτισα.
Στην πολλή ώρα κουράστηκα, και πετάχτηκα απέναντι σε ένα υψωματάκι σε μια καντίνα του ναυπηγείου, και κάθισα σε ένα τραπεζάκι έξω στη βεράντα, παρακολουθώντας τα απέραντα ναυπηγεία κάτω από τα πόδια μου να σφύζουν από ζωή και οι εργάτες και οι μηχανικοί, να εργάζονται σαν μέλισσες.
Το μεσημέρι περασε, είχε φτάσει απόγευμα, και εγώ ακόμα μόνος εκεί καθήμενος έχοντας ένα ωραίο αίσθημα νιώθοντας το στέρεο έδαφος χωρίς να ταρακουνιέμαι από τη θάλασσα, έπινα την τέταρτη μου μπύρα με το μυαλό μου να είναι λίγο ζαλισμένο από τον ζύθο, και χαλαρά να ταξιδεύει κάνοντας σκέψεις για το μέλλον του τι θα ήθελε γίνει.
Ζήτησα από τον μαγαζάτορα να μου καλέσει ένα ταξί, και κίνησα για τον Πειραιά. Σε μια πάροδο της Ακτής Μιαούλη, σε λίγα μέτρα, υπήρχε η «Βοσκοπούλα» μια καφετέρια που σύχναζαν μόνο ναυτικοί, και ήταν στέκι όλων των Κύπριων που εργάζονταν στα βαπόρια. Πάντα με την ελπίδα να συναντήσω ένα γνωστό, ή έστω να μάθω νέα για την Κύπρο καθώς τα πράγματα στο δύσμοιρο νησί ήταν δύσκολα μετά τον πόλεμο με τους Τούρκους, όταν ήμουν ξέμπαρκος καθημερινά την άραζα εκεί.
Το σκοτάδι είχε πέσει και ο κόσμος περπατούσε βιαστικός, θέλοντας οι απλοί πολίτες να εγκαταλείψουν το μέρος γιατί πέφτοντας το βράδυ, η περιοχή γέμιζε μαυριδερούς αλλοδαπούς και νυχτόβιους ανθρώπους του υποκόσμου, καθώς παράλληλη της Μιαούλη ήταν η οδός Τρούμπας, η πάλαι ποτέ ξακουστή περιοχή η γεμάτη με καμπαρέ και ύποπτους μαστροπούς που στημένοι στις γωνιές έψαχναν τη λεία τους.
Μπήκα στη «Βοσκοπούλα» και κοίταξα ένα γύρο, αλλά δεν είδα κάποιον γνωστό μου. Κάθισα σε ένα τραπεζάκι και παρήγγειλα ένα μεγάλο δροσερό μουχαλλεπί γλυκό με ζάχαρη και τριαντάφυλλο, και μπόλικο ροδόστεμμα με μεθυστικό άρωμα.
Απολαμβάνοντας το γευστικό Κυπριακό έδεσμα, παρακολουθούσα τους γύρω μου να κουβεντιάζουν. Μετά από καιρό άκουα ξανά την Κυπριακή λαλιά να ηχεί ευχάριστα στα αυτιά μου, μια μελωδική γλώσσα με ποιητικές ομοιοκαταληξίες, μια γλώσσα που οι ιστορικοί ισχυρίζονται ως μια μοναδική Αρχαία ζωντανή διάλεκτο.
Ο κόσμος μπαινόβγαινε, και εγώ τούς παρακολουθούσα. Είχα όλο τον καιρό του Θεού μαζί μου, δεν βιαζόμουν. Έβλεπα πολλούς να μπαινοβγαίνουν, όλων των ειδών, αμούστακοι νεαροί και μεσήλικες, καλοντυμένοι και κακοντυμένοι, χαμογελαστοί και θλιμμένοι. Με ένα συνονθύλευμα συναισθημάτων ο καθένας τα δικά του, άλλοι χαρούμενοι γιατί έπιασαν στεριά και άλλοι λυπημένοι γιατί θα έφευγαν σε μακρινά μπάρκα. Πρόσωπα σκληροτράχηλα μα και μαλθακά, πρόσωπα σκαμμένα από τον Ήλιο και την αλμύρα, ή χλωμά από την καταχνιά της μηχανής. Ήμουν παρατηρητικός και μου άρεσε να παρακολουθώ τα πλήθη.
Έκατσα έτσι αρκετή ώρα, όταν ξαφνικά και αναπάντεχα είδα στην είσοδο να μπαίνει ο θείος μου ο μικρός αδερφός του πατέρα μου, ο Νικολής. Ξαφνιασμένος του έβαλα φωνή και αυτός βλέποντας με, χωρίς να ξαφνιαστεί καθώς ήξερε πως δούλευα στα καράβια σε αντίθεση με μένα που δεν γνώρα τι γύρευε αυτός στα ξένα, ήρθε κοντά μου.
Κάτσαμε πολλή ώρα και τα είπαμε . Οι κουβέντες ατελείωτες, τα ερωτήματα πολλά. Του είπα για μένα και μου είπε γι αυτόν.
Ένεκα του πολέμου οι δουλειές στο νησί ήσαν λίγες. Ήταν καλός κτίστης και στο επάγγελμα του υπήρχε ζήτηση ένεκα των συνοικισμών που έκτιζε η κυβέρνηση για τους πρόσφυγες, αλλά οι απολαβές ήσαν πενιχρές. Έτσι αποφάσισε και μπαρκάρισε στα καράβια ως μούτσος, σε ένα μικρό πλοίο που έκανε λαθρεμπόριο τσιγάρων στη Μεσόγειο. Επικίνδυνη δουλειά καθώς άμα πιάνονταν θα κατέληγαν σε φυλακές για ατελείωτα χρόνια, αλλά ριψοκίνδυνος όντας, δεν δίστασε το ρίσκο. Ψηλός και λοκατζής στο στρατό όπου υπηρέτησε, είχε απόλυτη εκπαίδευση για μάχες σώμα με σώμα, ή και με όπλα. Σε ένα επεισόδιο στο πλοίο όπου ένας αράπης δοκίμασε να μαχαιρώσει τον καπετάνιο, μπήκε στη μέση και αρπάζοντας τη λεπίδα με τη χούφτα του, ακινητοποίησε και συνέλαβε τον επικίνδυνο δράστη.
Στα πλοία αυτού του είδους, μπαρκάριζε κάθε καρυδιάς καρύδι, κάθε εγκληματίας και παράνομος. Ήταν επικίνδυνη η ζωή, και πολλοί εξαφανίστηκαν μέσα στα βαθιά νερά της θάλασσας χωρίς να βρεθούν ξανά.
Ο καπετάνιος ήταν σκληρός και απάνθρωπος με σκληρές συμπεριφορές, έτσι που έθετε τον εαυτό του σε κίνδυνο, ώστε αμέσως πρόσλαβε τον θείο μου ως σωματοφύλακα του, και τον προήγαγε σε ανθυποπλοίαρχο με έναν παχουλό μισθό.
Ζήλεψα την τύχη του, γιατί εγώ με υπηρεσία περισσότερο από δύο χρόνια στα καράβια του Σταύρου Νιάρχου, ήμουν ακόμα δόκιμος. Σ’ αυτή την εταιρεία συνήθιζαν να μην δίνουν προαγωγές σε πρακτικούς ναυτικούς, γιατί είχαν τη δική τους Ναυτική σχολή που έβγαζε όλων των ειδών ειδικότητες. Έτσι ακούοντας το Νικολή με πόση ευκολία προήχθη σε αξιωματικό, αποφάσισα να ζητήσω από τον υπεύθυνο προσωπικού της εταιρείας προαγωγή, ειδάλλως θα άλλαζα εταιρία.
Ο ουρανός στον Πειραιά ήταν συννεφιασμένος και σκοτεινός χωρίς άστρα ίσως έτοιμος να βρέξει, αλλά η Ακτή Μιαούλη και οι πάροδοι ήσαν ολοφώτεινοι από τις ταμπέλλες νέον των αμέτρητων καταστημάτων και τους μεγάλους λαμπτήρες στους στύλους του ηλεκτρικού διχτύου, που φώτιζαν φαντασμαγορικά όλους τους δρόμους.
Μέσα από τους πολύβουους δρόμους, από το καφενείο της Βοσκοπούλας, με το Νικολή ξεκινήσαμε να πάμε στο Πασαλιμάνι να δούμε ένα φίλο του που δούλευε εκεί. Θα τον συναντούσαμε, και μετά το πέρας της δουλειάς του θα μας οδηγούσε σε ένα σκυλάδικο στην Ιερά οδό όπου ήταν ταχτικός θαμώνας, και θα περνούσαμε καλά, όπως χουμίστηκε.
Το Πασαλιμάνι ή αλλιώς λιμάνι της Ζέας είναι ένα κοσμοπολίτικο μέρος του Πειραιά. Η θέα προς την ανοιχτή θάλασσα ταξιδεύει ευχάριστα τη ματιά του επισκέπτη. Σε όλη την παραλιακή ζώνη του Πασαλιμανιού, υπάρχουν εστιατόρια, ταβέρνες, καφετέριες και όλων των ειδών μαγαζιά όπου ο καθένας μπορεί να καθίσει και να απολαύσει τις ελληνικές και μεσογειακές γεύσεις με εκλεκτό Ελληνικό κρασί και ούζο, απολαμβάνοντας την υπέροχη θέα χαζεύοντας τα σκάφη, τα γιοτ και τα ιστιοπλοϊκά που δένουν στις μαρίνες ή ταξιδεύουν στα γαλήνια νερά.
Όταν φτάσαμε ήταν αργά νύχτα, αλλά το μικρό λιμανάκι ήταν ολόφωτο και έσφυζε από ζωή. Ο φίλος του θείου μου δούλευε σε ένα φαστφουντάδικο, το οποίο κυρίως πουλούσε ψητά κοτόπουλα, και αυτός με ένα μηχανάκι έκανε delivery. Ήταν ένα μικρούτσικο μαγαζάκι πάνω στο μόλο που μόλις χωρούσε μια ψησταριά, και που μόλις προλάβαινε να ψήνει και να πουλά, είχε επίσης δυο μικρά τραπεζάκια πάνω στο πεζοδρόμιο με δυο καρέκλες το καθένα. Το πεζοδρόμιο το χώριζε ένα στενό δρομάκι μονόδρομος, και αμέσως από κάτω, απλωνόταν η θάλασσα. Σε αυτό το ειδυλλιακό τόπο, όσο να περάσει η ώρα να σχολάσει ο φίλος μας, καθίσαμε στο ένα τραπεζάκι και παραγγείλαμε ένα σωστό κοτόπουλο σκέτο νέτο χωρίς άλλα συνοδευτικά, παραγγείλαμε και ένα μπουκάλι ρετσίνα. Τρωγοπίνοντας και κουβεντιάζοντας ρεμβάζαμε το ωραιότατο τοπίο της Ζέας το λιμάνι, το ξακουστό Πασαλιμάνι. Η ώρα πέρασε πολύ ευχάριστα, ήμουν και εγώ πολύ ευχαριστημένος γιατί συνάντησα μετά από καιρό έναν άνθρωπο δικό μου, ένα συγγενή μου.
Η Ιερά Οδός είναι ο αρχαιότερος δρόμος της Ελλάδας, ο εθνικός δρόμος που συνέδεε την Αθήνα με τη Βόρεια Ελλάδα΄καιτην Ήπειρο. Σήμερα ακόμα υπάρχει και είναι πολύ ξακουστός, κυρίως για τις αρχαιότητες που τον περιβάλλουν, καθώς επίσης και για τα καλύτερα νυχτερινά μαγαζιά της Αθήνας, που ευρίσκονται επ’ αυτού. Εκείνη την εποχή τη δεκαετίας του ’70, μέσα σε λυόμενες παράγκες και πρόχειρα υποστατικά, υπήρχαν πολλά καταγώγια και σκυλάδικα, και η οδός ήταν ξακουστή ένεκα αυτών.
Η Ιερά Οδός είναι ο αρχαιότερος δρόμος της Ελλάδας, ο εθνικός δρόμος που συνέδεε την Αθήνα με τη Βόρεια Ελλάδα΄καιτην Ήπειρο. Σήμερα ακόμα υπάρχει και είναι πολύ ξακουστός, κυρίως για τις αρχαιότητες που τον περιβάλλουν, καθώς επίσης και για τα καλύτερα νυχτερινά μαγαζιά της Αθήνας, που ευρίσκονται επ’ αυτού. Εκείνη την εποχή τη δεκαετίας του ’70, μέσα σε λυόμενες παράγκες και πρόχειρα υποστατικά, υπήρχαν πολλά καταγώγια και σκυλάδικα, και η οδός ήταν ξακουστή ένεκα αυτών.
Σκυλάδικα με την αυστηρή έννοια του όρου όπως αυτός διαμορφώθηκε στις δεκαετίες εκείνες, δεν υπάρχουν πλέον. Οι χρυσές εποχές του είδους έχουν παρέλθει, γεγονός που κάνει τους νεότερους να μην γνωρίζουν εξ ιδίοις από πρώτο χέρι τι ήταν σκυλάδικο τις παλιές εποχές. Ότι δηλαδή με τη λέξη εννοούσαν οι άνθρωποι καταγώγιο όπου μέσα ο πελάτης εύρισκε ότι ζητούσε σε σχέση με τη διασκέδαση, από γυναικεία συντροφιά έως μαστούρα, ηδονή, τέρψη, ευχαρίστηση.
Πήγε αργά η ώρα, ο καινούργιος μου φίλος σχόλασε. Πλύθηκε λίγο, έβρεξε τα μαλλιά του με λάδι και τα έκανε γυαλιστερά. Το μουσάκι του ήταν λεπτό μόλις μια γραμμή πάνω από το χείλη, έμοιαζε ίδιος με τον Κλάρκ Γκέιμπλ.
Το ταξί μας σταμάτησε έξω από μια πόρτα σκοτεινή χωρίς καμιά φωτεινή επιγραφή, σημάδι πως στο μαγαζί έρχονταν μόνο όσοι το γνώριζαν. Ήταν περασμένα τα μεσάνυχτα, και ανοίγοντας την πόρτα αντίκρισα ένα μακρινάρι με τοίχους άδειους , χωρίς καμιά διακόσμηση ο χώρος, σχεδόν ένα εγκαταλειμμένο μέρος. Στο βάθος έπαιζε μια μπάντα ένα μαστούρικο τραγούδι, και σε ένα τραπέζι κάθονταν τα αφεντικά με το προσωπικό. Μόλις μπήκαμε, ήρθε ένας εξ αυτών συνοδευόμενος από έναν παλληκαρά, και μας χαιρέτισε εγκάρδια, όπως να μας γνώριζε και χτες. Όμως τον καινούργιο φίλο μας, τον γνώριζε και τον χαιρέτησε με το όνομα του. Μας έβαλαν να καθίσουμε σε μια άκρη λίγο σκοτεινιασμένη, και μας σέρβιραν με πολλή ευγένεια. Την παρέα μας ήρθε να χαιρετίσει η καλή τραγουδίστρια του μαγαζιού, την οποία καλέσαμε και κάθισε μαζί μας. Παραγγείλαμε μια μεγάλη μπουκάλα ουίσκι Jony Walker και γεμίσαμε τα ποτήρια μας. Είχαμε όρεξη να μεθύσουμε, είχαμε όρεξη να ξεπεράσουμε τα εσκεμμένα.
Παρατήρησα τον φίλο του θείου μου να σηκώνεται και να πηγαίνει στον αντικρινό τοίχο, και να σπρώχνει μια πόρτα που δεν φαινόταν στο μισοσκόταδο, ούτε είχε κάποια επιγραφή όπως τουαλέτα π.χ. Παρ’ όλα αυτά, υπολόγισα ότι μάλλον πήγε ανάγκη του. Η ώρα περνούσε όμως, και αυτός δεν φαινόταν, οπότε κατάλαβα πώς πήγε για μαστούρα.
Ο θείος μου έπιασε ψιλή κουβέντα και στενή επαφή με την τραγουδίστρια, οπότε μόνος με τον εαυτό μου βάλθηκα να ακούω τη μουσική και να παρατηρώ το μέρος.
Πέρασε η ώρα, η τραγουδίστρια κάποια τραγούδια τα είπε από το τραπέζι χωρίς να σηκωθεί, ενώ ο θείος μου ο Νικολής παρήγγειλε δεύτερο μπουκάλι, μπόλικα λουλούδια και μερικές σαμπάνιες..
Σε μια στιγμή από την πόρτα της εισόδου μπήκε μια κοπέλα με ωραιότατο σώμα, αλλά με κουτσό βήμα καθώς το ένα της πόδι ήταν πιο κοντό. Με γρήγορο βάδισμα κατευθύνθηκε στο τραπέζι που καθόταν το αφεντικό του μαγαζιού, και αλλάξανε κάποιες κουβέντες. Ύστερα γύρισε, και με γοργό περπάτημα ήρθε στο τραπέζι μας. Δεν παραξενεύτηκα γιατί κατάλαβα πως ήταν κοπέλα του μαγαζιού για κονσομασιόν. Αυτό με το οποίο εκπλάγηκα όμως, ήταν η ξετσίπωτη κίνηση της μόλις κάθισε κοντά μου.
Ήταν μια χειρονομία που πάντα έως τώρα την θυμάμαι ακριβώς όπως έγινε, σαν νάταν χτες. Την ώρα που λύγιζε το κορμί της να καθίσει στην καρέκλα δίπλα μου, ταυτόχρονα έγειρε προς το μέρος μου, και με μια απότομη κίνηση ξεγύμνωσε το στήθος της και μου έβαλε το ένα βυζί στο στόμα. Ξαφνιασμένος έμεινα ακίνητος μη ξέροντας τι να κάμω. Θυμάμαι όμως το απαλό δέρμα του βυζιού της, ένα βυζί αφράτο από τα πιο όμορφα που φίλησα στη ζωή μου. Όπως να ήταν κάτι μαγικό, με γεύση γλυκιά, μαλακή. Σαγηνεύτηκα, μαγεύτηκα, αποχαυνώθηκα, δεν ξέρω, ξέρω ότι έμεινα ακίνητος με το πρόσωπο μου ανάμεσα στα στήθη της.
Μου άρεσε και ανταποκρίθηκα στα χάδια της, σκέφτηκα ότι θα περνούσα μια πολύ ωραία βραδιά. Με τη πονεμένη μελωδία του μπουζουκιού και τα πικρά μουσικά λόγια της τραγουδίστριας, με το ποτό να ρέει εύκολα, και με την κοπέλα δίπλα μου να χαϊδολογούμαστε, δεν με ένοιαζε πόσα θα ξοδεύαμε. Ούτε έμενα, ούτε και τον θείο μου που και αυτός δίπλα μου περνούσε εξ ίσου καλά όπως εγώ. Την βρήκαμε, ας μας τα έπαιρναν όλα.
Η ώρα περνούσε, περνούσαμε και εμείς καλά. Ο λογαριασμός ανέβαινε, ούτε δώσαμε σημασία στο φίλο μας που έλειπε.
-Άστον,
μου είπε ο θείος μου,
-κάπου θα είναι μέσα γερμένος και μαστουρωμένος.
Όσο περνούσε η ώρα, οι γκόμενες, μας κατάφερναν και όλο ξοδευόμασταν.
-Αυτό σημαίνει σκυλάδικο,
σκέφτηκα.
-με ελάχιστους θαμώνες, να γίνονται μεγάλοι λογαριασμοί.
Άρχισα να σκέφτομαι όμως ταυτόχρονα, μήπως δεν φτάσουν τα λεφτά μας, και τι θα γίνει μέσα στα ξένα μέρη μέσα σε ένα σκυλάδικο;
Από τη δύσκολη θέση όμως μας έβγαλε η αστυνομία. Τις πολύ αργές ώρες, μπούκαραν μέσα άνδρες της ασφάλειας, και μας έστησαν όλους στον τοίχο. Δια το φόβο των Ιουδαών, κανείς δεν διαμαρτυρήθηκε, ούτε πελάτες, ούτε μουσικοί, ούτε αφεντικό, ούτε και εμείς. Εκείνη την εποχή στην Ελλάδα τα σώματα ασφαλείας έκαναν ότι ήθελαν χωρίς να λογοδοτούν ούτε να εξηγούν για τις πράξεις τους. Συνελάμβαναν κατά το δοκούν απλούς καθημερινούς ανθρώπους και τους στοίβαζαν στα κρατητήρια για ανάκριση, απλώς με μικρές υποψίες, θέλοντας όπως ισχυρίζονταν να καταστήλουν το έγκλημα που ήταν στο φόρτε του. Πολλοί συνελήφθησαν και βασανίστηκαν, ή και χάθηκαν τα ίχνη τους. Ήταν μια χαώδης κατάσταση που επικρατούσε στην Ελλάδα, ήταν η εποχή λίγο πριν η χούντα παραδώσει την εξουσία στους πολιτικούς.
Αφού μας ερεύνησαν, μας οδήγησαν στην αυλή και μας διέταξαν να μπούμε στην κλούβα που ήταν έξω σταθμευμένη.
Μαζί μας έσυραν και τον φίλο μας που ήταν τελέιως ντοπαρισμένος και τον άφησαν κάτω στις πλάκες του πεζοδρομίου αναίσθητο.
-Αλίμονο μας, θα υποφέρουμε,
σκέφτηκα.
Είχα ακούσει ιστορίες για την συμπεριφορά των αστυνομικών στους κρατουμένους, που η ανησυχία με κυρίευσε.
Όμως ο θείος ο Νικολής πιο ψύχραιμος, ζήτησε να μιλήσει με τον υπεύθυνο.
-Έχω αδερφό αξιωματικό του Κυπριακού στρατού,
του είπε,
-είμαστε μαζί σας αδέρφια και υποστηρίζουμε εσάς και την κυβέρνηση σας.
Με ευχαρίστηση είδα τον αξιωματικό να του δίνει σημασία και να του ζητά το όνομα του αδερφού του.
-Κόκος Ταπακούδης, είναι μόνιμος ανθυπολοχαγός, του απάντησε.
Ο υπεύθυνος αξιωματικός πήγε λίγο πιο πέρα με ένα ασύρματο στο αυτί. Σε λίγο επέστρεψε και μας είπε ενταξει, μπορούμε να φύγουμε εμείς και ο φίλος μας.
Μάζεψαν όλους τους υπόλοιπους μέσα στην κλούβα, και μείναμε εμείς με τον αναίσθητο φίλο μας μέσα στη νύχτα μόνοι και ελέυθεροι.
Την άλλη μέρα πήγα στα γραφεία της εταιρείας και ζήτησα προαγωγή, ειδάλλως τους εξήγησα θα άλλαζα εταιρία. Ο υπεύθυνος έψαξε το φάκελο μου, και αφού διάβασε τις πληροφορίες για μένα, με κοίταξε ικανοποιημένος.
-Έχεις καλό φάκελλο
μου λέει,
-αλλά όπως ξέρεις έχουμε τη ναυτική σχολή μας και πολιτική μας είναι να προάγουμε μόνο τους μαθητές μας. Με σένα θα κάνω μια εξαίρεση. Εάν μπορείς να μπαρκάρεις αμέσως στο ίδιο πλοίο που φεύγει σε δυο τρεις μέρες, θα σε στείλω με τον βαθμό του Junior Engineer.
Junior Engineer σημαίνει μικρός μηχανικός, και ήταν τίτλος υπαξιωματικού που εκτελούσε χρέη τρίτου Μηχανικού. Βεβαίως δέχτηκα με ευχαρίστηση, γιατί ο μισθός και τα overtimes θα ήσαν κατά πολύ περισσότερον από πριν, αλλά επίσης γιατί ήταν κάτι που πολύ κολάκευε τον εγωισμό μου, καθώς η εταιρία είχε δική της σχολή, και ήταν ένα κατόρθωμα η δική μου προαγωγή.
ΣΤΗΝ ΟΛΛΑΝΔΙΑ
σαν χοντρό ντουβάρι
Το πλοίο ήταν έτοιμο για σαλπάρισμα, χρειαζόταν ακόμα μερικά στόρια τα οποία θα λαμβάναμε στο δρόμο μας από το λιμάνι του Άη Νικόλα στην Κρήτη.
Από βραδύς, όλοι οι μηχανικοί στη μηχανή με επικεφαλής τον πρώτο, ξεκινήσαμε τη διαδικασία να θέσουμε σε πλήρη λειτουργία το μηχανοστάσιο. Ξεκινήσαμε την ηλεκτρογεννήτρια, τα βοηθητικά μηχανήματα, τα καζάνια, τα evaporators, και ούτω καθεξής. Σε λίγες ώρες ήταν όλο το μηχανοστάσιο σε πλήρη λειτουργία τροφοδοτώντας όλο το πλοίο με ενέργεια, νερό, ψυγεία, κλιματισμό. Όλα διπλοελεγμένα, και σε ετοιμότητα η μηχανή.
Χαράματα ξημερώνοντας η μέρα, με slow τις μηχανές, ξεκινήσαμε για το επόμενο μεγάλο maw ταξίδι.
Περνώντας από τον Αη Νικόλα πιάσαμε ράδα για να παραλάβουμε τα επιπλέον στόρια.
Η μέρα ξημέρωνε με συννεφιά και βροχή. Περιμένοντας τη λάντζα, ο πόμαν, ο λοστρόμος και λίγοι ναύτες πάνω στο κατάστρωμα ετοίμαζαν το παλάγκο για το φόρτωμα, ενώ κουβεντιάζοντας και συζητώντας έλεγαν για τη βροχή που έπεφτε σιγανή και ξέπλενε την κουβέρτα. Δίπλα τους ο γραμματικός τους άκουε έχοντας το νου του στη λάντζα.
Αυτό το όμορφο πρωινό από τη ράδα, εμείς οι άλλοι στο σκεπαστό της πρύμης, παρατηρούσαμε την κίνηση στο λιμάνι και στην πόλη του Άη Νικόλα. Όσοι δεν είχαμε βάρδια ήμασταν εκεί και χαζεύαμε τον πανέμορφο μικρό κόλπο της Κρήτης, τον Άγιο Νικόλαο το μικρό αλλά ξακουστό ψαροχώρι.
-Όμορφα είναι το σημερινό πρωινό,
άκουσα τον γραμματικό να λέει,
-θα πάρουμε τα στόρια και ολόισια για το νησί Καρκάϊλαντ να φορτώσουμε για Ολλανδία, αυτές είναι οι εντολές για το επόμενο ναύλο, πηρε τηλεγραφημα ο μαρκόνης.
Συνήθως φορτώναμε χωρίς να έχουμε συγκεκριμένο προορισμό, και παίρναμε οδηγίες από τα γραφεία μετά που σαλπάριζε το πλοίο φορτωμένο και έτοιμο για οποιοδήποτε μεγάλο ποντοπόρο ταξίδι. Αυτή τη φορά ξέραμε τον προορισμό μας πριν ακόμα ξεκινήσουμε το ταξίδι για τον Περσικό Κόλπο.
-Να η λάντζα, έρχεται, άκουσα τον καθαριστή της μηχανής δίπλα μου να λέει και να δείχνει τη μεγαλη βάρκα που κατευθυνόταν στη μεριά μας. Μας κόντεψε και ελαττώνοντας ταχύτητα, κόλλησε δίπλα μας ένα με το πλοίο και άφησε τη μηχανή στο ρελαντί.
Στη πρύμη της λάντζας, κάποιος έστεκε και κοίταζε έντονα προς εμάς.
-Αυτός, λέω μέσα μου, μοιάζει του φίλου μου του Αντωνέσκου.
Έμεινα να τον παρατηρώ με έκπληξη για την μεγαλη ομοιότητα, φυσικά ήμουν σίγουρος ότι δεν ήταν ο ίδιος, αφού ο φίλος μου ο παιδικός που για είκοσι χρόνια, όλα τα χρόνια της ηλικίας μας, είμασταν μαζί στο ίδιο χωριό και στις ίδιες γειτονιές, δεν έπρεπε να είναι εδώ, ήξερα ότι σπούδαζε στον Πειραιά. Μου φάνηκε ότι και αυτός με κοίταζε, αλλά δεν έδειξε να με γνωρίζει, γι αυτό όταν επιβιβάστηκε και στάθηκε δίπλα μου, με πολλή έκπληξη, ναι, αναγνώρισα τον παιδικό μου φίλο τον Αντωνέσκο. Ήταν αυτός, είχε ζητήσει και βρήκε εργασία στην ίδια εταιρεία και στο ίδιο πλοίο με μένα. Ήθελε να μου κάνει έκπληξη και ήρθε απροειδοποίητα. Μεγαλη η έκπληξη μου, μεγαλύτερη η χαρά μου, τον καλωσόρισα με ευχαρίστηση. Τον βοήθησα με με τις αποσκευές του, και ακολούθως τον οδήγησα στο γραφείο του Καπετάνιου για να δηλώσει την παρουσία του.
Στη ξενιτιά λοιπόν και μέσα στα πελάγη, συνάντησα το φίλο μου και η χαρά μου ήταν μεγάλη. Θα είχα σύντροφο και φίλο ανάμεσα στους άγνωστους του πληρώματος που συνήθως οι καρδιές τους γίνονταν σκληρές και σκυθρωπές, καθώς πάνω στα γκαζάδικα από τη μεγάλη τους μοναξιά γίνονταν οι άνθρωποι ψυχροί και απόμακροι. Ανάμεσα σε τέτοιο περιβάλλον και συνθήκες, να έχει κάποιος αληθινό φίλο είναι μεγάλη υπόθεση, γιατί μια φιλία αληθινή είναι βοηθητική στις τρικυμίες του περιβάλλοντος, και είναι πολλές οι φορές που μοιράζονται χαρές και λύπες, και στα δύσκολα ο ένας γίνεται αποκούμπι του άλλου. Έτσι τώρα, ανάμεσα σε Έλληνες και ξένους ναυτικούς από άλλες χώρες άλλων φυλών όπου μεταξύ τους κοιτάζονταν με αμφιβολία, εγώ και ο φίλος μου νιώθαμε σύντροφοι δεμένοι και συμπαραστάτες ο ένας του άλλο.
Από τον Άγιο Νικόλαο Κρήτης πλεύσαμε τα γαλήνια νερά της Μεσογείου και περάσαμε από το Γιβραλτάρ στα θυμωμένα νερά του Ατλαντικού. Κάναμε το γύρο της Αφρικής, και μετά από πολλές, πάρα πολλές μέρες, φτάσαμε στο Καρκάιλαντ όπου δέσαμε σε μια πλατφόρμα για να φορτώσουμε. Το ταξίδι της επιστροφής δεν θα ήταν το ίδιο, θα ήταν πιο σύντομο. Θα περνούσαμε από την ερυθρά Θάλασσα και θα διασχίζαμε τη διώρυγα του Σουέζ η οποία επιτέλους είχε καθαριστεί από τις νάρκες και επιτρεπόταν ο πλους της.
Σε λίγες μέρες περνούσαμε τη διώρυγα και όσοι δεν είχαμε βάρδια, βγήκαμε στην κουβέρτα και παρακολουθούσαμε την διαδρομή.
Η διώρυγα του Σουέζ αποτελεί μία από τις σημαντικότερες θαλάσσιες οδούς του πλανήτη. Είναι μία τεχνιτή διόδος,η μεγαλύτερη του κόσμου, και διατρέχει τον ισθμό του Σουέζ, ενώνοντας τη Μεσόγειο θάλασσα με την Ερυθρά. Αρχίζει από το Πορτ Σάιντ λιμάνι της Αιγύπτου στη Μεσόγειο, συναντά περίπου τη μέση την πόλη Ισμαηλία που είναι γνωστή ως η πόλη της ομορφιάς και της Γοητείας, και καταλήγει στον λιμάνι του Σουέζ που βρίσκεται στο κόλπο της Ερυθράς θάλασσας.
Πέυσαμε τη Μεσόγειο και περάσαμε στα στενά του Γιβραλτάρ.
Ακολούθως πλεύσαμε πλησίον των ακτών της Πορτογαλίας, περάσαμε τον Βισκαϊκό κόλπο και τις ακτές της Γαλλίας και μπήκαμε στη Μάγχη, όπου κάπου κοντά στο Ντόβερ του Ηνωμένου Βασιλείου φουντάραμε ράδα και από θαλάσσης με αγωγό, ξεφορτώσαμε μέρος του φορτίου. Από εκεί, το Ρόττερνταμ ήταν πολύ κοντά. Σε λίγες ώρες είχαμε φτάσει και δέσει στο μεγάλο λιμάνι της Ολλανδίας.
Η Ολλανδία ήταν μια χώρα που εκείνο τον καιρό ήταν στο επίκεντρο των ειδήσεων όλου του κόσμου, γιατί δοκίμαζε ένα πρωτοποριακό σύστημα σε σχέση με τη χρήση των ναρκωτικών. Η κυβέρνηση εφάρμοσε μια πολιτική που δέχθηκε πολλές κριτικές και που συζητήθηκε ευρέως. Είχαμε και εμείς διαβάσει στις εφημερίδες για το μέτρο αυτό, και στα στενά αυστηρά πλαίσια της Ελληνικής και Κυπριακής κουλτούρας, μας φάνηκε πολύ προχωρημένο και πρωτάκουστο.
Επειδή όμως στο μεγάλο λιμάνι του Ρότερνταμ που εκατομμύρια άνθρωποι και εμπορευματοκιβώτια από ολόκληρο τον κόσμο διακινούνται και που μεταπολεμικά έγινε ένα από τα μεγαλύτερα κέντρα διακίνησης και χρήσης ναρκωτικών ουσιών, η Ολλανδία μια χώρα ανεκτική και ανοιχτή σε όλες τις ιδέες, εφάρμοσε μια τολμηρή πολιτική για τα ναρκωτικά. Με τη σκέψη να καταπολεμηθεί η παρανομία που προέρχεται από το λαθρεμπόριο των ναρκωτικών ουσιών, η κυβέρνηση επέτρεψε την πώληση μικρών ποσοτήτων του χασίς στα περίφημα «καφενεία» του Ρότερνταμ και των άλλων Ολλανδικών πόλεων υπό αυστηρούς όρους. Η πολιτική αυτή οδήγησε στην αύξηση της εγκληματικότητας γύρω από αυτά τα καφενεία και ο δρόμος του Κάτε Ντράκ κατακλύστηκε από ναρκομανείς και ότι συνεπάγεται από αυτούς, αποκτώντας όνομα παγκόσμια ως κακόφημη συνοικία. Άνοιξαν μπαρς και καφετέριες που γέμιζαν με κάθε καρυδιάς καρύδι. Τα ύποπτα κοντραπάζα έδιναν και έπαιρναν, ενώ οι μαστροποί από μια άκρη παρακολουθούσαν τις πόρνες τους και οι έμποροι τα τσιράκια τους, ενώ σε κάποιες άλλες μεριές μικρές ομάδες συναθροίζονταν ίσως εξυφαίνοντας μικρές ή μεγάλες παράνομες δουλειές ή και ληστείες.
Ήταν απόγευμα, τέλειωσε η βάρδια στη μηχανή και με τον κουμπάρο τον Αντωνέσκο, κατεβήκαμε τις ψηλές σκάλες του πλοίου και πήραμε τον δρόμο της πόλης του Ρότερνταμ που ήταν πέρα από το λιμάνι, με πρώτη έγνοια μας να βρούμε πουτάνες.
Ήταν εκείνη την ημέρα η πόλη έρημη από ανθρώπους, τα αυτοκίνητα στους δρόμους λίγα, και οι επιγραφές στα μαγαζιά γραμμένες στα Ελληνικά πολλές. Εστιατόρια, μπάρς, ρεμπετάδικα και άλλα καταστήματα. Ήταν όπως σχεδόν σε όλα τα λιμάνια, η Ελλάδα κατοικούσε παντού. Οι Έλληνες μετανάστες με την παρουσία τους να ξεχωρίζει, ήσαν ιδιοκτήτες πολλών καταστημάτων που ψώνιζαν οι ναυτικοί, αφου ο Ελληνικός εμπορικός στόλος ως ο μεγαλύτερος του κόσμου εκείνη την εποχή, κατέκλυζε όλα τα λιμάνια.
Ήταν η δεκαετία του ΄70 και πουθενά σχεδόν αλλού εκτός από την Αμερική και τη Γερμανία ίσως, δεν είχε βιτρίνες που μέσα διαφήμιζαν ζωντανά τις πόρνες. Ήταν αράδα στη γραμμή, έδειχναν τα κάλλη τους και καλούσαν τους περαστικούς να εισέρθουν εις τα ενδότερα για απολαύσεις ιδιαίτερες. Έξω από τα μαγαζιά στέκονταν κράχτες που καλούσαν τους περαστούς και τους εξηγούσαν τα πονηρά τους εμπορευματα. Αλλά εμείς μαθημένοι από προηγούμενα λιμάνια, τους ακούγαμε, περπατούσαμε και ψάχναμε για κάτι να μας ενδιαφέρει.
Μπήκαμε σε ένα κινηματογράφο που έξω διαφήμιζε ταινίες πορνό και μέσα αντί για καθίσματα υπήρχαν ατομικές κερκίδες στρωμένες με σκληρό χαλί, όπου οι θεατές μπορούσαν να καθίσουν ή να ξαπλώσουν και να παρακολουθήσουν τις ακατάλληλες ταινίες. Είχε άριστη εξυπηρέτηση, είχε όμορφες κοπέλες να προσέχουν ώστε ο κάθε πελάτης να περνά καλά, είχε ακόμα και σωματώδεις άνδρες με σταυρωμένα τα χέρια να στέκονται διακριτικά σε σκοτεινές γωνιές και να παρακολουθούν. Ήταν οι μπράβοι που πρόσεχαν να είναι όλα στην τάξη χωρίς να γίνονται παρεκτροπές από το προκαθορισμένο παιχνίδι που ήταν ορισμένο να επιτρέπεται.
Μέσα στο μισοσκότεινο σινεμά με τις ταινίες πορνό να παίζουν, οι θεατές δεν έπρεπε να αγγίζουν τις ημίγυμνες κοπέλες. Μονο αυτές άγγιζαν όπου ήθελαν, είχαν μόνες τους την πρωτοβουλία. Έτσι παιζόταν το παιχνίδι, όλα εξαρτώνταν από τα πουρμπουάρ και τις αντοχές των θεατών.
Έτσι πέρασε η μέρα και ήρθε η βραδιά που μάς βρήκε να σουλατσάρουμε στο Κάτε Ντράκ την κακόφημη συνοικία με τα ξακουστά «καφενεία» και τους συνήθεις υπόπτους. Ήταν ένα πανηγύρι με πολύβουο κόσμο και χίπηδες με μεγάλες καμπάνες στα μπατζάκια ραμμένες όπως πρόσταζε η μόδα, να περπατούν νωχελικά πανω ή κάτω σκουπίζοντας τα πεζοδρόμια στο πέρασμα τους. Στο βάθος εκεί που τέλειωνε ο μεγάλος δρόμος του Κάτε Ντράκ, πανω από την πόρτα σε μια ταπέλλα έγραφε «Ελλάς Μπαρ». Μπήκαμε μέσα όπου μας δέχτηκαν με χαρά οι Έλληνες θαμώνες και ιδιοκτήτες και που με λαχτάρα μας ρωτούσαν τα νέα της πατρίδας.
Καλά περάσαμε μέσα εκεί, με κρύα ποτά, δυνατή μουσική και όμορφα κορίτσια να μας συντροφεύουν και να μας προσέχουν. Βγάλαμε την υπόλοιπη μας νύχτα ώσπου κόντεψε η ώρα της βάρδιας και έπρεπε να γυρίσουμε στο πλοίο. Ευχαριστημένοι πήραμε το δρόμο του γυρισμού. Θα είχαμε να λέμε και να συζητούμε για μέρες πολλές τις εμπειρίες μας στο Κάτε Ντράκ, όταν στο ελεύθερο της βάρδιας μας στις μακριές βραδιές, καθισμένοι στο σκεπαστό της πρύμνης θα πλέαμε για μακρινά ταξίδια στα πελάγη, και στους Ωκεανούς.
Ο ΗΛΙΘΙΟΣ
Τη σύνθεση του προσωπικού πάνω σε ένα πλοίο τάνκερ αποτελούν τα πληρώματα κουβέρτας, μηχανής και γενικών υπηρεσιών.
Στη κατηγορία προσωπικού καταστρώματος περιλαμβάνονται ο Πλοίαρχος, οι αξιωματικοί, οι υπαξιωματικοί (ναύκληροι και αντλιωροί) οι ναύτες και οι ναυτόπαιδες. Στη κατηγορία προσωπικού μηχανής συμπεριλαμβάνονται οι αξιωματικοί, λιπαντές, οι θερμαστές και καθαριστές. Και τέλος στο προσωπικό γενικών υπηρεσιών ανήκουν ο ασυρματιστής, ο στούαρτ, ο μάγειρας, οι θαλαμηπόλοι, και τα γκαρσόνια.
Στο πλοίο «EUGENIE» οι καμπίνες των απλών μηχανικών και ναυτών ήταν στο πρώτο deck μετά τη μηχανή. Στο ισόγειο deck στο ύψος του καταστρώματος ήταν η κουζίνα και οι τραπεζαρίες, στο επόμενο των αξιωματικών, και στο μεθεπόμενο του Καπετάνιου, του Πρώτου, και του Μαρκόνη.
Εγώ καταρχάς ως δόκιμος μηχανικός έμενα στον όροφο των απλών μελών του πληρώματος, αλλά μετά την προαγωγή μου μετακόμισα στον όροφο των αξιωματικών.
Για το φαγητό υπήρχαν δύο τραπεζαρίες μια στην κάθε πλευρά του πλοίου, μεγάλες και ευρύχωρες ώστε να μπορούν να χρησιμοποιούνται από το πλήρωμα στις ελεύθερες ώρες της σχόλης τους ως καφετέριες. Τη δεξιά τραπεζαρία χρησιμοποιούσαν οι αξιωματικοί, και την αριστερή οι υπόλοιποι. Εγώ από συνήθεια από πριν ως δόκιμος μηχανικός και τώρα
ως junior engineer, χρησιμοποιούσα και τις δύο τραπεζαρίες, αλλά περισσότερο την δεύτερη, καθώς σ’ αυτό το μπάρκο ως δόκιμος μηχανικός, ήταν μαζί μου και ο παιδικός μου φίλος, ο Αντωνέσκος.
Ήταν μια ευρύχωρη κάμαρη με air condition και ένα τεράστιο ραδιόφωνο που μεσοπέλαγα έπιανε αρκετές συχνότητες, έτσι που το είχαμε πάντα εν λειτουργία να μας συντροφεύει την ώρα της σχόλης μας.
Ο Λοστρόμος, ο Πόμαν και ο βοηθός του ένας ναύτης, ένας θεόρατος τύπος με τετράγωνο μυώδες κορμί και σπασμένη μύτη καθώς και ηλίθια φάτσα που μαζί ήμασταν στο προηγούμενο μπάρκο, ήταν κολλητοί και στην τραπεζαρία παίζανε τάβλι με τις ώρες.
Ο λοστρόμος ήταν κοντός και κοκκινόπετσος με γαλάζια μάτια συνεχώς συνοφρυωμένος, διερωτήθηκα με ποια κριτήρια πήρε τη θέση. Ο Πόμαν έμοιαζε με καλοκάγαθο χωριάτη λίγο άξεστος, αλλά καλοκάγαθος.
Ο ναύτης τέλος, έμοιαζε με σύγχρονο Μασίστα. Το φαινόμενο της υπεράνθρωπης δύναμης, ως συνώνυμο του χειροδύναμου με πρωτοφανείς μυϊκές ικανότητες, ήταν αυτούσιο πάνω του. Ως νεαρός που εργαζόταν στις οικοδομές, έμαθε την άρση βαρών στα γυμναστήρια όπου όλες τις βραδιές μετά που σχολνούσε, γυμναζόταν ως αρσιβαρίστας κατα τα χρόνια της ανάπτυξης του, έτσι που με τη συνεχή εξάσκηση και γυμναστική, το σώμα του σχηματίστηκε ίδιο με του Μασίστα.
Έπαιζαν όλοι καλά, καθώς από τις αμέτρητες ώρες που αφιέρωναν στο παιχνίδι, έμαθαν να παίζουν στερεότυπα. Ο τετράγωνος ναύτης έπαιζε καλούτσικα, όχι όμως όπως τους συντρόφους του που είχαν περισσότερη τέχνη. Έτσι όλοι εμείς οι άλλοι, με πολύ ενδιαφέρον παρακολουθούσαμε τα παιχνίδια τους.
Τον τετράγωνο ναύτη εγώ, καθώς πιστεύω και οι περισσότεροι, τον κατέτασσα ως προσωπικότητα ανάμεσα σε αγαθό και ηλίθιο, ή και εξυπνόβλακα. Το τετράγωνο κορμί του όμως και η σωματική του ρώμη, έκανε όλους να του συμπεριφέρονται φιλικά, και καθώς γνωρίζουμε πως οι άνθρωποι είναι επιρρεπείς στην δύναμη και στην εξουσία, έτσι και στην περίπτωση του, τα περισσότερα μέλη του πληρώματος, συμπεριφέρονταν τοιουτοτρόπως, κάτι που τον ικανοποιούσε και τον ευχαριστούσε.
Κανείς ηλίθιος δεν θεωρεί τον εαυτό του βλάκα, και ενώ οι έξυπνοι άνθρωποι καταλαβαίνουν τα λάθη τους και προσπαθούν να τα διορθώσουν, οι ηλίθιοι δεν μπορούν να τα αντιληφθούν, με αποτέλεσμα να σκέπτονται και να πράττουν βλακωδώς. Όταν δε τα πράγματα δεν τους βγαίνουν καλά, θυμώνουν και αντιδρούν επιθετικά. Κάποιος επιτήδειος έξυπνος, μπορεί με τρόπο να τους συμβουλεύσει και να τους συνετίσει και να τους πάρει με τα νερά του. Φυσικά ένας πραγματικά έξυπνος που αντιλαμβάνεται την απύθμενη βλακεία τους, προσπαθεί να τους αποφεύγει, διότι εν τέλει, οι ηλίθιοι μόνο ζημιά προκαλούν στους γύρω τους, χωρίς μάλιστα έστω ελάχιστα να στεναχωριούνται. Εγώ ένεκα της ηλιθιότητας του δεν τον γούσταρα, αλλά εντούτοις κρατούσα μια ουδέτερη απόσταση έτσι να μην τον τσαντίζω, αλλά και χωρίς να έχω μαζί του φιλικά σούρτα φέρτα.
Ο φίλος μου ο Ανδρέας μια φορά στο παιχνίδι επάνω του είπε κάποια λόγια για λάθος παίξιμο, και αυτός τα πήρε στραβά, και λογόφεραν άγρια με αποτέλεσμα να δυσκολευτούμε οι υπόλοιποι να τον αποτρέψουμε ώστε να του κάμει κακό. Δεν ήταν λόγια του καυγά που είπε ο φίλος μου, αλλά ως φαίνεται η ηλιθιότητα του ναύτη, τον ώθησε να δημιουργήσει μέγα θέμα εκ του μη όντος.
Ένας θεωρείται ηλίθιος κατά τη γνώμη μου, αν με τη λογική που τον διέπει, προκαλεί προβλήματα εκ του μηδενός, έτσι που να γίνεται επικίνδυνος κάποιες φορές. Ο μόνος τρόπος για να αποφεύγουμε αυτές τις συνέπειες, είναι να αποφεύγουμε τους ίδιους, αυτό δηλαδή που έκανα εγώ μαζί του.
Η βλακεία λοιπόν, και η αλαζονεία, δεν του επέτρεψαν να λήξει εκεί το γεγονός, παρά ξεκίνησε εναντίον του φίλου μου ένα bulling, και έναν εκφοβισμό. Τον κοιτούσε επίμονα προκλητικά, και έλεγε κουβέντες με υπονοούμενα. Αυτό συνέβαινε επί καθημερινής βάσεως. Και όσο οι μέρες περνούσαν, αντί τα πράγματα να εξομαλύνονται, η κατάσταση γινόταν περισσότερο εκρηχτική, έτσι που προμηνούσε κακά αποτελέσματα. Η ένταση αυξανόταν και ο φίλος μου καθόταν σε αναμμένα κάρβουνα, ενώ ο ναύτης από θέση ισχύος ως εκ της σωματικής του ρώμης, απολάμβανε το
απαίσιο bulling που εξασκούσε σε έναν ασθενέστερο του σε μυϊκή δύναμη..
Ήταν μια κατάσταση που έπρεπε να την τελειώσουμε. Αν και πιστεύαμε πως οι δυο μας εναντίον του τα πράγματα θα ήταν δύσκολα, εντούτοις έπρεπε να δράσουμε καθώς όσο περνούσαν οι μέρες η κατάσταση χειροτέρευε.
Όταν εγώ ήμουν παρών, απέφευγε να προκαλεί ίσως σκεφτόμενος ότι δεν θα ήταν εύκολο να τα βάλει με δύο, έτσι αποφασίσαμε να τον προκαλέσουμε και να δράσουμε αστραπιαία πριν προλάβει να αντιδράσει. Έπρεπε να δράσουμε με τρόπο που να φανεί πώς έφταιγε αυτός ώστε να μην υποστούμε συνέπειες, διότι είχαμε σκοπό να του προκαλέσουμε μεγάλη ζημιά, ώστε να καταλάβει την αποφασιστικότητα μας και να πάψει να κάνει τον σπουδαίο.
Έτσι μια μέρα με φουρτούνα που το πλήρωμα ήταν κλεισμένο στις καμπίνες, μέσα στην καφετέρια τον μονοκόψαμε, και μπαίνοντας πρώτος ο Ανδρέας, μόλις αντίκρυσε το ειρωνικό του μειδίαμα, του το αντιγύρισε με μια βρισιά για τη μάνα του. Ο ναύτης προ στιγμής σαστισμένος καθώς δεν πίστευε στα αυτιά του, την επόμενη στιγμή σηκώθηκε από την καρέκλα και με άνεση εκ της σιγουριάς που αισθανόταν έναντι του φίλου μου, προχώρησε απειλητικά εναντίον του.
Μονομιάς όρμηξα από έξω μέσα εγώ, και από πίσω του άρπαξα τα χέρια με δυνατή λαβή.
Ο Ανδρέας καθώς έτοιμος με δυο σιδερογροθιές στα χέρια που είχαμε φτιάξει γι αυτό το σκοπό στο μηχανοστάσιο, άρχισε με μανία να τον γρονθοκοπά. Τον χτυπούσε με ένα μίσος πρωτοφανές, και δεν σταματούσε. Όλη η καταπίεση που ένιωθε και η οποία είχε με τον καιρό μετατραπεί σε μίσος, έβγαινε τώρα αμείλικτα και του όπλιζε με πολλή δύναμη τα χέρια. Τον χτυπούσε ασταμάτητα, με ταχύτητα όπως έμβολα μηχανής.
Ο ναύτης δεν άντεξε, κρεμάστηκε στα χέρια μου λιπόθυμος. Μα ο φίλος μου δεν σταματούσε καθώς είχε τόσο πολύ υποφέρει από την καταπίεση που δεχόταν καθημερινά, ώστε ο θυμός μέσα του είχε συσσωρευτεί τα μέγιστα, και τώρα ξεχείλιζε.
Άφησα τον ναύτη, και προσπάθησα να συγκρατήσω τον φίλο μου, αλλά αυτός με μίσος ακόμα μέσα του, άρπαξε μια βαριά καρέκλα και την έσπασε πάνω στο σωριασμένο κορμί του. Όταν βλέποντας τον χάμω ξαπλωμένο να μην αντιδρά ούτε να σπαρταρά, σταμάτησε και έμεινε ακίνητος να τον κοιτά με την ευχαρίστηση απλωμένη στο πρόσωπο του.
Σταθήκαμε λίγες στιγμές να τον κοιτάζουμε, ώσπου σιγά άρχισε να κουνιέται και να βογκά. Κοιτάξαμε έξω στο διάδρομο και δεν είδαμε κανένα. Εν μας είδε κανείς, δεν μας χαμπάρησε κανείς. Έτσι αποφασίσαμε να τον αφήσουμε εκεί χάμω και να φύγουμε, σκεφτόμενοι ότι ίσως ένεκα ντροπής, να μην μας μαρτυρούσε.
Πήγαμε στην καμπίνα μου, και νιώθοντας ικανοποίηση από το αποτέλεσμα, αρχίσαμε να κουβεντιάζουμε και να καταστρώνουμε πλάνα τι θα λέγαμε σε περίπτωση που μας κατάγγελλε. Δεν είχαμε και πολλή έγνοια, διότι απλά ο Καπετάνιος στη χειρότερη περίπτωση θα μας έβαζε ένα πρόστιμο, ή και να μας έδιωχνε από το πλοίο.
Πέρασαν οι ώρες, πέρασε η νύχτα, ήρθε το άλλο πρωί. Το μεσημέρι ανεβήκαμε στην τραπεζαρία για φαγητό, αλλά χασιμιός ο ναύτης. Μόλις μπήκαμε μέσα, όλοι κάρφωσαν τα βλέμματα πάνω μας, σίγουρα γιατί είχαν καταλάβει τι είχε συμβεί, χωρίς να πιστεύουν το ναύτη ο οποίος είχε ισχυριστεί πως έπεσε από τη σκάλα.
Στο επόμενο λιμάνι, ο ναύτης ξεμπαρκάρισε από το πλοίο.
ΜΙΣΙΣΣΙΠΗΣ, ΝΕΑ ΟΡΛΕΑΝΗ
Επισκέφτηκα αρκετές φορές τη Νέα Ορλεάνη τη χρονιάτου 1977. Εκείνη την εποχή υπήρχαν πολλά ελληνικά μαγαζιά ακόμη και μπουζουκτσίδικο, χάρη στους Έλληνες ναυτικούς που επισκέπτονταν το μεγάλο λιμάνι της.
Είναι μια όμορφη περιοχή με ήπιο κλίμα, πολύ πράσινο, και πολλά αξιοθέατα. Μια πόλη που ο επισκέπτης αμέσως αγαπά και από την πρώτη επαφή, επιθυμεί να κατοικήσει εκεί.
Απλώνεται στις όχθες του Μισσσιπή του μεγάλου ποταμού της χώρας, εκεί όπου για αμέτρητα χιλιόμετρα έως να εκβάλει στη θάλασσα, η άγρια φύση με τα αιωνόβια δέντρα, τα πολύχρωμα πουλιά, τους κάστορες, και τους απέραντους βάλτους, αποτελούν ένα τεράστιο υδροβιότοπο με εκατοντάδες διαφορετικά είδη ζωής, από αλιγάτορες, ερπετά, και άλλα αμφίβια.
Ο χειμώνας είναι γλυκός και δεν διαρκεί πολύ, ενώ τα καλοκαίρια είναι ζεστά και βροχερά.
Κατοικείται από κατοίκους πολλών φυλών, με τον περισσότερο πληθυσμό να αποτελείται από Αφρικανούς. Ιδρύθηκε ως αποικία της Γαλλίας κατά τον δέκατο έκτο αιώνα και το όνομα της συνδέθηκε απόλυτα με το δουλεμπόριο, τα ατμόπλοια, και την τζαζ. Στην πόλη της Νέας Ορλεανης βρίσκεται η πολύβουη Γαλλική αγορά, το μουσείο με τα κέρινα ομοιώματα σπουδαίων προσωπικοτήτων της Ιστορίας και η συνοικία Τρεμέ όπου γεννήθηκε και αναπτύχθηκε η μουσική τσαζ, καθώς και οι ξακουστοί δρόμοι Κουόρτερ και Μπούρμπους όπου ο πρώτος πλημμυρίζει από την κουλτούρα αυτής της μουσικής, και στο δεύτερο τα κακόφημα μαγαζιά και η εγκληματικότητα που επικρατεί παντού έξω στο δρόμο και πίσω από τα δυνατά φώτα, συνυπάρχουν αναπόσπαστα στοιχεία της ύποπτης νυχτερινής δράσης με τις σαρκικές ηδονές και άλλες απολαύσεις.
Μπούρμπους στρήτ, όνομα συνυφασμένο με την πορνεία και τα ναρκωτικά. Ο δρόμος με τα αμέτρητα μαγαζιά που φιλοξενούν πίσω από κλειστές πόρτες την κόλαση και τον παράδεισο, τη προστυχιά και την εκμετάλλευση, τις ύποπτες συναλλαγές και τα μεγάλα κοντραπαζα των παρανόμων.
Ένας πολύβουος δρόμος με τα χρώματα στις βιτρίνες των μαγαζιών έντονα και δυνατά, κίτρινα, πράσινα, μώβ.
Οι περαστικοί οι περισσότεροι μιγάδες, περπατούσαν χορεύοντας στο ρυθμό της τσαζ. Οι γυναίκες μεγαλόσωμες, ζουμερές, και καμαρωτές, επιδείκνυαν τα μεγάλα τους στήθια και τα προκλητικά τους οπίσθια. Ήσαν νέγρες, μιγάδες και κρεολές, όλες κούκλες και επιθυμητές με ένα δυνατό περπάτημα που έκανε τους σφιχτούς γλουτούς τους να τρεμουλιάζουν. Σκέφτηκα πως ο Παράδεισος ίσως είναι εδώ, σ αυτή την οδό, την ξακουστή και κακόφημη, Μπούρμπους στρήτ.
Το τάνκερ που μας ταξίδευε στην Νέα Ορλεάνη, ο ιδιοκτήτης εφοπλιστής Σταύρος Νιάρχος το ονόμασε «Eugenie» χάριν της συζύγου του Ευγενίας. Για να φτάσουμε στον προορισμό μας πλεύσαμε τον ποταμό Μισισσιπή, τον μεγαλύτερο της Βορείου Αμερικής που κατά το παρελθόν θεωρείτο ως το σύνορο της «Άγριας Δύσης», και που διασχίζοντας τη χώρα διανύει απόσταση πέραν των έξι χιλιάδων χιλιομέτρων, και εκβάλλει στον κόλπο του Μεξικού τη μεγαλύτερη Ωκεάνια λεκάνη στο κόσμο. Τον ονομάζουν «ο μεγάλος ποταμός» και αποτελεί σημαντική κυκλοφοριακή αρτηρία καθώς είναι πλωτός σχεδόν μέχρι τις πηγές του. Είναι άγριος ποταμός που ποτέ δεν κατάφεραν να δαμάσουν οι άνθρωποι. Οι πλημμύρες του σκεπάζουν πάντα μεγάλες εκτάσεις, ενώ τα διάφορα έργα που έχουν σκοπό να τον τιθασεύσουν, αποτυγχάνουν πάντα μπροστά στη δύναμη του.
Στο πλοίο εργαζόμουν ως Junior Engineer, και εκτελούσα χρέη τρίτου μηχανικού. Ήταν καθήκοντα που μου ανάθεσε ο πρώτος μηχανικός, καθώς στο πλοίο ο υπεύθυνος τρίτος μηχανικός δεν είχε ιδέα από μηχανική, γι αυτό έβγαζα βάρδια μαζί του ως ισότιμος του. Ήμουν καλός μηχανικός, και άξιζα την προαγωγή. Τρίτος μηχανικός ήταν ένας Χιώτης τον οποίο ναυτολόγησαν χωρίς να έχει δίπλωμα ή γνώσεις μηχανικής, απλά ήταν συγγενής του υπεύθυνου αρχιμηχανικού του ναυτικού στόλου της εταιρείας.
Ήταν Χιώτης και μας ήρθε παρέα με έναν ξάδερφο του Θερμαστή. Ήταν κολλητοί, μαζί μένανε στην ίδια καμπίνα, μαζί τρώγανε, μαζί έκαναν βάρδια, μαζί σε όλα ακριβώς όπως όλοι οι Χιώτες κατά πως λέει μια ιστορία, ότι «οι Χιώτες πηγαίνουν δυο-δυο», και όλα αυτά κατά παράβαση των κανονισμών γιατι στα πλοία υπάρχει διαχωρισμός των αξιωματικών με το απλό πλήρωμα. Ο τρίτος ήταν αξιωματικός, ενώ ο θερμαστής ανήκε στο απλό πλήρωμα. Στα πλοία υπάρχουν διαφορετικοί χώροι τραπεζαριών και συνεστίασης ανάμεσα στο κατώτερο και ανώτερο πλήρωμα, ώστε να υπάρχουν μ’ αυτό τον τρόπο οι δέουσες αποστάσεις που είναι βοηθητικές για την πειθαρχία. Στην περίπτωση τους όμως, υπήρχε εξαίρεση κατά διαταγών από τα ανώτατα δώματα της εταιρείας.
Στη Χίο οι νησιώτες κάτοικοι απασχολούνται κυρίως ως ψαράδες ένα επάγγελμα φτωχό, καθώς οικονομικά δεν εξαρτάται μόνο από την σκληρή και επικίνδυνη εργασία, αλλά και από τον καιρό που συνήθως έχει τη θάλασσα αγριεμένη και φουρτουνιασμένη. Γι αυτό έβλεπαν τους ναυτικούς ως πλούσιους και αριστοκράτες αφού είχαν σταθερό μισθό, και όλοι επιθυμούσαν να γίνουν ναυτικοί, και όσοι απ αυτούς μπορούσαν, μπαρκάριζαν στα καράβια.
Χιώτες λοιπόν ευρίσκονται σε πολλά καράβια, και κατά πως λέει η γνωστή ιστορία πάντα «οι Χιώτες πάνε δυο-δυο». Αυτό συμβαίνει για να συμπαραστέκεται ο ένας στον άλλο, μια ιστορία που για άλλους έχει δυστυχώς παρεξηγηθεί, ενώ για άλλους καταδεικνύει την εξυπνάδα τους. Αυτή η συμπαράσταση αναμεταξύ τους έμεινε ονομαστή, γιατι τον καιρό της Τουρκοκρατίας στην Χίο όταν ένας Τούρκος έβλεπε ένα Χιώτη στον δρόμο τον υποχρέωνε να τον σηκώνει στην πλάτη του, αλλά αυτοί γιατι δεν το ανέχονταν, φορτωνόντουσαν έναν συμπατριώτη τους, ώστε έτσι δεν ήταν υποχρεωμένοι να κουβαλάνε τον Τούρκο.
Οι δύο Χιώτες ήσαν ευγενεις και πολύ συμπαθείς. Τους διέκρινε μια υπέρτατη καλοσύνη που ήταν ζωγραφισμένη στο πρόσωπο τους και κακός λόγος από το στόμα τους δεν έβγαινε. Για μέρες και νύχτες πολλές βγάζαμε ατελείωτες ώρες βάρδιας μαζί, και πραγματικά τα πηγαίναμε πολύ καλά. Πέρασαν πολλά χρόνια από τότε, αλλά είναι από τους λιγοστούς που ακόμα θυμάμαι τα ονόματα τους. Ήταν ο Μικές και ο Σταμάτης. Ο Μικές ήταν καλοκάγαθος και χοντροκομμένος σαν ένας γερός και χοντρός κορμός βελανιδιάς που τα δυνατά του μπράτσα ακόμα και σίδερο μπορούσαν να λυγίσουν.
Ο Σταμάτης ήταν μικροκαμωμένος και παρίστανε τον πονηρό χωρίς πραγματικά να είναι πολύ ξύπνιος, αλλά αυτό δεν ενοχλούσε κανέναν καθώς όλοι τον έβλεπαν από την αγαθή πλευρά, εξ άλλου κανείς δεν τολμούσε να τον πειράξει αφού πάντα δίπλα του έστεκε σαν ντουβάρι ο ξάδερφος του.
Αφού λοιπόν ταίριαζαν οι βάρδιες μας, κατά συνέπειαν ταίριαζαν και οι εξόδοι μας. Πριν από την πρώτη μας έξοδο στη Νέα Ορλεάνη, κουβεντιάσαμε κυρίως για την κακόφημη οδό της Μπούρμπους στρήτ που θα επισκεπτόμασταν, εκεί όπου υπήρχαν μαζεμένα όλα τα είδη μαγαζιών που ασχολούνταν με την πορνογραφία, τον αγοραίο έρωτα και τα παντός είδους παιχνίδια που τον αφορούσαν όπως βοηθιτικές ουσίες και κάθε είδους μυστικά σχετικά για το σαρκικό ομαλό και ανώμαλο σεξ. Εκεί όπου υπήρχαν τα κλάμπς με τα κόκγκο γκέρλς τα περήφημα γυμνά κορίτσια, που επί πληρωμή χόρευαν αισθησιακά και ηδονικά, ανεβάζοντας τη λίμπιντο των θεατών.
Την εποχή εκείνη ήταν η μόδα στα μπαρς να εμφανίζονται αυτά τα περίφημα go go girls. Ήταν όμορφα νεαρά κορίτσια που χόρευαν με αδαμιαία περιβολή, λικνιστικά πάνω σε μπάρες και πίστες λίγο ψηλότερα από τους πελάτες προς τέρψην τους, αλλά χωρίς να επιτρέπεται να τις αγγίζουν. Χόρευαν σόλο αργούς χορούς που σαγήνευαν τον αντρικό πληθυσμό. Φορώντας ένα μικρό στριγγάκι το μόνο σημείο που οι πελάτες μπορούσαν να αγγίξουν, τους επέτρεπαν μόνο εκεί να αγγίζουν, για να κρεμάζουν δολάρια ως πληρωμή για το θαυμάσιο θέαμα που πρόσφερναν. Απαγορευόταν αυστηρά οποιοδήποτε άλλο άγγιγμα, γι αυτό διακριτικά αόρατα βλέμματα από μπράβους παρακολουθούσαν την κάθε κίνηση των πελατών, ώστε να μην επιτρέπουν σε κανένα να τις αγγίζει. Αλλοίμονο σε οποίον τολμούσε να αψηφήσει τους νόμους των μπαρς. Αμέτρητοι σωματοφύλακες μονομιάς εμφανίζονταν από το πουθενά και ξυλοκοπούσαν αγρίως όσους παράκουγαν τους νόμους τους.
Φτάσαμε στην κακόφημη οδό, και σε ένα από τα πολλά καλέσματα των κραχτών έξω από τα μαγαζιά, μπήκαμε σε ένα μικρό μπαρ αδειανό από πελάτες. Μια πανέμορφη μικρούλα χορεύτρια λικνιζόταν πάνω στην πίστα και μας έγνεφε κι αυτή να μπούμε μέσα. Το μάτι της μόλις έκοψε τον θερμαστή, σταθηκε πάνω του, ίσως τον νόμισε για εύκολο θύμα έτσι μικρόσωμος και καλοκάγαθος που ήταν.
Ο Σταμάτης φορούσε ένα ολοκαίνουργιο κοστούμι που πήγαινε ασορτί με την γραβάτα του. Ήταν καλοξυρισμένος και φρεσκοπλυμένος φορτωμένος μυρωδάτες κολόνιες. Έμοιαζε να είναι ένας καλοπληρωμένος ναυτικός αξιωματικός, και εμείς δίπλα του με τα απλά μας ρούχα, μοιάζαμε κατώτεροι του.
Αυτόν λοιπόν τον καλοπληρωμένο αξιωματούχο κατά τη γνώμη της, κέντραρε για καλό πελάτη. Από αυτόν μάλλον πίστεψε πως θα έπαιρνε μπόλικο πουρμπουάρ.
Καθίσαμε κοντά στην πίστα και απολαμβάναμε το θέαμα που μας πρόσφερε με το χορό της, αλλά αυτή λικνιζόταν πάνω από τον θερμαστή όπως εμείς να μην υπήρχαμε, και δεν του ξεκολλούσε.
Τα λεπτά περνούσαν, μα ο θερμαστής δεν έδιδε μπουρμπουάρ. Η κοπέλα εκνευρισμένη του κολλούσε περισσότερο, ακουμπούσε τη λεκάνη της στο πρόσωπο του κάνοντας τον να ξεφυσά από πόθο. Εμείς νομίζαμε, το ίδιο ίσως και η στριπτηζέζ, πως ίσως το έκανε για να παραστησει το σκληρό αντράκι, και στο τέλος θα πλήρωνε. Είχε ακουμπήσει τα τσιγάρα του με το χρυσό αναπτήρα πάνω στην πίστα, και αφοσιώθηκε ολοκληρωτικά στην όμορφη γκόμενα. Αυτή χορεύοντας νευρικά πλέον, του έγνεφε πως έπρεπε να της κρεμάσει λεφτά στη λεπτή κλωστή που κρατούσε το μικροσκοπικό εσώρουχο της. Στο τέλος αφού δεν έβρισκε ανταπόκριση, σταμάτησε το χορό και με θυμωμένη φωνή του ζήτησε την πληρωμή της. Ο αφιλότιμος όμως θερμαστής, αποδείχτηκε σπαγγοραμένος και αρνιόταν, οπότε η μικρή άρπαξε τον ακριβό του αναπτήρα και έφυγε μακριά μας. Αυτός ήταν έτοιμος να της ορμήξει, αλλά εγώ που κατάλαβα πως θα είχαμε κακά ξεμπερδέματα τον άρπαξα από το χέρι και τον συγκράτησα. Του εξήγησα πως αν κάναμε φασαρία στα ξένα αυτά κακόφημα μέρη, θα μας εξαφάνιζαν χωρίς να αφήσουν ίχνος μας. Ο θερμαστής ήταν πολύ στεναχωρημένος γιατι ήταν ακριβός ο αναπτήρας του καθώς ήταν χρυσός, και μου είπε πως θα έκανε φασαρία να τον πάρει πίσω, και ας τον έδερναν.
Καταλαβαίνοντας πως δεν τη γλυτώναμε, του είπα να περιμένει έως ότου κάτι να σκεφτώ. Σκέφτηκα λοιπόν, πως έπρεπε να της αρπάξουμε τον αναπτήρα ξαφνικά εκεί που δεν το περίμενε αφού στη μικρή κάμαρα ήταν μονάχη, και αμέσως να το βάζαμε στα πόδια με γρήγορο τροχάδην να φύγουμε ώστε να μην μας φτάσουν οι μπράβοι του μαγαζιού που ήσαν πίσω στα παραβάν.
Ήταν μια δύσκολη στιγμή, μια μεγάλη απόφαση αυτό που κάναμε, αλλά ήμασταν αναγκασμένοι, γιατι ο θερμαστής θα δημιουργούσε φασαρία έτσι και αλοιώς. Ήξερα πως ήμασταν σε μέρος επικίνδυνο που προστατευόταν από σκληρούς και επικίνδυνους ανθρώπους του υποκόσμου που σίγουρα θα μας ορμούσαν με τη παραμικρή φασαρία.
Εφαρμόσαμε λοιπόν το σχέδιο, ο θερμαστής άρπαξε τον αναπτήρα από τα χέρια της κοπέλας και το βάλαμε στα πόδια. Ακόμα μου έρχονται στο νου οι φοβερές φωνές τους που κυνηγώντας μας μας έβριζαν.
Δεν ξέρω πόσοι ήταν, κανείς μας δεν κοίταξε πίσω, αλλά τρέχαμε με μεγάλη ορμή, πιστεύω πως αν τρέχαμε εκατό μέτρα θα ερχόμασταν πρώτοι.
Το τρέξιμο μας οδήγησε σε ένα δρομάκι, και είδαμε σε μια φωτεινή πόρτα να στέκει ο λοστρόμος του πλοίου με κάποιους ναύτες. Σταματήσαμε εκεί, νιώθοντας πως κοντά σε δικούς μας ανθρώπους δεν κινδυνεύαμε. Πραγματικά, δεν είδαμε άλλο να μας κυνηγούν, και η καρδιά μας πήγε στη θέση της.
Η φωτεινή πόρτα ήταν είσοδος νυχτερινού Ελληνικού κέντρου. Πάνω ψηλά έγραφε "ΑΘΗΝΑΙ, Ελληνικά μπουζούκια". Ανεβήκαμε τις σκάλες και βρήκαμε όλο το πλήρωμα που δεν είχε βάρδια να κάθεται να διασκεδάζει Ελληνικά στους ήχους των μπουζουκιών υπό τις νότες του τραγουδιού του Αγγελόπουλου «Εγώ είμαι πρόσφυγας ξεριζωμένος».
Υπηρέτησα ως δόκιμος μηχανικός και Junior Engineer σε τέσσερα πετρελαιοφόρα πλοία της εταιρείας Σταύρος Νιάρχος. Το “Southern Union, τo Eugenie, τo Eugenie S. Niarchos και το World Knowledg.
Συνήθως φορτώναμε από τον Περσικό κόλπο, και κυρίως από τη Ρας Τανούρα. Σε ένα από τα ταξίδια μας σ αυτό το λιμάνι καθίσαμε ράδα δυο μήνες. Ήταν μια εποχή δύσκολη για τα δεξαμενόπλοια, και έως οι πλοιοκτήτριες εταιρείες κλείσουν επόμενο ναύλο, αρκετά πλοία αγκυροβολούσαν ράδα έξω στα λιμάνια περιμένοντας. Ήταν η πρώτη και μοναδική φορά που χρειάστηκε να περιμένουμε τόσο πολύ.
Όταν φορτώσαμε, βάλαμε πλώρη για το Κέϊπ Τάουν ένα ταξίδι αρκετά μακρύ, και καθώς το πλοίο έπλεε με οικονομική ταχύτητα, κράτησε ένα μήνα. Στη Ρας Τανούρα συνήθως φορτώναμε από εξέδρες μακριά από στεριά. Έτσι εκείνο το μακρινό ταξίδι μαζί με την αναμονή στη ράδα, μας κράτησε στη θάλασσα για τρεις συνεχείς μήνες. Στη ναυτική μου καριέρα, ήταν η μεγαλύτερη περίοδος που έμεινα σε πλοίο χωρίς να πατήσω ξηρά.
Τα μεγάλα ταξίδια, αλλά και ο ελάχιστος καιρός που κάθονταν στα λιμάνια τα τάνκερς καθώς το ξεφόρτωμα απαιτούσε ελάχιστο χρόνο, έκαναν πολλούς ναυτικούς να επιλέγουν πλοία φορτηγά ή επιβατικά για να εργαστούν.
Τα γκαζάδικα είναι επικίνδυνα καράβια γιατί έχουν υγρά φορτία που παλαντζάρουν. Ευκολότερα βουλιάζουν και ευκολότερα κόβονται στα δύο. Οι ναυτικοί που δουλεύουν σ αυτά είναι άνθρωποι που αντέχουν και έχουν κότσια και υπομονή και μπορούν να αντέχουν μια ζωή που είναι γεμάτη κινδύνους και απομόνωση. Είναι το ταξίδι με γκαζάδικο μια μαγεία αξεπέραστη, γιατί ζει ο ναυτικός ανάμεσα σε ουρανό και θάλασσα επί μακρόν, μόνος με τη μοναξιά και τις μοναχικές του σκέψεις και παρέα τα στοιχεία της φύσης
Στο ταξίδι μας αυτό, συναντήσαμε πολλές τρικυμίες, μικρές και μεγάλες. Άλλες κόντρα και άλλες που μας έσπρωχναν, και εμείς ανάλογα με τη δύναμη τους πλέαμε παράλληλα ή αντίθετα τους. Μια τρικυμία σε εκείνο το ταξίδι, μας παίδεψε και μας φόβισε περισσότερο από πολλές άλλες. Είχε κύματα θεόρατα που άρπαζαν το μεγάλο πλοίο και το ψήλωναν στην κορφή τους καρυδότσουφλο έτοιμο να σπάσει, που όσο ψήλωνε έτριζε με απαίσιο ήχο αργό σαν από άλλο κόσμο. Και όλοι μας στις βάρδιες στη μηχανή και στο τιμόνι, αλλά και οι άλλοι, τσιτωμένοι στάμπαϋ και σε εγρήγορση με σταματημένη αναπνοή, μετρούσαμε τις στιγμές που ήθελε το κύμα στο ανέβασμα. Και όταν νιώθαμε το κατέβασμα, τότες και μόνον αναπνέαμε.
Και φέρναμε στο νου μας τι θαπρεπε να κάναμε αν έσπαζε το πλοίο. Αν θα προλαβαίναμε να ανέβουμε στο κατάστρωμα να κατεβάσουμε τις βαρκες. Αν θα μας ρουφούσε η δίνη ή αν θα μας έδινε καιρό να απομακρυνθούμε.
Ήταν και μέρες όμορφες, με νύχτες πανσέληνες και θάλασσα γαλήνια. Σε κείνες τις νύχτες που το νερό ήταν ήρεμο σαν λάδι, κάτι τέτοιες νύχτες με γεμάτο το φεγγάρι, είχαμε εμείς οι ναυτικοί πανω στην κουβέρτα την ευκαιρία να ρεμβάσουμε, να αναπολήσουμε και να νοσταλγήσουμε.
Ήταν μια νύχτα που τέλειωσα την βάρδια στη μηχανή και βγήκα από την ζέστα του ατμού στο κατάστρωμα να ανασάνω δροσερό αέρα.Ήταν νύχτα χωρίς άστρα και φεγγάρι, ήταν ο ουρανός σκοτεινός και κατάμαυρος, αλλά η θάλασσα φωσφόριζε, ήταν κάτασπρη και φεγγοβολούσε, μια απέραντη επιφάνεια ώσπου έφτανε το μάτι, κάτι παράξενο και ανεξήγητο, ένα όμορφο αινιγματικό θέαμα που προκαλούσε δέος και θαυμασμό. Γοητευμένος και εκστατικός, έστεκα και παρακολουθούσα το απέραντο φώσφορο χωρίς να μπορώ να το εξηγήσω. Κοίταζα και σκεφτόμουν πώς να εξηγήσω το φαινόμενο, μα δεν είχα απάντηση.
Στο πλοίο υπηρετούσε ένας θερμαστης νησιώτης από τη Χίο, εξήντα ετών. Είχε ξεμπαρκάρει και άραξε να ζήσει την ύπόλοιπη ζωή του, αλλά δεν άντεξε την ησυχία της στεριάς, και ξαναμπάρκαρε χωρίς να λογαριάζει τα χρόνια του που πέρασαν.
Όποιος κουβεντιάζει με γεροντότερους πάντα μαθαίνει καινούργια πραγματα. Όμως, ούτε αυτός είχε εξήγηση για το φώσφορο της θάλασσας, το μόνο που ήξερε είπε, ήταν η ιστορία της Ανεράδας σε κάποιο νησί που όποτε βγαίνει από τον βυθό της θάλασσας και περπατά στα κύματα για να παει να βρει τον καλό της τον καπετάνιο τον Γιωρκή, τότε συμβαίνει το ίδιο φαινόμενο, ασπρίζει η θάλασσα και σκοτεινιάζει όλη η πλάση…
Είναι μια ίστορία, ένας μύθος παλιός, για ένα νεαρό εργάτη στο καρνάγιο, που δεν του άρεσε να φτιάχνει καΐκια, αλλά του άρεσε να είναι πανω σ αυτά και να ταξιδεύει με αυτά. Αποζητούσε την περιπέτεια στα κύματα, αγαπούσε τη θάλασσα, λες και τον καλούσαν οι σειρήνες και οι Ανεράδες. Έτσι μπάρκαρε, πέρασαν τα χρόνια, και σαν καπετάνιος πια, ταξίδευε σε θάλασσες μακρινές και επικίνδυνες. Ο κόλπος της Ανεράδας όμως ήταν το λιμάνι του, το καρνάγιο του, το σπίτι του. Ταξίδευε, ήταν τα ταξίδια η ζωή του, αλλά πάντα γυρνούσε στο καρνάγιο του. Είχε εκεί το κονάκι του και την γυναίκα του που τον καρτερούσε πάντα αγναντεύοντας τον ορίζοντα. Του είχε μεγαλη αγάπη, ήταν ο καπετάνιος της. Και ήταν η γυναίκα του πανέμορφη, και όλοι ζήλευαν τον καπετάνιο και την καλή του τύχη...
Μια καταραγμένη και σκοτεινή νύχτα όμως, το καΐκι του Γιωρκή χάθηκε σε καταιγίδα. Μέρες περίμεναν να μάθουν νέα οι στεριανοί, αλλά παντού σιωπή. Όσοι γνώριζαν για ταξίδια και μπάρκα, κανείς δεν μπορούσε να δώσει ελπίδα για ζωή. Η γυναίκα του που δεν ήθελε να το πιστέψει, για πολύ καιρό τον έκλαιγε, ώσπου δεν άντεξε και έχασε τα λογικά της. Στο σπίτι της δεν την εύρισκε κανείς, ήταν πάντα στο γιαλό και αγνάντευε, και καρτερούσε, και έκλαιγε και παρηγοριά δεν εύρισκε. Ώσπου μια μέρα, άκουσε τις Ανεράδες της θάλασσας να την καλούν, και αυτή με ξέπλεκα μαλλιά και χαμογελώντας, περπάτησε στα κύματα να πάει να συναντήσει τον καλό της, γιατί μόνη της δεν μπορούσε να ζήσει. Όσοι βρέθηκαν στο γιαλό την είδαν να περπατά και να χάνεται στην απέραντη θάλασσα και στο σκοτεινό βυθό της.
Από τότε έχουν να λένε γι αυτήν τη Ανεράδα που περπάτησε στα κύματα και χάθηκε στα βάθη της θάλασσας αναζητώντας τον καλό της. Από τότε ο κόλπος κάθε που δεν έχει φεγγάρι, ούτε άστρα και είναι ο ουρανός σκοτεινιασμένος και η θάλασσα γαληνεμένη, βγαίνει απο τα βάθη της άσπρο μεγαλόπρεπο φως οπως το φώσφορο, και τότες κάποιοι άνθρωποι μπορούν να δούν την Ανεράδα να περπατά και να χάνεται μέσα στα κύματα.
Μια ιστορία της τοπικής Ελληνικής παράδοσης, ένας θρύλος ίσως αληθινός, που καταδείκνυε τον πόνο στις καρδιές όσων μένουν και όσων μισεύουν.
Στο ταξίδι αυτό λοιπόν, είδα πανέμορφα μέρη, είδα τη θάλασσα γεμάτη μικρές βάρκες με ψαράδες σε βαθιά πελάγη πέρα από τη στεριά να ψαρεύουν σε βαθιά νερά χωρίς μηχανή στη βάρκα, με ένα μικρό πανί στο μικρό κατάρτι. Είδα τη θάλασσα να ξεχειλίζει ψάρια, την είδα να αλλάζει χρώματα, την είδα από φώσφορη τη νύχτα να γίνεται πράσινη το πρωινό και να παίρνει απο τα χρώματα της ίριδας τα πιο ωραία, και να γίνεται όμορφη, εξαίρετο θέαμα και βάλσαμο στις ψυχές και στις καρδιές μας.
Είδα και άλλα, αλλά οι εντυπώσεις από την ιστορία του γέρο θερμαστή μου γέμισαν το μυαλό, και κυριάρχησαν στις σκέψεις μου σκιάζοντας την ομορφιά της νέας θάλασσας που ακουμπούσε στα ριζά των ψηλών κορφών της στεριάς πέρα μακριά στο βάθος.