Ήταν η απεραντοσύνη της θάλασσας που είχα για συντροφιά μαζί με τις θύμισες τις στεριανές, τα παραμύθια και οι αφηγήσεις για πειρατείες και πνιγμένους μέσα στα αμπάρια που άκουα. Ήταν που γλύτωσα από μεγάλες τρικυμίες και που ψάρεψα μεγαλα ψάρια θεριά της θάλασσας. Που έζησα γάμους συναδέλφων μου στις άλλες χώρες και είδα νέα ήθη, έθιμα και κουλτούρες. Που γνώρισα διαφορετικές εμπειρίες σε όλα τα λιμάνια του κόσμου, στους παράδεισους της προστυχιάς, της απόλαυσης, των καταχρήσεων και των παραβάσεων πίσω από κουρτίνες που πρόσφεραν ότι δεν βάζει ο νους, καθώς και περιπέτειες επικίνδυνες για όποιον τις αποζητούσε.
Ήταν οι μνήμες μου ως ναυτικού που ίσως να φαντάζουν απίθανες και να προκαλούν δυσπιστία, ήταν μια περίοδος της ζωής μου που με σημάδεψε ανεξίτηλα και που άφησε πανω μου παντοτινή σφραγίδα. Όσοι έχουν βιώσει τις δύσκολες αλλά γλυκές αυτές καταστάσεις ξέρουν. Και συνεχίζουν να αγαπούν τη θάλασσα και να τη μάχονται καθημερινά και να της γνέφουν περιπαικτικά και να μην τη φοβούνται.
Όμως δεν ήταν αυτά κάθε αυτά που με σημάδεψαν μόνο, αλλά και η παρατήρηση μου της διαβίωσης των ναυτικών που μπαρκαρισμένοι στα μεγάλα γκαζάδικα με συντροφιά μονο την θάλασσα και τον ουρανό για μήνες δύο και τρείς, δεν είχαν συνηθισμένη συμπεριφορά, ήθελαν να σπάζουν τις μονότονες ημέρες τους με τις άλλες τις απαράλλακτες που ακολουθούσαν με τα ίδια βαρετά πραγματα εκείνα τα συνηθισμένα, έτσι που δημιουργούσαν ίντριγκες και ύστερα τις παρακολουθούσαν για να εχουν κάτι καινούργιο να ασχολούνται. Ήταν που έπρεπε πάντα να είμαι προσεκτικός τι να πιστεύω, που έπρεπε να μην εμπιστεύομαι κανένα, ήταν ίσως ο νόμος των Ναυτικών να μην αγαπιούνται αναμεταξύ τους, παρά μονο με τη θάλασσα.
Αγάπησα λοιπόν τη θάλασσα και μια δύναμη με τραβούσε να είμαι κοντά της.
Μπάρκαρα στο πρώτο πλοίο χωρίς να την αγαπώ, παιδεύτηκα μαζί της τον πρώτο καιρό σε ένα μικρό βαπόρι που έπλεε στη Μαύρη θάλασσα, αυτήν που την διέπλευσαν άνθρωποι σε ιστορικές στιγμές, που στα παραλια της κείτονται πανάρχαιοι πολιτισμοί αλλά και σύγχρονες πόλεις, που στα σπλάχνα της τα αντίθετα ρεύματα μάχονται, συγκρούονται και ανακυκλώνονται δημιουργώντας κόντρα αντίθετα κύματα με αποτελεσμα να κλυδωνίζουν το μικρό πλοίο και εμένα να μου ανακατώνεται το στομάχι και να μου βγαίνουν τα σωθικά.
Παρ όλες τις δυσκολίες της όμως η έλξη που έχει είναι μεγαλη που όποιος ζήσει μαζί της την ερωτεύεται και δίχα της δεν μπορεί.
Ταξίδεψα συνέχεια 5 χρόνια, όταν ξεμπάρκαρα άρχισε να μου βασανίζει το μυαλό η σκέψη να εγκαταλείψω τη θάλασσα. Αποφάσισα και παντρεύτηκα μια παλιά αγαπημένη, και είπα να γίνω νοικοκύρης και στεριανός. Τον πρώτο καιρό ήταν καλά και ευτυχισμένα, υπήρχε αγάπη και έρωτας, υπήρχαν όλα τα καλά. Ύστερα απο λίγο καιρό όμως η αγάπη για τη θάλασσα που δεν είχε χαθεί μέσα μου, μ έκανε να νοσταλγώ και να αναπολώ τις ατέλειωτες νύχτες της απόλυτης μοναξιάς στο κατάστρωμα, ή το βαρύ ντούκου της μηχανής του πλοίου στο μηχανοστάσιο στις ατέλειωτες βάρδιες που με ένα φλιτζάνι καφέ στο χέρι πίνωντας γουλιά γουλιά, μου αρκούσε ώσπου να σκαντζάρει η βάρδια.
Ώσπου μια νύχτα στο μικρο καφενείο του χωριού συναντήθηκα με έναν χωριανό ναυτικό που μόλις ηρθε από μπάρκο, κάτσαμε και τα είπιαμε και τα είπαμε για τη θάλασσα και τα λιμάνια. Ένιωσα πως η θάλασσα με τραβούσε ξανά κοντά της, ένιωσα ότι η ζωή μου στη στεριά δεν είχε νόημα. Ήξερα ότι αν έμενα στεριανός θα μαράζωνα, κατάλαβα ότι δεν θα άντεχα.
Με τις μνήμες μου να τρέχουν ολοζώντανα στις εποχές εκείνες, η νοσταλγία με έπνιξε και η θλίψη με κυρίευσε. Και μέσα στην παραζάλη του ποτού, ένιωσα η νοσταλγία να γίνεται μυτερό καρφί να μου τρυπά τα στήθια.
Έτσι λοιπόν στην παραζάλη του ποτού, πήρα μια μεγάλη απόφαση να ξαναμπαρκάρω. Ήξερα δεν ήταν εύκολο, όλοι θα έπεφταν να με σταματήσουν. Θα έφευγα λοιπόν σαν κλέφτης, δεν θα μιλούσα σε κανέναν, θα τους ειδοποιούσα όταν θα ήμουν μακριά…
Δεν πήρα όμως την μεγάλη απόφαση και έμεινα για πάντα στεριανός. Τα χρόνια πέρασαν, αλλά δεν μπορώ να ξεχάσω τη θάλασσα, στέκω στην ακρογιαλιά και αγναντεύω τον ορίζοντα και σκέφτομαι αν μετάνιωσα που δεν έφυγα, αλλά δεν έχω απάντηση. Ξέρω μόνο ότι η Θάλασσα είναι τραγούδι, βίωμα, μάνα μοίρα κι αγαπητικιά, και όσοι την αγαπούν και μένουν μακριά της, δεν έχουν το γλυκό νανούρισμα της ούτε την απέραντη αγάπη της.
ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΤΑΠΑΚΟΥΔΗΣ