ΣΤΟ ΜΟΝΤΕΒΙΔΕΟ (ταξιδεύοντας με το "SOUTHERN UNION''


Η Ουραγουάη είναι μια μικρη χώρα της Λατινικής Αμερικής που βρίσκεται στα νότια μεταξύ της Βραζιλίας και της Αργεντινής και η λέξη σημαίνει ποταμός των χρωματιστών πουλιών. Οι αυτόχθονες κάτοικοι όλης της χώρας εξοντώθηκαν κατά την περίοδο του αποικισμού και σχεδόν δεν υπάρχουν απόγονοί τους σήμερα. Οι σημερινοί κάτοικοι είναι όλοι Ευρωπαίοι μετανάστες.
Το Μοντεβίδεο είναι η πρωτεύουσα και βρίσκεται στα νότια της χώρας προς τον Ατλαντικό Ωκεανό, Αποτελείται από 1,5 εκατομμύριο κατοίκους και διατηρεί την αποικιοκρατική αρχιτεκτονική της, και είναι γεμάτη πράσινο, κατάφυτη από εντυπωσιακά πλατάνια.
Η πόλη τα βράδια γεμίζει ήχους από τυμπανιστές που γυρνούν την πόλη ή κάθονται γύρω από φωτιές και εν χορώ παίζουν τον λεγόμενο ρυθμό της Ουραγουάης που γεννήθηκε από τους Αφρικανούς σκλάβους του αποικισμού λίγο πριν το 1800 και μαρτυρεί τη νοσταλγία για ελευθερία των σκλαβωμένων νέγρων.
Πρόκειται για ρυθμούς και ήχους εντυπωσιακούς που επηρέασαν τους λευκούς αποικιστές οι όποιοι και τους κατέταξαν στον σημερινό πολιτισμό τους. Συνήθως τις Κυριακές οι κάτοικοι ξεχύνονται και παρελαύνουν στους δρόμους με τα Αφρικάνικα τύμπανα τους από ξύλο και δέρμα. Παραταγμένοι προχωρούν παίζοντας δυνατά και συγχρονισμένα, ενώ άντρες και γυναίκες κυρίως νεαρής ηλικίας, τους ακολουθούν χορεύοντας με ζωηρές κινήσεις. Στις συνοικίες αυτές γεννήθηκε από τους χορευτές των δρόμων το ξακουστό ταγκό, ένας συνδυασμός των προϋπαρχόντων χορών, και επίσης στους ίδιους δρόμους γράφτηκε και πρωτοτραγουδήθηκε το γνωστό παγκόσμια τραγούδι «Κομπαρσίτα».
Η μέρα που δέσαμε στο λιμάνι της πόλης του Μοντεβίδεο ήταν ζεστή και υγρή από την πολλή σιγανή και συνεχή βροχή που έπεφτε ακατάπαυστα, ενώ η ζέστη με την υγρασία μούλιαζαν τα ρούχα μας πανω στα ιδρωμένα κορμιά μας. Παρ όλα αυτά βάλαμε τα καλά μας και κατεβήκαμε τις σκάλες του πλοίου να πάμε στην πόλη ενώ η βροχή που έπεφτε μας μούσκευε ως το μεδούλι. Κανείς μας δεν σκέφτηκε να περιμένει να κοπάσει η βροχή, είχαμε βία όπως ο πεινασμένος ζητεί τροφή κι ο διψασμένος νερό, να μπούμε στα μπάρς του λιμανιού, να συναντήσουμε γυναίκες και να διασκεδάσουμε, και μαζί να μεθύσουμε, να τις αγγίξουμε και να μας αγγίξουν.
Σε ένα παρ΄μερο δρομάκι ήταν ένα μπαρ σκοτεινό και άδειο από πελάτες, εγώ και ο παρέας μου ένας θερμαστής, μπήκαμε μέσα. Ήταν τελείως άδειο, χωρίς μπάρμαν ή κάποιο υπεύθυνο, και ετοιμαζόμασταν να φύγουμε όταν άνοιξε μια εσωτερική πόρτα και παρουσιάστηκε μια καταπληκτική σε κορμί και ομορφιά γυναίκα. Μας μίλησε Ελληνικά και ο φίλος μου ο θερμαστής τηε την έπεσε αμέσως.
Έκατσα στην άκρη του μπαρ και παρήγγειλα κόκα μπράντι και πίνοντας το σιγά, τους παρακολουθούσα να χαμουρεύονται. Τα ρούχα μου κολλούσαν πανω μου και κάθε τόσο κοιτούσα έξω τον καιρό για να πάω να αλλάξω μόλις θα σταματούσε η βροχή. Την ωρα που κόπασε και ήμουν έτοιμος να πω στο φίλο μου ότι φεύγω, νάσου ανοίγει ξανά η πόρτα και μπαίνει άλλη μια κοπέλα, λεπτή με αδύνατα πόδια και στενή λεκάνη. Σε χρόνια θα την έβαζα οσο ήμουν εγώ και αλλά τόσα, ενώ το πρόσωπο της ήταν συμπαθητικό και πονεμένο. Έδειχνε να έχει βάσανα, ψυχικά φαινόταν κουρασμένη, είχε ακόμα ένα βλέμμα γλυκό και θλιμμένο. Με είδε που σηκώθηκα, με πλησίασε και μου πιασε το χέρι.
-Που πας, με ρώτησε με σπασμένα Ελληνικά, κάτσε να σε δούμε, εμεις εδώ σας αγαπαμε εσας τους Ελληνες και θαυμαζουμε τον αρχαίο σας πολιτισμό.
Δεν μου άφηνε το χέρι, μου το κρατούσε με τρυφερότητα που με έφερνε σε δύσκολη θέση.
Στα πολλά που μου έλεγε ίσως κατάλαβε τη δυσκολία μου, από μόνη της πήγε πίσω από το μπαρ, έβαλε δυο ποτά και μούδωσε το ένα. Παρήγγειλα ύστερα εγώ άλλα δυο και αλλά δυο, μετά από λίγη ωρα χωρίς να καταλάβω αν την ψώνισα ή αν με ψώνισε, φύγαμε πιασμένοι χέρι με χέρι.

Είναι εμπειρίες συνηθισμένες και ανθρώπινες που όμως δεν φεύγουν από τις μνήμες όσα χρόνια να περάσουν, ειδικά στις περιπτώσεις των ναυτικών που μακριά από την πατρίδα στη μαύρη ξενιτιά, βρίσκουν παρηγοριά σε γυναικείες αγκαλιές με ψεύτικες τρυφερότητες και προσποιητές αγάπες προσπαθώντας να δημιουργήσουν τεχνητά αισθήματα, που τα πρόσωπα τους ξεχνιούνται στο επόμενο λιμάνι, αλλά οι θύμισες τους μένουν χαραγμένες και αποτυπωμένες στο νου τους ενόσω ζουν.

Ξημέρωνε η επόμενη μέρα, στις τέσσερις χαράματα ξεκινούσε η βάρδια μου. Νυσταγμένος καθώς ήμουν σηκώθηκα με το ζόρι, ντύθηκα, πλήρωσα τη γυναίκα, την αποχαιρέτησα και έφυγα. Γύρισα με τα πόδια στο πλοίο που το βρήκα άδειο από φορτίο καθώς είχε ξεφορτώσει, και η σκάλα ήταν πολύ ψηλά για να την φτάσω. Έβαλα μια φωνή στον ναύτη της βάρδιας που στεκόταν ακουμπισμένος στα ρέλια, και αυτός μου έγνεψε να περιμένω. Κάλεσε με τον ασύρματο που είχε στο χέρι τον λοστρόμο, και αυτός με ακόμα ένα ναύτη ήρθαν στο παλάγκο και κατέβασαν ένα τεράστιο κλουβί σαν καλάθι κάτω στο μόλο. Μπήκα μέσα, και με ανέβασαν πανω.

Κατευθύνθηκα στη καμπίνα μου για να βάλω τη φόρμα της δουλειάς να κατεβώ στο μηχανοστάσιο για τη βάρδια μου.

Και κάτω στη μηχανή στη βάρδια μου, περπατώντας πάνω κάτω για να περάσει η ώρα, έπιασα τον εαυτό μου να έχει ξεχάσει το όνομα της. Σκεφτόμουν πως ήταν μια απλή ερωτική συνεύρεση με προσποιητικά αισθήματα τρυφερότητας, μια πράξη ανθρώπινης ανάγκης και εξυπηρέτησης που δια αμοιβής έλαβα από την καχεκτική γυναίκα μέσα στο φτηνό ξενοδοχείο.