Η ΑΜΜΟΘΥΕΛΛΑ
Η ζωή στο τανκερ αποδείχτηκε πολύ δύσκολη, κατά πολύ περισσότερο από ότι
είχα φανταστεί. Παρ’ όλα αυτά, έσφιξα τα δόντια και είπα θα αντέξω, έτσι κι
αλλιώς δεν είχα πολλές επιλογές.
Πιάσαμε Σαουδική Αραβία και φουντάραμε ράδα περιμένοντας προσταγή από το
λιμεναρχείο για να δέσουμε στη πλατφόρμα να φορτώσουμε.
Οι μέρες περνούσαν, χωρίς να λαβαίνουμε μήνυμα. Εκείνοι οι καιροί ήσαν
δύσκολοι γιατι υπήρχε οικονομική ύφεση, και δύσκολα κλείνονταν συμφωνίες για
μεταφορά πετρελαίου. Έτσι αναγκαστικά περιμέναμε σχεδόν ένα μήνα.
Μέσα σ αυτή τη δύσκολη αναμονή λίγες μέρες πριν λάβουμε σήμα από την
εταιρεία πως έκλεισε ναύλο, μια μέρα καλοκαιρινή και θαμπή από τη ζεστή αύρα
της θάλασσας που εξατμιζόταν από τον καυτό ήλιο, στεκόμουν παρεα με το τζόβενο
στη κουβέρτα του πλοίου και παρατηρούσαμε την κίτρινη έρημο που απλωνόταν μετά
την ακτή σε απόσταση μισού χιλιομέτρου από εμάς, και την απέραντη άμμο που
σκέπαζε ολόκληρη τη χώρα της Αραβίας δημιουργώντας ένα νεκρό τοπίο ερημικό και
χωρίς βλάστηση.
Η έρημος της Αραβίας είναι μια περιοχή με ξηρό κλίμα και απόλυτη ξηρασία,
αλλά που καμιά φορά και σπάνια στα ξαφνικά, την διέρχονται θυελλώδεις άνεμοι
και ραγδαίες βροχές.
Είναι περιοχή αχανής με μεγάλη ηλιοφάνεια και ακαλλιέργητη και σχεδόν
μόνιμα ξερή γη, με κατοίκους ηλιοκαμένους και μαυριδερούς.
Παρ όλα αυτά μέσα στην όλη ερημιά της αραιά και κάπου, βρίσκονται μικρές
οάσεις, δηλαδή μέρη με βλάστηση από φοίνικες και γούρνες με νερό. Παλιά
αποτελούσαν περάσματα και σταθμούς για τα καραβάνια που διέσχιζαν τις ερήμους
μεταφέροντας οι έμποροι τα προϊόντα τους από τη μια πόλη στην άλλη και από τη
μια χώρα στην άλλη. Αποτελούσαν χώρους ξεκούρασης, ανεφοδιασμού και προφύλαξης
από μουσώνες και αμμοθύελλες. Οι άνεμοι στην έρημο είναι αρκετά δυνατοί και
συχνοί που άμα φυσούν, πολύ τακτικά δημιουργούν ανεμοστρόβιλους που με τη σειρά
τους αλλάζουν την όψη της ερήμου δημιουργώντας κυματώδειςπεδιάδες και ψηλούς
αμμόλοφους πανύψηλους και περίτεχνα κατασκευασμένους ίδιοι με έργα τέχνης.
Αυτά σκεφτόμουν ενώ έστεκα κάτω από το σκιάδι και α πό τη πρύμνη έβλεπα τη
μεγάλη έκταση της ερήμου που απλωνόταν πέρα από την ακτή. Ήταν σε απόσταση
μισού χιλιομέτρου μακριά μας και η θολή ατμόσφαιρα στον αέρα δημιουργούσε
κύματα σχηματίζοντας παράξενες σκιές ίδιες άγριες μορφές, που αιωρούνταν πάνω
από τη γη.
Στο νου μου έφερα σκέψεις κακές, καθώς όπως γνωρίζουμε από ότι άσχημο πέσει
στην αντίληψη μας, ο νους μας τρέχει παράλληλα σε ίδιες σκέψεις εξ ίσου κακές.
Ασυναίσθητα χωρίς άλλο λόγο παρά μόνο τη κυματιστή θολή ατμόσφαιρα που
δημιουργούσε τις κάθε λογής άϋλες μορφές σε όλα τα σχήματα, η σκέψη μου
ταξίδεψε σε κακές κίτρινες μορφές της κολάσεως και της αποκαλύψεως.
Γνωρίζοντας πως τα κακά παράξενα θηρία έρχονται από την άμμο και τη
θαλλασα, ξαφνικά είδα, ή μου φάνηκε πώς είδα το θηρίο της αποκάλυψης να
σχηματίζεται στην καυτή αύρα, και να αναπηδά από την άμμο στην ατμόσφαιρα και
να γεμίζει τον ουρανό με τις τεράστιες διαστάσεις του. Και αμέσως στο νου μου
ηρθαν τα λόγια του Ευαγγελιστή Ιωαννη «εκ της άμμου της θαλάσσης θηρίον
αναβαίνον, έχων κέρατα δέκα και κεφαλάς επτά...»
Και όσο παρακολουθούσα, οι μεγάλες σκιές της άμμου μετατρέπονταν και
άλλαζαν μορφή, γίνονταν τέρατα με κέρατα και πολλές κεφαλές.
Και το θηρίο γύρισε το κεφάλι του προς εμάς, και με ένα δυνατό
στριφογύρισμα έστρεψε το κορμί του ολόκληρο και μας όρμησε.
Ήταν ένας σίφουνας, άνεμος της ερήμου που από τη μια στιγμή στην άλλη
και σε απειροελάχιστο χρόνο, το κίτρινο πέπλο της άμμου μας σκέπασε και ψήγματα
άμμου μας χτύπησαν δυνατά και ανελέητα γδέρνοντας τα πρόσωπα μας πριν
προλάβουμε να προφυλαχτούμε μέσα στο πλοίο.
Με τα μάτια θολά από την άμμο μπήκαμε μέσα στην ασφάλεια του πλοίου, και
στέκοντας στο φινιστρίνι παρακολούθησα τον λυσσασμένο άνεμο που οδηγούσε με
ορμή τη βαριά άμμο που με δύναμη να χτυπούσε στους μπουλμεδες με ένα
ανατριχιαστικό σύριγμα κουφαίνοντας την ακοή μας και δημιουργώντας μέσα μας ένα
φόβο. Ήταν ένα φαινόμενο πρωτόγνωρο που γι αυτό είχα διαβάσει σε βιβλία, χωρίς
ποτέ μου να είχα φανταστεί πόση ανεξέλεγκτη δύναμη και ορμή μπορούσε να έχει η
άμμος που παρασερνόταν από τον άνεμο. Χτυπούσε με λύσσα τις χοντρές λαμαρίνες
του πλοίου δημιουργώντας ένα φοβερό θόρυβο που μας τρυπούσε τα αφτιά και έκανε
τα τύμπανα μας να πονούν, καθώς και τις καρδιές μας να τρομάζουν, προκαλώντας μας
ένα αίσθημα πανικού.
Με μουδιασμένες τις αισθήσεις από την υπερένταση του μεγαλειώδους θεάματος,
παρακολουθούσα το φυσικό φαινόμενο σε όλη του τη δράση. Ελπίζοντας ο θυμός της
φύσης γρήγορα να κοπάσει και ο σφοδρός άνεμος γρήγορα να καταλαγιάσει και το
θηρίο της ερήμου να περάσει και να προσπεράσει, παρακολουθούσα αποσβολομένος
χωρίς να είμαι σίγουρος μέσα μου αν κυριαρχούσε περισσότερο ο φόβος, ή ο
θαυμασμος για το μεγαλοπρεπές φαινόμενο που ελάμβανε χώρα μπροστά στα μάτια
μου.
Και έφυγε το θηρίο, όπως ξαφνικά εμφανίστηκε. Χάθηκε στο βάθος του
ορίζοντα, αφήνοντας πίσω του μια ολοκληρωτική υσηχία χωρίς τον παραμικρό
θόρυβο. Όπως ο χρόνος να έκαμε στάση και η ζωή να είχε σταματήσει. Το
κατάστρωμα ήταν γεμάτο άμμο, ολόκληρες στοίβες είχαν μαζευτεί σε όλα τα απόμερα
μέρη του πλοίου. Οι λαμαρίνες πρόσεξα πως άλλαξαν χρώμα, ήταν τόση η δύναμη του
ανέμου με την οποία έσπρωχνε την άμμο, που ματσακόνησαν η μπογιά αφήνοντας το
χοντρό στάρι σε πολλά μέρη του πλοίου. Θα είχαν πολλή δουλειά να κάμουν οι
ναύτες τις ερχόμενες μέρες, σκέφτηκα.
Πέρα στην πλώρη είδα την σιδερένια πόρτα στο ντεκ της γέφυρας του πλοίου να
ανοίγει, και τον δεύτερο να κατεβαίνει τη σκάλα. Ήξερα πως θα φώναζε το
λοστρόμο για να του δώσει εντολή να καθαρίσει το πλοίο από την σκόνη και την
άμμο. Ταυτόχρονα είδα από την πόρτα του πρυμναίου ντεκ τον λοστρόμο να βγαίνει
καθώς ήξερε καλά τη δουλειά του και πήγαινε να προλάβει τον δεύτερο που σίγουρα
θα τον αναζητούσε.
Ξεκίνησα και εγώ για τη μηχανή καθώς επίσης γνώριζα καλά τη δουλειά μου.
Ήξερα πως σε λίγο θα χτυπούσε το τηλέφωνο στο μηχανοστάσιο και θα παίρναμε
εντολή από τη γέφυρα να ξεκινήσουμε τη σανίταρυ, δηλαδή την αντλία για να
στείλουμε θαλασσινό νερό στην κουβέρτα από όπου με τις μάνικες οι ναύτες θα
ξέπλεναν από τη σκόνη και την άμμο ολόκληρο το πλοίο.
ΝΑΓΚΑΣΑΚΙ ΤΩΝ ΣΑΜΟΥΡΑΪ
Ένα καιρό λίγο πριν τον εικοστό αιώνα, μια ομάδα Σαμουράι αφάνισε μια
ολόκληρη οικογένεια σφάζοντας τους με τα ξακουστά σπαθιά τους. Ήταν ένα έγκλημα
που θα έπρεπε να πληρώσουν για να επέλθει δικαιοσύνη. Όμως οι διοικητικές αρχές
αναγνώρισαν σε αυτούς πως εκτελούσαν διαταγές του αφέντη τους, έτσι αντί να
τους καταδικάσουν και τοιουτοτρόπως να ατιμαστούν, τους επέτρεψαν να κάμουν
χαρακίρι και να πεθάνουν με τιμή κατά τα πρότυπα τους είδους τους ως τιμημένοι
πολεμιστές, καθώς ο αρχαίος νόμος των Σαμουράι τους ήθελε να υπακούν τυφλά
στους αφέντες, χωρίς ερωτήσεις και αντιρρήσεις.
Είναι ένα περιστατικό που καταδεικνύει τον Ιαπωνικό τρόπο ζωής ως πριν τον
δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, οπότε πολλά άλλαξαν, και οι Ιάπωνες ακολούθησαν τρόπο
ζωής κατά τα δυτικά πρότυπα.
Το Ναγκασάκι είναι Ιαπωνική πόλη που η ιστορία την αναφέρει ως πόλη
των Σογκούν και των Σαμουράι.
Οι Σογκούν ήταν ανώτεροι στρατιωτικοί ηγέτες και αρχηγοί
των Σαμουράι κατά τον μεσαίωνα, ενώ οι Σαμουράι αποτελούσαν τις στρατιές
των μεγάλων Φεουδαρχών που σκοπό είχαν την υπεράσπιση της περιουσίας
τους. Η κουλτούρα τους ήταν θεμελιωμένη στην έννοια του πολεμιστή με
μεγάλες ικανότητες και είχαν υψηλό επίπεδο εκπαίδευσης. Με κεντρικό
δόγμα τη τιμή και τη περιφρόνηση στον θάνατο, πολεμούσαν γενναία για τον αφέντη τους και προτιμούσαν τον αξιοπρεπή θάνατο
από την ατίμωση της ήττας. Από αυτή την περιφρόνηση για τον θάνατο,
δημιουργήθηκε η παράδοση για το χαρακίρι, ενός τελετουργικού τρόπου αυτοκτονίας
ως μοναδική επιτρεπτή διέξοδο σε περίπτωση ήττας ή ατίμωσής τους.
Ως λαός οι Ιάπωνες είχαν άλλη κουλτούρα και πολιτισμό από τους
Ευρωπαίους, τρόπο ζωής και συμπεριφοράς πολύ διαφορετικό, ενώ η ανώτερη
τάξη των αρχόντων τις μάζες του λαού, τις είχε ως εργαλεία για να
τους εξυπηρετούν.
Κατά τη διάρκεια των αιώνων ο τρόπος ζωής παρέμενε ο ίδιος, οι μόνες
αλλαγές ήταν οι εναλλαγές της εξουσίας. Τα ήθη και έθιμα δεν αλλοιώθηκαν, και
οι δομικές αρχές της αρχιτεκτονικής είχαν παραμείνει κατά ένα μεγάλο μέρος
αμετάβλητες, με κύριες αλλαγές μόνο διακοσμητικές λεπτομέρειες ενώ στο πέρασμα
των διαφόρων δυναστειών, δέχτηκαν μόνο μικρές επιρροές από εξωγενείς
παράγοντες. Η αρχιτεκτονική έμεινε κατά βάσην προσκολλημένη στα δικά της
στοιχεία καταφέρνοντας να μην επηρεαστεί από αυτήν της Ευρώπης.
Το Ναγκασάκι είναι κτισμένο σε ένα μακρόστενο κόλπο που σχηματίζει ένα
φυσικό απάνεμο λιμάνι. Μπαινοντας στον κολπο, με ανακούφιση δοξάσαμε τον
Άη Νικόλα που μας βοήθησε να ταξιδεύσουμε με ασφάλεια τον φουρτουνιασμένο
Ινδικό ωκεανό. Πολλές φορές τα ταξίδια σ αυτό τον ωκεανό είναι δύσκολα,
γιατι πνέουν μουσώνες με εναλλασσόμενες κατευθύνσεις που δημιουργούν επικίνδυνα
επιφανειακά ρεύματα προκαλώντας μεγάλους κυματισμούς.
Είχαμε ένα μακρύ ταξίδι που μας ταλαιπώρησε καθώς η θάλασσα ήταν ταραγμένη
και τα δυνατά μποφόρ δυσκόλευαν τον πλου μας. Τα κύματα σκέπαζαν
το πλοίο σε όλη τη διάρκεια του ταξιδιού και δώσαμε πραγματική μάχη οι ναύτες
στο πιλοτήριο και οι μηχανικοί στη μηχανή. Ταρακουνηθήκαμε περισσότερο από
άλλες φορές, γιατι είχαμε τα κύματα και τα ρεύματα κόντρα στη πορεία μας.
Αναγκαζόμασταν να πηγαίνουμε λίγο παράλληλα με τον καιρό για να μειώνουμε τον
κίνδυνο, και αυτό είχε σαν αποτέλεσμα το ταξίδι μας να διαρκέσει περισσότερες
μέρες.
Μετά από ένα μακρινό ταξίδι, επιστρέψαμε στον Περσικό κόλπο.
Αφού καθίσαμε ένα μήνα ράδα έως ότου κλείσει ναύλο η εταιρεία, ξεκινήσαμε για
την Ιαπωνία.
Φορτώσαμε από τη Ραστανούρα μια από τις κυριότερες πηγές ενέργειας στο
σύγχρονο κόσμο. Μαύρο χρυσό ονόμασαν το πετρέλαιο και είχαν δίκαιο, αφού εξ
αυτού από αρχαιοτάτων χρόνων ακόμα και πριν ανακαλυφτεί, η χρήση του ήταν
απεριόριστη.
Στην Ιαπωνία όπως και αλλού, από αμνημονεύτων χρόνων όταν στην επιφάνεια
εδαφών υπήρχαν ροές πετρελαίου, το χρησιμοποιούσαν ως νάφθα και πίσσα. Και όταν
υπήρχαν εκροές αεριών, τις χρησιμοποιούσαν οι επιτήδειοι αρχιερείς και μάγοι ως
δύναμη σταλμένη από τους Θεούς.
Τώρα μετά το τέλος του παγκοσμίου πολέμου, η πρόσβαση στο πετρέλαιο ήταν
εύκολη, καθώς στη Μέση Ανατολή κυρίως, ανακαλύφθηκαν τεράστια κοιτάσματα και τα
οποία μεταφέρονταν στις διάφορες χώρες με πλοία τάνκερς.
Είχαμε στα αμπάρια δεκάδες χιλιάδες τόνους μαζούτ που προοριζόταν για τις
ανάγκες της αρχαίας πόλεως στο Ναγκασάκι, μιας σύγχρονης πλέον πόλης, που τα
τελευταια χρόνια είχε εξελιχθεί σε μεγάλη βιομηχανική πόλη.
Μπήκαμε στο απάνεμο λιμάνι και δέσαμε στο ντόκο. Οι ναύτες του πλοίου και
οι εργάτες του λιμανιού, σαν μέλισσες εργάζονταν και σε λίγη μόνο ώρα,
οι cargo αντλίες κάτω στο μηχανοστάσιο ήταν έτοιμες να ξεκινήσουν και
να στείλουν το πολύτιμο υγρό φορτίο στη στεριά. Η ώρα ήταν δώδεκα και κάτι
μεσημέρι. Μόλις είχα τελειώσει τη βάρδια μου και ως την επόμενη είχα οκτώ ώρες
να σκοτώσω. Σίγουρα αυτός ο τρόπος δεν ήταν άλλος παρά η ξενάγηση μου στη
καινούργια χώρα που ευρισκόμουν, στη χώρα του ανατέλλοντος ηλίου.
Η Ιαπωνία χώρα της Ανατολικής Ασίας, αποτελείται από τέσσερα μεγάλα νησιά,
το Κιούσου στο οποίο και ήταν η πόλη Ναγκασάκι, το Χονσού, το Σικόκου και το
Χοκκάιντο, καθώς και από άλλα σχεδόν εφτά χιλιάδες μικρά νησάκια διασπαρμένα
στο Ιαπωνικό Αρχιπέλαγος. Με αδημονία περίμενα να γνωρίσω την Ιαπωνική
κουλτούρα και τη συμπεριφορά του ντόπιου πληθυσμού, καθώς εκείνες τις εποχές
παγκόσμια ήταν πολύ της μόδας οι ταινίες καράτε με τον Μπρούς Λή,
και οι περιπέτειες με τους ανίκητους Σαμουράι που πολεμούσαν με τα
σπαθιά τους ενάντια στα τυφέκια και στα πολυβόλα των δυτικών.
Ήθελα να περιδιαβώ τα καταστήματα με τα ξακουστά
ρολόγια seiko και τα φτηνά ηλεκτρονικά προϊόντα υψηλής τεχνολογίας.
Να γευτώ το σούσι και να γνωρίσω τις Γκέισες και την ιστορία τους. Το σούσι
είναι παραδοσιακό φαγητό που έχει ως βάση το ξυδάτο ρύζι σε συνδυασμό με
θαλασσινά και εξαιρετικές σάλτσες σπουδαιοτάτης γεύσης. Οι Γκέισες ήταν
μορφωμένες γυναίκες με ειδικές σπουδές στις τέχνες του χορού, της μουσικής και
του τραγουδιού και της ποίησης, και υπηρετούσαν στις μεγάλες φεουδαρχικές αυλές
του μεσαίωνα.
Το Ναγκασάκι έχει μια ιστορία που ξεκινά πριν από χιλιάδες χρόνια.
Η πόλη υπήρξε κατά το μεσαίωνα κέντρο ευρωπαϊκής επιρροής και έμεινε
γνωστή στην ιστορία ως η δεύτερη πόλη μετά τη Χιροσίμα που κατά
τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο βομβαρδίστηκε με ατομική βόμβα .
Καταστράφηκε ολοσχερώς ίδια να τη χτύπησε γιγάντιος μετεωρίτης. Ήταν μια
ολοκληρωτική καταστροφή που προκλήθηκε από τη διάσπαση του ατόμου σε μια
προσπάθεια του ανθρώπου να αντικαταστήσει τη δύναμη του Θεού. Όλα ήταν φωτιά
και οι άνθρωποι κάηκαν και έλιωσαν σαν λαμπάδες. Τα πτώματα ήταν σκόρπια
παντού, και οι ετοιμοθάνατοι σαν μούμιες δίχως μάτια τρέκλιζαν πριν πεθάνουν. Η
Χιροσίμα και το Ναγκασάκι μέσα σε στιγμές μόνο, έπαψαν να υπάρχουν και έμειναν
πόλεις νεκρές σταχτωμένες και απολιθωμένες. Άμορφοι σωροί από δομικά υλικά
διαλυμένα στη μοριακή τους δομή, κατάκλυσαν τα τοπία που πριν ήταν κτισμένα τα
κτίρια που αποτελούσαν τις πόλεις.
… Και μετά την απόλυτη καταστροφή, οι άνθρωποι ξανάκτισαν την πόλη. Της
έδωσαν καινούργια μορφή, σύγχρονη και Ευρωπαϊκή. Μεγάλοι ουρανοξύστες και
απέραντα κτιριακά συγκροτήματα στήθηκαν εξ αρχής, και η μεγάλη ανάπτυξη της
ηλεκτρονικής βιομηχανίας υψηλών προδιαγραφών, κατέστησαν τη πόλη πλούσια και
ευημερούσα. Οι άνθρωποι σαν μυρμήγκια δούλευαν και σε ταχείς ρυθμούς, κινούνταν
σε κατάσταση απόλυτης πειθαρχίας. Ήταν όλα τυποποιημένα και προγραμματισμένα.
Περίμενα πως θα συναντούσα πράγματα διαφορετικά, όπως εκείνα που διάβαζα
από μικρός στα βιβλία. Πως εδώ θα αναγνώριζα τον πολιτισμό της αρχαίας ιστορίας
των παντοδύναμων φεουδαρχών και αυτοκρατόρων με τις πανστρατιές των Σογκούν και
των Σαμουράι που τους προστάτευαν. Πως θα συναντούσα γυναίκες με κιμονό και
μαζί άνδρες σύγχρονους στοιβαγμένους σε λεωφορεία να πηγαίνουν στις εργασίες
τους. Όμως τίποτα δεν συνάντησα να μου τα θυμίζουν. Ήταν όλα σε μια απόλυτη
τάξη και ο πλούτος διάχυτος παντού. Καταστήματα με ακριβά κοσμήματα και
ηλεκτρονικά προϊόντα που ακόμα σε άλλη χώρα δεν είχαν εξαχθεί, άνθρωποι
καλοντυμένοι με ακριβά κοστούμια κυκλοφορούσαν χωρίς να μας κοιτάζουν περίεργα
καθώς ήμασταν διαφορετικοί, και οι δρόμοι ήταν γεμάτοι αμάξια μόνο ντόπιας
κατασκευής.
Ήταν μια πόλη πλούσια και ανεπτυγμένη, περισσότερο από πολλές άλλες της
σύγχρονης Ευρώπης.
ΠΑΓΩΜΕΝΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΣΤΗ ΘΑΛΑΣΣΑ
Η θάλασσα είναι όμορφη ακόμα και το χειμώνα. Όταν ο φλοίσβος γίνεται
βρυχηθμός που τρομάζει τις ήρεμες αισθήσεις, ακόμα και αυτός ο φόβος που
προκαλεί έχει την ομορφιά του. Όταν η θάλασσα αγριεύει και δείχνει το θυμό της,
όταν τα γαλάζια νερά ασπρίζουν και θολώνουν, όταν τα ρέματα και η ορμή της
παρασέρνουν και εξαφανίζουν πλοία και στεριές, όταν τα κύματα ψηλώνουν στον
αέρα και εξατμίζουν μυριάδες υδρατμούς και αλμυρίζουν την ατμόσφαιρα, τότε
μπορεί κάποιος να τη γευτεί, να τη μυρίσει και να την ευφρανθεί, και να σκεφτεί
το μεγαλείο που εμπερικλείει και κρύβει μέσα της. Πόση είναι η δύναμη της.
Το ζήτημα πολλές φορές είναι πως βλέπει κανείς τη θάλασσα. Μέσα σε
ένα όρμο να σκάζει αγριεμένη τα κύματα της χτυπώντας με βία τη
στεριά, ή να κατατρώει με ορμή τις ακτές σε κάποιο ακρωτήριο. Ή ακόμα
αντικρίζοντας την από μακριά στέκοντας σε κάποιο ύψωμα και απολαμβάνοντας
ολόκληρη τη θέα της στο σωστό της μεγαλείο, χωρίς όμως να μπορούν όλες οι
αισθήσεις να νιώσουν την πραγματική της διάσταση, αφού το θυμό της να
αφουγκραστεί δεν δύναται, ούτε την μεγάλη της δύναμη να νιώσει όταν με
αγριότητα ανακατεύει τα ύδατα της.
Εγώ το μεγαλείο της το έχω αντικρύσει και το έχω νιώσει
καταμεσής της θάλασσας μέσα σε άγρια και φουρτουνιασμένα πελάγη,
όταν ταξιδεύοντας με ποντοπόρα πλοία διασχίζαμε ωκεανούς επικίνδυνους από μια
χώρα σε άλλη, πέρα πολύ μακριά στα πέρατα του κόσμου. Αντιμετωπίζοντας κρύο
τσουχτερό, χιόνια και παγετό που έψυχε το πόσιμο νερό μέσα στα τάγκια στα
πλευρικά του πλοίου. Σε θερμοκρασίες υπό το μηδέν, που ακόμα και τα καζάνια του
ατμού κάτω στις μηχανές εξωτερικά τα πάγωνε η κρυότης, και που με ευχαρίστηση
τα αγγίζαμε για να ζεσταθούμε. Σε ταξίδια μακρινά και πρωτόγνωρα, σε τόπους που
πάγωνε η θάλασσα και τα κύματα έμεναν μετέωρα σαν υδάτινα γλυπτά σε στερεά
μορφή.
Σε ένα από τα μακρινά και ατελείωτα ταξίδια, θυμάμαι ήταν Χριστούγεννα. Ο
άνεμος τσουχτερός και το αγιάζι φαρμακερό σκέπαζε τη θάλασσα.
Μέσα στο πλοίο ναύτες και μηχανικοί με τις σκέψεις μας στη στεριά και στους
αγαπημένους, παγωμένοι ανάβαμε τσιγάρο σάμπως ο καπνός να μας ζέστεναι τα
σωθικά και την κρύα καρδιά. Κάναμε σουλάτσα πάνω κάτω στις σκάλες και στους
διαδρόμους τάχα να ζεσταθούμε.
Ο αγέρας ήταν κρύος που μας έκαιγε σαν φωτιά και το ψύχος δριμύ διαπερνούσε
τις κατάκλειστες σιδερένιες πόρτες που ήταν ερμητικά κλειστές, και μας πάγωνε
τις άκριες του κορμιού και μας γέμιζε κρυοπαγήματα.
Και εγώ σκεφτόμουν, άραγε υπάρχει κόλαση, ή ο Θεός την έκαμε και τούτην
πάνω στη γη; Είναι δυνατόν η κόλαση που την καίει η φωτιά να είναι χειρότερη από
τον αδυσώπητο καιρό που με τόση μανία καίει η κρυότης;
Κουνώντας το κεφάλι μου δίπλα στα καζάνια του ατμού όπου είχα αράξει για να
ζεσταθώ, αυτά έλεγα στον εαυτό μου. Και δίπλα μου ο γέρο θερμαστής ο Γκασφίκης,
είπε πως καμιά άλλη φορά στην πολύχρονη θαλασσινή ζωή του δεν είχε συναντήσει
τέτοιο παγωμένο καιρό. Καμιά άλλη φορά δεν γιόρτασε Χριστούγεννα όπως τώρα, με
τόσο αβάσταχτο κρύο.
Και οι ναύτες πάνω στην κουβέρτα στην τραπεζαρία, περισσότερο κρύωναν και
με έκσταση παρακολουθούσαν τη γιάλλα που θάμπωνε τα φινιστρίνια, ενώ ο άνεμος
έξω που λυσσομανούσε, έμοιαζε να είχε αποκτήσει στέρεα μορφή καθώς πάγωναν οι
υδρατμοί της θάλασσας μέσα στον αέρα.
Οι γιορτές και ιδίως οι θρησκευτικές, στις θάλασσες και στα πελάγη μακριά
από αγαπημένους προκαλούν αισθήματα λύπης. Η μοναξιά και η νοσταλγία των
Χριστουγέννων θλίβει τους ναυτικούς, που με το νου στα αγαπημένα τους πρόσωπα,
βυθίζονται στις βαριές τους σκέψεις αναπολώντας τις όμορφες στεριανές
οικογενειακές συνάξεις αυτών των γιορτινών καιρών. Όσο κι αν έχουν συμβιβαστεί
με την μοναξιά της απομόνωσης μακριά από τους ανθρώπους, εντούτοις κυρίως τις
μέρες των Χριστουγέννων, οι αγαπημένες θύμισες πνίγουν τις σκέψεις και οι φωνές
των αγαπημένων ηχούν απόμακρες προκαλώντας τους περισσότερη νοσταλγία.
Έτσι περνούν τα Χριστούγεννα, και όλες οι γιορτές πάνω στα ποντοπόρα πλοία
που ταξιδεύουν μέρες πολλές με ορίζοντα μόνο τη θάλασσα σε όλες τις μεριές. Και
όσοι αποφασίσουν αυτό το επάγγελμα, γνωρίζουν την μοναξιά της απομόνωσης.
Όμως σ αυτό το ταξίδι δεν αρκούσαν οι στεριανές σκέψεις που μας
στενοχωρούσαν, ήταν από πάνω ο κρύος καιρός που μας πάγωνε τα κόκκαλα και μας
μούδιαζε τα κορμιά. Ήταν τα μεγάλα κύματα που σκαμπανέβαζαν το πλοίο, ήταν και
η παγωμένη πνοή του ανέμου που έψυχε τις αναπνοές μας και μας έκανε να πονούμε
από το αφόρητο κρύο.
Ήταν ένα καιρός που εγώ και οι άλλοι ναυτικοί σε κεινο το πλοίο, δεν είχαμε
άλλη φορά συναντήσει στις θάλασσες που είχαμε ταξιδεύσει. Ήταν ένας
παγωμένος καιρός ανήμερα Χριστουγέννων, όπου ο αγέρας κρύος σαν τη φωτιά μας
έκαιγε, και το ψύχος δριμύ μας διαπερνούσε και μας πονούσε.