Το Νοβορωσίσκ είναι το μεγαλύτερο λιμάνι στη Μαύρη θάλασσα. Δεν είναι τουριστική αλλα βιομηχανική πόλη παραγωγής μετάλλων και τροφίμων. Παλαιότερα έως την Οκτωβριανή επανάσταση, στην πόλη υπήρχε πανίσχυρη ελληνική ομογένεια.
Αυτό που τώρα έκανε την πόλη πανέμορφη, ήταν το απέραντο πράσινο που με τον καιρό τώρα της Άνοιξης και τα χιόνια που σχεδόν είχαν λιώσει, η βλάστηση οργίαζε και τα χαμηλά τριόροφα κτίρια ομοιόμορφα κτισμένα, ήταν χωσμένα πίσω από φραγμούς και δένδρα. Όπου το μάτι πλανιώταν, υπήρχε παντού πράσινο. Ήταν ένα ωραιότατο θέαμα, χάρμα οφθαλμών.
Το ίδιο ωραίος και ο ναύτης ντυμένος με την καλή του φορεσιά, σε εκείνο το ταξίδι θα νυμφευόταν την αγαπημένη του Ρωσίδα που για πολύ καιρό τώρα, τον είχε μαγέψει με την ομορφιά της. Την γνώρισε από την πρώτη μέρα στο πρώτο του ταξίδι πριν καιρό, και την έκαμε αγαπητικιά του για μια νύχτα, προσφέροντας της μια μπλούζα της τελευταίας μόδας που έφερε από την Ελλάδα. Από εκείνη τη φορά του έμεινε καταδική του, και κάθε φορά τον περίμενε στην άκρη του μόλου, και αυτός πάντα σε κάθε επίσκεψη της έφερνε δώρα, κυρίως φορέματα και λεπτά εσώρουχα της μόδας που στην πάλαι Σοβιετική Ένωση ήταν πολύ ακριβά και δυσέβρετα, καθώς δεν ήταν είδη πρώτης ανάγκης και το καθεστώς απέτρεπε την εισαγωγή τους επιβάλλοντας υψηλούς δασμούς.
Είχαν ξεκινήσει μια απλή σεξουαλική σχέση όταν την ψώνισε στο ντόκο που έκανε τσάρκα, που στο χρόνο όμως φούντωσε σε σχέση έρωτος και αγάπης, που να τώρα, κατέληγε σε γάμο. Εκείνους τους καιρούς που οι πολίτες ένιωθαν την καταπίεση του Κομμουνιστικού καθεστώτος, σίγουρα τέτοια καλή ευκαιρία πολλές κοπέλες την γύρευαν. Γι αυτό, αν τον αγαπούσε ή όχι εκείνη μόνο ήξερε, πάντως η απάντηση της ήταν ότι δεχόταν να τον παντρευτεί και να φύγει μαζί του στην Ελλάδα.
Ήταν μια κούκλα αληθινή, πολύ επιθυμητή, με ένα κορμί θεσπέσιο που ανάσταινε πεθαμένους. Ήταν ψηλή και καλλίγραμμη, είχε πρόσωπο τέλειο, άσπρο, αφράτο και ττορφαντό. Είχε μια άγρια ομορφιά και ένα ύφος ατίθασο, που μας έκανε να διερωτόμαστε αν θα μπορούσε να την τιθασεύσει. Τα είχε όλα για να επιτύχει στο Αμερικάνικο σινεμά. Είχε όμως την κακή τύχη να ζει στη Ρωσία αντί στην Αμερική. Δεν γνωρίζαμε λοιπόν, ποιος έκανε χάρη σε ποιον. Ο Κατσιβάκης που έπαιρνε μια λιμανίσια γυναίκα να την κάνει κυρά προκομμένη, ή η όμορφη Ρωσίδα Λιούπα την έλεγαν, που του χάριζε τον θεσπέσιο εαυτό της με το καλλίγραμμο κορμί και τη σπάνια ομορφιά.
Πιστεύω πως και οι δυο ήταν κερδισμένοι. Αυτός θα παντρευόταν μια κουκλάρα που ούτε στο όνειρο του ίσως θα μπορούσε να φανταστεί, και αυτή θα μπορούσε να ξεφύγει από τη μιζέρια και το στενό περιορισμό στην ίδια της τη χώρα.
Θα μπορούσε να πάρει χαρτί εξόδου μόνο με αυτό τον τρόπο. Οι κανονισμοί ήσαν αυστηροί και δεν επέτρεπαν εύκολα σε πολίτες να εγκαταλείψουν τη χώρα, γιατί ήταν γνωστό, όσοι έφευγαν, δεν ξαναγύριζαν. Προτιμούσαν τις χώρες της Δύσης που η ελευθερία ήταν κεκτημένο αγαθό σε σχέση με τον τόπο τους που τα πάντα ήταν υπό τη σκέπη του κράτους.
Πόσο θα άντεχε ένας τέτοιος γάμος κανείς μας στο πλήρωμα δεν ήξερε, αλλά οι περισσότεροι του δίναμε ημερομηνία λήξης. Ήταν εξόφθαλμο πως δεν θα μπορούσε να κουμαντάρει το εκρηχτικό της ταπεραμέντο, ήταν φανερό πως στην Ελλάδα, στη χώρα της ελευθερίας, κάποιος επιτήδειος με πολλά χρήματα θα του την έπαιρνε. Η γυναίκα έμοιαζε με Θεά, και είχε όλα τα φόντα να γίνει σταρ. Στο κάτω κάτω, από λιμάνι την ψώνισε, τι άλλο να περίμενε;
Όλοι μας από ζήλεια ίσως, αυτά σκεφτόμασταν, αλλα ο ίδιος τυφλός στον έρωτα του, έλαμπε ολόκληρος και είχε τον κόσμο δικό του.
Με μεγάλες δρασκελιές έφευγε λοιπόν βιαστικός, ανυπομονώντας να πάει στην καλή του, και εμείς από το κατάστρωμα τον κατευοδώναμε, αλλα ναι, μέσα μας βαθιά τον ζηλεύαμε για την όμορφη γυναίκα που είχε.
Η Λιούπα ήταν γυναίκα πολύ όμορφη, σε σημείο που μας έκανε να φθονούμε τον τυχερό μας συνάδελφο που του έλαχε η καλή τύχη, που την όριζε όλως δική του. Στο πλοίο υπηρετούσε συνέχεια δυο χρόνια χωρίς να ξεμπαρκάρει, μόνο για τη χάρη της. Κάθε μήνα τουλάχιστον μια φορά, το πλοίο έπιανε στο λιμάνι του Νωβοροσίσκ για να ξεφορτώσει κυρίως δημητριακά, και να φορτώσει ξυλεία. Και αυτή πάντα τον καρτερούσε έξω στο μόλο με αγωνία και με χαρά, καθώς κάθε φορά της έφερνε μαζί με την πολλή αγάπη του και πολλά δώρα.
Έτσι αφού ο ένας αγαπούσε πολύ τον άλλο, αποφάσισαν να παντρευτούν. Ο γάμος θα γινόταν σήμερα, εδώ στη μακρινή χώρα. Ήταν όλα κανονισμένα, ο παπάς στην εκκλησία περίμενε, το σόι της νύφης έτοιμοι ντυμένοι με τα καλά τους ρούχα. Σίγουρα η νύφη θα ήταν πανέμορφη.
Ήμασταν όλοι καλεσμένοι, όμως εγώ δεν θα έβλεπα τη νύφη με το νυφικό, καθώς είχα βάρδια απογευματινή και δεν θα παρευρισκόμουν στη θρησκευτική τελετή. Όμως το βράδυ στο πάρτι θα ήμουν οπωσδήποτε.
Δεν είχα μπει ακόμα στα είκοσι, και οι εμπειρίες μου περί έρωτος ήταν λιγοστές. Στα λιμάνια που πιάναμε στα μπαρς και στους δρόμους οι γυναίκες όμορφες και άσχημες μπόλικες μας ανέμεναν όταν δέναμε, γι αυτό και πίστευα πως γρήγορα καλά θα μάθαινα ώστε με υπερηφάνια αργότερα στις επίσημες αγαπημένες με εμπειρία να ξέρω να συμπεριφερθώ. Ήταν το πρώτο μου πλοίο και καθώς ήταν φορτηγό, μέναμε αρκετές μέρες σε λιμάνια, οπότε είχαμε καιρό στη διάθεση μας να περάσουμε -πώς αλοιώς-, παρέα με πόρνες, ποτό και διασκέδαση. Σιγά με τον καιρό λοιπόν, πολλές εμπειρίες θα αποκτούσα.
Στο πλοίο αυτό όμως που ήταν το πρώτο μου μπάρκο και έχοντας ελάχιστες ερωτικές εμπειρίες, η ιστορία που μου συνέβηκε σ αυτό το ταξίδι, δεν κατάλαβα αν ήταν όμορφη εμπειρία, γιατί ήμουν μεθυσμένος και δεν κατάλαβα καλά πως συνέβηκε ακριβώς.
Είχαμε συναχτεί πυκνωμένοι και στριμωγμένοι μέσα στο μικρό Χωλ όπου το κασετόφωνο έπαιζε μουσική στη διαπασών, και εμείς πίναμε και χορεύαμε. Παρών σχεδόν όλο το πλήρωμα εκτός από τους βαρδιάνους, καθώς γιορτάζαμε τη χαρά του συναδέλφου μας που σήμερα νωρίς το απόγευμα παντρεύτηκε την καλή του.
Εμείς και οι συγγενείς της νύφης στο μικρό Χωλ που δεν μας χωρούσε, στριμωχτά στεκόμασταν και σφιγγόμασταν ο ένας πλάι στον άλλο. Ακούγαμε ρώσικη μουσική, και όλοι έπιναν αβέρτα ρώσικη βότκα, και χόρευαν στους μουσικούς ρυθμούς. Εγώ δεν ήμουν μαθημένος στο ποτό, καθώς προηγουμένως στη ζωή μου ποτέ δεν είχα πιει. Γιατί αφενός στο φτωχό μας σπίτι ποτέ δεν υπήρχε έστω ένα μπουκάλι ποτό αφού ούτε κάν ψωμί δεν είχαμε από την μεγάλη φτώχεια που μάστιζε τον περισσότερο πληθυσμό στην Κύπρο εκείνη την εποχή, αφετέρου δεν μου άρεσε η γεύση γενικά του ποτού. Εκείνη τη μέρα όμως στη χαρά του συναδέλφου και με την παρότρυνση της άλλης ομήγυρης, ήπια λίγα ποτηράκια. Σταμάτησα όμως έγκαιρα, γιατί ένιωθα πως το ποτό θα με πείραζε.
Και τότε η καλή πεθερά που νοιαζόταν για όλους τους καλεσμένους, ήρθε κοντά μου για να φροντίσει οπωσδήποτε να συνεχίσω και εγώ με τους άλλους να πίνω και να γιορτάζω τη χαρά της κόρης της.
Ήταν πενηντάρα στην τρίχα βαμμένη και στολισμένη, και φαινόταν πολύ όμορφη. Δεν χρειαζόταν σκέφτηκα από μέσα μου τα λούσα που στολίστηκε για να είναι όμορφη. Η φύση της χάρισε ένα τέλειο σώμα καλλίγραμμο και συμμετρικό, από αυτήν οπωσδήποτε είχε πάρει και η κόρη της. Το πρόσωπο της ήταν λίγο ρυτιδιασμένο ίσως από τα βάσανα της σκληρής διαβίωσης στην τότε Σοβιετική Ένωση που ο περισσότερος λαός διαβιούσε φτωχικά, ίσως όμως και λογω της ηλικίας της.
Με σπασμένα Ελληνικά με έπιασε κουβέντα και βάζοντας στο ποτήρι μου βότκα και χυμό πορτοκαλιού, αρχίσαμε να πίνουμε εις υγείαν. Μαζί με το χυμό η βότκα κυλούσε όμορφα στο λαρύγγι μου, αφήνοντας στο στόμα μου μια ευχάριστη γεύση. Πόσο ήπια εκείνη τη νύχτα δεν μπόρεσα την άλλη μέρα να θυμηθώ όσο και αν προσπάθησα.
Στο πρώτο ποτό την βρήκα θελκτική, στο δεύτερο μου έφυγαν οι αναστολές, και πρόσεξα το μεγάλο στήθος και τα ατελείωτα πόδια που είχε.
Στο τρίτο πρόσεξα την γυμνή της πλάτη και μέσα στο τεράστιο ντεκολτέ της τα μεγάλα βυζιά της.
Και αποχαυνωμένος από το ποτό την κοίταγα με λαχτάρα, χωρίς όμως καθόλου να τολμήσω οτιδήποτε, καθώς από ντροπή και σεβασμό στο ξένο σπίτι, οπωσδήποτε δεν θα επιχειρούσα έστω ένα ευγενικό φλερτ.
Έτσι συνεχίσαμε παρέα να πίνουμε. Σε κάποια στιγμή με θυμάμαι μαζί χορεύαμε ένα κολλητό μπλουζ, και μετά μόνο θύμισες σε αναλαμπές μου έρχονταν. .Ημουν ανάσκελα ξαπλωμένος πάνω στο ντιβάνι, και αυτή πάνω μου καθόταν και με χάιδευε. Θυμάμαι πως μια ξυπνούσα και μια χανόμουν στο λήθαργο του μεθυσιού.
Ναι, είχα μεθύσει για καλά. Ίσως κι αυτή να είχε μεθύσει δεν ξέρω, θυμάμαι μόνο πως όταν συνερχόμουν, την ένιωθα πάνω μου να κουνιέται, και από ντροπή κοίταγα γύρω μου και έβλεπα τους άλλους να μιλούν, να χορεύουν και να πίνουν, αλλά κανείς δεν έδινε σημασία σε μας, όπως να μην υπήρχαμε, ή όπως να κάναμε κάτι φυσικό.