ΤΑΞΙΔΕΥΟΝΤΑΣ ΜΕ ΤΟ ΠΛΟΙΟ ΤΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ ΝΙΑΡΧΟΥ: "WORD KNOWLEDG" - ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 6

Ο ΑΓΡΙΟΣ ΚΑΙΡΟΣ
Αγκομαχούσε η μηχανή και πάσκιζε με δύναμη να πάρει το βαπόρι κόντρα στα κύματα και τα ρεύματα. Ήθελε πολλούς ίππους δύναμη να το κινήσει καθώς ήταν ένα θεόρατο τάνκερ των 350 χιλιάδων τόνων, αλλά η μηχανή του ήταν δυνατή και σύγχρονη, έτσι συνεχίζαμε τον πλουν μας χωρίς μεγάλες έγνοιες και ανησυχίες στη σκέψη μας για τον άγριο καιρό που λυσσομανούσε έξω σε ένα πρωτόγνωρο ξέσπασμα της οργής του.
Το “World Knowledg” το θεόρατο τάνκερ που εκείνο τον καιρό το 1978, ήταν το τρίτο μεγαλύτερο στον κόσμο, μπορούσε να πλεύσει υπό τις πιο αντίξοες συνθήκες. Ήταν κατασκευασμένο να αντέχει στις πιο μεγάλες φουρτούνες χωρίς να βυθίζεται. Έτσι ήταν σχεδιασμένο στη θεωρία και στα χαρτιά, το ίδιο καλά ελπίζαμε να ήταν κατασκευασμένο.

Ποιο όμως ανθρώπινο κατασκεύασμα θα μπορούσε να αντέξει τη μήνη του Θεού; Πως θα μπορούσε η επιστήμη να ξεπεράσει τον δημιουργό; Οι δυνάμεις της φύσης είναι ανυπέρβλητες, και μόνο άσκεφτοι θα τολμούσαν να  της εναντιωθούν.
Σε τούτο το ταξίδι μας μέσα σε έναν θυελλώδη καιρό που διασχίζαμε μια θάλασσα πολύ φουρτουνιασμένη, τα κύματα δυνάμωναν και δυσθεώρατα μέσα στον σκοτεινιασμένο ουρανό, γίνονταν φοβερά ίδια όπως τον θυμωμένο καιρό. Ο ουρανός ήταν πίσσα κατάμαυρος ίδιος με το σκοτεινό φόβο που φωλιάζει στις καρδιές των ναυτικών όταν βλέπουν την ακραία επιδείνωση του καιρού και την αγριότητα των κυμάτων που δυναμώνουν και χτυπούν ανελέητα ότι βρεθεί στο διάβα τους. Οι αστραπές φώτιζαν τη σκοτεινιά, και οι βροντές από τα αστροπελέκια επισκίαζαν τον βρυχηθμό της θάλασσας. Τα ρεύματα έσμιγαν τη δύναμη τους με τα κύματα και τον δυνατό αγέρα σε μια πρωτόγνωρη καταστροφική δύναμη που έκαναν το τεράστιο πλοίο μας να μοιάζει καρυδοφλουτσο έρμαιο μέσα στη δύνη των δυνάμεων της φύσης.
Παρ όλα αυτά, ήμασταν περισσότερο καθησυχασμένοι έχοντας τις καλές προδιαγραφές του πλοίου υπ όψιν, το μόνο που μας ανησυχούσε ήταν ίσως μην κοπούμε στα δύο τόσο μεγάλο που ήταν, όταν κάποιο μεγάλο κύμα μας ανέβαζε ψηλά στην κορφή του.

Ένας από τους μεγαλύτερους φόβους των ναυτικών σε κακές καιρικές συνθήκες, είναι οι θύελλες και οι καταιγίδες που θέτουν σε μεγάλο κίνδυνο την ασφάλεια του πλοίου.
Πολλοί ναυτικοί που διασχίζουν τους ωκεανούς με πετρελαιοφόρα και φορτηγά πλοία, εξιστορούν συμβάντα και περιστατικά που είδαν τα μάτια τους, απίστευτα και εξωπραγματικά, όμως αληθινά. Πράγματα και καταστάσεις που βίωσαν πάνω σε πλοία όταν με βιαιότητα η φύση εξαπέλυε τα στοιχεία της σε μια άγρια μεγαλοπρέπεια  που στο διάβα τους παράσερναν τα πλοία και έπνιγαν τους ναυτικούς.
Λένε ακόμα οι ναυτικοί πως όταν η θάλασσα αγριεύει στο μέγιστο βαθμό της, τίποτα δεν μένει όπως πριν, ούτε θάλασσα ούτε στεριά, και ότι ο κατακλυσμός του Νώε δεν ήταν τίποτε άλλο παρά ένα όμοιο ξέσπασμα της.
Λένε κάποιοι ναυτικοί πως συνάντησαν κύματα ύψους 30 μέτρων, και πως από πολλούς αιώνες αυτό παραμένει ένα φυλεγμένο μυστικό της θάλασσας που η επιστήμη ακόμα δεν γνωρίζει, και πως μέγιστο ύψος κύματος που έχουν καταγράψει, είναι έως 10 μέτρων. Πολλοί λοιπόν, αμφισβητούν τους ναυτικούς όταν μιλούν για την ύπαρξη γιγάντιων κυμάτων, και με πολλή δυσπιστία τους ακούνε να το λένε. Παρ όλα αυτά, κάποιοι ναυτικοί επιμένουν πως υπάρχουν στην πραγματικότητα, και πως στο πέρασμα τους τυλίγουν τα πλοία στις αγκάλες τους και τα ανεβάζουν σε δυσθεώρητα ύψη απ όπου τα κατακρημνίζουν στα βάραθρα των θαλασσών. Σπάνια γλύτωσε πλοίο που συναντήθηκε με τέτοια κύματα, γι αυτό σπάνια κάποιος θα ακούσει ναυτικό να μιλά γι αυτά, αφού κανένας συνήθως δεν γλυτώνει για να το διηγηθεί.
Τέτοια κύματα μπορεί να εμφανιστούν ξαφνικά και από το πουθενά, μπορούν όμως να δημιουργηθούν και από μεγάλη κακοκαιρία που τρικυμιάζει υπέρμετρα τη θάλασσα. Ενώ από τα πρώτα κάποιο πλοίο μπορεί ίσως να γλυτώσει καθώς είναι ψηλά αλλά κυλούν ομαλά σχηματίζοντας ίδιες βουνοκορφές, στα δεύτερα  κανένας δεν γλυτώνει καθώς είναι αδυσώπητα που όταν κινούνται σχηματίζουν δύνες και ρεύματα. 

Ήταν λοιπόν η θάλασσα και ο ουρανός σε κείνο το μακρινό ταξίδι που πλέαμε ένα εξώκοσμο θέαμα με τα κύματα να υψώνουν ως τον ουρανό, και η μουντή θέα τον γκρίζου ορίζοντα που άπλωνε έως εκεί που έγερνε η γης, είχε μια άγρια εξωπραγματική ομορφιά που γέμιζε φόβο τις καρδιές και έκανε τις σκέψεις μας ανήσυχες. Τα αλμυρά νερά των κυμάτων που έσκαγαν πάνω στο πλοίο με τη βοήθεια του ανέμου που φύσαγε με ορμή, χτυπούσαν με δύναμη τις χοντρές λαμαρίνες δημιουργώντας ένα τσιριχτό και ανατριχιαστικό ήχο που τρυπούσε τα αφτιά μας, ενώ οι υδρατμοί που δημιουργούνταν από την εκτόνωση, θόλωναν τα φινιστρίνια καθώς το αλμυρό νερό άφηνε τα αποτυπώματα του πάνω στα γυαλιά.
Ήταν λοιπόν το θέαμα απόκοσμο και εφιαλτικό, ένα θέαμα όμως που μέριαζε το φόβο μας μπρος στη μεγαλοπρέπεια που είχε ο θυμωμένος καιρός.
Ήταν ένα θέαμα που ένας καλλιτέχνης άν βίωνε, θα είχε μεγάλη έμπνευση. Θα μπορούσε ο Αρίωνας να γράψει διθυράμβους, και ο Ευριπίδης ποίηση τραγική και λυπητερή.

Είναι πολλοί οι στεριανοί που θα ήθελαν κάποια στιγμή της ζωής τους να γνωρίσουν τη θάλασσα όταν πραγματικά είναι αγριεμένη, όμως θα το ήθελαν εκ του ασφαλούς. Είτε από μια ταινία σινεμά, είτε από διήγηση κάποιου ναυτικού, είτε αναγιγνώσκοντας κάποιο έντυπο που περιγράφει φουρτούνες και τρικυμίες.
Είναι πολλοί επίσης που τη φοβούνται και ούτε να τη δουν αγριεμένη δεν θέλουν, καθώς επηρεασμένοι από πολλούς συγγραφείς που έχουν υμνήσει την ομορφιά της, αλλά και ερμηνεύσει το θυμό της στη πραγματική του διάσταση, και που έχουν περιγράψει πόσο εύκολα βούλιαξε και εξαφάνησε καράβια και ανθρώπους.
Είναι μεγάλη η γοητεία της θάλασσας για όσους την έχουν ζήσει και αγαπήσει, αλλά και φόβος, πραγματικός τρόμος για τους περισσότερους που δεν την έχουν γνωρίσει. Πολλοί  δεν τολμούν ούτε να ανέβουν σε πλοίο όσο μεγάλο και ασφαλές να είναι, προτιμώντας ποτέ να μην ταξιδεύσουν, ποτέ να μην νιώσουν την υπέροχη αίσθηση του ταξιδευτή, ποτέ να μην γνωρίσουν άλλους τόπους θαυμαστούς και ωραίους εξόν από τον δικό τους, έχοντας συνάμα την αίσθηση πως η δική τους πατρίδα αποτελεί τον κόσμο όλο.

Η Θάλασσα είναι παράξενη, είναι μαγική, είναι όμορφη. Είναι πλανεύτρα πιότερο από μια γυναίκα, και επικίνδυνη ίδια με τη φωτιά. Τις φορές που είναι ήρεμη μοιάζει με κοιμισμένη ερωμένη χωρίς γκρίνια και απαιτήσεις, όταν όμως είναι αγριεμένη σηκώνει κύματα και σχηματίζει δυνατά ρεύματα επικίνδυνα και θανατερά. Κρύβει στο βυθό της μυστικά ανομολόγητα και ιστορίες τραγικές ανθρώπων που έχουν πνιγεί και βαποριών που έχουν εξαφανιστεί μέσα στο πούσι, και έχουν παντοτινά χαθεί . Φύκια ολάκερα σαν δένδρα και άλλη χλωρίδα βλαστημένη σε κοιλάδες και χαράδρες που μέσα φιλοξενούν όμορφα ψάρια αλλά και δράκους των παραμυθιών που η φαντασία του ανθρώπου δεν φτάνει. Μυστικά ανεξερεύνητα που η ανθρώπινη γνώση ποτέ δεν ανίχνευσε και ουδέποτε θα ανακαλύψει. Όποτε θέλει αγριεύει και σηκώνει τεράστια κύματα που υψώνουν ψηλά και σκοτεινιάζουν τον ουρανό.

Πελάγη και ωκεανοί λέξεις όμορφες, παιδιά της Γαίας και του Ουρανού του πρώτου Τιτάνα του παντός και της γης, που εγέννησαν τη θάλασσα και όλα τα νερά επί της γης.
Τη θάλασσα τη γαλάζια, την γκριζωπή, τη θολή, με τα τόσα άλλα χρώματα που αλλάζει ανάλογα με τον άνεμο που πνέει, τα ρεύματα που δημιουργούνται, και την ατμοσφαιρική πίεση και βαρύτητα.
Τη θάλασσα που απλώνεται στα πέρατα του κόσμου και σκεπάζει το μεγαλύτερο μέρος της γης, που απλώνεται στους ορίζοντες και ενώνεται με τον ουρανό, ένα σμίξιμο ταιριαστό, δύο στοιχεία που δημιουργούν ένα, ένα μεγαλόπρεπο θέαμα, μια εικόνα ασύλληπτη και εκπληκτική.
Η θάλασσα είναι όμορφη και μαγευτική. Είτε ησυχασμένη, είτε τρικυμισμένη, είτε κοιμισμένη, είτε αγριεμένη. Είναι μυστήρια, επικίνδυνη και τρομακτική, είναι όμως και αγαπημένη. Μέσα στα σπλάχνα της κρύβει ναυάγια άγνωστα χαμένα και βυθισμένα, κρύβει ολόκληρη την ιστορία του κόσμου που την περιβάλλει από την κοσμογονία και τη δημιουργία της γης. Χιλιάδες τα ναυάγια στους βυθούς των θαλασσών, μυριάδες τα είδη  χλωρίδας και πανίδας στους ωκεανούς.

Το μεγάλο πλοίο έσκιζε τα ψηλά κύματα καθώς ο έλικας σταθερά γύριζε την προπέλα ενάντια στην δυνατή αντίσταση των ρευμάτων. Τα ψηλά κύματα μας ανέβαζαν στις κορφες των κυμάτων αφήνοντας την πλώρη και την πρύμη μετέωρες στο κενό. Και ακούγαμε τον τσιριχτό ήχο των λαμαρίνων που ταλάντωναν από το βάρος του πλοίου καθώς δεν ακουμπούσαν στο νερό, ακούγαμε το σιδερένιο σκαρί που έτριζε υπόκωφα και ανατριχιαστικά και ύστερα ακούγαμε τον ήχο όταν το πλοίο έσκαγε στη θάλασσα και βυθιζόταν στο νερό.

Όμως το “World Knowledg” ήταν ένα θεόρατο τάνκερ το τρίτο μεγαλύτερο στον κόσμο και μπορούσε να πλεύσει στις πιο αντίξοες καιρικές συνθήκες, καθώς ήταν κατασκευασμένο να αντέχει στις πιο μεγάλες φουρτούνες χωρίς να βυθίζεται. Έτσι ήταν σχεδιασμένο στη θεωρία και στα χαρτιά, το ίδιο καλά κατασκευασμένο ήταν και με ασφάλεια μας ταξίδευε, έτσι ελπίζαμε εμείς οι ναυτικοί. 

ΤΟ ΤΡΙΓΩΝΟ ΤΩΝ ΒΕΡΜΟΥΔΩΝ
Η θάλασσα έχει πολλά μυστικά αφανέρωτα τα οποία είναι καλά κρυμμένα στα απύθμενα και άγνωστα νερά της. Μια από τις περιοχές με τα μεγαλύτερα μυστήρια, είναι το τρίγωνο των Βερμούδων, μια περιοχή στο δυτικό τμήμα του Βόρειου Ατλαντικού που ορίζεται από τις Βερμούδες, το Μαϊάμι και το Σαν Χουάν στο Πόρτο Ρίκο. Αεροσκάφη και πλοία λέγεται ότι έχουν χαθεί με μυστηριώδη τρόπο στην περιοχή, ότι δεν βούλιαξαν, αλλά έχουν εξαφανιστεί και μεταφερθεί σε μια άλλη διάσταση.
Ιστορίες και μύθοι έχουν αποδώσει αυτές τις εξαφανίσεις σε παραφυσική δραστηριότητα, γι αυτό πολλοί επιστήμονες ισχυρίζονται ότι πρόκειται περί μύθου, καθώς ύστερα από έρευνες κανένα ίχνος κάποιου υπερφυσικού φαινομένου δεν εντοπίστηκε.
Όμως τα περιστατικά που συνέβησαν είναι πολλά και ανεξήγητα, γι’ αυτό το μέρος το ονομάζουν επίσης, τρίγωνο του διαβόλου.
Υπάρχουν αμέτρητες θεωρίες για τις μυστηριώδεις εξαφανίσεις κάποιες από τις οποίες σχετίζονται με φυσικά, και άλλες μα παραφυσικά φαινόμενα.

Κάτοικοι ορισμένων περιοχών έχουν τις δικές τους ιστορίες για τις μυστηριώδεις εξαφανίσεις, έχουν τις δικές τους εκδοχές για το τρίγωνο των Βερμούδων και το ονομάζουν περιοχή των μαγισσών γιατί έχουν ανακαλύψει παράξενα ευρήματα μέσα στη θάλασσα. Ένα ναυάγιο σιδερένιου πλοίου βυθισμένο αύτανδρο στα 300 μέτρα ανέπαφο και σε ίδια καλή κατάσταση, κάθεται για πολλές δεκαετίες στο βυθό με ένα ασυνήθιστο τρόπο, χωρίς οι επιστήμονες να μπορούν να εξηγήσουν τους λόγους που παραμένει αναλλοίωτο στο πέρασμα και στη φθορά του χρόνου μέσα στ αλμυρό νερό. Πολλές οι ιστορίες που λέγονται, και επειδή τα περιστατικά εξαφανίσεων στην περιοχή αναρίθμητα συσσωρεύονται, η φήμη του Τριγώνου για παρελθόντα ναυάγια και εξαφανίσεις μυστήριες αρχίζουν να αναλύονται υπό το πρίσμα του μύθου και του παράδοξου.

Για τις απόκοσμες και παράδοξες ιστορίες που ταχτικά συνέβαιναν κατά πως έλεγαν πολλοί, είχαμε συζήτηση μεταξύ μας το πλήρωμα του πλοίου τις παρελθούσες εκείνες μέρες μιας εποχής που η εφοπλιστική εταιρεία του Σταύρου Νιάρχου στην οποία ήμουν ναυτολογημένος, έκλεισε συμβόλαιο για ορισμένα δρομολόγια μεταφοράς πετρελαίου από τη Λιβύη στο Free Port της Αμερικής.
Είχα ξεμπαρκάρει από το πλοίο “Euginie S. Niarchos” και μπαρκάρισα σχεδόν αμέσως στο τέταρτο κατά συνέχεια πλοίο της ίδιας εταιρείας.
Ήταν το “World Knowledge”, ένα τάνκερ τεραστίων διαστάσεων και χωρητικότητας, το τρίτο μεγαλύτερο σε όλο τον κόσμο. Χωρούσε 350 χιλιάδες τόνους και ήταν μήκους πέραν τον 500 μέτρων. Και καθώς ήταν πολύ μεγάλο για να μπορεί να δένει στα περισσότερα λιμάνια, συνήθως αγκυροβολούσε στα βαθιά και φορτοεκφόρτωνε από πλατφόρμες. Σε αυτό το πλοίο έλαχε εκείνο τον καιρό να είμαι μπαρκαρισμένος.
Το δρομολόγιο μας ξεκινούσε από τερματικό σταθμό της Λιβύης, και αφού διαπλέαμε τη Μεσόγειο και περνούσαμε τα στενά του Γιβραλτάρ, μπαίναμε στον Ατλαντικό ωκεανό. Με προορισμό τις Μπαχάμες, περνούσαμε από τα επικίνδυνα νερά του τριγώνου των Βερμούδων, και φτάναμε στο λιμάνι του Free Port όπου ξεφορτώναμε.
Στους επίσημους χάρτες η περιοχή ως Τρίγωνο των Βερμούδων  δεν αναφέρεται και δεν αναγνωρίζεται, απλά γίνεται προφορικός λόγος για την περιοχή ως φανταστικό δημιούργημα των ανθρώπων. Παρ’ όλα αυτά, το μυστήριο που περιβάλλει την περιοχή είναι πραγματικό, και τα πλοία και αεροσκάφη που έχουν χαθεί είναι επίσης πραγματικότητα.

Ήταν μια ήσυχη νύχτα του χειμώνα με τη θάλασσα γαληνεμένη και τον ουρανό ξάστερο χωρίς ένα σύννεφο να σκιάζει το φως των αστεριών.
Μόνη αίσθηση χειμωνιάτικη ήταν το τσουχτερό κρύο, και όλοι που δεν είχαμε βάρδια μαζευτήκαμε από νωρίς στο ζεστό καθιστικό για να δούμε μια ταινία σινεμά που είχαμε παραλάβει τα καρούλια της στο προηγούμενο λιμάνι. Ήταν ένα ντοκιμαντέρ που κατά σύμπτωση αναφερόταν στα επικίνδυνα νερά των Βερμούδων, που επίσης κατά σύμπτωση εκείνες τις ώρες το πλοίο μας τα έπλεε.
Ήταν πολύ ενδιαφέρον ντοκιμαντέρ με έντονο το μυστήριο που κάλυπτε τα παράξενα και ανεξήγητα που συνέβαιναν σ’ αυτή τη θάλασσα, που έκανε τη φαντασία μας να οργιάζει και μια αίσθηση ανησυχίας και φόβου να μας καταλαμβάνει. Παράξενες σκέψεις κυρίευσαν το μυαλό μου και καθώς ήμουν πολύ νέος, εύκολα επηρεάστηκα και παρασύρθηκα στη δίνη του φόβου από τις παραδοξολογίες και τα απόκοσμα φαινόμενα που συναβαιναν σε τούτη τη θάλασσα. Σκεφτόμουν μήπως τόχε η μοίρα μας να πάθουμε και εμείς το ίδιο, και αν όχι σ’ αυτό το ταξίδι, μήπως στο επόμενο ή στο μεθεπόμενο, ή σε κάποιο άλλο, αφού τα επόμενα δρομολόγια του πλοίου σ’ αυτή τη θάλασσα θα ήσαν αρκετά.
Με ανήσυχες σκέψεις να μου τριβελίζουν το μυαλό αλλά και πολλή περιέργεια, όταν τέλειωσε η ταινία βγήκα στο πρυμναίο κατάστρωμα να δω την περί του λόγου θάλασσα του διαβόλου, που τόσα ανεξήγητα σε αυτήν είχαν συμβεί, και πάνω της είχαμε τη μοίρα μας εκείνες τις ώρες.
Την είδα μαύρη και σκοτεινή, χωρίς τα αστέρια στον ουρανό να της δίνουν κάποια έστω μικρή αναλαμπή. Έμοιαζε μαύρη πίσσα ίδια του διαβόλου. Ακόμα και τα αφρισμένα νερά που αναταράσσονταν από την προπέλα δεν άσπριζαν, παρέμεναν και αυτά σκοτεινά. Μου φάνηκε περίεργο και αφύσικο υπό το σχεδόν άπλετο φως των αστεριών που έφεγγαν στο ουράνιο στερέωμα να είναι η θάλασσα τόσο πολύ σκοτεινή. Κάτι δεν έδειχνε φυσιολογικό, κάτι έμοιαζε να υπάρχει στην ατμόσφαιρα υπερφυσικό και απόκοσμο. Κάτι που ίσως να ήταν μόνο της σκέψης μου, αλλά που επηρέαζε τη φαντασία μου και έκανε τις σκέψεις μου ανήσυχα φοβισμένες.
Κοίταζα επίμονα σε όλο τον ορίζοντα προσπαθώντας να ξεχωρίσω κάτι υπαρκτό εκτός από το βαθύ σκοτάδι, έστω κάποια σκιά, θέλοντας να καθησυχάσω τις επηρεασμένες μου σκέψεις πως δεν πλέαμε πάνω σε αφύσικη  θάλασσα κάποια άλλης διάστασης  στην οποία ίσως μεταφερθήκαμε από τα παράξενα παραφυσικά φαινόμενα που συνέβαιναν στην καταραμένη θάλασσα του τριγώνου.
Κοίταξα πάνω τ αστέρια στον ουρανό, και μεγαλύτερη αγωνία με κυριευσε, γιατί είδα και αυτά να ξεθωριάζουν σιγά και αβίαστα, και σιγά να σβήνουν και να σκοτεινιάζουν αφήνοντας μαύρη πίσσα το σκοτάδι να παίρνει τη θέση τους. Ολόκληρο το πλοίο βυθίστηκε στο σκότος με μόνο σημάδι από φως, το λιγοστό που έβγαινε από τη χαραμάδα της σιδερένιας πόρτας που οδηγούσε εντός του πλοίου.
Αν κάποια φυσική απειλή υπήρχε προερχόμενη εκ της θαλάσσης τίποτα δεν το έδειχνε, ήταν  μόνο ένα βαθύ συναίσθημα φόβου εντός μου προερχόμενο από τις ιστορίες που έλεγαν οι άνθρωποι πως συνέβαιναν, ιστορίες παράδοξες και ανατριχιαστικές που μου αναστάτωσαν το υποσυνείδητο, και μου δημιούργησαν φοβίες βγαλμένες από το ασυνείδητο.
Ακουμπισμένος στα ρέλια σαν άγαλμα ακίνητος έστεκα, και μου φαινόταν πως ένιωθα στην ατμόσφαιρα μια απειλή. Ανεξέλεγκτη η φαντασία μου κάλπασε φέρνοντας στο νου μου τις φοβερές ιστορίες για τούτο τον τόπο που παρακολούθησα προηγουμένως στο ντικυναντλερ, και ρίγος φόβου άρχισα να αισθάνομαι πως σιγά με διαπερνούσε. Προσπάθησα να πείσω τον εαυτό μου πως το απόλυτο σκοτάδι που ξαφνικά μας σκέπασε δεν ήταν από αφύσικα ή μεταφυσικά φαινόμενα που συνέβαιναν στην περιοχή αλλά ίσως ήταν του καιρού, και πως τα σύννεφα και η ομίχλη έκρυψαν τα αστέρια και τη θάλασσα δημιουργώντας το απόλυτο σκοτάδι, αυτό το απύθμενο και κατάμαυρο χρώμα της νύχτας που ξαφνικά μας σκέπασε οδηγώντας με στις φοβερές σκέψεις που σαν ερινύες μου αναστάτωσαν όλο το είναι…

Δεν ξέρω πόση ώρα πέρασε, οι κακές σκέψεις όμως με είχαν καθηλώσει σε στάση ακίνητη για πολλή ώρα. Ώσπου σε κάποια στιγμή αντιλήφτηκα το σκοτάδι να φεύγει και τη θέση του να παίρνει το ροδαλό φως της αυγής και τον ορίζοντα να ξεχωρίζει, ενώ το μαύρο της θάλασσας και αυτό σιγά να χρωματίζει στο χρώμα του μπλε, το φυσικό του ουρανού και του νερού.

Ήταν ξημέρωμα μιας άλλης μέρας συνηθισμένης όπως τόσες άλλες, που το φως της έδιωξε τις μαύρες και κακές μου σκέψεις που ίσως ήταν του μυαλού μου δημιουργήματα, σκέφτηκα με ανακούφιση.
  
ΕΠΙΣΚΕΥΗ ΜΗΧΑΝΗΣ ΕΝ ΘΑΛΑΣΣΟΤΑΡΑΧΗ
Από την αρχαιότητα τα υγρά φορτία κυρίως λάδι, κρασί και δημητριακά, μεταφέρονταν από τη μια χώρα στην άλλη με πλοία μέσα σε αμφορείς και αργότερα βαρέλια, μέχρι τον Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο. Καθώς οι άνθρωποι αναπτύσσονταν και οι ανάγκες τους μεγάλωναν, αναζήτησαν άλλες λύσεις ευκολότερες.
Και σκέφτηκαν οι Έλληνες καπεταναίοι και εφοπλιστές,
-γιατί να μεταφέρουμε προϊόντα σε βαρέλια πάνω στα πλοία, και δεν φτιάχνουμε πλοία βαρέλια με αμπάρια και δεξαμενές;
Έφτιαξαν λοιπόν οι Έλληνες πρώτοι τα φορτηγά και τα δεξαμενόπλοια πλοία. Πρώτα μικρά σε μέγεθος, αλλα στη συνέχεια πολύ μεγάλα.
Στην εποχή της κυριαρχίας των Ωνάση και Νιάρχου, ξεπερνώντας κάθε λογική, έφτιαξαν δεξαμενόπλοια πέραν των 350 χιλιάδων τόνων.

Το “World Knowledge” πλοίο 350 χιλιάδων τόνων, μας ταξίδευε στον Ειρηνικό ωκεανό με προορισμό την Κορέα. Η θάλασσα ήταν ταραγμένη, αλλα το θεόρατο πλοίο την έσκιζε χωρίς δυσκολία.
Σκεφτόμουν πως θα ήταν ένα εύκολο ταξίδι χωρίς προβλήματα και χωρίς κάποιο δύσκολο συμβάν στο μηχανοστάσιο, αφού το πλοίο ήταν αρκετά καινούργιο και όλοι οι μηχανισμοί τελευταίας τεχνολογίας δούλευαν αυτόματα.
Πλέαμε με προορισμό το λιμάνι της Σεούλ, και μετά από μερικές μέρες μπήκαμε στην Κίτρινη θάλασσα της Κίνας όπου συναντήσαμε τρικυμία, που ολοένα δυνάμωνε.
Η Κίτρινη Θάλασσα πήρε το όνομά της από το χρώμα της ιλύος και της άμμου που μεταφέρουν σ αυτήν τα ποτάμια, και που παίρνει κίτρινο χρώμα κατά τις σφοδρές θύελλες από τις οποίες πλήττεται συχνά.Η θάλασσα λοιπόν κιτρίνισε, και η ατμόσφαιαρα άλλαξε. Ο άνεμος άρχισε να δυναμώνει και η μέρα να σκοτεινιάζει.
Δεν αρκούσε που χάλασε ο καιρός, δεν αρκούσε που η ατμόσφαιρα γέμισε κίρινη άμμο από της ερήμους της Κίνας, μας έσπασε και ένα πιστόνι της μηχανής.
Η μηχανή είχε οκτώ τεράστια πιστόνια που έδιναν κίνηση στην προπέλα. Δεν ήταν εύκολο να κινηθεί με τα αλλα εφτά, γιατί θα προκαλούσε μεγαλύτερη ζημιά. Έτσι έπρεπε να φουντάρουμε και να αλλάξουμε το σπασμένο πιστόνι. Μέσα στο πλοίο υπήρχαν όλα τα ανταλλακτικά, και οι ανώτεροι αξιωματικοί μηχανικοί, είχαν καλές γνώσεις για να προβούμε σε επισκευή της μηχανής. Αν ήμασταν σε λιμάνι, θα παίρναμε βοήθεια από τη στεριά, αλλα καθώς ήμασταν μεσοπέλαγα και εν μέσω τρικυμίας, έπρεπε την σκληρή αυτή εργασία να την κάνουμε εμείς. Το πρόβλημα που αντιμετωπίζαμε ήταν η θαλασσοταραχή που σιγά δυνάμωνε, και το πλοίο χωρίς τη μηχανή να δουλεύει, ήταν ακυβέρνητο και έρμαιο του καιρού.
Ρίξαμε λοιπόν άγκυρα, και στρωθήκαμε στη δουλειά. Ήταν μια δύσκολη εργασία και επικίνδυνη, καθώς το πλοίο ταρακουνιόταν και δεν μας άφηνε να δουλέψουμε. Το σπασμένο πιστόνι ήταν τεράστιο, τόσο μεγάλο, που όταν το αφαιρέσαμε, κρεμαστήκαμε μέσα στο χιτώνιο το οποίον άνετα μας χωρούσε και αρχίσαμε να το τρίβουμε. Ήταν μια επίπονη εργασία που πολύ μας κούρασε, αφού το μποτσάρισμα άλλαζε η φορά της βαρύτητας μας. Έπρεπε ενώ κρεμιόμασταν στο κενό μέσα στον κύλινδρο,
να κρατούμε σταθερή θέση και ισορροπία με τα γόνατα ακουμπισμένα στα τοιχώματα, ώστε να έχουμε τη κατάλληλη δύναμη να ξύσουμε την πετρωμένη τέφρα από τις εκρήξεις των καυσίμων.
Το πλήρωμα της μηχανής ήταν λιγοστό, καθώς το πλοίο ήταν τελευταίας τεχνολογίας και αυτόματο.
Όλα λειτουργούσαν από το control room του μηχανοστασίου που ήταν ένα τεράστιο δωμάτιο με κονσόλες, πίνακες, και πάνελς φορτωμένα με όλα τα απαραίτητα indicators και διακόπτες που με τον κατάλληλο χειρισμό έδιναν τις ανάλογες οδηγίες στη μηχανή και στα βοηθητικά μηχανήματα. Όλοι μας, ακόμα και ο Πρώτος σκύψαμε στη δουλειά. Ο κίνδυνος ήταν μεγάλος, η θάλασσα δυνάμωνε και μπορούσε να μας βουλιάξει αν το ρεύμα μας έπαιρνε κόντρα στον καιρό και κάποιο μεγάλο κύμα μας χτυπούσε στο πλευρό.

Τρία ολόκληρα ημερόνυχτα χωρίς ύπνο και ξεκούραση, δουλέψαμε όλοι πολύ σκληρά. Άλλοι έτριβαν με σμυριδόσκονη τα πέκκα, και άλλοι ετοίμαζαν το καινούργιο πιστόνι που στερεωμένο για πολύ καιρό δίπλα στη μηχανή, χρειάστηκε πολύ δουλειά να καθαριστεί, να τριφτεί και να ετοιμαστεί. Η δύσκολη δουλειά όμως ήταν μέσα στο χιτώνιο. Περιμένοντας ώρες να κρυώσει, μετά έπρεπε να αφαιρέσουμε από τα τοιχώματα τις τεράστιες πετρωμένες ποσότητες τέφρας που κόλλησαν συνέπεια της ζημιάς. Μέσα χωρούσε μόνο ένας, γι αυτό με τη σειρά κρεμιόμασταν και με ξύστρους και κοπίδια, πρώτα ξύσαμε και ύστερα τρίψαμε καλά χωρίς να αφήσουμε ίχνος ξένης ουσίας πάνω στο εσωτερικό μέταλλο.  

Ο πρώτος μηχανικός ένας μάγκας άνθρωπος που επέβαλλε την προσωπικότητα του χωρίς φωνές και θυμούς παρα μόνο με την ευγενική του συμπεριφορά, είχε ένα ξενόφερτο όνομα, τον έλεγαν Γαταγά. Είναι το μόνο όνομα πρώτου που ενθυμούμαι από ολόκληρη την ναυτική καριέρα μου σήμερα μετά από πολλά χρόνια, καθώς κανέναν ουδέποτε φωνάζαμε ονομαστικά, αλλά τους καλούσαμε ως είθισται με τον αγγλικό όρο chief, δηλαδή αρχηγό.
Ήταν πάντα ευγενής και προσιτός, και έχαιρε εκτίμησης από όλο το πλήρωμα, ιδιαίτερα ημών των μηχανικών.
Μας κάλεσε όλους στο control room και ψύχραιμα μας εξήγησε τη δύσκολη κατάσταση. Ήταν μεγάλος ο κίνδυνος μέσα στην τόση θαλασσοταραχή που σβήσαμε τη μηχανή μας εξήγησε, αλλα δεν γινόταν αλλιώς. Γι αυτό, χωρίς αναπαμό θα έπρεπε να ξεπεράσουμε εαυτόν και να αλλάξουμε το πιστόνι το γρηγορότερο πριν ίσως κάποιο μεγάλο κύμα μας πάρει από κάτω.
Με την αίσθηση του κινδύνου που μας απειλούσε και με υπευθυνότητα, στρωθήκαμε στη δουλειά υπό την καθοδήγηση του πρώτου. Δεύτερος, τρίτοι, Junior (εγώ), λαδάδες και καθαριστής, επιδοθήκαμε σε σκληρή μάχη με το χρόνο για να προλάβουμε τον καιρό.
Η μέρα πέρασε, πέρασε και η πρώτη νύχτα. Καλά κρατούσαμε και καλά αντέχαμε. Φαγητό τρώγαμε στο πόδι, τον καφέ σχεδόν τον ξεχάσαμε , ακόμα και για τσιγάρο δεν σταματούσαμε.
Μας βρήκε η δεύτερη νύχτα χωρίς ακόμα να έχουμε τελειώσει, και με την ανησυχία μας να μεγαλώνει καθώς ο καιρός επιδεινωνόταν, άρχισε και η κούραση να δείχνει τα σημάδια της πάνω μας. Όταν μόλις για λίγο μπαίναμε στη δροσιά του control room για ένα καφέ, στην καρέκλα που καθόμασταν όσο και να προσπαθούσαμε να κτατηθούμε ξύπνιοι, τα μάτια μας έκλειναν μόνα τους. Με το ζόρι θυμάμαι όπως να ήταν χθες, τα κρατούσα με τα δάχτυλα ανοιχτά. Θυμούμαι καλά, με τη σειρά άφηνα πρώτα το ένα και ύστερα το άλλο να κλείσει λίγο να ξεκουραστεί, ενώ με τα δάχτυλα κρατούσα τιε βλεφαρίδες να μην κλείνουν σε μια δύσκολη προσπάθεια μου να μην κοιμηθώ. Παρ όλα αυτά, έστω για δευτερόλεπτα θυμάμαι, ο Μορφέας πιο ισχυρός, με έριχνε σε υπνώττουσες στιγμές γεμάτες ανήσυχα ονείρατα, άλλα φοβικά, και άλλα χαρωπά. Σε απειροελάχιστα μικρές ονειρικές αναλαμπές, με γεγονότα φανταστικά και πραγματικά, που παρέλαυναν  μπροστά σαν αληθινά όπως σε γρήγορη κινηματογραφική ταινία. Μας έβλεπα από την κορφή του ψηλού κυμάτου να πέφτουμε σε βαθύ έρεβος, μας έβλεπα βουλιαγμένους μέσα σε θολό νερό χωρίς αναπνοή, και σαν αλαφροΐσκιωτος πεταγόμουν προσπαθώντας να πάρω ανάσα. Μας έβλεπα ακόμα να πλέουμε σε γαλήνια νερά με τον ουρανό καταγάλανο και τους γλάρους να πετούν χαμηλά, σημάδι καλό, σημάδι, πως φτάναμε στον προορισμό μας. Και εγώ στα ρέλια ακουμπισμένος να αγναντεύω τον ορίζοντα προσπαθώντας να διακρίνω τη στεριά.

Πέρασε και η δεύτερη  νύχτα, πέρασε και η μέρα που ξημέρωσε, επιτέλους τελειώσαμε. Σφίξαμε την τελευταία βίδα, και κάναμε ενα τελευταίο γενικό έλεγχο.  Ο Πρώτος αφού ειδοποίησε τον καπετάνιο και πήρε το ahead slow, κάνοντας τον σταυρό του, έσπρωξε το παράλληλο χειριστήριο ξεκινώντας τη μεγάλη μηχανή. Όλα ήταν εντάξει, σιγά πιάσαμε την ταχύτητα μας και νιώσαμε επίσης σιγά το πλοίο να σταθεροποιείται και το μπότζι να λιγοστεύει. Η πανίσχυρη μηχανή έδινε αγόγγυστα στροφές στον άξονα και στην προπέλα που έσπρωχνε πίσω τα νερά και μας οδηγούσε μπροστά, αφήνοντας πίσω την αγριεμένη θάλασσα με βιάση, ώστε γρήγορα να πιάσουμε στο απάνεμο λιμάνι της Σεούλ. 

ΣΤΗ ΣΕΟΥΛ
Από παλιά έως σήμερα, η ζωή των ναυτικών καθώς σκληρότερη των στεριανών με τις δυσκολίες της απομόνωσης μακριά από στεριές και ανθρώπους και μέσα στο ατελείωτο υδάτινο στοιχείο, αναπτύσσουν διαφορετικές νοοτροπίες και τρόπους σκέψης.
O άνθρωπος έχει το χάρισμα της προσαρμογής στις δυσκολίες που αντιμετωπίζει στον τρόπο διαβίωσης του, και αποχτά ικανότητες, αναπτύσσοντας ιδιαίτερες συμπεριφορές και δράσεις που του κάνουν τη ζωή ευκολότερη.
Όταν λοιπόν ένας ναυτικός περνά την περισσότερη του ζωή πάνω στα καράβια, όταν συναναστρέφεται με ελάχιστους ανθρώπους- συναδέλφους του, οι ορίζοντες των ενδιαφερόντων του μένει στενός. Όταν ζει μακριά από τους δικούς του επί μακρού καιρού, ο νόστος του γυρισμού του προκαλεί νοσταλγία και θλίψη. Είναι γι αυτό φυσικό να εφευρίσκει τρόπους για να σπάζει τη μονοτονία της καθημερινότητας, τρόπους που ο στεριανός θα απέφευγε ένεκα εναλλακτικών λύσεων, που στον ναυτικό όμως δεν δίνεται η δυνατότητα. Κάποιοι ναυτικοί στην πάλη τους με τα υπερκόσμια στοιχεία της θάλασσας, αποκτούν απεριόριστες γνώσεις καθώς πλέοντας όλες τις θάλασσες του κόσμου γίνονται παντογνώστες και φιλόσοφοι, έτσι που με τη σοφία των εμπειριών τους, μεταδίδουν στον υπόλοιπο κόσμο πράγματα και θαύματα αφανέρωτα, που ευρίσκονται κρυμμένα στα βάθη των ωκεανών.

Στα ποντοπόρα πλοία που τα ταξίδια είναι πολυήμερα, τα πληρώματα αναμένουν τις λίγες ώρες που θα δέσουν σε κάποιο λιμάνι, με αγωνία να αναζητήσουν τρόπους διασκέδασης και εκτόνωσης.
Έτσι σε κάθε λιμάνι υπάρχουν στέκια για τη διασκέδαση των ναυτικών. Γνωρίζοντας την μεγάλη επιθυμία των πελατών τους να ξεδώσουν σκορπώντας απλόχερα τα χρήματα τους, κάποιοι έξυπνοι επιχειρηματίες, προσάρμοσαν τη διασκέδαση στα μέτρα των ναυτικών, και ιδιαίτερα των Ελλήνων ναυτικών, καθώς τους καιρούς εκείνους τα περισσότερα καράβια ήσαν Ελληνικά. Σε πολλές χώρες όπου τα λιμάνια ήσαν μεγάλα και ελλιμένιζαν πολλά πλοία, λειτουργούσαν Ελληνικά κέντρα διασκεδάσεως. Στο Κέϊπ Τάουν, στην Νέα Ορλεάνη, στην Κωστάντζα, στο Ρόττερνταμ, και αλλού.

Το μεγαθήριο τάνκερ «World Knowledge» το τελευταίο στο οποίο εμπαρκάρισα, έδεσε τις πρωινές ώρες στο λιμάνι της Σεούλ. Ήμουν στο πλοίο περίπου δέκα μήνες. Η διαβίωση σ αυτό ήταν καλή, και υπήρχαν όλες οι ανέσεις. Υπήρχε μια τεράστια βιβλιοθήκη με όλων των ειδών τα βιβλία, και ωραιότατος χώρος ξεκούρασης όπου καθόμουν τις ατελείωτες ώρες της σχόλης μου, μετροφυλλώντας τα και διαβάζοντας τα. Στο ταξίδι αυτό με προορισμό την Σεούλ της Κορέας, ανάτρεξα σε βιβλιογραφία και πληροφορήθηκα την ιστορία της χώρας.

Η Σεούλ είναι η πρωτεύουσα και μεγαλύτερη πόλη της Νότιας Κορέας. Η πόλη χρησίμευσε ως πρωτεύουσα κατά τη διάρκεια παλιών δυναστειών, και μετά την καθιέρωση της Δημοκρατίας της Κορέας το 1948, έγινε πρωτεύουσα άλλη μια φορά και υποδείχθηκε η κυρίαρχη πόλη του έθνους. Είναι μια από τις πολυπληθέστερες και πυκνοκατοικημένε πόλεις στον κόσμο.
Η Κορέα είχε καταληφθεί από την Ιαπωνία το 1895. Η Ιαπωνική κατοχή υπήρξε βάρβαρη ανάγκαζε τον πληθυσμό σε καταναγκαστική εργασία και τις γυναίκες σε υποχρεωτική πορνεία χάριν των στρατευμάτων κατοχής.
Λίγο πριν την πτώση της Ιαπωνίας, Ρωσικά και Αμερικάνικα στρατεύματα εισέβαλαν στην χώρα όπου συμφώνησαν στον διαχωρισμό της.
Βόρεια της χώρας εγκαταστάθηκαν Κομμουνιστές, και νότια φιλοδυτικοί. Το 1950, η βόρειος Κορέα εισέβαλε στη νότια, και έτσι ξεκίνησε ένας εμφύλιος πόλεμος που διήρκησε τρία χρόνια, κατά τον οποίον έλαβαν μέρος και Ελληνικά στρατεύματα ως σύμμαχοι των ΗΠΑ,
Η σύρραξη τερματίστηκε με συνθήκη μετά από 3 χρόνια, στο ίδιο σημείο απ' το οποίο είχε αρχίσει, χωρίς νικητές, έχοντας καταστεί μια μεγάλη τραγωδία με πολλά θύματα και χωρίς κανένα όφελος στις δύο πλευρές.
Έκτοτε, υπάρχει ένας ψυχρός πόλεμος μεταξύ τω δύο πλευρών, ένας ακήρυχτος κρυφός πόλεμος προκλήσεων και αντιπαραθέσεων.

Την εποχή του ταξιδιού μου στη χώρα κοντά στο 1978, παγκόσμια κυριαρχούσε η Αμερική περισσότερο από τη Σοβιετική ένωση, αυτό όμως δεν μας έδινε μεγάλο αίσθημα ασφάλειας, γιατί και η Ρωσία ήταν μια υπερδύναμη που στήριζε το δικτατορικό και απρόβλεπτο καθεστώς της Βόρειας Κορέας.
Έτσι με προσοχή καθώς μας συμβούλευσε ο Καπετάνιος, κατεβήκαμε στην πόλη να σεργιανίσουμε, να ψωνίσουμε και να διασκεδάσουμε. Ενώ η πόλη ήταν από τις πιο πυκνοκατοικημένες του κόσμου, η κίνηση στους δρόμους ήταν πενιχρή. Τα καταστήματα φτωχικά, και χωρίς εμπορεύματα να μας ενδιαφέρουν. Σουλατσάραμε τους δρόμους, χωρίς να βρίσκουμε κάποιο μαγαζί με ενδιαφέρον. Περνώντας έξω από ένα κομμωτήριο δυο τρεις φορές, δυο κοπελίτσες που εργάζονταν μέσα, μας χαμογέλασαν. Την Τρίτη φορά, εγώ και ο ηλεκτρολόγος, αποφασίσαμε να μπούμε μέσα. Μόλις λίγη ώρα πριν είχαμε ξυριστεί στο πλοίο, αλλά εφ όσον μας καλούσαν με τον τρόπο τους και καθώς ήταν και ομορφούλες, μπήκαμε μέσα. 

Μονομιάς οι κομμωτριούλες μας παρέλαβαν και μας οδήγησαν στις καρέκλες. Μιλούσαν ελάχιστα Αγγλικά, έτσι η συνεννόηση μας ήταν δύσκολη. Εγώ νεαρός και σχεδόν αμούστακος, πάνω στο πλοίο δεν ξυριζόμουνα παρά μόνο κάθε που πιάναμε λιμάνι. Σε αυτό το ταξίδι μια μοναδική λεπίδα ξυρίσματος που είχα, μου βγήκε μασσή, με αποτέλεσμα να γδάρω το δέρμα μου και να πονώ. Όμως η κοπελίτσα ήταν πολύ καλή στη δουλειά της. Μου έβαλε πρώτα κρέμες και ύστερα κομπρέσες ώστε να ανακουφιστεί το δέρμα και να απαλύνει ο πόνος. Ακολούθως μετά μεγάλης προσοχής, μία προς μία τις τρίχες τις έκοψε ξανά με ένα κοφτερό ξυράφι παλαιού τύπου, με δάχτυλα απαλά και χέρια επιδέξια.
Δεν είχε δουλειά το μαγαζί, και η περιποίηση κράτησε ώρα. Εμείς νιώθαμε σε καλά χέρια, έτσι αφεθήκαμε στη φροντίδα τους. Φρόντισαν το πρόσωπο μας, τα μαλλιά μας, τα νύχια των χεριών και των ποδιών μας, μέχρι και ελαφρύ μασάζ με τα έμπειρα τους χέρια απολαύσαμε εκείνη την ημέρα.
Με τα λίγα Αγγλικά που γνώριζαν και περισσότερο με νοήματα, πιάσαμε μια καλή συνεννόηση και γνωριμία, έτσι όταν τους προτείναμε ραντεβού, δέχτηκαν με το πρώτο κάλεσμα.
Ήταν απόγευμα και οι κοπελίτσες σχολνούσαν σε λίγες ώρες. Ώσπου να περάσει η ώρα, σεργιανίσαμε την πόλη, και στην ώρα μας όπως είχαμε εξηγηθεί, εγώ συνάντησα τη δική μου σε ένα εστιατόριο- καφετέρια στον ίδιο δρόμο εκεί.
Ένας νεαρός με μακριά μαλλιά, μάλλον χίπις, γρατζουνούσε μια ηλεκτρική κιθάρα με τραγούδια του διεθνούς ρεπερτορίου της εποχής. Δίπλα του είχε ακουμπισμένη μια κλασσική κιθάρα, και σκέφτηκα ότι θα ήταν κλασσικός κιθαρίστας, αλλά ένεκα ζήτησης του επαγγέλματος, έπαιζε ηλεκτρική.
Θα τρώγαμε, θα ακούαμε χαλαρά μουσική, και μετά ποιος είδε. 
Τα φαγητά στο μενού ήταν διαφορετικά από τα Ευρωπαϊκά που ήμουν μαθημένος, γι αυτό παράγγειλα καβούρια για σταρτ, και μια μπριζόλα με παράξενο όνομα που έγραφε στον τιμοκατάλογο, φαγητά τα οποία εγνώριζα. Η νέα μου φίλη παρήγγειλε τα δικά της, και όσο να μας σερβίρουν, συνεχίσαμε τη γνωριμία μας.
Σε ένα μεγάλο πιάτο, μου σέρβιραν ένα τεράστιο κάβουρα βρασμένο, με σπουδαία γεύση που μου άνοιξε την όρεξη περισσότερο. Σε λίγο, βγήκε ο μάγειρας από την κουζίνα με δύο βοηθούς, και στάθηκε στο τραπέζι μας. Ο ένας βοηθός, κρατούσε ένα τηγανάκι ξέχειλο καυτό λάδι, που ακόμα τσιτσίριζε από το πολύ κάψιμο και το έβαλε δίπλα σε ένα πάγκο, μέσα σε ένα μεγάλο πιάτο. Ο μάγειρας πήρε στα χέρια από τον άλλο βοηθό μια ωμή τεράστια μοσχαρίσια μπριζόλα και την εναπόθεσε στο παραζεσταμένο λάδι στο τηγανάκι, και από πάνω έσπασε δύο αβγά, ενώ ακολούθως με επίσημες κινήσεις την σέρβιρε μπροστά μου λέγοντας μου καλή όρεξη.
Εγώ παρακολούθησα την διαδικασία με έκπληξη, αλλά μέσα στη ξένη χώρα, είπα να μην φέρω αντίρρηση. Τα αυγά ψήθηκαν, αλλά η μπριζόλα άλλαξε μόνο χρώμα, και όταν την έκοψα, μέσα έσταζε ζωντανό το αίμα.
Έφαγα λοιπόν τα αυγά, και άφησα την μπριζόλα ανέγγιχτη καθώς το κρέας μου άρεσε καλοψημένο, πόσον μάλλον τελείως ωμό. Έτσι μέσα σε μια ξένη χώρα που ο Καπετάνιος μας σύστησε να είμαστε προσεχτικοί, είπα να σιωπήσω και να μην διαμαρτυρηθώ, εξάλλου ήμουν σίγουρος ότι οι Κορεάτες, έτσι έτρωγαν τα φαγητά τους.

Τα καβούρια και τα αβγά, αποδείχτηκαν πλήρες γεύμα που με χόρτασε ικανοποιητικά. Παρήγγειλα δύο Μπράντι κόουκ, και γείραμε στις αναπαυτικές καρέκλες να απολαύσουμε τη μουσική του κιθαρίστα. Σε μια στιγμή  άρχισε να παίζει ένα Ελληνικό νοσταλγικό τραγούδι του Χατζιδάκι που με άφησε εκστατικό να ακούω. Ο μουσικός το κατάλαβε, και έπαιξε ακόμα ένα, και ακόμα ένα, ενώ εγώ κατενθουσιασμένος σιγοτραγουδούσα μαζί του και τον καταχειροκροτούσα
Ικανοποιημένος ο μουσικός που βρήκε ακροατήριο, έσκυψε και πήρε από τα τεφτέρια του που ήταν στο πάτωμα αφημένα, ένα μεγάλο και το τοποθέτησε στο στάν. Συνέχισε να παίζει Ελληνική μουσική του Χατζιδάκι και του Θεοδωράκη, και εξαίσιες μελωδίες πλημμύρησαν το χώρο. Οι πελάτες λιγοστοί, αλλά και αυτοί αφοσιωμένοι στις νότες που γέμιζαν την ατμόσφαιρα, σημάδι ευχαρίστησης και απόλαυσης από την ωραιοτάτη Ελληνική μουσική.
Είχε παρατήσει την ηλεκτρική κιθάρα και έχοντας την κλασσική στα χέρια, τη γρατζουνούσε απαλά και όμορφα σε ένα καταπληκτικό παίξιμο που δεν είχα ακούσει ξανά. ΄
Έδινε χρώμα στα τραγούδια σε μια ανεπανάληπτη εκτέλεση που μάγευε τα αυτιά μας μαζί με τις εξ ίσου καταπληχτικές Ελληνικές μελωδίες.
Η κλασσική κιθάρα είναι ένα δημοφιλές μουσικό όργανο που χρησιμοποιείται τόσο από δεξιοτέχνες, όσο και απλούς μουσικούς.
Κλασσική κιθάρα δεν σημαίνει κάτι κατ ανάγκην ιδιαίτερο όργανο. Απλά ο  όρος κλασσική , καταδεικνύει μια καλλιτεχνική δημιουργία  που έχει αξία διαχρονική και οικουμενική.
Ο καλλιτέχνης που συνάντησα σ αυτή την μακρινή χώρα, ήταν ένας λαμπερός βιρτουόζος που όσο τον άκουγα, έμενα εκστατικός, απολαμβάνοντας τις γλυκείες νότες που γλυκά κυλούσαν στην ατμόσφαιρα. Αφοσιώθηκα να τον ακούω, παραμελώντας λίγο τη σύντροφο μου, αλλά και αυτή έδειχνε την ίδια προσοχή στη θεσπέσια μουσική.
Η Ελληνική μουσική σε όλες τις χώρες του κόσμου, έχει μια ιδιαίτερη θέση και αρέσει πολύ. Αμέτρητα τραγούδια έχουν μεταφραστεί και τραγουδηθεί στις πιο απίθανες γλώσσες. Έτσι και εδώ, ο βιρτουόζος κιθαρίστας παίζοντας περισσότερο και τραγουδώντας λιγότερο, τραγουδούσε στη γλώσσα του τα τραγούδια των Ελλήνων γιγάντων Χατζηδάκη και Θεοδωράκη.

Η ώρες περνούσαν και η απόλαυση της μουσικής με τη βοήθεια κάποιων αλκοολούχων ποτών, και καθώς ο οίνος ευφραίνει καρδίας, περιέπεσα σε μια χαρούμενη και ευχάριστη κατάσταση, και έλεγα μέσα μου μακάρι ποτέ να μην ξημερώσει. Ήταν μια τέρψη και μια ανάταση της ψυχής μου που με έκαναν να νιώθω ανακούφιση απέναντι στην απέραντη μου νοσταλγία για νόστιμον ήμαρ, καθώς έλειπα από την Κύπρο περισσότερο από τέσσερα χρόνια.
Ο καλός μουσικός δεν σταμάτησε να παίζει καθόλου, ανταποκρινόμενος στη χαρούμενη διάθεση μου που διαχεόταν στο πρόσωπο μου. Έπαιζε Ελληνικά τραγούδια των δύο συνθετών χωρίς τελειωμό, ώσπου όμως άχ τι κακό, η ώρα πήγε δώδεκα. Ήρθε η ώρα να σταματήσει, αλλά για το χατίρι μου συνέχισε να παίζει. Με όλη την καλή μου διάθεση, θέλησα να τον ευχαριστήσω στην πράξη, γι αυτό έβαλα το χέρι στη τσέπη. Είχα 200 ευρώ, και του πρόσφερα μπαξίσι τα μισά. Δεν ήθελε να τα πάρει, αλλά στα χρήματα κανείς δεν λέει όχι, έτσι που με λίγη επιμονή δική μου, τα δέχτηκε με πολλές ευχαριστίες.

Είναι λοιπόν, η ζωή του ναυτικού, προσαρμοσμένη σε καλούπια και πλαίσια που επιβάλλουν οι συνθήκες της ναυτικής ζωής, κάποτε πικρή, κάποτε γλυκιά.