ΤΟ ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΟ ΦΟΤΡΙΟ (ΟΙ ΠΡΩΤΟΜΠΑΡΚΟΙ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4)

Σκυφτός με προσοχή να μην παρασυρθώ από το δυνατό μποτσι, έτριβα τους λεπτούς δίσκους του ντελαβάλ με στουπί για να καθαρίσουν. Ο βρυχηθμός της μηχανής ντίζελ άλλαζε, μια δυνάμωνε και μια μούγγωνε, ανάλογα με το σκαμπανέβασμα του πλοίου καθώς τα κύματα σήκωναν την πρύμνη έξω από τα νερά και η προπέλα γύριζε χωρίς αντίσταση, και ύστερα τανα πάλαι στα βαθιά. Ο τρίτος σε έτοιμη κατάσταση standby είχε το νου του μετα μεγάλης προσοχής σε όποια διαταγή από τη γέφυρα, καθώς ήταν απαραίτητος ο κατάλληλος χειρισμός της μηχανής και η κατάλληλη ρότα στα θεόρατα κύματα και τα δυνατά ρεύματα που μπορούσαν να κρατήσουν το πλοίο να μην βουλιάξει. Ήταν μεγάλη η θαλασσοταραχή και η ετοιμότητα του πληρώματος στη γέφυρα και στη μηχανή επίσης το ίδιο. Κάθε λιγάκι ο πρώτος μηχανικός κατέβαινε στη μηχανή για να ενημερωθεί αν όλα πήγαιναν καλά. Ήταν πολλά χρόνια στα καράβια και πολύ έμπειρος, γι αυτό καταλαβαίνοντας πόσο επικίνδυνη ήταν αυτή η τρικυμία, με ανησυχια έβγαζε και αυτός βάρδια μαζί μας. Πηγαινοερχόταν πάνω κάτω τις σκάλες και η αγωνία του έσκιαζε το πρόσωπο. Τα κύματα ήταν μεγάλα περισσότερο από δώδεκα μέτρα και τα ρεύματα πολύ ισχυρά. Το πλοίο έγερνε επικίνδυνα και το φορτίο από ξυλεία που μεταφέραμε πολύ μεγαλύτερο από συνήθως. Αφού είχαν γεμίσει τα αμπάρια, πάνω από αυτά τοποθέτησαν μεγάλους σωρούς που έφταναν στο ύψους της τσιμινιέρας. Οι ναύτες τα έδεσαν σφικτά για να μην φύγουν στη θάλασσα αν μας έπιανε τρικυμία, αλλά με αυτό το επιπρόσθετο ύψος που προστέθηκε στο κατάστρωμα, το κέντρο βάρος του πλοίου άλλαξε, και πολύ ευκολότερα θα μπορούσε να βουλιάξει καθώς τα κύματα το έγερναν στο πλάι ίσα φιλώντας τη θάλασσα.
Ο καπετάνιος δυστηχώς ρισκάροντας την ασφάλεια του πλοίου κατόπιν διαταγής της εφοπλιστικής ιδιοκτήτριας εταιρείας, υπερφόρτωσε το πλοίο με την ελπιδα πως δεν θα συναντούσαμε μεγάλη τρικυμία. Παίζοντας σε ρουλέτα την ασφάλεια των ναυτικών για περισσότερο κέρδος, τοποθέτησαν παράνομα σε ύψους πολύ μεγαλύτερο φορτίο ώστε η εταιρεία να κερδίσει περισσότερα και ο καπετάνιος ίσως κάποιο μπόνους ή και περισσότερη εύνοια από τους εργοδότες του.
Αναβρασμός και δυσαρέσκεια δημιουργήθηκε στο πλήρωμα με το υπέρβαρο και ψηλό φορτίο από της αρχής, αφού συχνά τρικύμιαζε η Μαύρη θάλασσα και εύκολα μπορούσε να μας βουλιάξει. Αλλά κανείς δεν μπορούσε να κάνει κάτι, γιατι η πειθαρχία στα πλοία είναι απόλυτη και οι διαταγές του καπετάνιου νόμος.   
Αποπλεύσαμε από το λιμάνι της Οδησσού με τη θάλασσα ήσυχη και με ελπίδα πως ίδια θα παρέμενε ώστε νά μην κινδυνεύσουμε. Το δρομολόγιο ήταν μικρό, το πολύ σε πέντε μέρες θα φτάναμε στον προορισμό μας, στην Πρέβεζα της Ελλάδας.
Όμως οι Νηρηίδες της θάλασσας είχαν άλλα σχέδια. Ίσως βαριεστημένες από την απραξία και την υσηχια της θάλασσας, στα καλά καθούμενα άνοιξαν το στόμα τους, φύσηξαν βοριάδες και τα κύματα δυσθεορατα ψήλωσαν ως τον ουρανό. Τα ρεύματα από τα βαθιά βγήκαν στην επιφάνεια και χέρι χέρι με τους αέρηδες και τα κύματα δημιούργησαν θαλασσοταραχή και άρπαξαν το πλοίο μας, το σήκωσαν πολύ ψηλά και αρχίνησαν ένα πάλιωμα μαζί του πεισματικό θέλωντας ίσως να το βουλιάξουν.
Είδαμε το χάρο τέσσερα, τον νιώσαμε πολύ κοντά μας καθώς βλέπαμε τη φουρτούνα να δυναμώνει και ώρα με την ώρα όλο να μεγαλώνει. Ο καπετάνιος μετά που πληροφορήθηκε από το Μαρκόνη ότι ο καιρός θα επιδεινωνόταν περισσότερο, κάλεσε σύσκεψη τους αξιωματικούς για να σκεφτούν πώς να τη γλυτώσουμε αφού καλά γνώριζαν την επικινδυνότητα του ψηλού φορτίου ένεκα του τρόπου που ήταν στοιβαγμένο. Ήταν Σουηδική ξυλεία απλωμένη σε όλο το κατάστρωμα σχηματίζοντας πυραμίδα ξεκινώντας από χαμηλά και στοιβαγμένη έως πολύ ψηλά. Η διέλευση από την πρύμνη στην πλώρη ήταν αδύνατη, και όποιος θα τολμούσε να περάσει πάνω από το φορτίο, σίγουρα θα παρασερνόταν από τα κύματα.
Κατέληξαν στο συμπέρασμα πως δεν μπορούσαν να στείλουν τους ναύτες στο κατάστρωμα για να ξεδέσουν τα ξύλα ώστε να πέσουν στη θάλασσα απελευθερώνοντας το πλοίο από το επικίνδυνο φορτίο. Αποφάσισαν πως ήταν εντελώς αδύνατο, γιατι η θαλασσοταραχή ήταν μεγάλη και θα πνίγονταν. Αποφάσισαν πως μόνο με τύχη θα γλυτώναμε και κατάλληλους χειρισμούς στη πλεύση του πλοίου. Έλαβε διαταγή ο ασυρματιστής να στείλει μήνυμα πως το πλοίο κινδυνεύει, και εμείς σαν πλήρωμα λάβαμε διαταγή να είμαστε  standby και τα σωσίβια έτοιμα.   
Στη πολλή ώρα ο τρίτος με έστειλε πάνω στο ντεκ να φτιάξω καφέ. Μπορεί να κινδυνεύαμε, αλλά αυτό δεν σήμαινε πως είχε έρθει το τέλος. Εξ άλλου ένας δυνατός πικρός καφές θα μας τόνωνε τον οργανισμό, ίσως και το ηθικό.
Με ανοιχτά τα πόδια για να δίνω το βάρος του κορμιού μου στην άλλη μεριά που έγερνε το πλοίο και βαστώντας γερά από τα ρέλια της σκάλας και ύστερα του διαδρόμου, ξεκίνησα για το κουζινάκι.  Βρήκα το πλήρωμα ναύτες και μηχανικούς να κάθονται όλοι εκεί βουβοί και σκυθρωποί με ανήσυχο βλέμμα, αλλά όλοι έτοιμοι για ότι αν χρειαζόταν. Η βουβαμάρα ήταν βαριά, και το κλίμα πιο βαρύ.
Τα μπρίκια, τα φλιτζάνια και τα ποτήρια πεσμένα χάμω σπασμένα, δεν μπόρεσαν να αντέξουν στα ράφια όσο καλά στερεωμένα και αν ήταν. Τους ρώτησα αν υπάρχει κάποιο νεότερο, και ο λοστρόμος μου κούνησε αρνητικά το κεφάλι. Βλέποντας πως δεν μπορούσα να φτιάξω καφέ, και μη θέλοντας να βλέπω τα φοβισμένα τους πρόσωπα, γύρισα να φύγω να πάω πίσω στη δουλειά μου στο μηχανοστάσιο.

Εκείνη την ώρα ένα μεγαλύτερο κύμα χτύπησε το πλοίο που έγειρε πολύ και μη μπορώντας εγώ να σταθώ στα πόδια μου, με φόρα και δύναμη με άρπαξε η βαρύτητα και με έριξε για καλή μου τύχη πάνω σε ένα συνάδελφο που καλά κρατιόταν καθισμένος στην καρέκλα του την καλά βιδωμένη στο πάτωμα. Ταυτόχρονα ένα ανατριχιαστικό τρίξιμο ακούστηκε, και ένας δυνατός θόρυβος ακολούθησε όπως μετεωρίτες να έπεφταν και να χτυπούσαν τη σκεπή του πρυμναίου ντεκ που μέσα ήμασταν εμείς. Ο θόρυβος ήταν ανατριχιαστικός και υπόκωφος, προς στιγμή σκέφτηκα μήπως βουλιάζαμε, μήπως πέσαμε στις συμπληγάδες πέτρες και αυτές μας συνέθλιβαν, ή μήπως το φορτίο των ξύλων λύθηκε και μας κατέκλυζαν πέφτοντας στο νερό.

Συνεχίζεται...